Σκύψε κι άλλο
Στην έπαυλη του Dimi Leon
-Γραφείο-
"Για λεζάντα το έχεις ρε Μητσάρα το μπιλιάρδο, τελείως άμπαλος ρε αδερφέ είσαι, σου λέω σκύψε και δες την μπάλα , πως σκατά θα την βάλεις?"
Πηγαίνω κοντά του και επιθεωρώ το κορμί του.
Εν τω μεταξύ για πλούσιος μια μπλούζα δεν έχει να βάλει. Όλο ημίγυμνος κυκλοφορεί.
"Εντάξει?" μου λέει καθώς σκύβει με την στέκα του κι άλλο και προσπαθεί να κάνει σπόντα.
Άσχετος ρε φίλε.
Βγάζω το σακάκι μου και διπλώνω τα μανίκια του πουκαμίσου μου.
"Λοιπόν τελευταία φορά που σου δείχνω πως να χτυπάς την μπάλα. "
Μου χαμογελά διάπλατα .
Πηγαίνω απο πίσω του.
Η μαύρη φόρμα που φοράει είναι πεσμένη χαμηλά στο V των κοιλιακών του. Μπορεί να είναι άμπαλος πάντως απο γυμναστική κάτι σκαμπάζει. Φέτες ο άτιμος.
"Τι έγινε Βαγγελάκη?" με κοιτά πολύ χαμογελαστά καθώς χαιδεύει απαλά τους κοιλιακούς του.
"Τι να γίνει ρε Μητσάρα? Σταμάτα να χαιδεύεσαι και σκύψε "
Ξεφυσά και παίρνει την στέκα στα χέρια του. Σημαδεύει την άσπρη και βγάζει μάτι απο εδώ που είμαι, πως αν την ρίξει απο αυτή την γωνία θα καταλήξει στην πισίνα.
"Σκύψε κι άλλο ..καμπουριάζεις..το σώμα σου ενενήντα μοίρες"
Τον επιθεωρώ. Σκατά το κάνει.
Πηγαίνω απο πίσω του και του χτυπάω κλωτσιά το δεξί πόδι.
"Άνοιξε τα πόδια σου"
Τα ανοίγει.
"Σκύψε κι άλλο"
Δεν σκύβει. Ε είναι βλάκας .Που είναι το δύσκολο?
Για τέταρτη φορά πάω να του το δείξω. Απο πίσω με το σώμα μου τον πιέζω προς το τραπέζι και το στήθος μου ακουμπά την πλάτη του. Τον παίρνω σχεδόν αγκαλιά απο πίσω και του σφίγγω το δεξί χέρι του για να την ρίξουμε παρέα.
"Σκύψε κι άλλο και συγκεντρώσου"
Αντί να κοιτάει την μπάλα , τον βλέπω να με κοιτάζει μέσα στα μάτια . Πολύ έντονα. Δαγκώνει το χείλος του νευρικά και νομίζω πως ελαφρά τρέμει.
"Τι τρέμεις βρε ηλίθιε? Δεν θέλει άγχος το μπιλιάρδο αλλιώς θα τρέμουν τα χέρια σου." Τον σφίγγω πάνω μου.
"Χαλάρωσε το κορμί σου ..και γίνε ένα με την στέκα..κοίτα την μπάλα..συγκεντρώσου ..θέλω να νιώσεις την μπάλα καθώς την βάζεις, θα την βάλεις αργά χωρίς δύναμη..θα την παίξεις γλυκά "
Γυρίζει και με κοιτάει ανέκφραστα. Το στήθος του ανεβοκατεβαίνει γρήγορα.
"Το κάνω καλά?"
"Σταματα το στανιό μου μέσα να κοιτάς εμένα , θα σε γαμήσω στο ξύλο ,τελείως ηλίθιος είσαι? ΤΗΝ ΜΠΑΛΑ ΤΟ ΦΕΛΕΚΙ ΜΟΥ ΜΕΣΑ ΚΟΙΤΑ."
Αρχίζει να γελά. Να γελάει πολύ . Τα μάτια του λαμπυρίζουν σχεδόν απο ευτυχία και λάμπουν.
"Μαστουρωμένο είσαι ρε ?" του λέω αυστηρά και γελάει ακόμη περισσότερο.
Σοβαρεύει απότομα.
"Βάγγελιώ θέλεις να την ρίξεις εσύ και εγώ να έρθω απο πίσω σου για να νιώσω πως το κάνεις?"
Το σκέφτομαι.
"Θα βοηθήσει ?" του λέω σοβαρά. Συνήθως το αντίθετο βοηθάει.
"Πάρα πολύ θα βοηθήσει" μου χαμογελά γλυκά.
"Καλά" λέω αδιάφορα και ανασηκώνω τους ώμους μου.
Αλλάζουμε θέσεις και αυτη την φορά παίρνω εγώ την στέκα και έρχεται αυτός απο πίσω μου . Νιώθω το στήθος του να με πιέζει στην πλάτη μου. Έχει γύρει ολόκληρος και με έχει πάρει αγκαλιά.
"Κάτσε ρε φιλαράκι ανάσα δεν παίρνω ..πως θα την ρίξω αν με καβαλάς?"
Δεν απαντάει.
Προσπαθώ να εστιάσω ...αλλά με εμποδίζει..μμ..
Τι άρωμα φοράει...είναι πολύ ωραίο...
Να θυμηθώ να ρωτήσω ποιο είναι να το πάρω δώρο στον Κωστάκη.
Νιώθω το φύλο του στον κώλο μου.
Είπαμε να με καβαλήσει όχι να με απαυτώσει, ψείρες θα πιάσουμε.
Γυρίζω να τον κοιτάξω και..
"Γιατί ρε Μητσάρα έχεις κλειστά τα μάτια? Πως σκατά αγόρι μου θα δεις την μπαλα? "
"Χαλαρώνω ..εσύ είπες να χαλαρώσω" μου λέει τρυφερά . Το πρόσωπο του είναι τόσο κοντά στο δικό μου που μπορώ και παρατηρώ τις μακριές βλεφαρίδες του , τις έντονες γωνίες του προσώπου του, τα γεμάτα χείλη του...ρε τον άτιμο...είναι τέλειος. Είναι φρικαριστικά τέλειος..δεν έχει κάποιο σημάδι στο δέρμα του..κάποια ουλή..κοιτάω τα χείλη του που μισανοίγουν. Τα μάτια του τα έχει ακόμη κλειστά.
Δεν ξέρω γιατί..αλλά δεν κοιτάω την μπάλα.
Ο τύπος είναι ...έτσι πολύ γλύκας με κλειστά μάτια και όταν δεν μιλάει.
Κοιτάω τα χείλη του που μισανοίγουν. Είναι τόσο κοντά στα δικά μου που νιώθω την ανάσα του.
Και μυρίζει πάντα υπέροχα.
Ανοίγει αργά τα μάτια και με κοιτά σοβαρός.
"Είδες ..ούτε εσύ κοιτάς την μπάλα"
"Εμμ...ε?" λέω αποσυντονισμένη. Δεν άκουσα τι μου είπε.
Με σφίγγει πάνω του πολύ και πλησιάζει το πρόσωπο μου.
"Βαγγελιώ..εγώ.."
"Γιατί τρέμεις ?" του λέω αυστηρά και κάνω χιλιοστά πίσω.
"Βαγγελιώ ήθελα να σου πω.."
Δαγκώνει τα χείλη του και μαγνητισμένη τα κοιτάω.
"ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΦΑΕΙ ΠΡΩΙΝΟ ΚΑΙ ΣΟΥ ΤΟ ΕΦΕΡΑ ΕΔΩ"
Γυρίζω απότομα και κοιτάω απο την πόρτα την Σταματία με ένα τεράστιο δίσκο στα χέρια.
"ΟΧΙ ΤΩΡΑ ΡΕ ΜΑΝΑΡΙ ΜΟΥ"
Το οτι φωνάζει ακόμη και την νταντά του μανάρι με ξεπερνά.
Του χώνω μια μπουνιά στο χέρι.
"Μην φωνάζεις την γυναίκα , πρωινό σου έφερε κακομαθημένο"
Πάω γρήγορα να βοηθήσω την Σταματία με το δίσκο και ακούω τον Δημήτρη να χτυπά το κεφάλι του στο μπιλιάρδο.
"Είσαι ηλίθιος αγόρι μου? Την μπάλα πρέπει να χτυπήσεις "
"Μην το μαλώνεις τον Ντίμη μου παιδί μου, εξάλλου κάτι ξέρει παραπάνω" μου λέει η Σταματία και κάθεται στον καναπέ δίπλα απο το δίσκο. Του έχει κουβαλήσει όλη την κουζίνα.
"Εξάλλου είναι πρωταθλητής στο μπιλιάρδο , έχει κερδίσει το τουρνουά στο-"
"ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ" ουρλιάζει ο Μητσάρας και στριφογυρίζω τα μάτια μου.
"Δεν είμαστε κουφοί σε ακούμε " τον επιπλήττω και κοιτάω την Σταματία.
"Τα έχει ξεχάσει όλα , τίποτα δεν ξέρει..μια ώρα του δείχνω πως να χτυπήσει μια μπάλα"
Η Σταματία μου χαμογελά γλυκά και γυρίζει και κοιτάει το κωλόπαιδο αινιγματικά." Να του κάνεις τότε μάθημα παιδί μου Βαγγελιώ, θέλει πολύ μάθημα για να στρώσει"
Ο Δημήτρης της χαμογελά σαν χαζό. Έρχεται προς το μέρος της και την πατάει κάτω και την φιλάει ρουφηχτά στο μάγουλο.
"Τι κάνει το ωραιότερο μανάρι του κόσμου? Τι κάνει η γυναικάρα μου η όμορφη?"
"Σαχλέ" η Σταματία γελαει πολύ όταν την αποκαλεί έτσι. Φαίνεται να την αγαπάει πολύ.
"Άνοιξε το στόμα σου" του βάζει μια μπουκιά αυγό στο στόμα και εκείνος την κοιτά συνοφρυωμένος.
"Δεν το πέτυχες . Δεν είναι μελάτο" της λέει με γεμάτο στόμα κι εκείνη γουρλώνει τα μάτια.
"Φουρτούνα μου τι έπαθα η γυναίκα! Ντίμη φάτο σαν καλό παιδί, είναι το τελευταίο απο τα χωριάτικά της ξαδέρφης μου. Τα άλλα είναι απο το σούπερ με τις ορμόνες ..δεν σου τα δίνω, να φας αυτό"
"Όχι"
"Καλά φάε λίγο τοστάκι"
"Δεν πεινάω άσε μας να παίξουμε"
"Φάε φρουτάκι" του χώνει σταφύλι στο στόμα. Το μασάει και της χαμογελάει. "Φύγε τώρα"
"Δεν πάω πουθενά αν δεν φας"
Μαλάκα..θα ξεράσω δεν αντέχω άλλο. Ο τύπος είναι μαμάκιας.
"Μπορεί και μόνος του Σταματία..τον έχετε κάνει μαμάκια είναι άντρας. Αλλά η μάνα του φταίει . Αυτή έπρεπε να τον σκληραγωγήσει " την επιπλήττω και ξαφνικά βλέπω την Σταματία να παγώνει.
Ο Δημητρης κοιτά το πιάτο του και δεν μιλάει. Τρώει σταφύλια.
"Κορίτσι μου " κοιτά η Σταματία λοξά τον Δημήτρη " η μάνα του-"
"Η μάνα μου όντως ήταν πολύ γλυκιά δεν με φώναζε ποτέ" διακόπτει ο Δημήτρης την φράση της και μπουκώνεται με σταφύλια. Δεν μας κοιτάει.
Ήταν ? Του πέθανε?
"Ορφανό είσαι ρε Μητσάρα απο μάνα?" λέω έκπληκτα. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα να ρωτήσω για την μάνα του.
Βλέπω την Σταματία να χλωμιάζει στη στιγμή. Της πέφτει το αυγό απο τα χέρια και δαγκώνεται. Ο Δημήτρης με κοιτά ανέκφραστος.
Γιατί ? τι είπα?
Του χώνω μια μπουνιά στο μπράτσο δυνατή.
"Ξεκόλλα το μυαλό σου ρε .Απο τι πέθανε?"
Με κοιτά ανέκφραστος . Βλέπω μια μικρή φλέβα στο μέτωπο του να πάλλεται.
"Αχ κορίτσι μου..." η Σταματία με κοιτά αμήχανη , μια εμένα μια τον Δημήτρη. "Συζήτηση που ανοίγεις...άστα αυτά"
"Γιατί ρε? Που είναι το κακό? Τι να κάνουμε υπάρχει και ο θάνατος στη ζωή. Κι εμείς εκεί θα πάμε. Η ζωή θέλει τσαμπουκά ρε και στομάχι"
Η Σταματία σκύβει το κεφάλι και βάζει το χέρι της στην καρδιά της.
"Κορίτσι μου σταμάτα να μιλάς"
Ο Δημήτρης σηκώνεται πάνω αυτόματα και φεύγει απο κοντά μας.
Η Σταματία με κοιτά απελπισμένα.
Δεν μπορώ τις κλαψομουνιές. Εντάξει του πέθανε η μάνα. Τι δηλαδή? Δεν το αναφέρουν για να μην κλάψει το κακομαθημένο?
"Εμένα η μάνα μου πέθανε όταν ήμουν είκοσι" τους λέω αδιάφορα.
Τρώω απο το σταφύλι.
Ο Δημήτρης κοιτά έξω απο το παράθυρο. Έχει τα χέρια στις τσέπες.
"Απο καρκίνο. Μέσα σε τρεις μήνες είχε μείνει κλαράκι. Γάματα με κεφαλαία γράμματα. Τι να κάνουμε όμως..όπως είπα εκεί θα πάμε κι εμείς. Δεν σταματά η ζωή"
Η Σταματία κοιτά περίεργα τον Δημήτρη που γυρίζει και μας κοιτά. Κοιτά φευγαλέα εμένα και έπειτα την Σταματία. Κοιτάζονται σαν να λένε κάτι με τα μάτια τους.
"Είσαι καλό κορίτσι Βαγγελιώ μου" μου λέει αλλά κοιτά και γνέφει κάτι στον Δημήτρη. Εκείνος της χαμογελά ξαφνικά. Η Σταματία χαμογελά περισσότερο στο Δημήτρη. Κι εκείνος χαμογελά στην Σταματία ακόμη περισσότερο."Πολύ καλό κορίτσι " λέει και την βλέπω να συγκινείται. Εμένα κανείς δεν με κοιτάει.
"Αντε άσε μας μόνους τώρα . Μανάρι" της λέει και πατά τα κλάματα η Σταματία.
Τους κοιτάω και τους δυο.
"Είστε καθόλου καλά?"
Η Σταματία σηκώνεται και με φιλά στα μαλλιά. Τραβιέμαι λίγο γιατί δεν γουστάρω να με αγγίζουν.
Την βλέπω να κλείνει απαλά την πόρτα πίσω της.
Κοιτάω τον Μητσάρα.
"Μην μου πεις οτι συγκινήθηκε επειδή είπα οτι πέθανε η μάνα μου? Εγώ τις κλαψομουνιές δεν τις αντέχω. Μου αρέσουν οι δυνατοί άνθρωποι"
Δεν το σχολιάζει. Δεν με κοιτάζει.
Νιώθω λίγο αμηχανα για κάποιο λόγο.
Τον βλέπω να ανοίγει το συρτάρι και να βγάζει έξω ένα πακέτο τσιγάρα. Βγάζει ένα και το βάζει ανάμεσα απο τα γεμάτα χείλη του. Το ύφος του είναι περίεργο..έτσι σοβαρό. Δεν με έχει συνηθίσει να είναι σοβαρός.
Ψάχνει αναπτήρα και τελικά όταν το βρίσκει έρχεται απέναντι μου κάθεται και το ανάβει.
Ρουφάει αργά τον καπνό και το φυσά προς το ταβάνι. Κι έπειτα γυρίζει και με κοιτά αμίλητος.
"Τι έγινε ρε Δημητράκη? Μήπως να σε ταισω εγώ στο στόμα όπως η νταντά σου?"
Ξαφνικά νιώθω ηλίθια που το είπα αυτό. Είναι πολύ σοβαρός και το βλέμμα του έχει κάτι ανεξιχνίαστο. Δεν ξέρω τι έχει πάθει. Απλά ήθελα να πω κάτι για να σπάσει η παγωμάρα. Δεν με έχει συνηθίσει στις σιωπές.
Δεν μιλάει. Με κοιτάζει σαν να με επεξεργάζεται.
"Αλλά κι εσύ τελείως κακομαθημένο που αφήνεις την γυναίκα ακόμη να σε ταίζει στο στόμα"
Δεν ξέρω γιατί το συνεχίζω. Απλά πάντα τον πειράζω και εκείνος γελάει. Βέβαια τώρα δεν γελάει..
Νιώθω αμήχανα ξαφνικά. Υπερβολικά πολύ.
Συνεχίζει να με κοιτά περίεργα και έντονα. Φυσά τον καπνό του και γέρνει πίσω στον καναπέ.
"Βαγγελιώ η Σταματία είναι κοντά ογδόντα χρονών. Εννοείται δεν χρειάζομαι νταντά. Ζει στο σπίτι μας πριν γεννηθώ ακόμη. Μεγάλωσε τον πατέρα μου . Δεν έμαθε στη ζωή της να κάνει τίποτα άλλο απο το να μεγαλώνει μωρά. Αν σταματήσει να με νταντεύει όπως λες, την βλέπεις οτι για να φανεί χρήσιμη πάει και καθαρίζει. Είναι περήφανη. Δεν θα καθόταν άπραγη. Οικογένεια δεν έχει. Δεν θα την αποζημιώσω απλά και θα την ευχαριστήσω για τις υπηρεσίες της. Αρα θέλω να μείνει εδώ, χωρίς να κάνει δουλειές και να την κάνω να νιώθει χρήσιμη. Και η μεγαλύτερη της χαρά είναι να με φροντίζει.Εννοείται οτι μπορώ να φάω μόνος. Αν όμως την κάνει χαρούμενη αυτό , εγώ το δέχομαι. Με νιώθει σαν γιο της. Μην κρίνεις τόσο εύκολα"
Φυσάει το καπνό προς το ταβάνι και σβήνει το τσιγάρο του.
Με κοιτά σοβαρά. Δεν ξέρω γιατί αλλά δεν ξέρω τι να πω. Δεν το σκέφτηκα ποτέ έτσι.
"Το κακό με σένα είναι οτι κρίνεις εύκολα τους άλλους" συμπληρώνει αυστηρά σαν να με μαλώνει.
"Εμ.." πάω να πω κάτι αλλά δεν ξέρω τι να πω.
Φταίει που με κοιτά και..έτσι...σαν ..πολύ...άντρας?
"Ε..θέλεις να συνεχίσουμε μπιλιάρδο?"
Δεν ξέρω αλλά νιώθω..πολύ..αμήχανα.
"Όχι δεν θέλω"
Σηκώνεται πάνω και κάνει να φύγει.
Νιώθω απογοητευμένη. Δεν ξέρω γιατί.
Πριν ανοίξει την πόρτα , γυρίζει και με κοιτά.
"Ίσως το απόγευμα να συνεχίσουμε πάλι"
Μου λέει και μου χαμογελά .
Όχι με το γνωστό του χαμόγελο.
"Καλά" του λέω και χαμογελάω εγώ σαν χαζό. Πολύ όμως και δεν ξέρω γιατί το παθαίνω αυτό. Εγώ γενικά είμαι σοβαρή.
Με κοιτάει έντονα.
Και μετά γελάει ξαφνικά πολυ.
Ε είναι χαζό το παιδί.
Και απρόβλεπτο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top