Κεφάλαιο 54

"Now I'm running away my dear
From myself and the truth I fear
My heart is beating I can't see clear
How I'm wishing that you were here
You said you'd follow me anywhere
But your eyes tell me you won't be there"

**ΤΑ ΧΑΡΤΟΜΆΝΤΗΛΑ ΜΗΝ ΞΕΧΆΣΕΤΕ😢😢**

1 ημέρα ακόμα.

Άνοιξα τα μάτια μου και βλέποντας το χαρακτηριστικό ρολόι στον απέναντι τοίχο, άπλωσα το χέρι μου δίπλα μου, έτοιμη να αγγίξω την άδεια μεριά του κρεβατιού. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ακούμπησα το σκληρό στέρνο του Χρήστου και αφήνοντας ένα γελάκι, γύρισα ολόκληρη προς το μέρος του.

Είχε κλειστά τα μάτια του και το στήθος του ανεβοκατέβαινε με αργό ρυθμό. Έσκυψα προς το μέρος του και αφού του άφησα ένα φιλί στο μάγουλο, έκανα να σηκωθώ, αλλά το χέρι του στην κοιλιακή μου περιφέρεια με εμπόδισε.

<<Είναι νωρίς ακόμα.>> είπε με τα μάτια του ακόμα κλειστά. Υπακούγοντας, ξάπλωσα δίπλα του και κούρνιασα στην αγκαλιά του. Το ρολόι έδειχνε δέκα παρά είκοσι και τότε συνειδητοποίησα ότι απόψε ήταν πρωτοχρονιά.

Που σημαίνει ότι αύριο είχα γενέθλια.

<<Άφησέ με να φτιάξω πρωινό.>> του είπα αλλά με έσφιξε περισσότερο επάνω του.

<<Το μόνο που θέλω από εσένα, είναι να ετοιμάσεις βαλίτσες.>> έκπληκτη από τα λόγια του, ανακάθισα στο κρεβάτι και εκείνος άνοιξε επιτέλους τα μάτια του.

<<Βαλίτσες;>> τον ρώτησα και κάρφωσε το βλέμμα του στο ρολόι. Χωρίς προειδοποίηση, πετάχτηκε από το κρεβάτι και πλησίασε την μεγάλη ντουλάπα του. Την άνοιξε και έβγαλε από μέσα έναν γεμάτο αθλητικό σάκο προπόνησης. Τον πέταξε κάτω και με κοίταξε, ιδρωμένος.

Ένιωσα το πρόσωπό μου να φλέγεται από τη ντροπή και κοίταξα αλλού, καθώς ήταν γυμνός. Τελείως. Ο Χρήστος γέλασε και με με δύο βήματα, ήρθε ακριβώς μπροστά μου.

<<Ντρέπεσαι μωρό μου;>> ψυθίρισε στο αυτί μου και με το χέρι του, γύρισε το πρόσωπό μου προς το μέρος του, έτσι ώστε να τον κοιτάω στα μάτια.

Καθώς δεν περίμενε απάντηση, τον φίλησα και με έσπρωξε ελαφρά επάνω στο κρεβάτι, γαργαλώντας με ταυτόχρονα.

<<Μηηη ρε Χρήστο!>> φώναξα μέσα από τα γέλια μου και ύστερα από λίγο, σταμάτησε. Ντυθήκαμε και οι δύο βιαστικά με ζεστά ρούχα και έπειτα, με πήρε από το χέρι και παίρνοντας στο άλλο τη βαλίτσα, με οδήγησε στο σαλόνι.

Αποσβολωμένη από το χάος που επικρατούσε, από το χθεσινό πάρτυ, τον κοίταξα με νόημα, αλλά δεν φάνηκε να τον ενδιαφέρει. Πλαστικά ποτηράκια και μαχαιροπίρουνα βρίσκονταν πεταμένα σε όλη την έκταση του δωματίου.

<<Δεν έχουμε χρόνο για αυτά. Πάμε σπίτι σου για να φτιάξεις τη βαλίτσα.>> αποκρίθηκε και πήρε στα χέρια του τα κλειδιά της μηχανής, πάνω από το τραπέζι.

Αφού φόρεσε το μπουφάν του και έπειτα μου έτεινε να φορέσω το δικό μου, άνοιξε τη πόρτα και χωρίς να μου πει κάτι, πήγε να ανέβει τα σκαλιά που οδηγούσα στον επάνω όροφο της πολυκατοικίας.

<<Πάω για λίγο στον Δημήτρη. Μείνε εδώ.>> με πρόσταξε αλλά πριν προλάβει να κουνηθεί, του έπιασα το χέρι, σταματώντας τον.

<<Χρήστο, τι σχεδιάζεις;>> τον ρώτησα ευθέως, προσπαθώντας παράλληλα να ηρεμίσω την καρδιά μου, η οποία δεν συνεργαζόταν με τίποτα.

<<Πάρε τους γονείς σου και πες τους ότι θα πας εκδρομή με τα παιδιά.>> απάντησε και άρχισε να ανεβαίνει δυό-δυό τα σκαλιά.

Μην μπορώντας να εμποδίσω το τεράστιο χαμόγελο που απλώθηκε στα χείλη μου, πληκτρολόγησα αμέσως τον αριθμό του σταθερού του σπιτιού μου.

                          ~~~~~~~~

Έπιασα το χέρι του για πολλοστή φορά από τη στιγμή που μπήκαμε στο καταραμένο αεροπλάνο και ήμουν σίγουρη ότι γελούσε άηχα.

<<Μπορείς να μου βγάλεις τουλάχιστον το μαντήλι από τα μάτια μου;>> παραπονέθηκα και εκείνη τη στιγμή, το αεροπλάνο προσγειώθηκε, κάνοντας τα αυτιά μου να υποφέρουν. Ναι, είχα ξεχάσει να μασήσω τσίχλα.

<<Φτάσαμε τώρα μωρό μου.>> απάντησε ο Χρήστος κι έπλεξε το χέρι του με το δικό μου. Σηκωθήκαμε όρθιοι, καθώς η γυναικεία φωνή της αεροσυνοδού μας ενημέρωσε για την άφιξή μας.

Τα χέρια του μετατοπίστηκαν στη μέση μου και με καθοδήγησε έξω από το αεροπλάνο. Αμέσως, ένα κρύο αεράκι άρχισε να μαστιγώνει το πρόσωπό μου και τα μαλλιά μου ανέμιζαν προς όλες τις κατευθύνσεις, εξαιτίας του δυνατού αέρα.

Μου έβγαλε το μαντήλι από τα μάτια και αφού τα ανοιγόκλεισα λίγες φορές, έμεινα να κοιτάω σαν χάνος το αεροδρόμιο της Γαλλίας. Γύρισα να τον κοιτάξω σοκαρισμένη και γελούσε ήδη με την αντίδρασή μου.

<<ΔΕΝ ΤΟ ΠΙΣΤΕΎΩ!>> ούρλιαξα δυνατά, προκαλώντας πολλά βλέμματα αγνώστων, αλλά αγνοώντας τα, έπεσα στην αγκαλιά του αγοριού μου.

<<Ήξερα πόσο ήθελες να έρθεις>> ψιθύρισε στο αυτί μου και έπειτα, με πήρε από το χέρι, οδηγώντας με προς την μεριά που μαζεύονταν τα ταξί, προκειμένου να τακτοποιηθούμε στο ξενοδοχείο.

                           ~~~~~~~

<<Και...ανέβηκε!>> φώναξα ενθουσιασμένη, καθώς η δημοσίευση της φωτογραφίας μου στο facebook είχε στεφθεί με επιτυχία. Σταμάτησα να περπατάω και παρατήρησα τον Χρήστο να χαζεύει τον ποταμό Σηκουάνα. Βάζοντας το κινητό στη τσέπη μου, τον πλησίασα και αμίλητη, στάθηκα δίπλα του. Τον παρατήρησα για λίγο, καθώς δεν έπαιρνε το βλέμμα του από τον ποταμό.

<<Μωρό μου;>> άγγιξα το πρόσωπό του και αμέσως τινάχτηκε, σαν να ξύπνησε από κάποιο βαθύ ύπνο. Κοίταξε για λίγο γύρω του και αφού αντιλήφθηκε τον χώρο γύρω του, μου χαμογέλασε.

<<Αφαιρέθηκα συγγνώμη. Λοιπόν πάμε να φάμε επιτέλους; Πεινάω πολύ.>> δήλωσε και συμφωνώντας φυσικά με την ιδέα του, τύλιξα το χέρι μου γύρω από τη μέση του και εκείνος μιμήθηκε τη κίνησή μου.

                            ~~~~~~~

Χρήστος P.O.V. (τελευταίο😭)

Κουνούσα νευρικά πάνω κάτω το πόδι μου και κοίταξα για μια ακόμη φορά την ώρα. Ήταν έντεκα παρά τέταρτο. Τότε, το κινητό μου χτύπησε και βγάζοντάς το από τη τσέπη του σμόκιν μου, απάντησα βιαστικά στην κλήση.

<<Bonjour*! Φτάσαμε μόλις. Όλα καλά εκεί;>> ακούστηκε η ενθουσιώδης φωνή του κολλητού μου από την άλλη γραμμή.

<<Όλα καλά. Μην ξεχάσεις...>>ξεκίνησα να λέω.

<<Μμμ...κάτσε βρε μωρό μου, μιλάω με τον Χρήστο τώρα...>> ρόλαρα τα μάτια μου και χαμογέλασα στραβά.

<<Ερωτιάρη, υποσχέθηκες.>> του υπενθύμισα και η νευρικότητα δεν έλεγε να φύγει από πάνω μου.

<<Ξέρω Χρήστο. Μην ανησυχείς. Σε κλείνω. Au revoir**!>> και με αυτά τα λόγια τερμάτισε τη κλήση.

Το ασανσέρ απέναντί μου σταμάτησε στο ισόγειο και αμέσως τινάχτηκα όρθιος από τον αφράτο καναπέ. Βλέποντας την Άλεξ να έρχεται προς το μέρος μου, τα έχασα.

Είχε δέσει τα μακριά μαλλιά της ψηλά, σε μια επιβλητική κοτσίδα και το βάψιμό της ήταν απλό και αναδείκνυε τα υπέροχα μάτια της. Φορούσε ένα μακρύ και στενό σκούρο μπορντό φόρεμα, το οποίο αγκάλιαζε τις ιδανικές καμπύλες του καλλίγραμμου σώματούς της. Τα μαύρα τακούνια της την ψήλωναν και την έκαναν να μοιάζει με θεά.

Εντοπίζοντάς με, το βλέμμα της άστραψε και χωρίς να δώσει σημασία στα δεκάδες σαστισμένα βλέμματα γύρω της, ήρθε προς το μέρος μου και μου έσκασε ένα χαμόγελο, φανερώνοντας τη λαμπρή οδοντοστοιχία της.

<<Είσαι...πανέμορφη>> της είπα σαστισμένος και εκείνη αρκέστηκε στο να με φιλήσει αισθησιακά στο μάγουλο.

<<Πάμε;>> τη ρώτησα, τείνοντας το μπράτσο μου προς το μέρος της. Εκείνη ένευσε θετικά και τυλίγοντας το χέρι της γύρω από αυτό, με άφησε να την οδηγήσω έξω από το ξενοδοχείο.

                          ~~~~~~~~

<<Ευχαριστώ δεν θα πάρω!>> παραπονέθηκε η Άλεξ και γούρλωσε τα μάτια της αηδιασμένη, καθώς της έτεινα να δοκιμάσει ένα σαλιγκάρι. Γελώντας με την αντίδρασή της το έφαγα και έκανα νόημα στο σερβιτόρο να γεμίσει τα ποτήρια μας με λίγο ακόμη κρασί.

<<Φέρτε μας και δύο Κις Λορέν*** παρακαλώ.>> του είπα σε άψεστα γαλλικά και ύστερα από λίγο, ικανοποίησε την επιθυμία μου. Η Άλεξ δοκίμασε πρώτη και αμέσως μου έκανε νόημα να δοκιμάσω κι εγώ, φανερά ενθουσιασμένη.

Όντως το γλυκό αυτό ήταν υπέροχο, αλλά βλέποντας για μια ακόμη φορά ότι η ώρα ήταν έντεκα και μισή, ξεφύσιξα και σηκώθηκα από την καρέκλα μου. Με κοίταξε ερωτηματικά τη στιγμή που στάθηκα από πάνω της και της έτεινα το χέρι μου.

Μου το έδωσε και χωρίς να χάσω χρόνο, άρχισα να την τραβάω προς την κατεύθυνση της μεγάλης γυάλινης πόρτας. Την άνοιξα και αμέσως η χαμηλή θερμοκρασία έγινε αισθητή. Λογικό αφού βρισκόμασταν στην τεράστια βεράντα του εστιατορείου.

<<Χρήστο πού;...ωω!>> αναφώνησε η Άλεξ καθώς αντίκρισε τον πύργο του Άιφελ, ακριβώς μπροστά στα μάτια μας.

Έλαμπε ολόκληρος, φωτίζοντας ολόκληρη την Πόλη του Φωτός. Βάλθηκα να κοιτάω εκείνη, που έλαμπε πολύ περισσότερο από τον Πύργο. Ακτινοβολούσε. Από ευτυχία. Από έρωτα. Φωτίζοντας έτσι την μαύρη ψυχή μου.

<<Έχω κάτι;>> με ρώτησε και βγαίνοντας από το λήθαργό μου, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα πάρει τα μάτια μου από πάνω της.

<<Κλείσε λίγο τα μάτια σου.>> πρόσταξα και εκείνη γελώντας, υπάκουσε. Οι παλμοί μου αυξήθηκαν απότομα καθώς ένιωσα στο χέρι μου την βελούδινη υφή του κουτιού, μέσα στη τσέπη μου.

Το έβγαλα έξω και το άνοιξα, φανερώνοντας ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι, το οποίο λαμπύριζε, κάτω από το φως του φεγγαριού.

<<Άνοιξέ τα.>> είπα με ασταθή φωνή και εκείνη, βλέποντάς με γονατιστό μπροστά της, τα έχασε.

>>Ξέρω ότι είμαστε πολύ μικροί, αλλά σε θέλω μόνο δικιά μου Άλεξ. Δεν είναι ανάγκη να το ξέρει κανείς άμα δεν θες. Είσα η μόνη που με κάνει χαρούμενο. Στο όνομα λοιπόν της αγάπης μας, θα με παντρευτείς;>> τα λόγια μου βγήκαν αποφασιστικά και καθαρά προς μεγάλη μου ανακούφιση .

Η Άλεξ με κοιτούσε ακόμα σοκαρισμένη, με τα αμυγδαλωτά καστανά μάτια της να έχουν βουρκώσει. Σηκώθηκα όρθιος και μια στάλα ιδρώτα έσταξε από το μέτωπό μου. Έκανα να ανοίξω το στόμα μου να της εξηγήσω την πράξη μου, αλλά τα χείλη της επάνω στα δικά μου με διέκοψαν.

<<Ναι,ναι, ΝΑΙ!>> είπε ενθουσιασμένα στο αυτί μου και τέντωσε το χέρι της. Της φόρεσα το δαχτυλίδι και χάιδεψα τα ακροδάχτυλά της. Της ταίριαζε γάντι.

>>Σε αγαπάω.>> μου είπε και με αγκάλιασε. Το κινητό μου δονήθηκε στη τσέπη μου και κατάλαβα πως ήταν η τελευταία ειδοποίηση που είχα βάλει.

Ένιωσα τα δάκρυα να μαζεύονται στα μάτια μου και την έσφιξα περισσότερο επάνω μου.

<<Πρέπει να φανείς δυνατή.>> της είπα με σπασμένη φωνή και παγώνοντας στη θέση της, με απομάκρυνε από την αγκαλιά της.

<<Χρήστο τι λες;>> με κάρφωσε με το ερωτηματικό βλέμμα της, ανασηκώνοντας το ένα της φρύδι κι ένιωσα τη καρδιά μου να σκίζεται στα δύο.

<<Ήσουν η μόνη που κατάφερε να δει μέσα από το σκοτάδι που με σκέπαζε. Ήσουν η μόνη που κατάφερε και έβγαλε από τον πάτο αυτού, το λιγοστό φως που είχε απομείνει. Κι έπειτα το πολλαπλασίασες. Με το γέλιο σου. Με την ύπαρξή σου. Είσαι όλη μου η ζωή και θα είμαι για πάντα ο φύλακας άγγελος σου. Θα σε αγαπάω για πάντα. Θα σε προσέχω για πάντα. Θα σε θυμάμαι για πάντα>> της είπα και άφησα ένα δάκρυ να κυλήσει στο μάγουλό μου.

Εκείνη πλέον έκλαιγε και κουνούσε δεξιά και αριστερά το κεφάλι της, σαν ένδειξη άρνησης.

<<Όχι...δεν μπορείς να φύγεις πάλι. Όχι ξανά. Δεν θα το αντέξω...>> μονολογούσε και αμέσως την έκλεισα στην αγκαλιά μου. Για τελευταία φορά.

<<Σ,σ,σ,ς...όλα καλά θα πάνε.>> την καθησύχασα χαιδεύοντας τα μαλλια της και μύρισα για τελευταία φορά το μεθυστικό άρωμά της.

Την φίλησα απαλά στα χείλη και η γλώσσα μου βρήκε κατευθείαν τη δική της. Την χάιδεψα με απαλές κινήσεις και το φιλί μας έγινε υγρό, από τα δάκρυα και των δύο.

Το ρολόι χτύπησε με έναν εκωφαντικό θόρυβο, δηλώνοντας πλέον τα μεσάνυχτα και τοποθέτησα τα χέρια μου στην μέση της. Τα μέτωπά μας ήταν ενωμένα και τα μάτια μας ορθάνοιχτα. Ήθελα να παγώσω το χρόνο σε αυτή ακριβώς τη στιγμή.

<<Χρόνια πολλά μωρό μου. Να θυμάσαι ότι σε αγαπάω πολύ.>> της είπα κλαίγοντας και με ένα σάλτο, ανέβηκα επάνω στα πέτρινα κάγκελα της βεράντας.

<<Σε παρακαλώ... Μην.>> παρακάλεσε η Άλεξ μέσα στα αναφιλητά της και γονάτισε κάτω, αρπάζοντας την άκρη από το φόρεμα της στην παλάμη της.

<<Δεν έχω επιλογή μάτια μου. Μην με ξεχάσεις.>> ψέλλισα χωρίς να τολμήσω να τη κοιτάξω άλλο και κλείνοντας τα μάτια μου, έπεσα στο σκοτεινό κενό.

Άκουσα το "ποτέ" να βγαίνει ψυθιριστά από το στόμα της και έπειτα το ουρλιαχτό της. Και ύστερα μόνο το βουητό του αέρα στα αυτιά μου, καθώς έπεφτα και έπεφτα, όλο και πιο κάτω.

*Γειά
**Αντίο
***κλασσικό γαλλικό πιάτο( σαν τάρτα)

Γιοοο♡Τι μου κάνετε; πείτε μου ότι δεν είμαι η μόνη που κλαίει σα τρελή εδώ και ώρα😭😭😢

Στο επόμενο κεφάλαιο ακολουθεί ο επίλογος του βιβλίου μας😍τα συναισθήματά σας μέχρι στιγμής;💍

Ερώτηση: τι είδους βιβλία προτιμάτε γενικά;
Εγώ φαντασίας και ρομαντικά😍

Αυτά λοιπόν. Φιλάκια πολλά😍

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top