Κεφάλαιο 5
Δεν ένιωθα καλά. Ήθελα απλώς να μείνω μόνη μου. Με την αίσθηση της όσφρησης στα ύψη εξαιτίας της κολώνιας κατάλαβα ότι με πλησίασε.
Γαμωτο βρισκόταν γονατιστός μπροστά μου.
Σήκωσα το κεφάλι μου αργά και διστακτικά.
Η μάσκαρα πρέπει να είχε τρέξει στα μάγουλά μου, αλλά δεν με ενδιέφερε. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στα δικά μου. Το βλέμμα του ήταν υπερβολικά έντονο και σε αιχμαλώτιζε, χωρίς καν προσπάθεια.
<<Είσαι καλά; Τι συμβαίνει;>> ακουγόταν ειλικρινής και η φωνή του φανέρωνε ανησυχία.
<<Καλά είμαι.>>είπα με σπασμένη φωνή κι ένα ακόμα δάκρυ έκανε να κύλησει αλλά το σκούπισε μαλακά με το δάχτυλο του.
Φαινόταν τόσο απόμακρος...και τώρα είναι εδώ, μαζί μου, να μου σκουπίζει τα δάκρυα...ποιος...ένας άγνωστος σχεδόν.
<<Δεν μου φαίνεσαι καλά...>>μου έπιασε τα χέρια και με ευκολία με σήκωσε επάνω. Ήταν ζεστά. Στάθηκα στα πόδια μου όπως κι εκείνος. Ήταν ψηλότερος αλλά όχι πολύ. Μου άφησε τα χέρια αμήχανα.
<<Πάρε με από έδω σε ικετεύω>> άκουσα τον εαυτό μου να λέει και από μέσα μου άρχισα να με βρίζω για τον αυθορμητισμό μου.
Το πρόσωπο του άλλαξε αμέσως όψη. Μου έπιασε το χέρι ξανά και ανοίγοντας μια πόρτα που ούτε που είχα παρατηρήσει, βγήκαμε έξω στη θάλασσα, καθώς το εστιατόριο ήταν παραθαλάσσιο.
Έκανε κρύο και η ζακέτα μου ήταν μέσα αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να πάω να τη πάρω. Το αεράκι ωστόσο που με χτύπησε αν και τσουχτεό με αναζωογώνησε.
Συνεχίσαμε να περπατάμε κατά μήκος της παραλίας και απομακρυνθήκαμε από το εστιατόριο. Είχαμε φτάσει κοντά στο άλμπατρος σχεδόν και τότε θυμήθηκα τη Σταυ που είχαμε κανονίσει Ωστόσο δεν ήξερα αν ήθελα να πάω. Θα με έβριζε που πήγα μαζί με τους γονείς μου και με αυτόν.
<<Είσαι καλύτερα;>>με ρώτησε ο Χρήστος, σπάζοντας την αμήχανα σιωπή.
<<Ναι. Αλήθεια σε ευχαριστώ πάρα πολύ για όλα. Το εκτιμώ πολύ.>> ψέλισα σιγανά.
Εκείνος χαμογέλασε και τα μάτια μου έμειναν να χαζεύουν τα ολόλευκα ίσια δόντια του. Το σεληνόφως έπεφτε επάνω του και τόνιζε όλα τα υπέροχα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Τα μάτια του έλαμπαν και το ελαφρύ αεράκι φυσούσε τις μπούκλες του σε διάφορες κατευθύνσεις.
Έμοιαζε με αρχαίο Έλληνα Θεό...
<<Δεν έκανα κάτι.>> απάντησε γρήγορα.
Μείναμε σιωπηλοί για λίγο.
<<Θεέ μου είμαστε τόση ώρα εδώ οι δικοί μου θα ανυσηχούν και η παρέα σου...>> αναφώνισα καθώς άνοιξα το κινητό μου και είδα τις αναπάντητες κλήσεις από τη μητέρα μου.
<<Μη σε νοιάζει όλα καλά.>> είπε άνετα. Ήταν πραγματικά πολύ ευγενικός.
Αρχίσαμε να βηματίζουμε προς το εστιατόριο.
<<Και πάλι σε ευχαριστώ πολύ Χρήστο.>> του είπα. Μου χαμογέλασε και μπήκε ξανά μέσα στο εστιατόριο από τη πίσω πόρτα του μπάνιου.
Αντίθετα εγώ έκανα το γύρω του κτηρίου και μπήκα κανονικά από τη κεντρική μπροστινή πόρτα.
Ευτυχώς η ανεπιθύμητη οικογένεια είχε φύγει. Οι γονείς μου ήταν όρθιοι και η μητέρα μου έπαιρνε τηλέφωνο λογικά εμένα.
<<Μαμά εδώ είμαι!>>φώναξα κι εκείνη έτρεξε προς το μέρος μου, αγκαλιάζοντάς με.
>>Ήμουν...>> δεν με άφησε να τελειώσω.
<<Ήταν λάθος.>> είπε σιγανά. Άκουσα γέλια από τη παρέα του Χρήστου αλλά δεν έδωσα σημασία.
Ο πατέρας μου είχε μια ανέκφραστη παγωμάρα στο πρόσωπο του. Βγήκε έξω από το μαγαζί και ακολούθησα κι εγώ από πίσω. Κοίταξα στα δεξιά τη παρέα.
Όλοι κοιτούσαν τον Χρήστο, ο οποίος κοιτούσε εμένα...είχα γίνει ήδη θέαμα και ακόμα δεν είχα έρθει στο σχολείο. Μου χαμογέλασε κι εγώ ανταποκρίθηκα.
Γειά σας αγάπες💘Φτάσαμε τα 139 views και τα 86🌟 πραγματικά δν έχω λόγια!! Μπορεί να φαίνονται λίγα αλλά για εμένα προσωπικά σημαίνουν πολλά!!Λοιπόν, τι λέτε να γίνει; Πως σας φαίνεται ο Χρήστος; Και τι θα γίνει με τον Νίκο;😏
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top