Κεφάλαιο 46

Άνοιξα τα μάτια μου και βρισκόμουν ακόμη εγκλωβισμένη στην αγκαλιά του. Τα φτερά του είχαν πλέον εξαφανιστεί και γύρισα να τον κοιτάξω. Τα βλέφαρά του ήταν κλειστά και το πρόσωπό του απόλυτα γαλήνιο. Χαμογέλασα και έκανα να ανασηκωθώ για να τεντωθώ αλλά αμέσως τον χέρι του έπιασε το μπράτσο μου και ξάπλωσα ξανά γελώντας.

<<Εσύ δεν κοιμόσουν;>> τον ρώτησα και εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Με τράβηξε ακόμα πιο κοντά του και με φίλησε απαλά στο στόμα. Αυτόματα τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του και θυμήθηκα τις τελευταίες ώρες.

<<Πρέπει να σου πω κάτι.>> είπε ξαφνικά ύστερα από λίγο και τον κοίταξα ερωτηματικά.

Ο ήχος κλήσης του κινητού μου από το σαλόνι με έκανε να πεταχτώ γρήγορα από το κρεβάτι, συνειδητοποιώντας ότι χτυπούσε και πριν, άρχισα να αισθάνομαι τύψεις, καθώς λογικά οι γονείς μου ανησυχούσαν.

Άκουσα τα βήματα του αγουροξυπνημένου Χρήστου να πηγαίνει στο μπάνιο και εγώ συνέχιζα να ψάχνω το κινητό μου με την σπασμένη ακόμα οθόνη.

Εκείνη την στιγμή, χτύπησε το κουδούνι αποσυντονίζοντάς με για λίγο αλλά τελικά έπιασα στα χέρια μου το κινητό, τη στιγμή που ο Χρήστος έβγαινε από το μπάνιο αναστατωμένος.

<<Μην ανοίξεις!>> πρόσταξε και νέυοντάς του, απάντησα στην μία από τις δεκατέσσερις εισερχόμενες κλήσεις από το πατέρα μου.

<<ΆΛΕΞ ΣΕ ΈΧΟΥΜΕ ΠΆΡΕΙ ΤΌΣΑ ΤΗΛΈΦΩΝΑ ΠΟΎ ΣΤΟ ΚΑΛΌ ΕΊΣΑΙ;>> η δυνατή και θυμωμένη του φωνή τρύπησε τα αυτιά μου και έκανα να απαντήσω αλλά τότε παρατήρησα τον Χρήστο να έχει στηρίξει το κεφάλι του επάνω στη πόρτα και να ανασαίνει βαριά.

Μια αντρική βαριά αλλά οικεία σε μένα φωνή ακουγόταν από έξω και παράλληλα χτυπήματα απειλούσαν να διαλύσουν την πόρτα.

<<Πήγαινε μέσα στο δωμάτιο!>> μου είπε σχεδόν ψυθιριστά το αγόρι αλλά δεν σάλεψα.

<<ΆΛΕΞ!>> ξαναμίλησε ο πατέρας μου, από την άλλη γραμμή, τον οποίο είχα ξεχάσει.

<<Μπαμπά να σε πάρω εγώ γιατί->>

<<Άκουσε με Άλεξ. Κάθισα και έψαξα για το Χρήστο!>> με διέκοψε γρήγορα και για κάποιο λόγο αγχώθηκα.

Εκείνη την στιγμή ο Χρήστος με πλησίασε με ανήσυχος ύφος και μου έκανε νόημα να πάω μέσα.

<<Δηλαδή;>> τον ρώτησα και ο άλλος με κοίταξε ερωτηματικά.

<<Πρέπει να μείνεις μακριά του.Ο πατέρας του...>> η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο και το χαμηλό σήμα παρεμπόδισε να συνεχίσει την πρότασή του. Ο Χρήστος τότε έπιασε το χέρι μου τραβώντας το προς τη κατεύθυνση του δωματίου του και εκείνη τη στιγμή, η πόρτα χτύπησε ξανά με μεγαλύτερη δύναμη.

<<ΆΦΗΣΕ ΜΕ ΓΑΜΏΤΟ!>> του φώναξα και απελευθερώθηκα από η λαβή του. Με κοίταξε σοκαρισμένος και χωρίς να περιμένω να κάνει κάτι, έτρεξα στο δωμάτιό του, κλείνοντας τη πόρτα με θόρυβο πίσω μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και έβαλα ξανά το ακουστικό στο αυτί μου.

<<Πες μου. Συγγνώμη ο σκύλος της Σταυ γίνεται επιθετικός κάποιες φορές...>> είπα ψέματα με τρεμάμενη φωνή στο πατέρα μου.

<<Άλεξ μου, δεν είναι αυτός που φαίνεται ότι είναι. Καταρχάς είναι δεκαοχτώ ετών και έχει δώσει πλαστά χαρτιά στο σχολείο. Έχει αλλάξει και ο όνομα του αλλά δεν έχω βρει ακόμα το πιστοποιητικό του. Έμαθα ότι ο πατέρας του είχε φύγει για Ρωσία παρατώντας τον μόνο του και όχι για να επισκεφτεί την αδελφή του, όπως μου έλεγε εμένα. Άλεξ...>> οι πληροφορίες ήταν πολλές για να τις επεξεργαστώ και κάθισα επάνω στο κρεβάτι. Έπιασα το κεφάλι μου και προσπάθησα να εμοδίσω τα δάκρυά μου να κυλήσουν.

<<Είναι από τους πιο καταζητούμενους φυλακόβιους στη χώρα αυτή. Κατηγορείται για σωματεμπόριο στα Βαλκάνια, διακίνηση ναρκωτικών και για φόνο.>>

Άφησα τα δάκρυά μου να κυλήσουν ελεύθερα και συνειδητοποίησα ότι η πραγματικότητα με είχε "χαστουκίσει" με δύναμη. Στο μυαλό μου ήρθε κατευθείαν ο κουστουμάτος τύπος που με είχε απαγάγει, του οποίου το όνομα δεν γνώριζα αλλά κούνησα πέρα δώθε το κεφάλι μου,αρνούμενη να το πιστέψω.

<<Είναι και κάτι ακόμα...>>έκανε να πει αλλά ακούστηκε ένας γδούπος που προερχόταν από το σαλόνι, κάνοντας με να τιναχτώ όρθια. Χωρίς να πω τίποτα τερμάτισα τη κλήση και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, άνοιξα σιγά σιγά τη πόρτα και άρχισα να βηματίζω στις μύτες των ποδιών μου στον διάδρομο.

<<Άκουσα μια γυνακεία φωνή, ποια ήταν;>> σταμάτησα απότομα αναγνωρίζοντας την φωνή του απαγωγέα μου και στήριξα το σώμα μου στον τοίχο, πασχίζοντας να ανασάνω κανονικά. Γνωρίζονταν. Ή ακόμα χειρότερα, πολύ καλά.

<<Γκόμενα ήταν.>> είπε ο Χρήστος με σταθερή φωνή και προσπάθησα να ρίξω μια ματιά στο τι γινόταν, κολλημένη πάντα επάνω στο τοίχο.

<<Αυτό είναι το αγόρι μου. Θα σε πείραζε να την μοιραζόσουν με τον γέρο πατέρα σου; Είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσα να τη βοηθήσω να καλυτερέψει τη ζωή της.>>

Ο απαγωγέας μου στεκόταν απέναντι από το αγόρι μου και λίγο πιο πέρα βρισκόταν ο Έλλιο, με το ανέκφραστο όπως πάντα ύφος του. Ένιωσα το αίμα να κυλάει γρηγορότερα στις φλέβες μου και συνέχισα να κλαίω βουβά, με την καρδιά μου να χτυπάει να δυνατά από τον τρόμο. Οι φόβοι μου είχαν επιβεβαιωθεί.

<<Γιατί στο διάολο ήρθες Τζον;>> αποκρίθηκε αυτός και παρατήρησα ότι είχε σφίξει τις γροθιές του, τόσο πολύ που είχαν γίνει άσπρες.

Ο Τζον γέλασε και το γέλιο του προκάλεσε μια ανατριχίλα στην σπονδυλική μου στήλη. Ο απαγωγέας μου πατέρα του αγοριού μου. Και μετά σου λένε ότι η ζωή μπορεί να γίνει περίπλοκη. Το καθε βήμα του πάνω κάτω στο ξύλινο πάτωμα διαπερνούσε το κεφάλι μου, σαν σφυρί.

<<Ξέρεις πολύ καλά γιατί είμαι εδώ. Θέλω το κορίτσι.>> είπε και το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου. Ο Χρήστος σάστισε αλλά αμέσως συνήλθε.

<<Δεν καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάς.>> η απάντηση του ήταν ψύχραιμη αλλά μπορούσα να καταλάβω την νευρικότητα που τον διακατείχε. Ο Τζον χαμογέλασε ειρωνικά και τον πλησίασε ακόμα περισσότερο. Βρίσκονταν πλέον σε απόσταση αναπνοής.

<<Δεν ήθελαν να μου το πουν. Νόμιζαν ότι θα τους περάσω για τρελούς όπως ακριβώς και την Εβελίνα. Μου είχε μιλήσει για εσένα αλλά δε την πίστευα. Ακόμα το κάνω. Και ήρθα εδώ γιατί με έπεισαν. Έλλιο.>> ο Τζον του έκανε νόημα και εκείνο άρχισε να κατευθύνεται προς το μέρος του διαδρόμου. Προς το μέρος μου.

Το χέρι του Χρήστου βρέθηκε στο στήθος του άντρα, σταματώντας τον. Εκείνος γέλασε χαιρέκακα και πιάνοντάς τον από τους ώμους με μια λαβή πολεμικής τέχνης τον έκανε να χάσει την ισορροπία του για λίγο και να πέσει επάνω στο τοίχο, χωρίς να προλάβει να αμυνθεί. Ρίχνοντας του ένα περιφρονητικό βλέμμα προχώρησε προς το μέρος μου και εγώ πανικοβλημμένη άρχισα να πισωπατώ.

Η κραυγή του Χρήστου ακούστηκε και έπεσε κάτω στα γόνατα, μουγκρίζοντας.

<<Έλλιο!>> φώναξε ο Τζον και ο άντρας σταμάτησε, λίγα μέτρα μακριά από την κρυψώνα μου. Κράτησα την ανάσα μου και έντρομη κατάλαβα ότι ο Χρήστος μεταμορφωνόταν ξανά.

Ο Τζον έμεινε με ανοιχτό το στόμα μπροστά στο θέαμα του γιου του με τα μεγάλα επιβλητικά φτερά του και τα γυαλιστερά μάτια του.

<<Ώστε είναι αλήθεια...>> ψέλλισε αυτός και το αγόρι κοίταξε προς το μέρος μου και κατάλαβα ότι γνώριζε την παρουσία μου εκεί. Στο μυαλό μου εισέβαλε αμέσως βίαια η ανάμνηση που εκείνος με έπαιρνε στην αγκαλιά του έπειτα από την πάλη του με τους άντρες του πατέρα του, καταλαβαίνοντας ότι μου τη μετέδωσε για να ηρεμίσω.

<<Τι σου είχε πει η... μαμά;>> ρώτησε ο άγγελός μου αλλά εκείνος τον κοίταξε με έντονο ύφος.

Την αγαπούσε. Και μισούσε την εαυτό του για αυτό. Τα μάτια του φανέρωναν τον πόνο που ένιωθε καθώς σκεφτόταν την γυναίκα του. Φοβόταν να αντιμετωπίσει αυτά τα συναισθήματα για αυτό προσπαθούσε να τα θάψει μέσα του. Ήξερε ότι ο θρήνος και ο πόνος άμα τους επέτρεπε να τον κατακλύσουν, θα τον κατέστρεφαν.

<<Δεν την πίστεψα...>> αποκρίθηκε ψυθιριστά, περισσότερο στον εαυτό του. Ο γιος του τον κοιτούσε σιωπηλός και τα μάτια του ήταν καρφωμένα προς το μέρος μου. Ήταν βουρκωμένα. Όπως και αυτά του πατέρα του.

Ακόμα και τα τέρατα μπορούν να νιώσουν τελικά. Και δεν ήταν από πάντα τέρατα. Τα συναισθήματα τα μετέτρεψαν. Άρα τι είναι χειρότερο να νιώθεις ή να μην νιώθεις;

<<Πες μου τι σου είχε πει!>> πρόσταξε ο Χρήστος αλλά εκείνη τη στιγμή χτύπησε η πόρτα, ξαφνιάζοντάς μας όλους.

<<Αστυνομία ανοίξτε!>> ακούστηκε μια βαθιά φωνή και αμέσως το πρόσωπο του Τζον αλλοιώθηκε από τον τρόμο. Κοίταξε τον γιο του με μίσος κάνοντάς τυ νόημα να μην κουνηθεί ,σα να τον κατηγορούσε για αυτό που γινόταν.

Ο Χρήστος όμως αγνοόντας τον άνοιξε αμέσως τη πόρτα, και μπροστά στα σαστισμένα βλέμματα του πατέρα και του συνεργού του εμφανίστηκαν δύο αστυνομικοί. Αμέσως το βλέμμα του ενός άστραψεστην θέα του Τζον και κατευθύνθηκε προς το μέρος του.

<<Υπάρχει ένταλμα σύλληψης για εσάς κύριε. Παρακαλώ ακολουθήστε με στο τμήμα.>> πρόσταξε παγερά και έβγαλες τις χειροπέδες από τη φόρμα του. Προς μεγάλη μου έκπληξη αυτός δεν έδειξε καμία αντίσταση, παρόλο που στην τσέπη του ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι υπήρχε ένα όπλο. Ο άλλος αστυνομικός πέρασε τις χειροπέδες στον Έλλιο και όλοι μαζί βγήκαν έξω από το σπίτι.

<<Θα τα πούμε σύντομα... Χριστόφορε.>> απευθύνθηκε στον Χρήστο και εγώ και εκείνος μείναμε στήλη άλατος από την προσταγή του ονόματος. Ο αστυνομικός τον έσπρωξε και ακολούθησαν τους άλλους, έξω από το σπίτι. Ο Χρήστος βγαίνοντας μια μεγάλη ανάσα, έκλεισε την πόρτα και κλείνοντας τα μάτια του, εξαφάνισε το υπερφυσικό στοιχείο των φτερών.

<<ΓΑΜΏΤΟ!>> ούρλιαξε και χτύπησε τη γροθιά του στο τοίχο,ματώνοντας τον υπάρχων επίδεσμο. Ματώνοντας τη καρδιά μου.

Αποφάσισα να βγω από την κρυψώνα μου και με σταθερό βήμα φανερώθηκαν μπροστά του. Αντιλήφθηκε αμέσως την παρουσία μου και έκανε να με πλησιάσει αλλά εγώ κατευθύνθηκα προς τη πόρτα και το χέρι μου βρέθηκε στο πόμολο, ανοίγοντας την. Αμέσως το δωμάτιο μου φάνηκε ότι φωτίστηκε. Σε αντίθεση με το πρόσωπο του Χρήστου.

<<Άλεξ...>> η φωνή του βγήκε με δυσκολία από το στόμα του φαινόταν έτοιμος να καταρεύσει..

Τον κοίταξα με δολοφονικό βλέμμα, αφήνοντας ένα ακόμη δάκρυ να προδώσει τον συναισθηματικό μου κόσμο. Γύρισα τη πλάτη μου και βγήκα έξω από το σπίτι, στον καθαρό αέρα.

Και τώρα στο κεφάλαιο. Είπα ότι θα το χαλάσω 😂😏😶 πώς σας φάνηκε λοιπόν;

Παιδιά πώς θα συνηθίσω το όνομα Χριστόφορος;😂 Θα το ξεπεράσω χαχα😂😄 μάθαμε πολλά για αυτόν λοιπόν..

Ερώτηση: θέλετε η ιστορία να έχει καλό ή κακό τέλος; Εγώ έχω σκεφτεί κακό πάντως 😏

Ευχαριστώ όσους ήδη με υποστήριξαν στο διαγωνισμό 😍😍 σας αγαπάω πολύ 😘❤❤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top