Κεφάλαιο 41

"No, i may not be the best but I'm far from the worst"

Χρήστος P.O.V.

Πετούσε με τα εκθαμβωτικά ολόλευκα φτερά της και διέσχιζε τον ουρανό σαν πουλί. Γύρισε το κεφάλι της να δει που ήμουν και μόλις με εντόπισε, μου χαμογέλασε και αφού με να πλησίασε, έτεινε το χέρι της. Την κοίταξα στα μάτια και τα καταγάλανα δικά της ταίριαζαν απόλυτα με το χρώμα του ουρανού.

«Δεν μπορώ.» της είπα θλιμμένα κι εκείνη γέλασε σαν να της είχαν πει το πιο ξεκαρδιστικό αστείο του κόσμου.

«Εμπιστεύσου με Κρις.» αποκρίθηκε σχεδόν ψιθυριστά και μαγεμένος από την παρουσία της, της έδωσα το χέρι μου. Η Έλενα χαμογέλασε ξανά, θυμίζοντάς μου για μια ακόμη φορά τον λόγο που την είχα ερωτευτεί και με τράβηξε από το στέρεο έδαφος.

Έβγαλα μια σιγανή κραυγή έκπληξης καθώς πλέον τα πόδια μου δεν ακουμπούσαν τη γη. Συνέχισα να αιωρούμαι για λιγο και τότε κατάλαβα ότι τόση ώρα είχα κλειστά τα μάτια μου. Τα άνοιξα απότομα, τη στιγμή που το χέρι της άφησε το δικό μου.

Ένας οξύς πόνος διαπέρασε τη σπονδυλική μου στήλη και κοιτώντας προς τα επάνω συνειδητοποίησα ότι είχαν βγει ξανά τα φτέρα μου. Χαμογέλασα ασυναίσθητα και τα τίναξα με μια απότομη κίνηση, κερδίζοντας έτσι ύψος στον ουρανό. Το βλέμμα μου περιπλανήθηκε τριγύρω και στο οπτικό μου πεδίο μπήκε η φιγούρα της Έλενας.

«Φτάσε μεεε!» μου φώναξε και πέταξε ακόμα πιο ψηλά. Γελώντας με εκείνη, τη μιμήθηκα και βάλθηκα να την ακολουθώ ανάμεσα στα σύννεφα. Βρισκόμουν λίγα μέτρα μακριά της όταν εκείνη σταμάτησε να πετάει, μένοντας ακίνητη στον αέρα.

«Χα! Σε έπιασα!» ειπα θριαμβευτικά και έπιασα τον ώμο της. Αυτή όμως δεν σάλεψε. Παραξενεύτηκα και θεωρώντας ότι έπαιζε απλά, έγειρα το κεφάλι μου και φίλησα το απαλό δέρμα του λαιμού της.

«Κρις...» η φωνή της ήταν αδύναμη κι έτρεμε. Κάτι υγρό έσταξε πάνω στα χείλη μου και ανοίγοντας τα μάτια μου, στη θέα του αίματος τινάχτηκα ελαφρώς προς τα πίσω.

«Τι στο...; Έλενα;» η κοπέλα γύρισε προς το μέρος μου και το πρόσωπό της ήταν ματωμένο. Όπως και όλο το υπόλοιπο σώμα της. Το αίμα έσταζε από τα φτερά της και το άσπρο χρώμα τους μετατρεπόταν σταδιακά σε κόκκινο.

«Βοήθησέ με...» ψιθύρισε και τα φτερά σταμάτησαν να λειτουργούν, αφήνοντας τη βαρύτητα να την ρίξει προς τα κάτω. Ούρλιαξα δυνατά το όνομά της και άρχισα να πετώ προς τα κάτω, ώσπου την έφτασα και την κλείδωσα στην αγκαλιά μου. Ένα κύμα ανακούφισης με διαπέρασε και οι παλμοί της καρδιάς μου επέστρεψαν στο φυσιολογικό.

Ωστόσο κοιτάζοντάς την συνειδητοποίησα ότι στην αγκαλιά μου δεν κρατούσα πλέον αυτή.

«Άλεξ;» νόμιζα οτι απλά τα μάτια μου έπαιζαν παιχνίδια αλλά έκανα λάθος.

«Χρήστο, πού είσαι;» ρώτησε ενώ τα μάτια της ήταν ακόμη κλειστά. Της χάιδεψα τα μαλλιά πανικοβλημένος.

«Εδώ είμαι μάτια μου.» της αποκρίθηκα αλλά δεν φάνηκε να με ακούει.

»Χρήστο, πού είσαι;» επανέλαβε και τότε τα φτερά μου εξαφανίστηκαν, και ουρλιάζοντας, συνέχισα να πέφτω στο κενό, μαζί της..

«ΓΑΜΏΤΟ ΌΧΙ!» φώναξα και πετάχτηκα από το κρεβάτι μου καταϊδρωμένος. Τότε κατάλαβα ότι επρόκειτο απλά για εφιάλτη. Ξεφύσιξα ανακουφισμένος και σηκώθηκα όρθιος. Με γρήγορες κινήσεις μπήκα μέσα στο ντουζ και άφησα το ζεστό νερό να με καταπραΰνει.

Έμοιαζε τόσο αληθινός αυτός ο εφιάλτης. Θυμήθηκα εκείνη τη βραδιά στο κλάμπ με τον Νίκο αλλά πλέον δεν μπορούσα να κατανοήσω άμα ήταν κι αυτό ένα ακόμη όνειρο.

Συγχυσμένος κοπάνησα τη γροθιά μου στο τζάμι της ντουζιέρας κι εκείνο έσπασε σε εκατοντάδες κομματάκια, διασκορπισμένα σε όλο το ξύλινο πάτωμα. Το νερό στα πόδια μου έγινε κόκκινο και τρομαγμένος από τον εφιάλτη, έκλεισα το νερό και βγήκα έξω, τυλίγοντας μια πετσέτα γύρω από τη μέση μου.

Πλησίασα το ντουλάπι πάνω από τον νιπτήρα και περιποιήθηκα με ό,τι βρήκα μέσα τη πληγή που είχα κάνει πριν λίγα λεπτά. Οι υδρατμοί είχαν προκαλέσει το θόλωμα του καθρέφτη και δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα. Σκούπισα με μια πετσέτα την επιφάνειά του και πάγωσα στο θέαμα ενός λευκού ζευγαριού φτερών στη πλάτη μου.

Τρομαγμένος πισωπάτησα κι έπεσα πάνω στο τοίχο. Γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος της πλάτης μου, αλλά τα φτερά ήταν ανύπαρκτα. Άρχισα να γελάω σαν υστερικός και με το τραυματισμένο μου χέρι έδωσα άλλη μια γροθιά στον καθρέφτη, σπάζοντάς τον κι αυτόν. Ο επίδεσμος που είχα δέσει το τραύμα έγινε κατακόκκινος και ο πόνος οξύνθηκε αλλά αγνοώντας τον ακούμπισα επάνω στο νιπτήρα κι έσκυψα το κεφάλι μου.

«Τι πάει λάθος με μένα;» δεν περίμενα να πάρω κάποια απάντησα και επέστρεψα ξανά στο δωμάτιό μου. Το βλέμμα μου έπεσε στη κορνίζα της μητέρας μου επάνω σε ένα ράφι και την έπιασα στο χέρι μου.

»Μαμά βοήθησέ με σε παρακαλώ...νομίζω ότι αρχίζω να τρελαίνομαι.» αναστέναξα και πήρα στα χέρια μου το κινητό μου. Δεν πρόλαβα να το ανοίξω και η οθόνη φωτίστηκε από την εισερχόμενη κλήση άγνωστου αριθμού. Το σήκωσα αμέσως.

«Τι κάνει ο γιόκας μου;» η βαριά και ειρωνική φωνή του Τζον τρύπησε τα αυτιά μου, προκαλώντας μου αηδία.

«Τι στο διάολο θέλεις Τζον;» ρώτησα άγρια και προσπάθησα να ηρεμίσω και να εστιάσω στο πρόσωπο της μητέρας μου στη φωτογραφία.

« Να ξέρεις...καθάρισα εκείνον τον μαλάκα τον ξάδερφό σου που μου χρωστούσε χρήματα εδώ κι ένα μήνα...» τα λόγια του έκαναν τη καρδιά μου να σφιχτεί.

Ο Παύλος ήταν γιος της αδερφής του Τζον και τον γνώριζα από πολύ μικρή ηλικία. Ωστόσο αφού πέθανε η θεία του, δηλαδή η μητέρα μου και σχεδόν ταυτόχρονα η μητέρα του εξαφανίστηκε, έμπλεξε με τις βρώμικες δουλειές του Τζον και χάσαμε κάθε επαφή.

«Ήταν...αίμα σου...» είπα σχεδόν ψυθιριστά κι αυτός γέλασε από την άλλη γράμμη.

«Μικρέ, είσαι τόσο αφελής...δεν διστάζω να σκοτώσω ακόμα κι εσένα αν μπεις εμπόδιο στις δουλειές μου...» συνέχιζε να γελάει και το αίμα είχε παγώσει στις φλέβες μου.

»Θα σου στείλω μια διεύθυνση να έρθεις σε μία ώρα. Μην τολμήσεις και αργήσεις μικρέ και-» τα λόγια του διακόπηκαν από ένα ουρλιαχτό. Το σήμα άρχισε να χανόταν και δεν μπορούσα να ακούσω καθαρά τι έλεγε αλλά ήμουν σίγουρος ότι βλασφημούσε.

»Να είσαι εκεί.»είπε κοφτά.

«Άντε γαμήσου.» πέταξα το κινητό επάνω στο κρεβάτι και τράβηξα με δύναμη τα μαλλιά μου από τα νεύρα μου. Το πήρα ξανά στα χέρια μου και αγνοώντας το μήνυμα με τη διεύθυνση που μου είχε στείλει, έστειλα μήνυμα στην Άλεξ να βρεθούμε στο πάρκο κόντα στο σχολείο.

Έπρεπε να της ζητήσω συγγνώμη για τη συμπεριφορά μου στο σχολείο. Έπρεπε να την κρατήσω κρυφή από τον Τζον. Έπρεπε να μάθει.

Έπρεπε να τη δω γιατί μόνο αυτή μπορούσε να διώξει τους δαίμονές μου που, χόρευαν στο κεφάλι μου και να με ηρεμίσει.

Πήρα το κινητό μου και τα κλειδιά της μηχανής και αφού άλλαξα τον ματωμένο επίδεσμο ,αντικαθιστώντας τον με έναν καθαρό, βγήκα έξω από το σπίτι.

Άλεξ P.O.V. (έκπληξη:')

Βρισκόμουν ξαπλωμένη σε κάτι μαλακό. Άνοιξα τα μάτια μου και τα πάντα ήτα θολά. Πήρα μια βαθιά ανάσα και ανασηκώθηκα. Ζαλίστηκα και στηρίχτηκα στα σιδερένια κάγκελα του κρεβατιού. Αναμνήσεις από τον καλοντυμένο άντρα και του άντρες του, με κατέκλυσαν και τότε συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν σε ένα άγνωστο δωμάτιο. Δεν ήταν εφιάλτης λοιπόν;

Άρχισα να πανικοβάλλομαι και έτρεξα γρήγορα προς το μέρος της μεγάλης εξίσου σιδερένιας πόρτας που με εμπόδιζε να βγω από αυτό το αποπνικτικό μέρος. Δεν υπήρχε ούτε ένα παράθυρο και μόνο μια πανάρχαια επιτραπέζια λάμπα, απέτρεπε το δωμάτιο να βυθιστεί στο σκοτάδι.

Βάρεσα με δύναμη πολλές φορές τις γροθιές μου στη πόρτα αλλά δεν έγινε τίποτα. Φώναξα και έβρισα άλλες τόσες και δεν πήρα καμία ανταπόκριση. Απογοητευμένη άφησα το σώμα μου να συρθεί επάνω στη πόρτα και άρχισα να κλαίω, φοβισμένη. Θυμήθηκα το σπασμένο κινητό μου και έτσι απέρριψα κι αυτό το μέσο διαφυγής.

Οι γονείς μου θα έχουν πεθάνει από αγωνία. Δεν έχω τη παραμικρή ιδέα που βρίσκομαι και όλα αυτά επειδή ήμουν περίργη για εκείνο το ουρλιαχτό. Γαμώτο μου.

Ακούστηκαν βήματα έξω από την πόρτα και πετάχτηκα αμέσως όρθια. Με την αναστροφή του χεριού μου σκούπισα τα δάκρυα μου και κόλλησα επάνω στον απέναντι τοίχο. Η πόρτα ξεκλείδωσε και μέσα μπήκε ένας από τους άντρες που ήταν μαζί με τον δολοφόνο. Δεν ήξερα καν πόσες ώρες ή μέρες βρισκόμουν εδώ.

«Πού είμαι; Γιατί με φέρατε εδώ; Σε παρακαλώ άφησε με να-» το χαστούκι του με διέκοψε και το μάγουλό μου έτσουξε. Τον κοίταξα στα μάτια με τα δάκρυα να κυλούν πλέον φανερά κι αυτός με άρπαξε από το μπράτσο, οδηγώντας με έξω από το δωμάτιο.

Ήταν σκοτεινά και το μόνο που μπορούσα να διακρίνω ήταν πόρτες δωματίων παρόμοιες με τις δικές μου. Μέσα από μια ακούγονταν κλάματα αλλά ο άντρας ανενόχλητος συνέχιζε να με σέρνει δίπλα του, ώσπου φτάσαμε έξω από ένα άλλο δωμάτιο, στο τέλος του διαδρόμου.

Άνοιξε τη πόρτα και στη θέα ενός ακόμη πτώματος στο ματωμένο πάτωμα ούρλιαξα, κάνοντας τον άντρα που με έφερε εκεί να μου κλείσει το στόμα με τη μεγάλη του παλάμη. Το βλέμμα μου έπεσε στον κουτσουμάτο άνδρα, λίγο πιο πέρα, ο οποίος μιλούσε στο τηλέφωνο. Φαινόταν θυμωμένος και όταν κατάλαβε ότι εγώ ήμουν αυτή που ούρλιαξε σταμάτησε απότομα και άρχισε να βρίζει πλησιάζοντάς με. Είπε κάτι τελευταίο στο τηλέφωνο και το έκλεισε, βάζοντάς το στη τσέπη του.

«Έλλιο γιατί την έφερες εδώ;» η φωνή του ήταν βαριά και η ανάσα του έπεφτε επάνω στο πρόσωπό μου. Ένα ειρωνικό χαμόγελο ήταν χαραγμένο στο πρόσωπό του.

«Σκέφτηκα ότι θα θέλατε να αποφασίζατε τι θα κάνατε με αυτήν...»αποκρίθηκε αυτός με σταθερή φωνή και ελευθέρωσε το χέρι του από το στόμα μου.

«ΤΌΤΕ ΝΑ ΜΗΝ ΣΚΈΦΤΕΣΑΙ!» φώναξε ο άλλος και έκλεισα τα μάτια μου από το τρόμο.

«Με συγχωρείτε κύριε.» αποκρίθηκε ο Έλλιο μετανιωμένος και βγήκε έξω από το δωμάτιο, αφήνοντάς με μόνη με αυτόν.

«Πόσο χρονών είσαι;» με ρώτησε παγερά και στραβοκατάπια.

«Δεκαέξι.» η φωνή μου βγήκε πιο σταθερή από ότι ήλπιζα.

Φάνηκε σκεπτικός για λίγο και μου γύρισε τη πλάτη, κοιτώντας έξω από το παράθυρο.

«Άφησέ με να φύγω σε παρακαλώ δεν θα πω τίποτα σε κανένα για ό,τι είδα το ορκίζομαι. Απλώς άφησε με...» του είπα με τρεμάμενη φωνή.

Αυτός γέλασε και με πλησίασε. Τρομαγμένη κόλλησα πίσω στο τοίχο προκαλώντας για μια ακόμη φορά το γέλιο του. Τα μάτια του είχαν μια σκούρα απόχρωση του καστανού και έμοιαζαν τρομακτικά.

«Μικρή είσαι πολύ αφελής...ξέρεις πόσα μπορείς να πιάσεις; Φαίνεσαι πιο καλή από οποιαδήποτε άλλη εδώ μέσα...» μου ψιθύρισε και χάιδεψε το μάγουλό μου. Άφησα κι άλλα δάκρυα να κυλήσουν και άρχισα να τρέμω.

«Για..τι πράγμα...μιλάς;»τραύλισα.

Ο ήχος του χτυπήματος της πόρτας με διέκοψε και εκείνος απομακρύνθηκε από εμένα. Ο Έλλιο μπήκε μέσα στο δωμάτιο και κοίταξε τον άνδρα επίμονα.

«Ήρθε.» είπε.

«Πάνω στην ώρα!»απάντησε αυτός και χαμογέλασε χαιρέκακα. Έκανε νόημα στον Έλλιο κι εκείνος με πήρε με τη βία, οδηγώντας με ξανά στο δωμάτιο που βρέθηκα πριν. Άφησα για μια ακόμη φορά σήμερα τα δάκρυα μου να κυλήσουν ελεύθερα.

Γειά σας! Το ξέρω, είμαι απαίσια και κακιά που δεν έγραψα τόσο καιρό αλλά όσοι είδατε την δημοσίευση μου, θα ξέρετε ότι έσπασα το κινητό μου και τώρα γράφω απο ένα άλλο και δεν με βολεύει καθόλου αλλά ενιγουέι...

Χαμουλης λίγο στο κεφάλαιο 😄Ωστε ο Τζον είναι ο πατέρας του Χρήστου όπως περιμένατε φυσικά😏

Η Άλεξ είναι αιχμάλωτη δεν ξέρουμε ποιανού (εδώ γελάμε 😭)και για ποιο σκοπό...😏

Στο fanfiction "You are my cure" νε τον Colton Haynes πήγαμε ήδη #156 και πραγματικά δεν έχω λόγια 😍😍το επόμενο κεφάλαιο που θα ανεβάσω θα είναι σε αυτό και υα προσπαθήσω σύντομα να ανεβάσω κι εδώ ❤❤

Πισω στο κεφάλαιο τώρα... Ποιος λέτε να ηρθε;😏

Ερώτηση: Έχετε αδέρφια κι αν ναι ποσα; εγω εναν αδερφό 8 χρόνια μεγαλύτερο 😂😅

Φιλάκια πολλά 😘😘

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top