Κεφάλαιο 29

"Είναι απλά ένας εφιάλτης. Και ήρθε η ώρα να ξυπνήσω..."♔

Έβρεχε καταρακτωδώς εδώ και τουλάχιστον μισή ώρα. Οι θρήνοι από το δίπλα δωμάτιο είχαν πλέον σταματήσει. Παρατήρησα μια μικρή πεταλούδα να κάθεται στο περβάζι του παραθύρου και πλησίασα κουρασμένη προς το μέρος του.

Γύρισα και κοίταξα το σιδερένιο κρεβάτι και τη μητέρα μου που είχε αποκοιμηθεί πλέον. Χαμογέλασα και κάρφωσα το βλέμμα μου στη πεταλουδίτσα που πάλευε να σωθεί και να επιβιώσει από το ορμητικό νερό της βροχής.

Πάλευε για την ίδια της τη ζωή στο ίδιο της το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε. Στο σπίτι της. Και μετά αναρωτιούνται οι άνθρωποι πως παλεύουν να ζήσουν ύστερα από πόνο που προκάλεσα οι "άνθρωποί τους", το δικό τους "σπίτι".

Ξεφύσηξα και διώχνοντας αυτές τις σκέψεις από το μυαλό μου, άνοιξα το παράθυρο, επιτρέποντας της να εισέλθει μέσα στο μικρό, άβολο δωματιάκι του νοσοκομείου. Όπως κι έκανε.

Την παρατήρησα για λίγο. Πετούσε γύρω γύρω, ελεύθερη. Ανέμελη. Το χρώμα των φτερών της ήταν ένας συνδυασμός του γαλάζιου χρώματος και του μπλε. Τα αγαπημένα μου...

Έστρεψα ξανά το κεφάλι μου στο δρόμο κι εκείνη τη στιγμή, παρατήρησα μια φιγούρα να βαδίζει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Φορούσε κουκούλα και δεν είχα τη δυνατότητα να κατάλαβα ούτε το φύλο της.

Παραξενεύτηκα και με το βλέμμα μου την ακολούθησα, καθώς συνέχισε να περπατάει, ανενόχλητη από την καταρακτώδης βροχή και αγνοώντας το γεγονός ότι τα ρούχα της είχαν γίνει μούσκεμα.

Ξαφνικά σταμάτησε κι έπεσε κάτω στα γόνατα. Άκουσα την κραυγή που έβγαλε και ένα ρίγος διαπέρασε τη σπονδυλική μου στήλη. Ο πόνος που ένιωθε ήταν εμφανής και ο ήχος του κλάματος ακόμα πιο πολύ. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι επρόκειτο για άντρα.

Το ίδιο απότομα σηκώθηκε και στάθηκε ξανά ακίνητος. Κοιτούσε το κενό και η κουκούλα του δεν βρισκόταν πλέον στο κεφάλι του. Διέκρινα ένα χείμμαρο μαύρων μαλλιών και μου φάνηκαν οικεία.

Ο ήχος της μηχανής μιας μεγάλης νταλίκας ακούστηκε και σε κλάσματα δευτερολέπτων, ο άνδρας είχε φύγει από το ασφαλές πεζοδρόμιο και είχε ξαπλώσει στη μέση του δρόμου, περιμένοντας το τέλος του.

Έκανα να φώναξω αλλά κανένας ήχος δεν βγήκε από το στόμα μου. Έκανα να τρέξω προς το μέρος του, αλλά τα πόδια μου δεν υπάκουσαν στην εντολή μου. Καυτά δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου και γύρισα το κεφάλι μου, ανακαλύπτοντας ότι δεν βρισκόμουν πλέον στο θάλαμο της μητέρας μου, αλλά στον διπλανό, όπου πριν λίγες ώρες μια γυναίκα είχε χάσει τη μάχη της ζωής της με το καρκίνο.

Είχαν σκεπάσει το άψυχο σώμα της με ένα λευκό σεντόνι και οι λίγοι εναπομείναντες συγγενείς έκλαιγαν βουβά. Χωρίς να χάσω χρόνο, άρχισα να τρέχω, ανοίγοντας τη πόρτα και κατεβαινοντας γρήγορα τις σκάλες του κτηρίου.

Με τη ψυχή στο στόμα βγήκα έξω από το κτήριο και πάγωσα στη θέση μου, βλέποντας τη νταλίκα να πλησιάζει όλο και πιο πολύ τον ξαπλωμένο στο δρόμο άντρα. Εκείνη τη στιγμή κόρναρε. Έκανα να τρέξω ξανά αλλά συγκρούστηκα με κάτι κι έπεσα στο έδαφος. Σήκωσα το βλέμμα μου αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Τέντωσα το χέρι μου στην ευθεία και άγγιξα μια σκληρή επιφάνεια. Ωστόσο ήταν αόρατη.

Άρχισα να βαράω με δύναμη το αόρατο γυαλί που με εμπόδιζε να σώσω τη ζωή του άντρα αλλά ανένδοτο εκείνο δεν έσπασε ποτέ.

Η νταλίκα πλέον χωρίς να μειώσει ταχύτητα συνέχισε να κατευθύνεται προς το μέρος του. Έκλεισα τα μάτια μου αυτόματα.

<<Σε αγαπάω κι έρχομαι να σε βρω...>> ακούστηκε η ταλαιπωρημένη φωνή του πεσμένου άντρα και τότε ήταν που το μεγάλο φορτηγό πέρασε ακριβώς από πάνω του...

Μια λάμψη εμφανίστηκε στον ουρανό και ένα ουρλιαχτό με έκανε να κλείσω και τα αυτιά μου...

Άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα και αντίκρισα το συνηθισμένο άσπρο ταβάνι του δωματίου μου. Η καρδιά μου συνέχισε να χτυπάει έντονα.

Ήταν απλά ένας ακόμα εφιάλτης...ένας ακόμα εφιάλτης με το ίδιο περιβάλλον του νοσοκομείου.

Αναστέναξα και αμέσως στο μυαλό μου ήρθαν οι στιγμές τις προηγούμενης νύχτας. Άρπαξα το κινητό μου από το κομοδίνο και κοίταξα την ώρα. Έλεγε εφτά παρά δέκα. Έσυρα το σώμα μου μέχρι και το μπάνιο και αφού πλύθηκα, κατέβηκα κάτω, προσπαθώντας να μην κουτουλήσω σε καμία γωνία.

Πέρασα από το σαλόνι και αμέσως το βλέμμα μου έπεσε επάνω στον άδειο καναπέ. Ωστόσο η κουβέρτα βρισκόταν τακτοποιημένη και διπλωμένη επάνω του.

Παραξενευμένη κατευθήνθηκα προς τη κουζίνα αλλά εξαιτίας της νύστας μου δεν παρατήρησα το χαλί που είχε στραβώσει στη γωνία και γλίστρησα, με αποτέλεσμα να σκάσω με δύναμη στο πάτωμα, προκαλώντας ένα δυνατό θόρυβο.

<<Άαουτς γαμωωω>>ψιθύρισα μέσα από τα δόντια μου και εκείνη τη στιγμή στο οπτικό μου πεδίο μπήκαν ένα ζευγάρι γυμνά γυμνασμένα πόδια.

<<Καλημέρα>>άκουσα την αγουροξυπνημένη φωνή του Χρήστου και αμέσως ένιωσα να κοκκινίζω. Σηκώθηκα γρήγορα και εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι ήμουν ακόμα με τις πιτζάμες.

<<Καλημέρα...>>απάντησα και αμήχανα βάλθηκα να πειράζω τα μαλλιά μου.

<<Έχει πρωινό...>>είπε με σοβαρό ύφος και γυρίζοντας μου τη πλάτη, μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω στη κουζίνα.

Πράγματι υπήρχε ομελέτα και τηγανίτες με μέλι. Κάθισαμε στο τραπέζι και αμίλητοι,αρχίσαμε να τρώμε λαίμαργα ό,τι είχε φτιάξει η μητέρα μου.

<<Από τι ώρα είσαι ξύπνιος;>>τον ρώτησα δειλά ύστερα από λίγο. Εκείνος με κοίταξε για λίγο και αφού φάνηκε να σκέφτεται, τελικά είπε:

<<Ξύπνησα στις έξι παρά...>> η φωνή του μαρτυρούσε την κούραση και τη ταλαιπωρία του αλλά απτόητος, σηκώθηκε να βάλει τα πιάτα στον νεροχύτη.

Βιαστικά τα πήρα από τα χέρια του και τα τοποθέτησα στο νεροχύτη. Με ευχαριστήσε με ένα χαμόγελο, το οποίο έστειλε ένα κύμα θερμότητας σε όλο μου το σώμα και ξαφνικά άρχισε να γελάει μόνος του.

<<Συμβαίνει κάτι;>>τον ρώτησα ενοχλημένα, αφού έβλεπα ότι δεν έλεγε να σταματήσει.

Έκανε να μιλήσει αλλά συνέχισε να γελάει ακόμα πιο δυνατά κοιτώντας με.

Εκνευρισμένη, του γύρισα τη πλάτη και άρχισα να βαδίζω προς τις σκάλες για την επάνω όροφο, ωστόσο το χέρι του επάνω στον ώμο μου, μου έκοψε τη φορά.

Με ανάγκασε να γυρίσω να τον κοιτάξω και αμέσως ο θυμός μου εξανεμίστηκε, βλέποντας το πανέμορφο πρόσωπό του.

Βάλθηκα να παρατηρώ τα σκούρα καστανά μάτια του και τις υπέροχες γωνίες του πρόσώπου του που άνετα θα μπορούσαν να κόψουν γύρο σε σουβλατζίδικο....

Άλεξ! Έχεις έναν τέτοιο κούκλο μπροστά σου και σκέφτεσαι σουβλάκια σοβαρά;

<<Σε αντίθεση με σένα, δεν νομίζω να έχει κάτι το πρόσωπό μου έτσι;>>με διέκοψε ο βλάκας με την μεθυστική φωνή και το τέλειο ειρωνικό χαμόγελο.

<<Εμ..τι;>>μπερδεμένη τον κοίταξα με το ύφος της αγελάδας κι αυτός γελώντας έκανε ένα βήμα μπροστά μου. Το πρόσωπό του βρισκόταν εκατοστά από το δικό μου και για κάποιο λόγο, άρχισα να βαριανασαίνω. Οι παλμοί τις καρδιάς μου αυξήθηκαν ανεξέλεγκτα και αισθάνθηκα τη θερμοκρασία στο δωμάτιο να ανεβαίνει απότομα.

Το χέρι του βρέθηκε στο πρόσωπο μου και συγκεκριμένα στο μάγουλο μου. Ξεκίνησε να το χαϊδεύει και ασυναίσθητα, έκλεισα τα μάτια μου.

Ο εγκέφαλος μου δεν υπάκουσε στην εντολή μου να το βάλω στα πόδια. Έπειτα το χέρι του βρέθηκε στα χείλη μου, με αποτέλεσμα να ανοίξω τα μάτια μου.

Έτριψε τον δείκτη του στην άκρη των χειλιών μου και χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω μου, απομακρύνθηκε προς τα πίσω, περιορίζοντας μου την τέλεια επαφή που είχα με τα σαρκώδη χείλη του.

<<Είχες λίγο μέλι...για αυτό γελούσα πριν...>> αποκρίθηκε αμήχανα δείχνοντας μου τα χείλη μου κι εκείνη τη στιγμή ένιωσα πιο ηλίθια από ποτέ.

Δεν πρόλαβα να απαντήσω καθώς βήματα ακούστηκαν από τον επάνω όροφο και η μητέρα μου εμφανίστηκε στην αρχή της σκάλας, φορώντας κι εκείνη τις πιτζάμες της.

Παραξενευμένη μας κοίταξε εξεταστικά από πάνω μέχρι κάτω με τα μεγάλα πράσινα μάτια της και κατέβηκε αργά τις σκάλες, πνίγοντας ένα χασμουρητό.

<<Καλημέρα παιδιά... Νωρίς νωρίς βλέπω...>> είπε, αφήνοντας μου ένα φιλί στα μαλλιά. Ο Χρήστος μας παρατηρούσε σιωπηλός και το βλέμμα του κοιτούσε το κενό.

>>Φάγατε;>> ρώτησε καθώς πήγε στη κουζίνα. Της φώναξα καταφατικά και ανέβηκα επάνω να ντυθώ. Φόρεσα με γρήγορες κινήσεις τη φόρμα μου και το ζεστό μου φούτερ, καθώς ο καιρός είχε ψυχράνει απότομα και λογικό για Νοέμβρη μήνα πλέον.

Κάθισα στο κρεβάτι μου και τότε συνειδητοποιησα πόσο γρήγορα είχαν περάσει οι μήνες και πόσα πολλά είχαν συμβεί. Κοίταξα το ημερολόγιο και είδα ότι είχε εικοσιπέντε ο μήνας. Αύριο θα είχε εικοσιέξι...

Ένα χρόνος και δύο μήνες με αυτό το άτομο...το άτομο που είχε καταφέρει να με διαλύσει με λίγα λόγια...και εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι τίποτα, αφού ήμουν τυφλωμένη από τον έρωτα... Ηλίθια Άλεξ...

Η πόρτα του δωματίου μου άνοιξε απότομα και βιαστικά με το μανίκι μου σκούπισα τα βουρκωμένα μάτια μου.

<<Ώρα για σχολείο. Έλα>>μου είπε η μητέρα μου και υπακούγοντας την ακολούθησα...

Γειά σας καλέ!!😍Λοιπόν αρχικά θέλω να πω ότι το τραγούδι που έβαλα στην αρχή είναι από τα αγαπημένα και γενικότερα λατρεύω τον Toquel, είναι king 👑😍

Soo...περίεργος ο εφιάλτης της Άλεξ...Να ξέρετε ότι δεν τους περιγράφω χωρίς κάποιο στόχο😏

Ωραίο moment ανάμεσα σε Άλεχ/ Χρήσεξ😂😍❤(διαλέξτε ποιο εγώ δεν ξέρω δεν μου αρέσει κανένα😂)
Λιγάκι βαρετό αλλά τα καλύτερα έρχονται😍😘

Σιγά σιγά μαθαίνουμε και λίγα για το παρελθόν της Άλεξ με τον Πάνο... Εσείς τι λέτε να έγινε;😏

Επίσης άμα ψάχνετε ωραία στορυ να διαβάσετε, ρίξτε μια ματιά σε αυτά της υπέροχης FannyTsk😍❤

Το challenge της CuteGirlAngel_ που έλεγε να περιγράψω το κρας μου δε θα το κάνω γιατί δεν έχω(και καλά😂)

Ερώτηση: σκύλος η γάτα;🐈🐕

Αυτά από εμένα, τα λέμε στο επόμενο γλυκάκια❤🍬🍭

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top