Κεφάλαιο 26


"Show me your soul
I gotta know
Bet that you're beautiful inside"

Έτεινα το χέρι μου για χειραψία και έσκασα ένα στραβό χαμόγελο. Παρατήρησα λίγο το πρόσωπο του.

Τα μάτια του ήταν κόκκινα, με μαύρους κύκλους.

Έκλαιγε;

Το όμορφο καστανό τους είχε χαθεί και τη θέση τους είχε πάρει ένα κατάμαυρο χρώμα. Παρόλα αυτά γαμώτο, παρέμενε το ίδιο πανέμορφος, με το σκουλαρίκι στο κάτω χείλος που μου είχε κάνει τόσο εντύπωση από την αρχή, όπως και η μαύρη τάπα στο αυτί.

Ωστόσο δεν μπορούσα να καταλάβω. Ο Χρήστος δεν αποκάλυψε ότι ήδη γνωριζόμασταν; Ότι είμασταν στο ίδιο σχολείο; Συμμαθητές κιόλας! Γιατί όμως; Και τότε που είχε γίνει η όλη φάση στο εστιατόριο, ο πατέρας μου τον είχε δει, τον ήξερε, αλλά παρόλα αυτά δεν τον χαιρέτησε. Κάτι συνέβαινε εδώ...

Απλά σκάσε και απόλαυσε το. Θα μείνει σπίτι σου. Ο Χρήστος.

Οκευ φωνούλα το έπιασα!

<<Άλεξ οδήγησε τον Χρήστο στο δωμάτιο του αδερφού σου να ξεκουραστεί.>>μου είπε ο πατέρας μου και πειθηνια του έκανα νόημα να με ακολουθήσει στον επάνω όροφο.

Προσπάθησα να ηρεμίσω τους επιταχυνόμενους παλμούς της καρδιάς μου, νιώθοντας το βλέμμα του καρφωμένο επάνω μου, καθώς ανεβαίναμε τις σκάλες.

Ο αδερφός μου έλειπε, αφού σπούδαζε στο πολυτεχνείο του Βόλου μηχανικός υπολογιστών και ηλεκτρολόγος μηχανικός, εδώ και έξι χρόνια. Ουσιαστικά, αφού και οι δύο μου οι γονείς εργάζονταν όλη μέρα, έμενα συνεχώς μόνη μου.

Άνοιξα την κλειστή πόρτα του δωματίου του και αμέσως μετά τα παντζούρια που ήταν κλειστά. Το φως του ήλιου πλημμύρισε το δωμάτιο.

Ήταν ένα απλό κλασσικό πρώην εφηβικο δωμάτιο, βαμμένο σε όλες τις αποχρώσεις του μπλε. Ένα γραφείο δέσποζε στη γωνία και μια ντουλάπα λίγο πιο πέρα. Το ξεχωριστό ήταν ένα μικρό τζάκι τοποθετημένο στον απέναντι ακριβώς τοίχο από το κρεβάτι.Δεν είχε πολλά έπιπλα αλλά ήταν πολύ άνετο και ζεστό.

Γύρισα να τον κοιτάξω. Με κοιτούσε ήδη σιωπηλός.

<<Αυτό είναι λοιπόν...ελπίζω να βολευτείς...>> του είπα ευγενικά κι εκείνη τη στιγμή άκουσα το καμπανάκι που είχα φορέσει στο Κούκη. Το σκυλάκι ήρθε τρέχοντας στο δωμάτιο και πλησίασε επιφυλακτικά τον Χρήστο. Τον μύρισε και άρχισε να τον γρατζουνάει παιχνιδιάρικα στα πόδια.

Έκανα να το σταματήσω αλλά εκείνος χαμογελώντας τον πήρε στην αγκαλιά του και ο Κούκη ενθουσιασμένος άρχισε να τον γλείφει στο πρόσωπο.

<<Με το μαλακό ρε μικρέ!>>του είπε πνίγοντας ένα γελάκι. Γέλασα κι εγώ.

<<Αλεξ φεύγω κι εγώ, πάω για μάθημα! Ότι θέλεις πάρε με τηλέφωνο! >>άκουσα τη μητέρα μου να φωνάζει από κάτω.

<<Εντάξει!>>της απάντησα φωναχτά και ύστερα από λίγο άκουσα τη πόρτα να κλείνει.

Επικράτησε για λίγο σιωπή, με μόνο θόρυβο το κουδουνάκι του σκύλου μου, ο οποίος έπαιζε με το μανίκι της ζακέτας του Χρήστου. Εγώ αμήχανα καθόμουν στη πόρτα και τους παρακολουθούσα.

<<Πώς τον λένε;>>με ρώτησε χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω του.

<<Κούκη>> αποκρίθηκα

Το κινητό μου δονήθηκε ξανά στη τσέπη μου και το έβγαλα αφηρημένα.

*Άλεξ απάντησε μου γαμώτο σε παρακαλώ*

Δεν πρόλαβα να πληκτρολογήσω την απάντηση καθώς το όνομα του Νίκου εμφανίστηκε στην οθόνη του κινητού μου, πραγματοποιώντας κλήση. Δεν απάντησα και το άφησα με δύναμη πάνω στο γραφείο, ξεφυσώντας.

<<Είσαι καλά;>>με ρώτησε με τη βαριά του φωνή ο Χρήστος.

Του είχα μιλήσει απότομα τη τελευταία φορά, αντί να του πω ένα ευχαριστώ που ουσιαστικά με έσωσε από τον μαλάκα, ο κολλητός του ήταν στο νοσοκομείο και αντιμετώπιζε προβλήματα και στο σπίτι, αλλά παρόλα αυτά τον ενδιέφερε κάτι εκτός από τον εαυτό του; Εγώ;

Χωρίς να το σκεφτώ πολύ, τον πλησίασα και τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του, πατώντας στις μύτες των ποδιών μου, αφού ήταν πολύ ψηλότερος, αγκαλιάζοντάς τον.

Τον βρήκα τελείως απροετοίμαστο. Οι μύες της πλάτης και των χεριών του ήταν σφιγμένοι, αλλά έπειτα χαλάρωσαν. Ανταπέδωσε την αγκαλιά, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από τη μέση μου.

Έκλεισα τα μάτια μου ασυναίσθητα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, επιτρέποντας στο μεθυστικό άρωμα του να τρυπώσει σε κάθε γωνιά του κορμιού μου, έσκυψα στο αυτί του, κάνοντας το σώμα μου να ανατριχιάσει από τη τόσο κοντινή επαφή.

Το κεφάλι του το τοποθέτησε στο δεξί μέρος του λαιμού μου, σκύβοντας και ένιωσα πεταλούδες να πετούν στο εσωτερικό του στομαχιού μου.

<<Σε ευχαριστώ για χθες.>> ψιθύρισα. Απομακρύνθηκα ελάχιστα και κοίταξα το πρόσωπο του.

Θυμήθηκα τότε το βράδυ στο εστιατόριο που με είχε ξαναβοηθήσει.

Πως κατάφερνε και ήταν εκεί όταν τον χρειαζόμουν, κανείς δεν ήξερε. Αλλά ήταν. Αυτό είχε σημασία.

Χαμογέλασε κουρασμένα και με το χέρι του χαϊδεψε απαλά το μάγουλο μου. Με το που το χέρι του άγγιξε το δέρμα μου, ανατρίχιασα ξανά και ένιωσα το πρόσωπό μου να φλέγεται.

<<Όσο και να προσπάθησα Άλεξ... Δεν μπόρεσα...συγγνώμη...>>μου είπε με θλιμμένη ύφος και παίρνοντας τις καθαρές πετσέτες που είχα τοποθετήσει πριν λίγο επάνω στο κρεβάτι, μπήκε από το δωμάτιο και κλειδώθηκε στο μπάνιο, αφήνοντας με άναυδη.

Τι έγινε μόλις τώρα; Τι εννοούσε;

Μπερδεμένη, κατέβηκα στο κάτω όροφο για να πιω λίγο νερό.

Το κινητό μου άρχισε να χτυπάει ξανά, αλλά αυτή τη φορά ήταν η Νικολέτα. Το σήκωσα αμέσως και κοίταξα στιγμιαία την ώρα. Ήταν ήδη πέντε.

<<Έλα, θα πάω κατευθείαν εκεί γιατί κάτι μου προέκυψε. Τα λέμε εκεί>>μου είπε και αφού της απάντησα θετικά, τερμάτισα τη κλήση.

Κι εγώ πώς θα πήγαινα; Το νοσοκομείο βρισκόταν αρκετά μακριά από το σπίτι μου, καθώς βρισκόταν στο κέντρο της πόλης. Έπρεπε να πάρω το λεωφορείο.

Το κουδούνι της πόρτας με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Άκουσα το θόρυβο από τα πατουσάκια του Κούκη στον επάνω όροφο και σε δευτερόλεπτα έφτασε μπροστά στη πόρτα, γρυλίζοντας. Παραξενευμένη τον έδεσα για να μη βγει έξω και άνοιξα τη πόρτα.

Στη θέα του Νίκου έκανα να τη κλείσω στα μούτρα του, αλλά βάζοντας το πόδι του, με εμπόδισε.

<<Άφησε με να σου εξηγήσω γαμωω>>είπε άγρια, αλλά η μετάνοια φαινόταν ξεκάθαρα στη φωνή του.

<<Πώς ξέρεις πού μένω;>>τον ρώτησα σοκαρισμένη.

<<Οποίος ενδιαφέρεται, μαθαίνει>>αποκρίθηκε χαμογελώντας.

Νευριασμένη, παραμέρισα για να περάσει μέσα. Εκείνος αμέσως με προσπέρασε και στάθηκε πίσω μου. Έκλεισα τη πόρτα και γύρισα προς έτσι μέρος του με σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος.

Έκανε να μιλήσει αλλά δεν βγήκε κανένας ήχος από το στόμα του. Φαινόταν μπερδεμένος. Έτριψε αμήχανα το σβέρκο του.

<<Κοίτα Αλεξ...δεν ήθελα να σε τρομάξω, φέρθηκα απότομα και σαν μαλάκας το ξέρω, συγγνώμη. Αλλά παρόλο που ξέρω το ρισκάρω, παρόλο που ξέρω ότι προκαλώ τη τύχη μου, δεν μπορώ να μείνω μακριά σου, μου αρέσεις πολύ. Νιώθω ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, αλλά ελπίζω αυτή τη φορά τα πράγματα να πάρουν τη τροπή που θέλω εγώ...>>

Είχα μείνει να τον κοιτάω. Πραγματικά τα λόγια του φαίνονταν αληθινά και με είχαν αγγίξει.Αυτό με την ιστορία που επαναλαμβάνεται δεν το είχα καταλάβει, αλλά από το βλέμμα του κατάλαβα ότι είχε πληγωθεί πολύ.

>>Πες κάτι σε παρακαλώ...>>συνέχισε και με πλησίασε, πιάνοντάς μου τα χέρια και μπλέκοντας τα δάχτυλα του με τα δικά μου.

Στο μυαλό μου ήρθε αστραπιαία ο Χρήστος και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει ακόμα πιο δυνατά.

<<Νίκο εγώ...>>ξεκίνησα, αλλά παρατήρησα το βλέμμα του να καρφώνεται σε κάτι πίσω μου. Οι φλέβες στο λαιμό του έκαναν την εμφάνιση τους και ο θυμός ήταν εμφανής πλέον.

Γύρισα και έμεινα στήλη άλατος, βλέποντας τον Χρήστο στη κορυφή της σκάλας, με το μπουρνουζι μου τυλιγμένη γύρω από το σώμα του. Το θέαμα ήταν αστείο διότι του ήταν στενό και κοντό αλλά αντίθετα δεν μπορούσα ούτε να μιλήσω.

Κοίταξα αμέσως τον Νίκο κι έκανα να του μιλήσω αλλά με διέκοψε πρώτου πω το οτιδήποτε.

<<Είμαι πολύ μαλάκας! Ήρθα και σου ανοίχτηκα κι εσύ έχεις τον άλλον μέσα στο σπίτι σου! Μείνε μαζί του λοιπόν αφού αυτό θες αλλά όταν σε παρατήσει μην έρθεις σε μένα! Φεύγω! Μη διακοπτω κιόλας >> φώναξε εξαγριωμένος με έναν ειρωνικό τόνο στη φωνή του και έφυγε, κοπανώντας τη πόρτα πίσω του.

Έμεινα να κοιτάω τη κλειστή πόρτα. Άκουσα τα βήματα του Χρήστου αλλά αυθόρμητα, άνοιξα τη πόρτα και έτρεξα προς το μέρος του Νίκου.

Δεν ήξερα τι έκανα. Απλώς ήθελα να ξεκαθαρίσω τη θέση μου. Ήθελα να δικαιολογηθώ. Νομίζω...

<<Νίκο!>>λαχανιασμένη κατάφερα και τον έφτασα. Δεν είχε προχωρήσει πολύ μακριά. Με κοίταξε έκπληκτος από την συμπεριφορά μου.

>>Δεν μένω μαζί με τον Χρήστο, απλώς παρουσιάστηκε ανάγκη...>>του είπα και βάλθηκα να κοιτάω αμήχανα τα παπούτσια μου.

<<Άλεξ...>>σήκωσα το βλέμμα μου από κάτω και τον κοίταξα κατάματα. Με πλησίασε ακόμα πιο πολύ και χαμογέλασε, παρατηρώντας τα χείλη μου. Έφερε το δείκτη του σε αυτα και με κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό μου.

>>Σε θέλω...>>είπε σχεδόν ψιθυριστά και πλησίασε ακόμα πιο πολύ. Ωστόσο αυτόματα τα χέρια μου ακούμπησαν το στέρνο του και τον έσπρωξα ελαφρά.

<<Σε συγχώρεσα Νίκο. Ένα βήμα τη φορά...>>του είπα κοφτά και με γρήγορα βηματισμό, χωρίς να κοιτάξω πίσω μου, έφτασα στο σπίτι.

Είδα τον Χρήστο στη πόρτα έτοιμο να ετοιμάζεται να φύγει.

<<Πού πας;>>τον ρώτησα παραξενευμένη.

Με κοίταξε και ήμουν σίγουρη ότι άμα μπορούσε να με σκοτώσει με αυτό το βλέμμα θα το είχε κάνει. Το πρόσωπό του και όλο του το σώμα ήταν σφιγμένο. Χωρίς να απαντήσει άνοιξε τη πόρτα και τη κοπανησε με δύναμη πίσω του, αφήνοντας με μόνη.

Γειά σας! Ανέβασα γρήγορα κεφάλαιο επειδή μου το ζητήσατε κι επειδή βλέπω γενικά ανταπόκριση!😍Σας ευχαριστώ ξανά❤Λοιπόν... εξελίξεις πολλές απόψε!😅

Μια ακόμη τρυφερή στιγμή μεταξύ Χρήστου και Αλεξ😍(νομίζω η πρώτη επίσημη🤣❤)

Και φυσικά κάποιος έπρεπε να την ταράξει😂

Τι πιστεύετε για τον Νίκο;✔

Γιατί έφυγε ο Χρήστος;😞

Βοηθήστε με να βρω ship names για Αλεξ+Χρήστο και Αλεξ+Νίκο. Γράψτε μου εδώ γνώμες👉

Φιλάκια μέχρι το επόμενο❤❤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top