Κεφάλαιο 18

Δεν μπορούσα να σταματήσω να κοιτάω επίμονα τον πατέρα μου. Για τουλάχιστον πέντε λεπτά βρισκόμουν αμίλητη, απέναντι του.

Ένιωθα τα δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια μου, ωστόσο κατάφερα να τα κρατήσω.

<<Άλεξ...δεν είναι σοβαρό. Απλώς για προληπτικούς λόγους, έπρεπε να κάνει εξετάσεις>>μου είπε, αλλά η φωνή του ήταν διαφορετική. Το βλέμμα του ήταν θλιμμένο, αλλά σοβαρό.

Δεν απάντησα κι απλά φόρεσα το μπουφάν μου. Εκείνος αναστέναξε και με βαριά βήματα, φόρεσε κι αυτός το δικό του και κλείδωσε τη πόρτα του σπιτιού.

Μπήκαμε μέσα στο αμάξι κι εγώ χωρίς να μπορώ να μιλήσω, κοιτούσα έξω από το παράθυρο. Η ώρα ήταν εννέα παρά.

Πριν λίγο είχα γυρίσει από τη βόλτα στο εμπορικό.

Πριν λίγο έμαθα ότι η μητέρα μου ξαναμπηκε στο νοσοκομείο με τα ίδια συμπτώματα που είχε το καλοκαίρι, όταν παραλίγο να τη χάσω.

Πριν λίγο ο Χρήστος μου έστειλε μήνυμα κι εγώ δεν το διάβασα καν.

<<Αλεξ φτάσαμε>>η διαπεραστική φωνή του πατέρα μου με έβγαλε από τις σκέψεις μου.

Με μια κίνηση άνοιξα τη πόρτα του αυτοκινήτου και σχεδόν τρέχοντας κατευθήνθηκα προς το κτήριο του νοσοκομείου.

Το μόνο που με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή ήταν να τη δω. Έφτασα στο γραμματεία, όπου καθόταν μια
όμορφη γύρω τα τριάντα κοπέλα.

<<Η κυρία Βογιώργη;>>τη ρώτησα με αγένεια αλλά εκείνη πληκτρολογώντας στον υπολογιστή μου έδειξε το διάδρομο στα δεξιά μου.

<<Στο δώδεκα>>είπε ήρεμα. Της χαμογέλασα για τη κατανόηση που έδειξε και χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισα να βαδίζω προς το διάδρομο που μου είχε δείξει.

Ένας άντρας σε αναπηρικό καροτσάκι πέρασε από δίπλα μου και με κοίταξε περίεργο αλλά τον αγνόησα.

10,...11,...12! Δεν έκανα τον κόπο να χτυπήσω τη πόρτα και απλά την άνοιξα, τρίζοντας με έναν ενοχλητικό θόρυβο.

Αντίκρισα τη μητέρα μου ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι από αυτά τα σιδερένια του νοσοκομείου, καλοδιωμένη με όρους.

Όπως ακριβώς τότε...

Το μυαλό μου εκείνη τη στιγμή έφερε στην επιφάνεια τις αναμνήσεις από εκείνες τις ημέρες του καλοκαιριού που δεν θα ξεχάσω ποτέ.

Ήμουν αναγκασμένη να παραμένω με τη γιαγιά και το παππού μου στη Λευκάδα όπου κάναμε διακοπές ενώ η μητέρα μου βρισκόταν κλεισμένη σε ένα νοσοκομείο για μια εβδομάδα.

Ο μπαμπάς μου ήταν στο πλευρό της και ο αδερφός μου κι εγώ την επισκεπτόμασταν μέρα παρά μέρα. Όλοι μου έλεγαν ότι είναι καλά και ότι θα περάσει.

Ωστόσο από τα κρυφά τηλεφωνήματα και τα μασημένα λόγια της γιαγιάς μου υποψιάστηκα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

Όταν πήγα να τη δω τη τελευταία φορά, έβαλε τα κλάματα και μου χαϊδευε τα μαλλιά και την ρώτησα επιτόπου άμα είναι σοβαρό αλλά εκείνη το αρνήθηκε.

Είδα στα μάτια της ότι μου έλεγε ψέματα αλλά δεν πρόλαβα να της μιλήσω διότι με γύρισαν πίσω. Η αρρώστια που είχε ήταν αυτοάνοση και όχι τόσο συνηθισμένη.

Πηγαίναμε για μπάνιο στη θάλασσα ένα πρωί με το αυτοκίνητο και ξαφνικά άρχισε να βαριανασαίνει και να μας λέει ότι δεν μπορούσε να πάρει ανάσα και ότι ένιωθε ένα πλάκωμα στο στήθος. Αμέσως την πήγαμε στο νοσοκομείο διότι ανυσηχήσαμε.

Σαρκοείδωση μου την είπαν και αμέσως την έψαξα στο ίντερνετ. Κάπου έγραφε ότι μπορούσε να αποβεί μοιραία. Εκεί άρχισα να καταλαβαίνω τη σοβαρότητα της κατάστασης.

Προσευχόμουν όλη νύχτα να σωθεί και να γίνει καλύτερα. Η άλλη μου η γιαγιά ήθελε να έρθει να με πάρει από εκεί γιατί έλεγε ότι μου έκανε κακό όλο αυτό και να εμένα μαζί της στο χωριό.bΦυσικά αρνήθηκα.

Την επόμενη μέρα οι γιατροί είπαν ότι πέρασε το κίνδυνο. Μετά από μια εβδομάδα βγήκε έξω και ήταν πάλι μαζί μας.

Μέχρι σήμερα έπαιρνε φάρμακα για τη θεραπεία της ωστόσο δεν ξέρω γιατί δεν λειτουργησαν και βρεθήκαμε εδώ ξανά.

<<Άλεξ τι κα-...>>δε πρόλαβε να συνεχίσει τη πρόταση της γιατί έπεσα επάνω της και την αγκάλιασα σφιχτά.

<<Πες μου ότι είσαι καλά μαμά>>bψιθύρισα χωρίς να κουνηθώ από τη θέση μου.

<<Καλά είμαι>>είπε απαλά και με φιλησε στο κεφάλι. Την κοίταξα ευθέως στα μάτια. Είχε πανέμορφα. Ήταν καστανοπράσινα, ανοιχτά. Δυστυχώς δεν τα είχα κληρονομήσει

Κατάλαβα ότι πάλι έλεγε ψέματα. Έκανα να μιλήσω αλλά η πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκε ο μπαμπάς, μαζί με ένα ψηλό νεαρό γιατρό.

<<Άλεξ βγες έξω για λίγο.>>μου είπε ο πατέρας μου και υπάκουσα.

Κάθισα λίγο στον θάλαμο αναμονής, κάνοντας βόλτες πάνω κάτω. Έβγαλα το κινητό μου και το μήνυμα του Χρήστου βρισκόταν ακόμα στην οθόνη.

*επειδή ανέβασα πυρετό και λογικά δεν θα έρθω τη Δευτέρα, άμα μπορείς να μου πεις τα μαθήματα*.

Το γεγονός ότι ανέβασε πυρετό με έκανε να ανυσηχήσω και ταυτόχρονα να νιώθω ενοχές αφού λογικά κρύωσε που έμεινε με ένα λεπτό μπλουζάκι, προσφέροντας μου το φουτερ του σε εμένα.

Από την άλλη πλευρά από πότε νοιάζεται αυτός για τα μαθήματα; Δεν παρακολουθεί καν και τις περισσότερες φορές κάνει κοπάνες.

Παρόλα τα φτερουγίσματα που ένιωθα στο στομάχι μου, σκεπτόμενη το άρωμα του και τη μυρωδιά του πάνω στο σώμα μου δεν μπορούσα να τα σκέφτομαι αυτά εκείνη τη στιγμή.

Απάντησα ένα απλό οκ και πήρα τη Μαρία τηλέφωνο προκειμένου να ηρεμίσω.

Μόλις το σήκωσε, βγήκα έξω από το κτήριο για να μπορέσω να μιλήσω. Το αεράκι που φυσουσε ήταν αρκετά κρύο αλλά εκείνη τη στιγμή δεν με ένοιαζε.

Ακολούθησα ένα δρομάκι που είχε στο δεξί μέρος του κτηρίου και παράλληλα προσπαθούσα να επικεντρωθώ στα καθυσηχαστικά λόγια της κολλητής μου.

Χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα στο πίσω κήπο του νοσοκομείου. Βρήκα ένα παγκάκι και κάθισα. Απέναντι ήταν μια ηλικιωμένη κυρία που κάπνιζε ασταμάτητα.

<<Απλώς ηρέμισε μπορεί να μην είναι τίποτα αφού έτσι κι αλλιώς παίρνει τα φάρμακα της>> μπορεί να μας χώρισαν χιλιόμετρα αλλά κατάλαβα το άγχος και το φόβο στη φωνή της.

Η Μαρία είχε πάντα την αδυναμία να μη μπορεί να κρύβει τα συναισθήματά της.

<<Απλώς...τότε...ήταν τόσο κοντά και δεν θέλω...>>είπα με σχεδόν κομμένη ανάσα.

Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου αλλά το σκούπισα επιτόπου.

<<Να δανειστώ τη φωτιά σας;>> άκουσα μια αντρική, γνώριμη φωνή αλλά δε πήρα τα μάτια μου από το έδαφος.

<<Γιατί να μην είμαι εκεί γαμωτο να σε πάρω μια αγκάλια και να σου πω ότι όλα θα πάνε καλά;>> νομίζω έκλαιγε. Το ίδιο κι εγώ.

Άκουσα βήματα να έρχονται προς το μέρος μου και τα αγνόησα. Μέσα μου επικρατούσε ένα σύνολο από πολλά έντονα και διαφορετικά συναισθήματα.

Δεν μπορούσα να τα ελέγξω. Έσφιξα τις γροθιες μου και προσπάθησα να πάρω ανάσα αλλά αυτόματα τα πόδια μου αντέδρασαν, σηκώθηκα όρθια και με μια κίνηση πέταξα το κινητό μου κάτω στο γρασίδι, σχεδόν πάνω στα πόδια του ατόμου που βρισκόταν εκεί. Δεν είδα ποιος ήταν.

Ωστόσο το άρωμα του ήταν γνώριμο. Γύρισα πλάτη και άφησα λίγα ακόμα δάκρυ να κυλήσουν.

<<Άλεξ;>>η φωνή του Νίκου με έκανε να αναπηδίσω. Μα καλά τι έκανε αυτός εδώ;

Γειά σας καλέ!😍Λοιπόν έχω να σας πω το εξής: παρατηρώ ότι τα τελευταία κεφάλαια που ανέβασα και συγκεκριμένα αυτά μετά τη σημείωση στην οποία απολογήθηκα γιατί δεν ανέβασα τίποτα για κάποιο χρονικό διάστημα δεν έχουν σχεδόν καθόλου views, ούτε votes😔πιθανών να έχετε ξενερώσει λίγο ή να βαρεθήκατε εξαιτίας της πλοκής που εξελίσσεται αργά οπότε αποφάσισα να επισπεύσω κατά πολύ την υπόθεση, ανεβάζοντας μεγαλύτερα κεφάλαια σαν αυτό για παράδειγμα ή και με δύο P.O.V. μέσα, απλώς θα είναι λογικά ένα την εβδομάδα ή δύο😇 Σιγά σιγά θα μπω στο κυρίως θέμα του βιβλίου😍Λοιπόν σιπαρετε Αλεξ+Χρήστο ή Άλεξ+Νίκο;😘❤πείτε μου στα σχόλια💞Επίσης θα ήθελα να πω ένα ΜΕΓΆΛΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΏ ΦΤΆΣΑΜΕ ΤΑ 1,1 Κ READS OMG ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΌ! Μέσα από τη καρδιά μου ευχαριστώ τον κάθε ένα από εσάς ξεχωριστά που με στήριξε και ακόμα με στηρίζει❤❤Το επόμενο κεφάλαιο είναι έτοιμο και γεμάτος απαντήσεις στα ερωτήματα σας😍

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top