Κεφάλαιο 52
"Time is a valuable thing
Watch it fly by as the pendulum swings
Watch it count down to the end of the day
The clock ticks life away"
(R.I.P. Chester Bennington💔😔)
Χρήστος P.O.V.
3 μέρες ακόμα
Ο Δημήτρης με κοιτούσε με παράπονο, ενώ δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του. Έσκυψα το κεφάλι και ξεφυσώντας, κάθισα δίπλα του, στο κρεβάτι. Τοποθέτησα το χέρι του στον ώμο του και τον έσφιξα παρηγορητικά.
<<Δεν...δεν βγάζει νόημα.>> ψέλλισε και συμφώνησα από μέσα μου σιωπηλός. Δυστυχώς όμως δεν αποτελεί δική μου επιλογή.
<<Δεν μπορώ να το πιστέψω.>> αποκρίθηκα και εκείνος σήκωσε το βλέμμα του από το πάτωμα και με κοίταξε ευθέως στα μάτια.
<<Θα μπορέσεις ποτέ ξανά να...;>> η φωνή του λύγισε και βουρκωμένος, τον έκλεισα στην αγκαλιά μου. Με έσφιξε επάνω του και μπορούσα να ακούσω τη καρδιά του να χτυπάει δυνατά.
<<Δεν ξέρω.>> του απάντησα και ο Δημήτρης έπνιξε έναν ανερχόμενο λυγμό.
Μείναμε έτσι για λίγο, αγκαλιασμένοι ο ένας με τον άλλον. Το είχα ανάγκη. Ήταν ο μόνος που ήξερε από πριν τι σχεδίαζα να κάνω και για αυτό άλλωστε δεν με αντιμετώπισε με τον ίδιο τρόπο όπως η Άλεξ αρχικά.
<<Θα με βοηθήσεις να το οργανώσω τελικά;>> τον ρώτησα ύστερα από λίγο, ενώ πλέον είχαμε ηρεμίσει και οι δύο.
<<Είναι δυνατόν να πω όχι;>> αποκρίθηκε ο κολλητός μου με ένα στραβό χαμόγελο και εγώ τον μιμήθηκα ικανοποιημένος.
~~~~~~~~~
Είχε νυχτώσει και έκανε απίστευτο κρύο, ενώ παράλληλα έβρεχε καταρρακτωδώς, με αποτέλεσμα το χιόνι των τελευταίων ωρών να λίωσει. Έσφιξα το μπουφάν επάνω μου και τοποθέτησα το τσιγάρο στο στόμα μου.
Αφουγκράστηκα τα βήματά της και έπειτα ακολούθησε ο ήχος της συρόμενης πόρτας της μπαλκονόπορτας. Φύσιξα όλο το καπνό προς τα έξω, ελευθερώνονας τον στο περιβάλλον και γύρισα να τη κοιτάξω.
<<Γιατί δεν πάμε μέσα. Κάνει απίστευτο κρύο εδώ έξω.>> παραπονέθηκε και αφού είδε ότι δεν είχα σκοπό να σηκωθώ, κάθισε στην ακριβώς διπλανή μου καρέκλα.
Με την άκρη του ματιού μου την είδα να πειράζει νευρικά τις άκρες των μαλλιών της και στη συνέχεια το κασκόλ της. Ωστόσο κανείς από τους δυο μας δεν μιλούσε.
<<Θα μου πεις...;>> έσπασε τη σιωπή διστακτικά και δαγκώνοντας νευρικά τα χείλη μου, έσβησα το τσιγάρο στο τασάκι. Γύρισα τη καρέκλα προς τη μεριά της και πλέον βρισκόμασταν απέναντι ο ένας με τον άλλον, έχοντας τη δυνατότητα να παρακολουθώ τις αντιδράσεις της .
<<Δεν θέλω να με διακόψεις. Θέλω απλά να ακούσεις. Μπορεί να μην με πιστέψεις, αλλά αυτή είναι η αλήθεια.>> ξεκίνησα να λέω και αμέσως το ύφος της σοβάρεψε. Της έπιασα τα παγωμένα χέρια της και τα έκλεισα μέσα στα δικά μου, προκειμένου να την ηρεμίσω.
<<Όπως μαθεύτηκε, παραδόθηκα και ενοχοποιήθηκα για τον θάνατο της Έλενας. Αναγκάστηκα να το κάνω, επειδή ο Τζον με απείλησε ότι θα πειράξει την οικογένειά σου και εσένα...>> ο τρόμος και η έκπληξη στα μάτια της ήταν εμφανείς, αλλά κάνοντάς της νόημα να σωπάσει, συνέχισα την εξιστόρηση.
>>Με μετέφεραν έτσι στην φυλακή και από ότι άκουσα εκεί μέσα, λίγες εβδομάδες αργότερα συνέλαβαν και τον Νίκο, καθώς ο θείος του στο αστυνομικό τμήμα δεν κατάφερε να καλύψει τα αποτυπώματά του στο βραχιόλι της, το οποίο εγω παρέδωσα.>>
<<Και τώρα πού βρίσκεται;>> με ρώτησε ενώ τα ματάκια της γυάλιζαν.
<<Νεκρός. Όπως και ο Τζον. Σκοτώθηκαν από εχθρούς του.>> απάντησα χωρίς κανένα ίχνος συναισθήματος στη φωνή μου. Κι αυτό επειδή όντως δεν ένιωθα τίποτα.
<<Λυπάμαι πραγματικά...>> στο άκουσμα αυτών των λέξεων, κοίταξα εξεταστικά το πρόσωπό της, και διέκρινα μόνο ειλικρίνεια.
Λυπόταν για τον άνθρωπο που προκάλεσε τόσο κακό τόσο σε εμένα, όσο και στην ίδια. Και εγώ δεν ένιωθα καμία λύπη, κανένα πένθος. Δεν είναι αδικία λοιπόν να μην είναι εκείνη ένας υπερφυσικός άγγελος; Γιατί άγγελος είναι έτσι κι αλλιώς.
Έσκυψα προς το μέρος της και φίλησα τα βελούδινα αλλά παγωμένα χείλη της, θερμαίνοντάς τα.
<<Ευχαριστώ.>> της ψυθίρισα και την έβαλα να καθίσει επάνω στα πόδια μου.
<<Συνέχισε.>> μου είπε σιγανά. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, υπάκουσα.
<<Μέσα στη φυλακή, μια μέρα έφεραν έναν κρατούμενο, κουκουλομένο. Ήταν πολύ παράξενος και είχε κινήσει το ενδιαφέρον όλων. Ακόμα και το δικό μου. Μετά από λίγο, στο προαύλειο, ήρθε και με βρήκε και μιλήσαμε για λίγο. Μετά, κάτι συνέβη και τα πάντα σκοτείνιασαν.>> ένα δάκρυ κύλησε κατά μήκος του μάγουλού μου και η Άλεξ το σκούπησε αμέσως.
<<Τι συνέβη στη φυλακή, Χρήστο;>>
Flashback.
Πετάρισα αργά αργά τα μάτια μου και αμέσως ένα εκτυφλωτικό φως εισχώρησε στο οπτικό μου πεδίο. Συνειδητοποιώντας ότι ήμουν ξαπλωμένος, σηκώθηκα απότομα και αντίκρισα ένα από τα πιο ωραία θεάματα που έχω δει ποτέ στη ζωή μου.
Μια μεγάλη καταγάλανη λίμνη ανάμεσα σε ένα μεγάλης έκτασης καταπράσινο δάσος. Η έκταση γης γύρω από αυτό ήταν ασύληπτη και απεριόριστη για το ανθρώπινο μάτι. Μερικά πόνυ κάλπαζαν ευτυχισμένα και το κελάηδησμα πουλιών ήταν το μόνο που ακουγόταν στο περίεργο αυτό χώρο.
<<Χριστόφορε;>> η φωνή της μητέρας μου με έκανε να αναπηδίσω τρομαγμένος και με τη καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, γύρισα προς το μέρος από όπου είχε προέλθει η φωνή.
Ήταν εκείνη. Ζωντανή. Με το κατάλευκο φόρεμά της να ανεμίζει από το απαλό αεράκι και τα καταγάλανα μάτια της να με κοιτούν ευθέως με ζεστασιά.
<<Μαμά...στα αλήθεια είσαι εσύ;>> ρώτησα σοκαρισμένος και αφού μου ένευσε καταφατικά, έτρεξα προς το μέρος της και τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το λεπτό σώμα της.
>>Κάνε να μην ονειρεύομαι, σε παρακαλώ.>> ψέλλισα ενώ έκλαιγα με εκείνη ακόμα στην αγκαλιά μου.
<<Δεν ονειρεύεσαι γλυκιέ μου. Εδώ είναι τώρα πια το σπίτι σου.>> μου είπε και την κοίταξα ερωτηματικά.
<<Τι εννοείς;>> τη ρώτησα και η μητέρα μου μού έκανε νόημα να την ακολουθήσω. Πλησιάσαμε την λίμνη και καθίσαμε επάνω σε έναν κομμένο κορμό δέντρου. Δεν χόρταινα να κοιτώ την νεανική και υγιής μορφή της, καθώς οι τελευταίες αναμνήσεις που είχα από εκείνη ήταν όταν την είχε αποδυναμώσει η αρρώστια.
<<Είσαι ένας απλο εμάς τώρα. Έκλεισες τα δεκαοχτώ και σου έδωσα ένα χρόνο να τον περάσεις με την προστατευόμενή σου. Ωστόσο το χρονικό περιθώριο έληξε και έπρεπε να έρθεις εδώ, μαζί μας.>> εξήγησε χαμηλόφωνα και το βλέμμα της ήταν στραμμένο στη λίμνη.
Σηκώθηκα αυτομάτως όρθιος και ένα σφίξιμο στο στομάχι παραλίγο να με κάνει να ουρλιάξω από το πόνο.
<<Εννοείς ότι...δεν θα τη ξαναδώ ποτέ;>> τη ρώτησα αγχωμένα και επιτέλους γύρισε να με κοιτάξει. Σηκώθηκε και εκείνη και με πλησιάσε, τοποθετώντας το χέρι της στο μάγουλό μου, κάνοντάς με να ανατριχάσω.
<<Λυπάμαι γλυκιέ μου. Όταν αυτοκτόνησες αμέσως μόλις έμαθες για το θάνατό μου, σε έφερα πίσω καθώς δεν ήταν η ώρα σου ακόμα. Όπως και τη μητέρα της Άλεξ. Την έσωσα αλλά δεν πέθανε για αυτό και δεν έχει την ίδια μορφή με εμάς. Με αυτό το τρόπο όμως δημιουργήθηκε ένας ισχυρός δεσμός μεταξύ εσένα και του κοριτσιού, καθιστώντας σε φύλακα άγγελό της. Ωστόσο για αυτό υπήρχε το τίμημα να επιστρέψεις μαζί μας μετά από έναν χρόνο...>>
Μένοντας σοκαρισμένος από τις απανωτές αποκαλύψεις της, έμεινα να την κοιτώ με γουρλωμένα μάτια. Πλησιάζοντάς με κι άλλο, άγγιξε το χέρι μου με το δικό της και αμέσως αναμνήσεις από τη νύχτα του θανάτου της με κατέκλυσαν.
Η νταλίκα. Με σκότωσε όντως. Δεν ήταν απλά ένας εφιάλτης.
>>Για αυτό και βλέπατε εφιάλτες και οι δύο...όταν εκείνη παραλίγο να σκοτωθεί στο γκρεμό, η αγάπη σου για εκείνη σου έδωσε τελικά τα φτερά σου και σε μεταμόρφωσε σε αυτό που είσαι.>>
<<Τα χρωστάω όλα σε εκείνη. Σε ικετεύω, αφησέ με να την αποχαιρετήσω όπως της αρμόζει. Ήμασταν χωριστά όλον αυτόν τον χρόνο. Δεν είναι δίκαιο.>> έκλαιγα ανεξέλεγχτα στην ιδέα ότι δεν θα την ξαναέβλεπα και η μητέρα μου με πήρε στην αγκαλιά της, καθυσηχάζωντάς με.
<<Λυπάμαι μικρέ μου.>> ψέλλισε και τότε ξανά τα πάντα σκοτείνιασαν.
End of flashback.
~~~~~~~~~
Κρατώντας τα λουλούδια σφιχτά ανάμεσα στα ιδρωμένα χέρια μου, άνοιξα σιγανά τη σιδερένια πόρτα του νεκροταφείου και με γοργό βήμα, πλησίασα τον λευκό της τάφο. Τοποθέτησα τα λουλούδια μέσα στο ειδικό βάζο και αφού άναψα το καντηλάκι, κάθισα επάνω στο μάρμαρο. Η εικόνα της απλο όταν ήταν ακόμα υγιής δέσποζε περήφανη στο κέντρο των χιλιάδων χαλικιών, τα οποία κοσμούσαν τον τάφο της.
Σηκώθηκα από πάνω του και βάλθηκα να βαδίζω ανάμεσα σε αυτούς των υπόλοιπων νεκρών που φιλοξενούσε το νεκροταφείο. Το βλέμμα μου έπεσε επάνω σε ένα σχετικά καινούριο μνημείο και πλησιάζοντάς το, διάβασα τη ταφόπλακα.
Το όνομα του Τζον. Το όνομα του πατέρα μου.
Νιώθωντας το μίσος να με κυριεύει, γύρισα τη πλάτη μου και ξαναπλησίασα τον τάφο της μητέρας μου. Αυτόματα η ψυχή μου γαλήνεψε. Το βλέμμα μου έπεσε στον περίεργο σχηματισμό που είχαν δημιουργήσει τα χαλίκια. Βγάζοντας το κινητό μου, παρατήρησα ότι η ώρα ήταν περασμένες δώδεκα. Φώτισα το σημείο εκείνο και η καρδιά μου βούλιαξε.
Ο αριθμός δύο ήταν σχηματισμένος, σε σχετικά μικρό μέγεθος.
<<Σε ευχαριστώ μαμά. Σε αγαπάω πολύ.>> ψιθύρισα σιγανά και αμίλητος, βγήκα έξω από το νεκροταφείο, σχεδιάζοντας την αυριανή ημέρα.
Χειιιι γειά σε όλους❤❤πραγματικά από τα αγαπημένα μου κεφάλαια το σημερινό. Ποιά είναι η γνώμη σας;
Πιστεύω να λύθηκαν πλέον τα ερωτήματά σας με τον Χρήστο μας, την οικογένειά του και τις υπερφυσικές ιδιότητές του.❣
Ερώτηση: θα δίνατε τη ζωή σας για ένα από τα πιο σημαντικά πρόσωπα στη ζωή σας;
Εγώ ναι💞
Τα λέμε στο επόμενο γλυκάκια💜💜(φτάνουμε στο τέλος!😭)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top