Στάση 2: Το μονοπάτι των Θεών

Το Αμάλφι ήταν γεμάτο από κόσμο και ήδη οι παραλίες ήταν γεμάτες. Παντού έβλεπαν κρεμασμένα λεμόνια- τεράστια στο μέγεθος που έμοιαζαν σαν μικρά πεπόνια- που σκορπούσαν το άρωμά τους ενώ δεν υπήρχε ούτε ένα βλοσυρό πρόσωπο ανάμεσα στον κόσμο. Τα σύννεφα είχαν καλύψει τον ουρανό αλλά ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο που δεν σήμαινε βροχή και σίγουρα δεν πτοούσε κανέναν από το να περάσει καλά. Δεν θα έμεναν πολλή ώρα εκεί γι' αυτό κάθισαν σε μία όμορφη καφετέρια να πιουν έναν καφέ πριν πάρουν ξανά το λεωφορείο για το Πιανίλο. Σκόπευαν να φάνε πρωινό και παγωτό, όπως πρόσταζε η Άννα, προτού καθίσουν λίγη ώρα στην παραλία. Η Μυρτώ χαμογελούσε αλλά το χαμόγελό της δεν έφτανε ως τα μάτια της, μα μόνο ο Νταμιάνο μπορούσε να το καταλάβει. Το έβλεπε και στον τρόπο που κρατούσε την τσάντα της, τόσο σφιχτά, σαν να φοβόταν μην την χάσει.

Μετακινήθηκε κοντά της όσο περπατούσαν να βρουν μια καλή τζελατερία, μετά το πρωινό τους, και ακούμπησε την τσάντα με προσοχή, ξαφνιάζοντάς τη.

«Άσε με να την κουβαλήσω κι εγώ λίγο», της είπε.

«Μου αρέσει που την προσέχω, μην ανησυχείς».

«Αν κουραστείς, είμαι διατεθειμένος να βοηθήσω». Έγνεψε καταφατικά και τα μάτια της φωτίστηκαν ξανά. «Τι παγωτό θα πάρεις;» ρώτησε, αλλάζοντας το θέμα.

«Προσπαθώ να αποφασίσω τι θα της άρεσε».

«Σορμπέ λεμόνι!» είπαν ταυτόχρονα κι έβαλαν τα γέλια, τραβώντας την προσοχή των προπορευμένων φίλων τους.

Η Μπέκα περίμενε να πλησιάσουν και πέρασε το χέρι της γύρω από τον αγκώνα του Νταμιάνο, ενώ κόλλησε ολόκληρη πάνω του. «Να μοιραστούμε το παγωτό; Δεν θέλω να φάω πολύ, προσέχω το σώμα μου», τον παρακάλεσε, και η Μυρτώ μειδίασε αποφεύγοντας να την κοιτάξει.

«Μπορείς να μη φας», πρότεινε ο Νταμιάνο.

«Δεν θέλω να είμαι ξενέρωτη, μπορούμε να μοιραστούμε ένα!» απάντησε με σκέρτσο κι εκείνος συμφώνησε για να μην της χαλάσει το χατίρι, αν και φαινόταν ενοχλημένος, ανίκανος όμως να της αρνηθεί. Δεν τον άφησε λεπτό μόνο του και σύντομα κατάφερε να τον παρασύρει μακριά από τη Μυρτώ που άρχισε να πιστεύει ότι ήταν μεγάλο λάθος που δέχτηκε να κάνουν την εκδρομή μαζί. Ήταν ανάμεσα σε φίλους αλλά ένιωθε μόνη, όπως τότε που έφυγε χωρίς κουβέντα. Πνιγόταν όπως και τότε. Αποφάσισε πως τις υπόλοιπες εκδρομές θα τις έκανε μόνη της, μόνο με την Άννα για παρέα, όπως το υπολόγιζε εξαρχής να γίνει περισσότερο για να μη χαλάσει την καλή διάθεση των φίλων της.

«Θεέ μου, η ανάγκη της για την προσοχή του, μου προκαλεί ανακατωσούρα», είπε χαμηλόφωνα η Ντονατέλα, μόλις πήγε κοντά στη Μυρτώ. «Ξάφνου μετατράπηκε από σκύλα σε κουτάβι για χατίρι του».

Στράφηκε προς το μέρος της σοκαρισμένη. «Δεν μου φαίνεται για σκύλα!»

«Ω, δεν έχεις ιδέα τι καρχαρίας είναι στα επαγγελματικά της, η τύπισσα».

«Καλό δεν είναι αυτό;»

«Καλό θα ήταν αν έτρωγε άλλους καρχαρίες αλλά αυτή χορταίνει με μικρά ψάρια... όσα περισσότερα φάει, τόσο το καλύτερο».

Σταμάτησε να περπατάει και η Ντονατέλα αναρωτήθηκε τι έπαθε. «Τι συνεργασία έχει με τον Νταμιάνο;» τη ρώτησε.

«Ο πατέρας της έχει ένα σωρό επιχειρήσεις και ο Νταμιάνο συνεργάζεται μαζί τους, αυτό ξέρω μόνο».

Κάγχασε και ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα. «Μεγάλο παιδί είναι, ξέρει αν πρέπει να συνεργάζεται μαζί της ή όχι», σχολίασε και μαζί με τη Ντονατέλα, πήγαν προς την τζελατερία στην οποία σταμάτησαν οι υπόλοιποι.

Στάθηκε πίσω τους και γέλασε γιατί ήταν λες και δεν υπήρχε. Η δυνατή φωνή της Μπέκα επισκίαζε τους πάντες και η δική της σιωπή έκανε την κατάσταση χειρότερη. Όταν έφτασε η σειρά της ζήτησε σορμπέ λεμόνι που της το σέρβιραν μέσα σε ένα υπερμεγέθες λεμόνι απ' όπου έβγαλαν τη σάρκα. Γέλασε όταν το είδε γιατί ήταν τεράστιο αλλά δεν σκόπευε να αφήσει να πάει χαμένο. Οι φίλοι της κατευθύνονταν προς την παραλία ήδη, σα να την ξέχασαν, αλλά δεν την πείραξε. Προχώρησε προς το μέρος τους χωρίς βιασύνη και κάθισε σε έναν χαμηλό τοίχο πριν την παραλία, για να απολαύσει την ηρεμία και το παγωτό της.

Το βλέμμα της χάθηκε μέσα στο μπλε της θάλασσας. Ήθελε να χαθεί κι εκείνη σε ένα άλλο μπλε, σ' εκείνο των ματιών του Νταμιάνο όπως έκανε παλιά. Δεν ξέχασε ποτέ πως η αγαπημένη της ασχολία ήταν να τον παρακολουθεί όταν δεν την έβλεπε, και να ανακαλύπτει νέα πράγματα για εκείνον. Χαμογέλασε γιατί πάντα έκρυβε κάτι που κατάφερνε να τη συναρπάσει είτε ήταν οι τεράστιες βλεφαρίδες του ή μια απλή κίνηση που ήταν ικανή να τη μαγέψει.

«Σου χαλάσαμε τη μέρα». Τινάχτηκε όταν άκουσε τη φωνή του, ήταν τόσο χαμένη στις σκέψεις της που δεν τον είδε καν να πλησιάζει. Κάθισε δίπλα της και κοίταξε με ζήλια το παγωτό της. «Στην Μπέκα δεν αρέσει το σορμπέ λεμόνι, κι εμένα δεν μου άρεσε αυτό που πήρε», αναστέναξε. Δεν δίστασε να του δώσει το δικό της για να το αποτελειώσει κι ο Νταμιάνο το έφαγε με μεγάλη χαρά. «Ευχαριστώ, η Άννα θα το λάτρευε».

«Μου λείπει τόσο που δεν βρίσκω τη δύναμη να σηκωθώ μερικές φορές», του είπε, χαμηλόφωνα. «Την ψάχνω σε μικρά πράγματα όπως τα λουλούδια στον κήπο, ή το σορμπέ, και τη μαγειρική».

«Το ξέρω. Όμως, δεν θα ήθελε να αισθάνεσαι έτσι. Η Άννα πάντα έλεγε πως θα έπρεπε να γιορτάζετε η ζωή κάποιου ανθρώπου, όχι ο θάνατός του».

«Εκείνη, άραγε, γιόρτασε τη ζωή της Κιάρα;» ρώτησε με παράπονο και σκούπισε τα μάτια της.

«Ναι, άργησε λίγο, αλλά το έκανε. Όταν επέστρεψα φροντίσαμε να κάνουμε παρέα μερικά πράγματα που της άρεσαν. Κάναμε το γύρο του Σορέντο με ποδήλατο, πήγαμε για βραδινό μπάνιο, φάγαμε του σκασμού, κάναμε βαρκάδα με πανσέληνο και σου ορκίζομαι πως χαμογελούσε».

Στράφηκε προς το μέρος του και ο Νταμιάνο σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια της, μόλις κύλησαν. «Σ' ευχαριστώ», κατάφερε να ψελλίσει.

«Δεν μου αρέσει να σε βλέπω έτσι», της είπε βραχνά. «Νιώθω όλη σου τη θλίψη, Μυρτώ».

«Πάντα έτσι ήσουν, μερικές φορές με τρομοκρατούσε το ότι ακόμα κι όταν ήμουν μακριά σου, ήξερε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα».

Ήθελε να της πει πολλά, όμως αρκέστηκε να την τραβήξει κοντά του και να φιλήσει την κορυφή του κεφαλιού της. Αποτελείωσαν το σορμπέ τους και κατέβηκαν μαζί στην παραλία, αλλά η Μυρτώ βιαζόταν να φύγει από εκεί. Όταν είδε πως οι φίλοι της δεν σκόπευαν να το κουνήσουν από το Αμάλφι, μάζεψε τα πράγματά της και ανακοίνωσε πως θα πήγαινε μόνη της στο Πιανίλο.

«Μα είπαμε πως θα πάμε όλοι μαζί!» παραπονέθηκε η Ντονατέλα.

«Περνάτε τόσο όμορφα στην παραλία, γιατί να σας το χαλάσω; Μπορούμε να συναντηθούμε κατά τις έξι στο Ποζιτάνο για να φύγουμε», πρότεινε.

«Γιατί να μην έρθουμε, μας ξεσήκωσες για να έρθουμε εδώ όλοι μαζί και φεύγεις;» κάγχασε η Μπέκα και η Μυρτώ δαγκώθηκε για να μη βάλει τις φωνές.

«Και να ήθελες να έρθεις, εκεί που θα πάω δεν μπορείς να περπατήσεις με αυτά τα παπούτσια που φοράς, οπότε, θα πάω μόνη μου», απάντησε, κοιτώντας με ύφος τα ακατάλληλα πέδιλα με το ελαφρό τακούνι που φορούσε, και έφυγε γρήγορα πριν ακούσει αντιρρήσεις. Κανείς δεν προσπάθησε να τη σταματήσει και το εκτίμησε πολύ γιατί το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να την ακολουθήσουν από λύπηση. Βρήκε το λεωφορείο που πήγαινε στο μικρό χωριό και κάθισε πίσω ανακουφισμένη που ήταν μόνη της ξανά. Μα μερικές στιγμές αργότερα, τον είδε να μπαίνει κι αυτός στο λεωφορείο και να κατευθύνεται προς το μέρος της. Κάθισε δίπλα της και αναστέναξε γέρνοντας το κεφάλι του πίσω στη θέση του.

«Ποιο είναι το σχέδιο;» ρώτησε, χωρίς να την κοιτάξει.

Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το αχνό χαμόγελό της γιατί κατά βάθος ανακουφίστηκε που αποφάσισε να την ακολουθήσει, κι ας μη του το ζήτησε.

«Θέλω να σκορπίσω τις στάχτες της στο μονοπάτι των Θεών και μετά να φάω σαν να μην έχει αύριο, στο εστιατόριο που διάλεξε».

«Ωραία, θα σε ακολουθήσω σε ό,τι κάνεις».

«Οι άλλοι;»

Οι ματιές τους συναντήθηκαν και η Μυρτώ αναγνώρισε την αποφασιστικότητά στη δική του. «Μας ενδιαφέρουν οι άλλοι;» τη ρώτησε και αμέσως η θλίψη της έκανε φτερά.

«Όχι, δεν μας ενδιαφέρουν», συμφώνησε και χαλάρωσε για να απολαύσει τη διαδρομή ως το Πιανίλο.

Ένα από τα πολλά πράγματα που αγαπούσε όταν με τον Νταμιάνο ήταν ζευγάρι, ήταν το γεγονός πως όταν πήγαιναν εκδρομές την άφηνε να οδηγεί και την ακολουθούσε χωρίς γκρίνιες. Πάντα έφτιαχνε ένα πρόγραμμα με μέρη που ήθελε να δει και τον ρωτούσε να συμφωνούσε. Ακόμα κι αν δεν του άρεσε, πάντα έλεγε ναι γιατί σκοπός της ζωής του ήταν να την κάνει χαρούμενη. Αυτό σκεφτόταν όσο περπατούσαν μαζί στο όμορφο χωριό με τα πετρόκτιστα σπίτια, που ήταν βυθισμένο στο πράσινο και μια ελαφριά ομίχλη λόγω της υγρασίας που επικρατούσε εκείνη τη μέρα. Ένας έμπειρος συγγραφέας θα μπορούσε να περιγράψει τέλεια τα σοκάκια που κατά μεγάλο βαθμό ήταν πλακόστρωτα και απ' όπου δεν περνούσε ούτε ένα αυτοκίνητο, τη μυρωδιά από τις γλάστρες με τους βασιλικούς που κρέμονταν από τα παράθυρα των- κατά κύριο λόγο- μονοκατοικιών, αλλά κι αυτή την υπέροχη ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν τα σύννεφα που είχαν χαμηλώσει πολύ σα να ήθελαν να καλύψουν το χωριό. Ήταν πανέμορφα και η Μυρτώ δεν χόρταινε εικόνες και το γεγονός πως περπατούσε εκείνος δίπλα της, έκανε την εμπειρία ακόμα καλύτερη.

Βρέθηκαν στην κεντρική πλατεία του χωριού απ' όπου ξεκινούσαν τα γκρουπ για τη βόλτα στο μονοπάτι των Θεών και πλήρωσαν για να τους ακολουθήσουν αν και δεν σκόπευαν να κάνουν όλη τη διαδρομή που κρατούσε τέσσερις ώρες. Εξήγησαν στο οδηγό το λόγο που πήγαν κι εκείνος τους είπε πως μετά από μια ώρα δρόμου θα έβρισκαν το καλύτερο σημείο για σκορπίσουν τις στάχτες της Άννας. Ήταν ένα ύψωμα με την τελειότερη θέα προς το Ποζιτάνο και η Μυρτώ χαμογέλασε ευχαριστημένη γιατί ήταν σίγουρη πως θα της άρεσε της θείας της εκεί.

Ήταν ήδη σαραντεπέντε λεπτά στο δρόμο και η υγρασία έκανε τη διαδρομή πιο συναρπαστική, αλλά την αναπνοή τους λίγο δύσκολη. Φυσούσε πού και πού ένα γλυκό, δροσερό αεράκι που έκανε την κατάσταση πιο υποφερτή για πολύ λίγες στιγμές, αλλά άξιζε τον κόπο η διαδρομή, γιατί μόνο από ψηλά μπορούσε να εκτιμήσει την Ακτή Αμάλφι κανείς. Παντού έβλεπαν πράσινο και αποχρώσεις του μπλε. Η ομορφιά σου έκοβε την ανάσα και η Μυρτώ δεν χόρταινε αυτές τις εικόνες.

Ο Νταμιάνο κοίταξε ενοχλημένος την οθόνη του κινητού του και χωρίς να απαντήσει στην κλήση, το έβαλε στο αθόρυβο και το έχωσε πάλι στην τσέπη του, κερδίζοντας την προσοχή της Μυρτούς.

«Μπορείς να απαντήσεις, δεν με ενοχλεί», του είπε, με όλη της την ειλικρίνεια.

«Δεν είναι σοβαρό και θέλω να δώσω όλη την προσοχή μου σε σένα και τη διαδρομή», απάντησε, χωρίς ίχνος συναισθήματος. «Η Μπέκα ήταν», συμπλήρωσε, νιώθοντας την ανάγκη να της πει ποιος την καλούσε.

«Ίσως ήθελε να βεβαιωθεί πως είσαι καλά. Στείλε της ένα μήνυμα, έστω», τον προέτρεψε και ο Νταμιάνο την αντίκρισε με μισό χαμόγελο, καθώς έβγαζε το κινητό από την τσέπη. Έστειλε ένα μήνυμα και ξεφύσησε βαριά. «Ευχαριστημένη;» ρώτησε, με παιχνιδιάρικο τόνο.

«Πολύ», χαμογέλασε και σήκωσε το πρόσωπό της προς τον ουρανό. «Έχουν δίκιο που το αποκαλούν το μονοπάτι των Θεών, μόνο Θεοί θα μπορούσαν να το φτιάξουν αυτό το αριστούργημα».

«Συμφωνώ», απάντησε ο Νταμιάνο κοιτώντας τη φευγαλέα. «Νομίζω εδώ είναι ένα καλό σημείο για να αφήσουμε την Άννα, τι λες;»

Ανάμεσα από τα δέντρα φαινόταν ένα κομμάτι του Ποζιτάνο και τα σκάφη που πηγαινοέρχονταν αμέριμνα. Μύριζε γη και νερό το σημείο. Ήταν τέλειο. Κατέβασε την τσάντα της κι έβγαλε την τεφροδόχο με προσοχή, και την έκλεισε στην αγκαλιά της. Ξαφνιάστηκε όταν είδε το περίλυπο ύφος του Νταμιάνο καθώς κοιτούσε το μεγάλο βάζο στα χέρια της. Δεν του ήταν εύκολο, το προηγούμενο βράδυ από την αυτοκτονία της ήταν μαζί και το πρωί πήγε με χαρά να τη βρει για να πιουν καφέ. Και τώρα, τη είχε πάλι μπροστά του αλλά σε άλλη μορφή, και ήταν εύκολο να καταλάβει πόσο τον ενοχλούσε η κατάληξη αυτή. Όχι η αποτέφρωση, αλλά ο θάνατός της.

«Δεν έχεις ξαναδεί στάχτες;» τον ρώτησε, χαμηλόφωνα.

«Όχι. Μπορώ να τις σκορπίσω εγώ;»

Ήθελε να είναι εκείνη που θα ελευθέρωνε ένα ακόμα κομμάτι της θείας της, αλλά δεν μπορούσε να του στερήσει αυτή τη στιγμή. Το είχε ανάγκη. Του έδωσε την τεφροδόχο και έβγαλε το καπάκι προσεκτικά το αεράκι που φύσηξε παρέσυρε λίγες από τις στάχτες ξαφνιάζοντας τον Νταμιάνο που φοβόταν μη τις σκορπίσει όλες.

«Βιάζεται», είπε η Μυρτώ, χαχανίζοντας. «Μη φοβάσαι, γύρε την τεφροδόχο και άφησε τη να φύγει».

Έκανε ό,τι του είπε με προσήλωση και ακολούθησε με τη ματιά του τις στάχτες της Άννας που στροβιλίστηκαν στον αέρα και σκορπίστηκαν παντού πάνω από την Ακτή. Κάτι έσπασε μέσα του εκείνη τη στιγμή. Κρατούσε φυλακισμένα τόσα πολλά συναισθήματα που ήρθαν και φούσκωσαν όπως φουσκώνει το νερό στο ποτάμι, και ξεχείλισαν παρασύροντας τα πάντα στο διάβα του. Τα μάτια του έκαιγαν και τον πήρε το παράπονο. Έβαλε τα κλάματα και το σώμα του τρανταζόταν με κάθε λυγμό. Η Μυρτώ πάγωσε γιατί δεν τον είδε ποτέ ξανά σε τέτοια κατάσταση και τρόμαξε. Της πήρε λίγη ώρα μέχρι να αποφασίσει να πάει κοντά του. Πήρε την τεφροδόχο από τα χέρια του κι αφού την βόλεψε στην τσάντα της, στάθηκε στις μύτες των ποδιών της και πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. Η αγκαλιά της ήταν δυνατή και ο Νταμιάνο την ανταπέδωσε με την ίδια δύναμη. Έμειναν στο ίδιο σημείο για ώρα χωρίς να τολμάει να αφήσει ο ένας τον άλλον, και ο πόνος τους έγινε ένας, αλλά έτσι ήταν ευκολότερο να σηκώσουν το βάρος της απώλειας που τους γονάτισε, και να ορθοποδήσουν. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top