Προειδοποίηση
Ποτέ της δεν ένιωσε τόση νευρικότητα όσο ένιωθε καθώς ντυνόταν για να συναντήσει, μαζί με τον Νταμιάνο, τους γονείς του. Άλλαξε ρούχα τρεις φορές λες κι αυτό θα ήταν που θα πρόσεχαν πάνω της, μέχρι που ο Νταμιάνο της έδωσε ένα φόρεμα, που την ανάγκασε να το φορέσει.
«Θα τους αρέσει;» ρώτησε, αγχωμένη.
«Αρέσει σε μένα, αυτό μετράει». Τη φίλησε και την κοίταξε στα μάτια. «Μην ανησυχείς, οι γονείς μου σε αγαπάνε...»
«Με αγαπούσαν μέχρι που σε παράτησα. Δεν ξέρω αν θα νιώθουν το ίδιο».
«Μυρτώ», αναστέναξε δυνατά και τη σταμάτησε από το να πει οτιδήποτε άλλο. «Πάμε και θα δεις ότι δεν έχεις λόγο να ανησυχείς».
Του χαμογέλασε γνωρίζοντας πολύ καλά πως ακόμα κι εκείνος διατηρούσε αμφιβολίες γι' αυτό που έλεγε. Ποιος γονέας δεν θα ήταν θυμωμένος αν πλήγωνε το παιδί του κάποιος, με τέτοιον τρόπο; Προσπαθούσαν να παραμυθιαστούν αλλά η Μυρτώ ήξερε ήδη τι θα αντιμετώπιζε. Αυτό δεν τη σταμάτησε από το να κρεμαστεί πάνω στον Νταμιάνο όσο περπατούσαν προς το σπίτι των γονιών του. Κρατούσε το χέρι της σφιχτά, τα δάχτυλά τους μπλεγμένα, μέχρι που έφτασαν στον προορισμό τους.
Οι γονείς του έμεναν σε ένα διαμέρισμα πάνω από το ζαχαροπλαστείο που άνοιξαν όταν μετακόμισαν στη Ρώμη. Μπορεί να πλησίαζε η ώρα για να πάρουν σύνταξη αλλά κανείς τους δεν ήταν έτοιμος να βγάλει από τώρα τη λευκή ποδιά για να απολαύσει τα γεράματα, γιατί δεν ένιωθαν γέροι ακόμα. Γι' αυτό τους αγαπούσε η Μυρτώ, ήταν και οι δύο άνθρωποι έξω καρδιά. Ο λόγος που μετακόμισαν στη Ρώμη ήταν για να αφήσουν το σπίτι στον Νταμιάνο και σε εκείνη ώστε να μείνουν εκεί μετά το γάμο, αλλά δεν επέστρεψαν ποτέ, παρότι ο γάμος ακυρώθηκε. Ήταν πιο κοντά σε μεγάλα νοσοκομεία και σε γιατρούς και έκαναν ένα νέο ξεκίνημα στην Αιώνια Πόλη. Το ζαχαροπλαστείο τους γνώρισε μεγάλη επιτυχία από την πρώτη στιγμή γιατί το ποιοτικό πράγμα αναγνωρίζεται εύκολα και τα γλυκά τους ήταν μοναδικά.
Η Μυρτώ στάθηκε στο απέναντι πεζοδρόμιο και πήρε μια βαθιά ανάσα όσο ο Νταμιάνο περίμενε να ηρεμήσει. Πέρασαν το δρόμο μαζί αλλά τον άφησε να περάσει πρώτος μέσα στο μαγαζί που είχε έξι τραπέζια όλα κι όλα, για όποιον ήθελε να απολαύσει εκεί το γλυκό του, μαζί με καφέ κερασμένο από εκείνους. Οι μυρωδιές ήταν μεθυστικές: βανίλια και ζάχαρη, γάλα και μέλι... μυρωδιές που λάτρευε γιατί είχαν χωθεί βαθιά στο δέρμα του Νταμιάνο και τις μύριζε πάνω του ακόμα και τώρα.
«Νταμιάνο! Πότε ήρθες, παιδί μου;» άκουσε τη μητέρα του, τη Μαρία, να φωνάζει ενθουσιασμένη. Ο πατέρα του, ο Τζιάνι, βγήκε από το εργαστήριο και αγκάλιασε το γιο του, αλλά και οι δύο πάγωσαν όταν την είδαν. Η Μυρτώ τους χαιρέτησε αλλά η άβολη σιωπή που έπεσε ανάμεσά τους, ήταν δύσκολο να αγνοηθεί.
«Τι κάνει αυτή εδώ;» ρώτησε η μητέρα του, αγνοώντας επιδεικτικά τη Μυρτώ που στεκόταν κοντά στην πόρτα, έτοιμη να το βάλει στα πόδια αν χρειαζόταν.
«Με τη Μυρτώ είμαστε ξανά μαζί», έσπευσε να τους ενημερώσει ο Νταμιάνο, και τα μάγουλα της μητέρας του, έγιναν κατακόκκινα από θυμό.
«Μπορώ να σου μιλήσω λίγο, σε παρακαλώ;» του είπε, και τον τράβηξε από το χέρι, ενώ έκανε νόημα στον άντρα της να τους ακολουθήσει ως το εργαστήριο.
Η Μυρτώ ένιωσε άσχημα αλλά δεν μπορούσε να τους κατηγορήσει για το παραμικρό. Δεν το ήθελε αλλά άκουσε την κουβέντα τους με τον γιο τους, γιατί η αλήθεια ήταν πως δεν έκαναν τον κόπο να κρατήσουν τις φωνές τους χαμηλωμένες.
«Είσαι τρελός; Τι πάει να πει είστε ξανά μαζί;» ρώτησε η Μαρία.
«Γιε μου, να σου θυμίσω τι έγινε πριν έξι χρόνια;» συνέχισε ο πατέρας του.
«Θυμάμαι πολύ καλά τι έγινε, αλλά η απόφασή μου παραμένει ίδια. Με τη Μυρτώ κάνουμε ένα νέο ξεκίνημα μαζί».
Η καρδιά της αναπήδησε γιατί ο τόνος του ήταν γεμάτος με αγάπη που δεν της άξιζε, αλλά για την οποία διψούσε εδώ και έξι χρόνια.
«Πέρασες ένα χρόνο στην ψυχανάλυση εξαιτίας της και τώρα θες να κάνεις μια νέα αρχή μαζί της;» ρώτησε η μητέρα του και η απέχθεια στο ύφος της δεν κρυβόταν με τίποτα.
«Μητέρα, το παρατραβάς...»
«Εγώ ξέρω τι πέρασες. Τις έχεις πει πως ήσουν επί ένα χρόνο;»
«Δειλός ήμουν, και το ξέρεις, γιατί αν πήγαινα να τη βρω εξαρχής θα είχε λυθεί η παρεξήγηση. Αν με αφήνατε να κάνω αυτό που ήθελα, θα ήμασταν μαζί από τότε κιόλας!»
«Δεν φταις εσύ για ό,τι έγινε, εκείνη σε παράτησε χωρίς κουβέντα», πήρε το λόγο ο πατέρας του. «Εμείς να σε προστατέψουμε θέλαμε. Δεν μπορεί να τη συγχώρησες έτσι απλά!»
Άκουσε τον Νταμιάνο να αναστενάζει δυνατά, φανερά εκνευρισμένος που τα πράγματα δεν πήγαιναν όπως τα περίμενε.
«Δεν περιμένω να καταλάβετε, αλλά περιμένω να σεβαστείτε την απόφασή μου. Με τη Μυρτώ είμαι ευτυχισμένος, αυτό θα έπρεπε να σας φτάνει».
«Πως μπορείς να είσαι ευτυχισμένος με αυτή που σε κομμάτιασε;» ύψωσε τη φωνή της η Μαρία. Η Μυρτώ δάκρυσε γιατί, καλώς ή κακώς, οι γονείς του είχαν καλούς λόγους που αμφέβαλαν για την απόφαση του Νταμιάνο. Τον είδε να βγαίνει με φόρα από το εργαστήριο και τρόμαξε με το πόσο αλλοιωμένα ήταν τα χαρακτηριστικά του από το θυμό του. Σκούπισε αμέσως τα μάτια της αλλά ήταν άσκοπο γιατί ο Νταμιάνο είδε τα δάκρυά της και η οργή του ξεχείλισε περισσότερο.
«Φεύγουμε», δήλωσε κι άρπαξε το χέρι της, αλλά η Μυρτώ τον σταμάτησε πριν βγει έξω.
«Νταμιάνο, προσπάθησε να τους καταλάβεις», τον ικέτευσε μα εκείνος την κοίταξε σαν να ήταν τρελή. «Τα άκουσα όλα. Ξέρεις πολύ καλά πως όσα είπαν έχουν μια βάση. Μην τους θυμώνεις, δεν ξέρουν τι συνέβη».
«Δεν μου αρέσει ο τρόπος που μιλάνε για σένα!»
«Δεν λένε κάτι που είναι ψέματα», κάγχασε και τον είδε να κουνάει το κεφάλι του, σα να της έλεγε πως δεν δεχόταν με τίποτα τα λόγια της. Σήκωσε το χέρι της στο μάγουλό του και ο Νταμιάνο έκλεισε τα μάτια του για να ευχαριστηθεί το άγγιγμά της. «Βάλε τον εαυτό σου στη θέση τους, πως θα αντιδρούσες;»
«Δεν ξέρω...»
«Θυμάσαι πως με απέφευγες όταν συναντηθήκαμε ξανά;» του θύμισε κι εκείνος σήκωσε το βλέμμα ψηλά, φανερά αγανακτισμένος. «Κάθε πράξη έχει και το αντίκτυπό της. Δεν μπορώ να θυμώσω με τους γονείς σου που με αντιπαθούν, το καλό του παιδιού τους θέλουν και θα τους αποδείξω πως δεν πρόκειται να σου κάνω κακό ξανά. Ίσως στην πορεία καταλάβουν πως με το να σε πληγώσω, πλήγωσα στον ίδιο βαθμό τον εαυτό μου. Μπορεί εν καιρώ να δουν πόσο σε αγαπώ και πως έξι χρόνια δεν σταμάτησα στιγμή να σε αγαπάω, όσο κι αν παραμύθιαζα τον εαυτό μου. Αλλά ως τότε, καλό θα ήταν να μην απομακρυνθείς αλλά να τους καταλάβεις».
Γέλασε κοφτά και φίλησε την παλάμη της. «Μπορείς να μη μιλάς τόσο λογικά; Μου τη σπάει!»
«Το ότι έγινα εγώ η λογική σε αυτή τη σχέση, κι εσύ ο παράλογος, με ξεπερνάει», τον πείραξε και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον κορμό του. Το πρόσωπό της κρύφτηκε μέσα στο λαιμό του και πήρε μια βαθιά ανάσα για να μυρίσει αυτό το άρωμά του που λάτρευε τόσο πολύ. «Σε αγαπώ, Ντάμι», τον πείραξε, προκαλώντας του δυνατό γέλιο.
«Μη με ξαναπείς Ντάμι γιατί θα σε παρατήσω εγώ αυτή τη φορά!» την απείλησε.
Γέλασαν με την καρδιά τους μα σταμάτησαν όταν άκουσαν τον πατέρα του να καθαρίζει δυνατά το λαιμό του.
«Συγγνώμη που ενοχλούμε, μείνετε για ένα καφέ κι ένα γλυκό», παρακάλεσε.
Κοιτάχτηκαν για λίγες στιγμές, όλοι τους διστακτικοί για το ποιος θα έκανε το πρώτο βήμα, αλλά ήταν η Μυρτώ εκείνη που θέλησε να σπάσει τον πάγο και να τον κάνει κομμάτια.
«Μόνο αν μου δώσεις να φάω από το υπέροχο τιραμισού σας, κύριε Τζιάνι», απάντησε τρίβοντας τα χέρια της. «Μου χρωστάς κι ένα μάθημα, ακόμα δεν ξέρω πως το φτιάχνεις».
«Μυστική συνταγή, μικρή, σιγά μην στην πω!» της είπε χαχανίζοντας, αποκαλώντας τη "μικρή" όπως έκανε από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισε. «Μπορεί να είμαι θυμωμένος μαζί σου αλλά χαίρομαι που σε βλέπω. Ομόρφυνες πολύ».
«Κι εσύ ομόρφυνες, κύριε Τζιάνι. Όσο για τα αισθήματά σας προς το πρόσωπό μου, δεν σας αδικώ, αλλά να ξέρετε πως αυτή τη φορά ήρθα για να μείνω». Έστρεψε το βλέμμα της προς τη Μαρία που την παρατηρούσε με σκληρό βλέμμα, και χαμογέλασε τρυφερά. «Μου λείψατε πολύ, όλοι σας», είπε χαμηλόφωνα, η φωνή της βραχνή από τη συγκίνηση. «Και θέλω να ξέρετε πως αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω, θα το έκανα, αλλά αυτό που μπορώ να κάνω τώρα είναι να αγαπώ τον Νταμιάνο όπως του αξίζει».
Η επιφυλακτικότητα δεν εξαφανίστηκε ως δια μαγείας αλλά τουλάχιστον πέρασαν δύο ώρες μαζί να μιλάνε για όσα έχασαν τα έξι χρόνια που δεν ιδώθηκαν. Όταν τους μετέφεραν τα νέα για την αυλή, τα μάτια τους γέμισαν δάκρυα, αφού εκεί γεννήθηκε ο Νταμιάνο και εκεί έχτισαν όλη τους τη ζωή. Εκείνον τον βασάνιζαν οι τύψεις ανελέητα και δεν το έκρυβε καθόλου. Άφησε το σώμα του να χαμηλώσει στην καρέκλα του κι έσπρωξε μακριά το τιραμισού του, κάτι που δεν έκανε ποτέ, γιατί μπορούσε να φάει ένα ταψί μόνος του.
«Πιστεύετε πως θα πείσετε τον δήμαρχο;» ρώτησε η Μαρία, και σκούπισε τα μάτια της που έτρεχαν ανεξέλεγκτα.
«Δεν ξέρω, αλλά σίγουρα θα προσπαθήσουμε, δε θα τα παρατήσουμε εύκολα», απάντησε η Μυρτώ. «Δεν θέλω να δω το σπίτι της Κιάρα και της Άννα να γκρεμίζεται. Δεν θέλω να δω το δικό σας σπίτι να μετατρέπεται σε σπα, ούτε την αυλή μας να γίνεται πισίνα».
«Αν χρειαστείτε οτιδήποτε από εμάς, να μας το ζητήσετε», αποκρίθηκε ο Τζιάνι και η Μυρτώ χαμογέλασε στραβά. Για μία ακόμη φορά η αυλή κατάφερε να ενώσει ανθρώπους και η αγκαλιά που της έδωσαν οι γονείς του Νταμιάνο ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη γι' αυτό.
Αργά το απόγευμα αποφάσισαν πως ήταν ώρα να επιστρέψουν στο Σορέντο. Έτσι κι αλλιώς οι δουλειές που έπρεπε να κάνουν ήταν πολλές και ο χρόνος λίγος. Φόρτωσαν τα πράγματά τους στη μηχανή και ξεχύθηκαν στο δρόμο. Σταματούσαν συχνά για να απολαύσουν τον ήλιο που χαμήλωνε και τα φώτα που άναβαν για να βάψουν τη θάλασσα με τα χρώματά τους. Τα χωριά τριγύρω από τις μεγάλες πόλεις ήταν γεμάτα και μόλις ξυπνούσαν αφού το βράδυ τα πάντα ζωντάνευαν. Σταμάτησαν για λίγο ώστε να απολαύσουν το ηλιοβασίλεμα και μια γρανίτα λεμόνι από τους πλανόδιους πωλητές που περίμεναν στην άκρη του δρόμου, και συνέχισαν την πορεία τους με την καρδιά γεμάτη.
Κόντευε δέκα το βράδυ όταν έφτασαν στο Σαν Ανιέλο. Γελούσαν σαν παιδιά όταν πέρασαν μέσα στην αυλή, με τα πειράγματα να δίνουν και να παίρνουν χωρίς σταματημό, μα το γέλιο τους κόπηκε μαχαίρι όταν είδαν την κατάσταση που επικρατούσε. Μπροστά από τα δύο σπίτια που δεν τους ανήκαν ήταν αφημένα τσουβάλια με τσιμέντο και εργαλεία που φανέρωναν πως σύντομα θα ξεκινούσαν εργασίες εκεί. Πάγωσαν μόλις βρήκαν κολλημένο ένα χαρτί στην πόρτα της Μυρτούς που έλεγε πως σε λίγες μέρες θα ξεκινούσε η κατεδάφιση των δύο σπιτιών και πως έπρεπε να φροντίσουν να λείπουν ή να πάρουν μέτρα. Ο Νταμιάνο το τράβηξε με δύναμη και παραλίγο να το σχίσει, αλλά κατάφερε να παραμείνει ψύχραιμος, μα η Μυρτώ δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη θλίψη της.
«Ο γάμος της Ντονατέλα είναι σε τρεις εβδομάδες. Της υποσχέθηκα...» Την πήρε το παράπονο γιατί πίστευε πως είχαν χρόνο, μα η Μπέκα ήταν αδυσώπητη και δεν δεν σταματούσε πουθενά. «Πως θα της το πω; Θα απογοητευτεί τόσο πολύ...»
Οι γροθιές του Νταμιάνο σφίχτηκαν τόσο που οι αρθρώσεις του άσπρισαν. «Μην της πεις τίποτα ακόμα, θα το φροντίσω εγώ», απάντησε και απομακρύνθηκε από κοντά του χωρίς να την κοιτάξει.
«Νταμιάνο, που πας;» φώναξε, και άρπαξε το χέρι του για να τον σταματήσει, μα όταν την αντίκρισε, το βλέμμα του πετούσε σπίθες.
«Αυτή τη φορά δεν θα δειλιάσω», αρκέστηκε να πει, και αφού τη φίλησε δυνατά, έφυγε με μεγάλο βήμα χωρίς να κοιτάξει ξανά πίσω του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top