Νέα ξεκινήματα
Προτίμησαν να καθίσουν στο εστιατόριο του Αντριάνο αντί να πάνε σπίτι αμέσως. Ευτυχώς ο Φοίβος είχε τη βαλίτσα του μαζί κι έτσι μπόρεσαν να αλλάξουν. Της έδωσε ένα πουκάμισό του κι ένα σορτσάκι του που της ήταν μεγάλο, αλλά δεν την πείραξε καθόλου. Η μυρωδιά του που πότισε τα ρούχα του λειτούργησε πάνω της σαν ηρεμιστικό και ξέχασε γρήγορα όσα έγιναν μέσα στη μέρα. Αν μη τι άλλο η επίδραση του Φοίβου πάνω της ήταν ό,τι χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή, αλλά δεν μπορούσε να ξεχάσει τον Νταμιάνο και τον τρόπο που την κοίταξε φεύγοντας. Έμοιαζε ηττημένος. Δεν τον είχε δει ξανά έτσι, κυρίως δεν τον είχε δει ποτέ τόσο απογοητευμένο όσο μιλούσε έντονα με την Μπέκα.
Κάθισαν σε ένα τραπέζι για δύο δίπλα στο νερό και η Μυρτώ βεβαιώθηκε πως η τσάντα της ήταν ασφαλής, κοντά της.
«Τι έχει μέσα αυτή η τσάντα που είναι τόσο σημαντικό και την κρατάς κοντά σου σαν θησαυρό;» ρώτησε με το σύνηθες παιχνιδιάρικο ύφος του.
«Τη θεία μου», απάντησε μεμιάς και ο Φοίβος κοίταξε στραβά προς την τσάντα με μία δόση δυσπιστίας και φόβο. «Τι έκανες στο λιμάνι τέτοια ώρα; Πότε ήρθες;»
«Ήταν πέντε λεπτά που έφτασα πριν από σένα, από τη Νάπολι. Ήθελα να έρθω με πλοίο γιατί μου είπαν πως είναι πολύ ρομαντικά», αποκρίθηκε και αναστέναξε δυνατά, κάνοντάς της να γελάσει με την ψυχή της. «Ετοιμαζόμουν να ρωτήσω πως θα σε βρω, όλο και κάποιος θα ήξερε να μου πει, όταν σε είδα να βγαίνεις από το πλοιάριο».
«Δεν ξέρεις πόσο χαρούμενη είμαι που σε βλέπω, αλλά γιατί ήρθες;»
Ο Φοίβος έριξε την μπύρα του σε ένα ποτήρι και ήπιε λίγη για να ξεδιψάσει, ενώ τα πρώτα πιάτα με τα φαγητά, κατέφταναν στο τραπέζι τους. Πίτσα, φυσικά, και καρμπονάρα που αγαπούσε πολύ για εκείνον, και νιόκι για τη Μυρτώ που δεν τα χόρταινε.
«Για το σπίτι ήρθα», απάντησε, αλλά ο τόνος του ήταν κάπως διστακτικός. «Έψαξα να βρω γιατί υπήρχε τόση μυστικότητα πίσω από όποιον αγόρασε τα κτίρια γύρω από την αυλή σου. Δεν ήταν εύκολο αλλά έχω ένα φίλο, που έχει ένα φίλο», άρχισε να εξηγεί κι έκανε μια κίνηση με το χέρι για να δείξει πόσο βαριόταν, «για να μη στα πολυλογώ, ένας από αυτούς μου είπε πως υπάρχει μια εταιρεία στην Αγγλία που εκμεταλλεύεται τέτοιου είδους κτίσματα, ειδικά εδώ στα νότια της χώρας, και κάνει όλες τις αγορές ανώνυμα ή εκ μέρους άλλων εταιρειών και ότι, συνήθως, αψηφά τους όρους των συμβολαίων. Γενικά έχουν ένα καλό δίκτυο δικηγόρων που τους ξελασπώνουν αν τυχόν κάποιος τους κυνηγήσει και κανείς δεν ξέρει ποιος είναι πίσω από την εταιρεία στην πραγματικότητα».
«Όταν λες πως αψηφούν τους όρους τι εννοείς;»
«Τα πάντα. Το συμβόλαιο σου λέει πως δεν μπορούν να σε διώξουν πριν το τέλος της χρονιάς, αυτός είναι ένας όρος που μπορούν να μην τηρήσουν. Το συμβόλαιο του φίλου σου λέει πως δεν έχουν δικαίωμα να κατεδαφίσουν το σπίτι του, αλλά η εταιρεία αυτή είναι γνωστή για τις πρακτικές της. Ως τώρα έχει γκρεμίσει ακόμα και σπίτια που έχουν ιστορική σημασία για τα μέρη στα οποία βρίσκονται, για να χτίσουν πολυτελής ξενοδοχειακές μονάδες». Το χέρι της έτρεμε κι αναγκάστηκε να αφήσει κάτω το πιρούνι της. «Δεν ξέρω πως μπορώ να βρω σε ποιον ανήκει η εταιρεία γιατί κάτι μου λέει πως είναι βιτρίνα, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ, και φαίνεται από όσους τη στηρίζουν πως είναι σαν να βάζεις ένα μυρμήγκι να πολεμήσει ενάντια σε μια αρκούδα».
Σήκωσε το βλέμμα της πάνω του και ο Φοίβος έψαξε να βρει αμέσως το χέρι της. «Δεν μπορώ να τους αφήσω να γκρεμίσουν το σπίτι και την αυλή», δήλωσε. «Πρέπει να κάνω κάτι».
«Σου ορκίζομαι πως δεν θα το αφήσω έτσι. Πριν δύο χρόνια αγόρασαν εδώ στη Μαρίνα Γκράντε μερικά σπίτια κι απ' όσο έμαθα οι πρώην ιδιοκτήτες έχουν παράπονα. Θα ψάξω να τους βρω μήπως μπορέσω να μαζέψω πληροφορίες».
Η καρδιά της Μυρτούς χτύπησε σαν τρελή. «Θα στο χρωστάω όλη μου τη ζωή», του είπε αλλά ο Φοίβος την κοίταξε με μισόκλειστα μάτια, κάνοντας μια γκριμάτσα.
«Νομίζω πατσίσαμε. Ήταν το καλύτερο δώρο που μπορούσε να μου κάνει κάποιος, το να με κρατήσει μακριά από την οικογένειά μου. Ανακάλυψα πως μου αρέσει η δικηγορική, πως μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου και γνώρισα κάποια», χαμογέλασε τρυφερά. «Τη λένε Εύα, τώρα παίρνει πτυχίο κι εκείνη και μου αρέσει πολύ. Με βοηθάει πολύ να θυμηθώ όλα όσα έμαθα όσο σπούδαζα και είναι υπομονετική μαζί μου».
Η χαρά της Μυρτούς δύσκολα κρυβόταν. Τον αγκάλιασε και σήκωσε το ποτήρι της. «Στα νέα ξεκινήματα», είπε.
«Εσύ θα κάνεις νέο ξεκίνημα;» ρώτησε ο Φοίβος. «Ίσως μαζί με τον ψηλό, πανέμορφο Ιταλό, με τον οποίο έχεις μεγάλη ιστορία;» συνέχισε με πονηρό ύφος, αλλά το μελαγχολικό χαμόγελό της τον ανάγκασε να σοβαρευτεί αμέσως.
«Τον κατηγόρησα για άσχημα πράγματα αλλά μόνο εγώ κι η φαντασία μου φταίγαμε. Μιλήσαμε, αφήσαμε πίσω το παρελθόν και αποφάσισε πως τώρα μπορεί να κάνει ένα νέο ξεκίνημα χωρίς εμένα».
«Κι εσύ δεν το θες αυτό...»
«Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο με ενοχλεί», κάγχασε πικραμένη. «Τον αγαπώ, δεν έπαψα ποτέ να τον αγαπώ και θα έδινα τα πάντα για να είμαστε πάλι μαζί, αλλά ταυτόχρονα καταλαβαίνω απόλυτα το ότι δεν με θέλει πια. Το αξίζω. Πληρώνω ακριβά τα λάθη μου».
Έφτασαν στην αυλή λίγο μετά τα μεσάνυχτα, γελώντας, μεθυσμένοι από τις μπύρες που ήπιαν αλλά και από την ευτυχία που τους προκαλούσε το γεγονός πως ήταν μαζί ξανά. Δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο φίλο από τον φωτεινό Φοίβο, αυτό σκεφτόταν όσο του έδειχνε το σπίτι. Σταμάτησε έξω από την κρεβατοκάμαρα της Άννας κι εκείνος κατάλαβε από το ύφος της πως το δωμάτιο ήταν απαγορευμένος χώρος.
«Θα μοιραστούμε το δωμάτιό μου και το κρεβάτι μου», του είπε, χωρίς να τον κοιτάζει.
«Μπορώ να κοιμηθώ στο σαλόνι», πρότεινε αλλά δεν ήθελε καν να το ακούσει.
«Πήγαινε κάνε ένα ντους. Πρέπει να μιλήσω με τον Νταμιάνο για λίγο».
Της χαμογέλασε πονηρά αλλά δεν είπε κουβέντα και η Μυρτώ ένιωσε να κοκκινίζει ολόκληρη. Έφυγε με μεγάλο βήμα για το σπίτι του ελπίζοντας να μη βρει την Μπέκα εκεί. Χτύπησε την πόρτα δύο φορές με τη γροθιά της και λίγες στιγμές μετά, ο Νταμιάνο της άνοιξε, φανερά έκπληκτος που ήταν εκεί.
«Συνέβη κάτι;» τη ρώτησε.
Ήταν ημίγυμνος και μάλλον τον ξύπνησε. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα και τα μάτια του πρησμένα από τον ύπνο.
«Έγινε κάτι;» τη ρώτησε αφού η Μυρτώ προτίμησε τη σιωπή, κι όλες οι αισθήσεις του ήταν σε επιφυλακή.
«Ήρθα να σου πω ευχαριστώ».
Χαμογέλασε αχνά κι ανασήκωσε τους ώμους του τάχα αδιάφορα. «Δεν έκανα τίποτα, πρόλαβε ο φίλος σου».
«Ναι, αλλά δεν με άφησες να πνιγώ. Έπεσες κι εσύ εκτός από τον Φοίβο».
«Δεν θα μπορούσα ποτέ να αφήσω να σου συμβεί κάτι, Μυρτώ», απάντησε χαμηλόφωνα, με τρομερή τρυφερότητα στον τόνο του.
Η Μυρτώ ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή ενώ όσο περισσότερο στεκόταν μπροστά του, τόσο περισσότερο αυξανόταν η ανάγκη της να έρθει πιο κοντά του. Το σκεφτόταν έντονα, ειδικά μετά το Μονοπάτι των Θεών. Θα μπορούσε να κερδίσει κάτι ουσιαστικό με το να προσπαθήσει; Άκουσε τις φωνές στο μυαλό της να της λένε πως όφειλε να ρισκάρει αν ήθελε να μάθει τι μπορούσε να συμβεί. Και το έκανε. Στάθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε δυνατά, χωρίς να του δώσει την ευκαιρία να αντιδράσει. Ο Νταμιάνο πιάστηκε εξαπίνης, αλλά δεν του πήρε πολλή ώρα για να ανταποδώσει το φιλί με το ίδιο πάθος. Το ένα του χέρι βρέθηκε πίσω από το κεφάλι της, να την κρατάει κοντά του και με το άλλο έκλεισε την πόρτα πριν την τραβήξει μαζί του ως την κρεβατοκάμαρά του.
«Τι είναι αυτά που φοράς;» ρώτησε, όσο εκείνη φιλούσε το στέρνο του.
«Τα ρούχα του Φοίβου», απάντησε κι αναζήτησε ξανά εκείνο το φιλί που ήταν ικανό, πάντα, να την κάνει να διαγράψει όλο τον κόσμο.
«Ευτυχώς που ήρθες να στα βγάλω», αποκρίθηκε εκείνος και τράβηξε με μια απότομη κίνηση το πουκάμισο.
Μερικά κουμπιά εκσφενδονίστηκαν στο δωμάτιο αλλά δεν την άφησε να διαμαρτυρηθεί. Τη σήκωσε στα χέρια του και η Μυρτώ τυλίχτηκε ολόκληρη γύρω του όσο την οδηγούσε στο κρεβάτι του. Αναστέναξε βαριά όταν δάγκωσε απαλά τον λαιμό της ενώ την άφηνε προσεκτικά στο κρεβάτι. Την κάλυψε με το σώμα του, έμοιαζε τόσο μικροσκοπική εκείνη τη στιγμή, αλλά δεν την πείραζε καθόλου γιατί στα χέρια του ήταν ασφαλής. Σταμάτησε να τη φιλάει και χάιδεψε το πρόσωπό της. Του χαμογέλασε αχνά κι εκείνος γέλασε κι έκρυψε το πρόσωπό του στο λαιμό της. Η Μυρτώ έχωσε τα νύχια της στο δέρμα του και ανασήκωσε λίγο την λεκάνη της για να μπορέσει να της βγάλει το σορτσάκι. Τον βοήθησε να βγάλει και το δικό του και τον έσπρωξε για να ξαπλώσει.
«Προφυλακτικό;» ρώτησε, βραχνά κι ο Νταμιάνο έσπευσε να της δώσει ένα. Λίγες στιγμές αργότερα τον οδήγησε μέσα της και άρχισε να κουνιέται ρυθμικά πάνω του. Τα χέρια του γράπωσαν τους γλουτούς της και ανασήκωσε ελάχιστα το σώμα του για να μπορέσει να φιλήσει το στήθος της. Τα χείλη του έκλεισαν μέσα τους τη θηλή της και η Μυρτώ αμέσως άρπαξε τα μαλλιά του γιατί η αίσθηση που της χάρισε ήταν μοναδική. Την κράτησε σφιχτά και ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της όσο πλησίαζαν μαζί ως την κορύφωση. Δεν βιαζόταν, ήθελε να τη χορτάσει όσο περισσότερο γινόταν, ήθελε να τη νιώθει πάνω του να γίνονται ένα μετά από τόσο καιρό, αλλά η λαχτάρα τους ήταν τόσο μεγάλη, που σύντομα έφτασαν στον οργασμό και οι δύο.
Κανείς δεν έκανε την κίνηση να κουνηθεί. Ανάσαιναν αργά, τα μέτωπά τους να αγγίζονται, μα δεν ήθελαν να χωριστούν ακόμα. Η Μυρτώ ήταν εκείνη που βρήκε από την αγκαλιά του, και ξάπλωσε δίπλα του, εξουθενωμένη.
«Δεν ήταν σκοπός μου να σε ευχαριστήσω με αυτόν τον τρόπο, που προσπάθησες να με σώσεις, αλλά δεν βαριέσαι».
Ο Νταμιάνο ξέσπασε σε δυνατά γέλια και η καρδιά της αναπήδησε από ευτυχία. «Τρόμαξα όταν σε είδα να πέφτεις», παραδέχτηκε και αναζήτησε τα χείλη της. «Τίποτα δεν άλλαξε μετά από έξι χρόνια, συνεχίζεις να είσαι άτσαλη και να μπλέκεις σε περίεργες καταστάσεις», την πείραξε.
«Που να 'ξερες», σχολίασε η Μυρτώ, γελώντας ντροπαλά.
«Θα μου πεις μια μέρα;» Του χαμογέλασε κι έγνεψε ευχαριστημένη που νοιαζόταν. «Ωραία, φύγε τώρα, έχω δουλειά αύριο το πρωί και πρέπει να ξυπνήσω νωρίς», της είπε, δείχνοντάς της προς την πόρτα του δωματίου.
«Με διώχνεις!»
«Ναι, πρέπει να κοιμηθώ», επέμεινε και τη φίλησε πεταχτά. «Μη με κοιτάς μουτρωμένη, αν μείνεις εδώ δεν θα μπορέσω να κλείσω μάτι και θα ήθελα πολύ να περάσω όλο το βράδυ να σου κάνω έρωτα, αλλά έχω ένα πολύ σοβαρό ραντεβού και πρέπει το μυαλό μου να είναι σε αυτό, όχι σε σένα!»
Αναστέναξε και σηκώθηκε από το κρεβάτι για να βρει τα ρούχα της όσο εκείνος έμεινε ξαπλωμένος εκεί, ολόγυμνος, να την κοιτάζει προκλητικά.
«Πάω, με περιμένει ο Φοίβος», είπε, κι αμέσως τον είδε να αντιδράει.
«Που σε περιμένει;»
«Στο κρεβάτι μου, μαζί θα κοιμηθούμε».
Βγήκε από το δωμάτιο κι ο Νταμιάνο την ακολούθησε από πίσω, φορώντας ταυτόχρονα το σορτσάκι του.
«Τι δουλειά έχει στο κρεβάτι σου;» ρώτησε, εκνευρισμένος, και η Μυρτώ τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του.
«Δεν είναι η πρώτη φορά που το μοιράζομαι μαζί του. Καληνύχτα, Νταμιάνο, όνειρα γλυκά», αναστέναξε αλλά εκείνος δεν την άφησε να ξεφύγει. Την κόλλησε στον τοίχο και τη φίλησε λες και ήταν η τελευταία φορά. Ένας απαλός λυγμός ξέφυγε από τα χείλη της όσο έφερνε τα χείλη του στο αυτί της. Φίλησε τον λαιμό του και ο Νταμιάνο γρύλισε νευριασμένος γιατί προσπαθούσε όπως μπορούσε να αποκολληθεί από εκείνη, αλλά δεν το κατάφερνε. Δεν ήθελε. Εκεί κοντά της ένιωθε ζωντανός και θα γκρέμιζε τα πάντα για να περάσει το βράδυ μαζί της, αλλά το ραντεβού του το πρωί ήταν στ' αλήθεια σημαντικό, γιατί θα έβρισκε χρηματοδότηση για να επεκτείνει την επιχείρησή του.
«Φύγε που να σε πάρει», είπε και απομακρύνθηκε αργά, αλλά η Μυρτώ δεν τόλμησε να ανοίξει τα μάτια της. «Θα σε δω αύριο, βάσανο», είπε και μπήκε στο σπίτι, ενώ με δυσκολία έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Η Μυρτώ χαμογέλασε και σήκωσε τη γροθιά της στον ουρανό. Χόρεψε σαν παιδί ενώ επέστρεφε σπίτι της και ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα αμέσως, αλλά ο Φοίβος ήταν ήδη ξαπλωμένος. Έγειρε πάνω του για να βεβαιωθεί ότι κοιμάται, αλλά τον είδε να χαμογελάει πονηρά και χαχάνισε με τη σειρά της.
«Πήγαινε να κάνεις μπάνιο, βρομάς σεξ», την πείραξε και έβαλαν τα γέλια. Για μια στιγμή η ζωή έμοιαζε τόσο όμορφη και η Μυρτώ αναρωτήθηκε αν το παρελθό ήταν ικανό να μπει εμπόδιο στο μέλλον.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top