Απελευθέρωση

Δεν τον ένοιαξε καθόλου η ώρα όταν χτύπησε με μανία το κουδούνι της Μπέκα. Ευτυχώς τη στιγμή που έφτασε έβγαινε ένας ένοικος από την πολυκατοικία, κι έτσι μπόρεσε να μπει μέσα χωρίς να την ενημερώσει για την άφιξή του νωρίτερα. Αν την έπιανε εξαπίνης ίσως να αντιδρούσε διαφορετικά και να απόφευγε τα ψέματα και τις άθλιες δικαιολογίες. Χτύπησε με μανία την πόρτα χωρίς να νοιαστεί για το θόρυβο ή ακόμα και τις αρθρώσεις του που πονούσαν από τη δύναμη που χρησιμοποιούσε. Ήταν μέσα, είδε τα φώτα πριν ανέβει πάνω, και δεν σκόπευε να φύγει προτού του ανοίξει.

Άκουσε βήματα και λίγες στιγμές μετά, η Μπέκα άνοιξε την πόρτα εκνευρισμένη. Φορούσε μόνο ένα μπουρνούζι και τα μαλλιά της ήταν βρεγμένα. Σάστισε όταν τον είδε κι έκανε στην άκρη για να περάσει στο διαμέρισμα όταν ο Νταμιάνο μπήκε μόνος του, χωρίς να τον καλέσει.

«Δεν είναι καλή ώρα», του είπε, γελώντας νευρικά.

«Ποσώς με ενδιαφέρει», αποκρίθηκε εκνευρισμένος και το βλέμμα της σκοτείνιασε.

«Δεν είμαι μόνη...»

«Είναι ο Λούκα Τζιανίνι μέσα;» τη ρώτησε με μια δόση ειρωνείας στον τόνο του και παρατήρησε πως το βλέμμα της άρχισε να παγώνει.

«Τι θες, Νταμιάνο; Νόμιζες πως θα σε περίμενα για πάντα;»

«Σίγουρα για πάντα θα ήταν, αν αποφάσιζες να με περιμένεις», απάντησε με απόλυτη σοβαρότητα.

«Το ήξερα πως ήταν ψέμα ότι με τη Μυρτώ δεν είστε ζευγάρι, γιατί μου το είπατε, θέλατε να παίξετε με τα αισθήματά μου;»

«Κόψε το δράμα», της είπε και την έπιασε από τον αγκώνα προτού αποφασίσει να φύγει από το σαλόνι. Τον κοίταξε έκπληκτη αλλά η όψη της άρχισε να αλλάζει σιγά-σιγά και η προσποιητή αθωότητά της έκανε φτερά κι έδωσε τη θέση της σε ένα ψυχρό προσωπείο. «Τα ξέρω όλα», συνέχισε, απογοητευμένος, και της έδωσε με το ζόρι το χαρτί με την ειδοποίηση που βρήκαν στην πόρτα τους.

Η Μπέκα αναστέναξε και πέταξε το χαρτί στα σκουπίδια. «Συγχαρητήρια, με ξεσκεπάσατε, και τώρα τι θες από μένα;» ρώτησε μειλίχια, κάνοντας τα νεύρα του κρόσσια.

«Μια εξήγηση, θέλω, αρχικά. Γιατί την αυλή;»

Έριξε λίγο παγωμένο κρασί μέσα σε ένα ποτήρι και ήπια μια γερή γουλιά. «Επιχειρηματίας είμαι, μου μίλησες για την αυλή και είδα μια τεράστια ευκαιρία, που είναι το πρόβλημα;»

«Το πρόβλημα είναι πως τα έκανες όλα κρυφά, πως με ξεγέλασες και πως έπεισες ανθρώπους που αγαπούσαν τα σπίτια τους να τα πουλήσουν. Τι τους έταξες; Η Άννα αποκλείεται να ήθελε να πουλήσει με τόση ευκολία το σπίτι της!»

Το γέλιο της ήταν ψυχρό όπως και η ματιά της. «Έλα τώρα, η Άννα ήταν η ευκολότερη να πειστεί, δεν της είχε μείνει τίποτα σε αυτόν τον κόσμο μετά το θάνατο της γυναίκας της. Ήταν εύκολο με δύο ωραία λόγια να μου πουλήσει το σπίτι. Στον Λούκα δηλαδή, γιατί εγώ δεν ήμουν καν εκεί», αποκρίθηκε γελώντας απαλά και ο θυμός του Νταμιάνο ξεχείλισε. Με το ζόρι συγκρατήθηκε και δεν της επιτέθηκε επί τόπου, έπρεπε να προστατέψει τον εαυτό του και μια λάθος κίνηση θα ήταν μοιραία γιατί θα τη χρησιμοποιούσε εναντίων του με την πρώτη ευκαιρία.

«Σε λυπάμαι», της είπε, όσο πιο ήρεμα μπορούσε. Τα λόγια του χτύπησαν νεύρο γιατί ξαφνικά η Μπέκα σοβάρεψε και τον κοίταξε πληγωμένη. «Σε γνωρίζω πέντε χρόνια και όλο αυτόν τον καιρό δεν σε έχω δει να έχεις κάτι ουσιαστικό στη ζωή σου. Καμία ουσιαστική σχέση, καμία ουσιαστική φιλία, τα πάντα είναι επιφανειακά και αυτό σε κάνει δυστυχισμένη. Προσπάθησα να σε πλησιάσω, σε θεώρησα φίλη μου αλλά εσύ παρέμενες ένα επιφανειακό πλάσμα που δεν έβλεπε πέρα από τη μύτη του και που το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως θα κάνει τα πάντα δικά της... δεν είχε σημασία τι αξία είχαν για τον άλλον, έπρεπε να τα αποκτήσεις. Έτσι έκανες και με μένα, με την αυλή, σου είπα πόσο σημαντική ήταν για μένα κι αμέσως την άρπαξες. Σε λυπάμαι γιατί μπορεί να γεμίσεις τις τσέπες σου με πολλά λεφτά, μπορεί να αποκτήσεις ένα σωρό κτίρια και εταιρείες, αλλά θα είσαι πάντα ένα δυστυχισμένο πλάσμα γιατί δεν ξέρεις πως να αγαπάς και εκμεταλλεύεσαι όποιον πέσει στην παγίδα σου και νιώσει κάτι για σένα. Μόνο να αρπάζει ξέρεις». Πέρασε από δίπλα της λυπημένος αλλά στάθηκε για λίγο στην πόρτα πριν βγει. Η Μπέκα τον κοιτούσε με μίσος γιατί τα λόγια του την ενόχλησαν πολύ, αλλά αμφέβαλε αν την άγγιξαν. «Θα με βρεις μπροστά σου. Θα με βρίσκεις μπροστά σου μέχρι να καταλάβεις πως χέρι στην αυλή δεν θα μπορέσεις να βάλεις ποτέ».

Έκλεισε την πόρτα πίσω του κι άφησε την ανάσα του να βγει αργά. Την άκουσε από μέσα να σπάει κάτι αλλά δεν τον ένοιαξε, δεν τον ενδιέφερε καθόλου πια σαν άνθρωπος. Το επόμενο πρωινό θα έσπαγε το συμβόλαιο μαζί της για τα δύο κλάμπ και θα της επέστρεφε το ποσό που του πλήρωσε για την ανανέωση. Τα χρειαζόταν τα χρήματα μα θα τα κατάφερνε και χωρίς αυτά. Πήρε το δρόμο της επιστροφής προς το Σαν Ανιέλο αλλά στα μισά συνάντησε τη Μυρτώ που φαινόταν ταραγμένη. Έπεσε στην αγκαλιά του μόλις τον είδε κι εκείνος έκρυψε το πρόσωπό του στα μαλλιά της.

«Τι κάνεις εδώ;» τη ρώτησε, η φωνή βραχνή από την υπερένταση.

«Σηκώθηκες κι έφυγες έτσι ξαφνικά κι ήσουν σε τόσο κακή κατάσταση που τρόμαξα». Κράτησε το πρόσωπό του στα χέρια της και τον φίλησε απαλά. «Είσαι καλά;»

«Ναι, αγάπη μου, είμαι καλά», χαμογέλασε. «Πήγα στην Μπέκα. Της είπα ότι ξέρω τα πάντα και της μίλησα άσχημα», αναστέναξε, βασανισμένος από τις ενοχές. «Θα σταματήσω τη συνεργασία μου μαζί της. Πρέπει να βρούμε τρόπο να σταματήσουμε την κατεδάφιση».

«Μίλησα με τον Πάολο και του εξήγησα τι έγινε. Είχε μια τρομερή ιδέα που συζήτησε μαζί με τον Φοίβο και τη Ντονατέλα», του είπε, και χαμογέλασε παράξενα, ξαφνιάζοντάς τον. «Πες μου, έχεις ακόμα εκείνες τις κρίσεις άσθματος που σε έπιαναν;»

«Ναι. Δεν έχουν περάσει, με πιάνουν όταν έχει πολλή σκόνη γι' αυτό κουβαλάω πάντα πάνω μου το φάρμακό μου για εισπνοές».

«Όχι πως χαίρομαι που βασανίζεσαι ακόμα, αλλά ευτυχώς που τις έχεις ακόμα. Εκεί θα βασιστεί η Ντονατέλα για να μπορέσει να πάρει μια παράταση. Αύριο θα πας στο γιατρό, θα σε εξετάσει και θα σου δώσει χαρτί που θα λέει πως για όσο μένεις εδώ, δεν θα μπορέσουν να γίνουν εργασίες γιατί η σκόνη μπορεί να σε σκοτώσει. Έτσι κι αλλιώς ακόμα αυτή δηλώνεις ως κύρια κατοικία και μπορείς να μείνεις ως το τέλος του χρόνου, σωστά;»

Την κοίταξε έκπληκτος που μπορούσαν να κερδίσουν χρόνο με ένα τόσο απλό πράγμα. «Ποιος γιατρός θα με δει;» ρώτησε και η Μυρτώ έβαλε τα γέλια, παρασύροντάς τον, παρότι δεν ήξερε τον λόγο που γελούσαν.

«Θυμάσαι την οικογένεια που έμενε δίπλα σου; Ο γιος, που ήταν λίγο μεγαλύτερός σου, είναι γιατρός. Όταν ο Πάολο είπε στους γονείς του τι θα απογίνουν τα σπίτια μας, υποσχέθηκε να βοηθήσει. Του είπε για το χαρτί που βρήκαμε σήμερα και θυμήθηκε πως κάποτε είχες μια κρίση άσθματος λόγω της σκόνης από το διπλανό κτίριο που χτιζόταν τότε και πως σε έτρεχε με τη μητέρα σου στο νοσοκομείο γιατί ο πατέρας σου ήταν στη Ρώμη. Πρότεινε να φροντίσεις για την υγεία σου και να ζητήσεις να καθυστερήσει η κατεδάφιση, γιατί αν πάθεις κάτι, μπορείς να τους τρέξεις δικαστικώς και να τους πάρεις τα σώβρακα».

Ο Νταμιάνο την αγκάλιασε και τη σήκωσε ψηλά, ανακουφισμένος. «Ποιος θα αναλάβει τα πάντα;»

«Η Ντονατέλα. Θα διακόψει τη συνεργασία τους αύριο».

«Ωραία... ωραία... κάνουμε μια καλή αρχή», μουρμούρισε και κάρφωσε τα μάτια του στα δικά της. «Πάμε σπίτι μας;» ρώτησε.

«Σε ποιο από τα δύο;» γέλασε εκείνη.

«Σε όποιο θες εσύ, αγάπη μου», απάντησε γλυκά και της έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη.

Το πρωί τους βρήκε αγκαλιά, κι η νωχελικότητα πήρε το πάνω χέρι σχεδόν αμέσως. Κανείς τους δεν ήθελε να σηκωθεί από το κρεβάτι παρότι είχαν να κάνουν τόσα πολλά. Τους άρεσε να κοιτάζονται, να χαρίζουν χαμόγελα ο ένας στον άλλον και να κλέβουν φιλιά, αλλά η μέρα ήταν μεγάλη κι έπρεπε να ξεκινήσει σύντομα.

Η επίσκεψη στο γιατρό ήταν κάτι το τυπικό αφού το ιατρικό ιστορικό του ανέφερε λεπτομερώς το πρόβλημά υγείας που τον βασάνιζε. Ο γιατρός διάβασε τον φάκελό του και έβγαλε το πόρισμά του. Ο Νταμιάνο ήταν επιρρεπής σε κρίσεις άσθματος που μπορούσαν να αποβούν μοιραίες και έπρεπε να αποφύγει κάθε επαφή με σκόνη και άλλα υλικά που θα ερεθίσουν το αναπνευστικό του. Η Ντονατέλα, που πήγε μαζί τους, πήρε το χαρτί κι έφυγε χαρούμενη για να βρει την Μπέκα ως δικηγόρος του Νταμιάνο.

«Θα πετύχει λες;» ρώτησε η Μυρτώ, που ξαφνικά ήταν πιο νευρική από ποτέ.

«Τουλάχιστον δοκιμάσαμε», απάντησε ο Νταμιάνο.

Κάθονταν στο μαγαζί του Αντριάνο για να απολαύσουν τη μέρα και τα φαγητά του αγαπημένου τους φίλου. Ο Νταμιάνο είχε τον υπολογιστή ανοιχτό γιατί έπρεπε να δουλέψει λίγο, κυρίως για να ακυρώσει το συμβόλαιο της Μπέκα, και φαινόταν χαμένος στον δικό του κόσμο. Χαμογέλασε πονηρά όταν ένιωσε το πόδι της Μυρτούς να χαϊδεύει το δικό του, αλλά επέστρεψε στη δουλειά του μέχρι που πάτησε εκείνο το κουμπί που επέστρεφε τα χρήματα σ' εκείνη. Άφησε την ανάσα του να βγει αργά και έκλεισε το λάπτοπ κοιτώντας τη Μυρτώ με μισό χαμόγελο.

«Πώς νιώθεις;» τον ρώτησε.

«Απελευθερωμένος», αποκρίθηκε και η Μυρτώ του χάρισε ένα τρυφερό χάδι στο μάγουλο.

Έμειναν όλη μέρα στη Μαρίνα Πίκολα και την παραλία δίπλα στο εστιατόριο του Αντριάνο. Εκείνος φαινόταν ευχαριστημένος που τους έβλεπε ξανά μαζί, αλλά δεν τόλμησε να το σχολιάσει. Του έφτανε που τους έβλεπε ερωτευμένους ξανά, έτσι όπως τους θυμόταν και τους καμάρωνε. Συχνά έβγαινε από το εστιατόριο για να βεβαιωθεί πως ήταν ακόμη εκεί και φρόντισε να τους ταΐσει καλά πριν φύγουν για το Σαν Ανιέλο.

Το φως της ημέρας χάθηκε για τα καλά όταν έφτασαν ξανά στην αυλή. Τα γέλια τους έκαναν κομμάτια τη σιωπή και αντήχησαν στη γειτονιά. Ήταν ευτυχισμένοι και δεν υπήρχε λόγος να το κρύβουν πια. Τα σχέδια που έκαναν για το μέλλον ήταν πολλά, αλλά όλα είχαν ουσία και φρόντιζαν να μην παραμυθιάζονται όσον αφορούσε την αυλή. Τουλάχιστον μάζευαν όμορφες αναμνήσεις που θα έβαζαν παρέα με εκείνες του παρελθόντος.

Ο Νταμιάνο έγειρε προς το μέρος της και φίλησε δυνατά τη Μυρτώ μόλις πέρασαν κάτω από την ασπίδα που οδηγούσε στο αγαπημένο τους μέρος. Αυτά τα ξαφνικά φιλιά του την τρέλαιναν γιατί μπορεί με τα λόγια να μην τα πήγαινε καλά, αλλά με τις πράξεις του έδειχνε πάντα όλα όσα ένιωθε. Χάθηκε μέσα στην αγκαλιά του και έμεινε κολλημένη πάνω του για λίγη ώρα, εκεί όπου πάντα ένιωθε πως τίποτα δεν μπορούσε να την πειράξει και να την πληγώσει. Τα χέρια του την προστάτεψαν από τον κόσμο και τα χείλη του στα μαλλιά της της χάρισαν μια γλυκιά ανατριχίλα που δεν χόρταινε.

«Βρε, βρε τα πιτσουνάκια μου». Η φωνή της Μπέκα τους ανάγκασε να χωριστούν. Η ειρωνεία στον τόνο της φανέρωνε την ενόχλησή της, όχι μόνο για την εικόνα που αντίκρισε, αλλά και για τα χαρτιά που κρατούσε στα χέρια της. «Καλό το κόλπο σας, αλλά να ξέρετε δεν κερδίζετε τίποτα ουσιαστικό με αυτό», τους είπε με έναν βαρύ αναστεναγμό. «Βλέπεις, αυτή τη στιγμή καταπατάς την περιουσία μου, Μυρτώ. Δεν είναι δικό σου το σπίτι, δεν έχεις δικαίωμα να είσαι μέσα σε αυτό».

«Η Μυρτώ δεν μένει στο σπίτι σου, μένει στο δικό μου, κι εγώ έχω δικαίωμα να μείνω εδώ ως το τέλος του χρόνου γιατί έτσι λέει το συμβόλαιό μας, όπως λέει πως όσο μένω εδώ μπορώ να εκμεταλλεύομαι όπως θέλω την αυλή. Επίσης πουθενά δεν λέει πως δεν μπορώ να φιλοξενήσω κάποιον για όσο διάστημα θέλω. Άρα, άσε τις απειλές και μέχρι αύριο το μεσημέρι να έχετε καθαρίσει την αυλή πριν μου δημιουργήσετε πρόβλημα με την υγεία μου. Όσο μένουμε εδώ, η αυλή μας ανήκει». Τράβηξε κοντά του τη Μυρτώ και κοίταξε προκλητικά την πρώην συνεργάτιδά του. «Επίσης η Μυρτώ έχει το δικαίωμα ως μοναδική κληρονόμος της Άννας να μείνει στο σπίτι της ως το τέλος του χρόνου, αν το θέλει, μην το ξεχνάς αυτό. Το σπίτι περνάει στα χέρια σου την πρώτη του Γενάρη. Πρέπει να το καθαρίσει, να δει τι θα κάνει με τα πράγματά της που έχει κληρονομήσει, ώστε να το παραδώσει άδειο. Μπορούμε να το τακτοποιήσουμε κι αυτό μέσω των δικηγόρων μας, αν το θες».

Η Μπέκα κάγχασε ενοχλημένη και πλησίασε με απειλητικές διαθέσεις. «Ξέρεις, κανονικά θα έπρεπε να σας πατήσω κάτω σαν μυρμήγκια αλλά επειδή σε σέβομαι, Νταμιάνο, δεν θα το κάνω. Ξέρω τι ετοιμάζετε γι' αυτό θα σας αφήσω να χαρείτε αλλά σε ένα μήνα, θα ξεκουμπιστείτε από εδώ θέλετε δεν θέλετε. Ως τότε, διασκεδάστε, πείτε πως είναι το δώρο γάμου της Ντονατέλα, έτσι για να δείτε πως δεν είμαι το τέρας που θέλετε να είμαι».

Έφυγε από την αυλή με αργό βήμα αφού έριξε μια ματιά τριγύρω λες και οραματιζόταν την ξενοδοχειακή μονάδα που ήθελε να χτίσει. Είχαν κερδίσει μια μάχη και θα το γιόρταζαν γιατί ένας πόλεμος μόνο κατακτώντας μια προς μία τις μάχες, κερδίζεται, και ήδη η αρχή που έκαναν ήταν η καλύτερη. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top