Ανακωχή
Οι κινήσεις της ήταν νευρικές, κάτι που δεν ξέφυγε από τον Φοίβο που την παρακολουθούσε αμίλητος από την οθόνη του τάμπλετ του. Εκείνη τον κάλεσε. Ήταν αναστατωμένη μα δεν του είπε ποτέ το γιατί. Τον ρώτησε μόνο αν είχε πατάτες, αλεύρι, αυγά, ντομάτες, κρεμμύδι και μοτσαρέλα, και τον διέταξε να πάει στην κουζίνα για να του μάθει να φτιάχνει νιόκι. Δεν ήταν καλά, ήταν αδύνατον να το κρύψει, γι' αυτό συμφώνησε μαζί της παρότι δεν είχε κοιμηθεί καλά εκείνο το βράδυ. Άφησε ένα δυνατό χασμουρητό κι έριξε τις πατάτες στο νερό που έβραζε, μαζί με αλάτι.
«Πάλι ξενύχτησες;» τον ρώτησε απότομα, με το σύνηθες ύφος που τη χαρακτήριζε όταν τον μάλωνε.
«Ναι, αλλά για καλό σκοπό», απάντησε και της έδειξε ένα βιβλίο για τη νομοθεσία στην Ελλάδα. «Επιστρέφω στις σπουδές μου, τα παράτησα λίγο πριν πάρω το πτυχίο μου και νομίζω ήρθε η ώρα να τελειώσω αυτό που ξεκίνησα».
Χαμογέλασε απορημένη. «Δικηγόρος σπουδάζεις;»
«Ναι, δεν σου γεμίζω το μάτι;»
Για κάποιο λόγο ένιωσε τεράστια ανακούφιση. Ο Φοίβος μπορούσε να τη βοηθήσει, ακόμα κι ο ίδιος αν δεν ήξερε να χειριστεί την υπόθεση, σίγουρα οι γνωριμίες που είχε, θα μπορούσαν να κάνουν κάτι ουσιαστικό και να βρουν μια λύση στο πρόβλημά της.
«Φοίβο, θες να αναλάβεις την πρώτη σου υπόθεση;»
Έκανε μια γκριμάτσα παραξενεμένος με την πρότασή της και ανασήκωσε τους ώμους του. «Γιατί όχι, θα είναι καλή πρακτική. Περί τίνος πρόκειται;»
Του εξήγησε την κατάσταση κι αμέσως το βλέμμα του σκοτείνιασε. Δεν ήθελε να τη στεναχωρήσει αλλά το να τη γεμίσει με ελπίδες, θα ήταν καταστροφικό. Το τελευταίο που ήθελε να πετύχει ήταν να την πληγώσει με κάποιον τρόπο, και ο χειρότερος τρόπος ήταν να της πει ψέματα.
«Δεν είναι εύκολο», της είπε, και αμέσως το χαμόγελο χάθηκε από το πρόσωπό της. «Πρέπει να δω τα συμβόλαια. Θα μπορείς να μου τα στείλεις;»
«Ναι, θα ρωτήσω τη Ντονατέλα, θα σε φέρω σε επαφή μαζί της».
«Ωραία, θα ξεκινήσουμε από εκεί, αν και με το γεγονός πως αυτός θέλει να μείνει ανώνυμος, θα έχουμε θέμα. Γενικά, δεν θα σου πω ψέματα, μην περιμένεις πολλά».
Κούνησε το κεφάλι της με κατανόηση. «Το ξέρω, αλλά θέλω να δοκιμάσω. Όταν το πούλησε το σπίτι η Άννα, ήταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, ίσως να πιέστηκε, δεν ξέρω».
«Ναι, αλλά το σύμφωνο υπεγράφη πριν πεθάνει η Κιάρα», της υπενθύμισε. «Δεν είναι εύκολο, αλλά μπορεί να βρω κάποιο παραθυράκι στα συμβόλαια». Η Μυρτώ χαμογέλασε και σκούπισε τα μάτια της που ήταν δακρυσμένα. «Έλα τώρα, μη βάλεις τα κλάματα και δεν είμαι εκεί να σε παρηγορήσω!»
«Σκάσε, βλάκα, το κρεμμύδι φταίει», του είπε, δείχνοντάς του αυτό που κρατούσε στα χέρια της. Γέλασαν και άφησαν πίσω το θέμα του σπιτιού για να ασχοληθούν με τα νιόκι τους. Βραστή πατάτα, αλεύρι και αυγό έγιναν μια ζύμη που μετατράπηκε με νιόκι, που έβρασαν σε χαμηλή φωτιά κι έριξαν μέσα στη σάλτσα ντομάτας που ετοίμασαν. Μόλις ανακατεύτηκαν όλα, τα έριξαν μέσα σε ένα ταψί. Εκεί μέσα έριξαν κομματάκια μοτσαρέλα που έλιωσαν μεμιάς, λίγη παρμεζάνα και κάλυψαν με μοτσαρέλα το ταψί που μπήκε στον φούρνο για δέκα λεπτά.
«Δεν μπορώ να πιστέψω πόσο νόστιμα είναι!» μούγκρισε ο Φοίβος, που έτρωγε λαίμαργα μέσα από το ταψί του. «Στο ξαναλέω, πρέπει να το πάρεις σοβαρά όλο αυτό, είσαι καλή δασκάλα».
«Μου φτάνεις εσύ σαν μαθητής, δεν θέλω άλλους», γέλασε και έφερε τα δάχτυλά της στην οθόνη του κινητού της, λες και μπορούσε να τον αγγίξει. «Πως γίνεται από κάποιος που απλά χρησιμοποιούσα για σεξ, να έγινες ξαφνικά ο καλύτερός μου φίλος;»
Το χαμόγελο του Φοίβου φώτισε την οθόνη. «Στο λέω, είμαστε αδερφές ψυχές».
Του έστειλε ένα φιλί και τερμάτισε την κλήση. Σήκωσε το κεφάλι της να ρίξει μια ματιά στην αυλή και είδε τον Νταμιάνο να στέκεται έξω από το σπίτι, κάνοντας βόλτες νευρικά. Οι ματιές τους συναντήθηκαν αλλά κανείς τους δεν τόλμησε να βγάλει άχνα. Στο βλέμμα του έβλεπε την ίδια σύγχυση που ένιωθε κι εκείνη, τον ίδιο πόνο... κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος και έφυγε με μεγάλο βήμα για το σπίτι του. Η Μυρτώ κάγχασε. Με ποιον ήταν απογοητευμένος, με εκείνη ή τον εαυτό του;
Κοίταξε το ταψί με τα νιόκι και γρύλισε γιατί πάλι το παράκανε κι έφτιαξε για ένα λόχο. Έβγαλε ένα μπολ κι έριξε μια γενναία ποσότητα μέσα για τον Νταμιάνο. Μπορεί να του ήταν θυμωμένη αλλά αυτό δεn σήμαινε πως δεν θα τον τάιζε. Έβαλε μια γενναία μερίδα σε ένα άλλο μπολ για τη Ντονατέλα και τα υπόλοιπα τα άφησε στο ταψί, στον φούρνο μέσα, για να φάει εκείνη μετά. Ανέβηκε ως το σπίτι του και άφησε το μπολ στην πόρτα του, αλλά έφυγε τρέχοντας μόλις του χτύπησε, γιατί είχε να κάνει μια στάση ακόμα.
Το γραφείο της Ντονατέλα βρισκόταν κοντά στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο Σορέντο κι είχε θέα προς τον κόλπο της Νάπολι. Απόρησε αν μπορούσε να δουλέψει γιατί εκείνη θα κοιτούσε προς τα εκεί όλη την ώρα αντί για τα χαρτιά και τον υπολογιστή της. Μα τη βρήκε προσηλωμένη σε αυτό που έκανε και τη θαύμασε. Χτύπησε την πόρτα κι εκείνη χαμογέλασε διάπλατα καθώς της έκανε νόημα να περάσει μέσα.
«Καλώς τη!»
«Συγγνώμη...»
«Για ποιο πράγμα;» ρώτησε η Ντονατέλα, κι έβγαλε τα γυαλιά της.
«Ήμουν απαράδεκτη το πρωί», δικαιολογήθηκε η Μυρτώ.
«Αχ βρε κορίτσι μου, δεν σε παρεξηγώ, και πολύ καλά το χειρίστηκες».
Η Μυρτώ χαμογέλασε απαλά και της έδωσε τα νιόκι. «Έφτιαξα να φάμε... και θέλω να ξέρεις πως μίλησα με δικηγόρο που θα κοιτάξει το θέμα. Μπορείς να βοηθήσεις;»
Η όψη της Ντονατέλα άλλαξε απευθείας και η Μυρτώ ξαφνιάστηκε γιατί έμοιαζε σα να ήθελε να βάλει τα κλάματα.
«Δεν μπορώ, ο αγοραστής είναι πελάτης μου. Μου έκανε πρόταση να συνεργαστούμε και δέχτηκα!» κλαψούρισε.
«Εντάξει, μην ανησυχείς, σε παρακαλώ μην κλαις», αποκρίθηκε η Μυρτώ όταν την είδε να ξεσπάει σε αναφιλητά. «Τι έγινε, γιατί είσαι έτσι τώρα;»
«Γιατί δεν μου αρέσει αυτό που γίνεται!» τσίριξε. «Και μέσα σε όλα ετοιμάζω τον γάμο μου και πάνε όλα στραβά, δεν μπορώ άλλο!»
Δεν έχασε καιρό και πήγε να αγκαλιάσει τη νέα της φίλη, για να την παρηγορήσει. Εκείνη γαντζώθηκε πάνω της και έκλαψε λίγο στον ώμο της, ώσπου κατάφερε να βρει την αυτοκυριαρχία της.
«Ρεζίλι έγινα», σχολίασε, και σκούπισε τα μάτια της.
«Μία σου και μία μου», απάντησε αστειευόμενη η Μυρτώ και η κοπέλα ξέσπασε σε πνιχτά γέλια. «Θα μπορέσεις, ωστόσο, να μοιραστείς τα συμβόλαια με τον δικηγόρο μου;»
«Ναι, αλλά δεν θα βρει το παραμικρό. Ο πελάτης μου τα σκέφτηκε όλα και δεν άφησε τίποτα στην τύχη».
Η Μυρτώ ξεφύσησε και έριξε το σώμα της πάνω σε μια καρέκλα. «Τι σκοπεύει να κάνει με την αυλή;» ρώτησε, περιμένοντας την απάντηση τρομοκρατημένη.
«Θα επενδύσει στον τουρισμό, αυτό ξέρω μόνο να σου πω».
Ανατρίχιασε στη σκέψη πως μπουλντόζες να γκρέμιζαν τα πάντα και η αυλή θα χανόταν μέσα στη σκόνη και τα μπάζα. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως ο Νταμιάνο δεν νοιάστηκε στιγμή για το μέρος του αγάπησαν όσο κανένα άλλο. Αν δεν πουλούσε εκείνος το σπίτι, δεν θα το πουλούσε κι η Άννα, κι ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά.
«Φάε τα νιόκι. Θα σου τηλεφωνήσει ο Φοίβος μέσα στη μέρα να συνεννοηθείτε».
«Εντάξει. Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» δίστασε για μια στιγμή η Ντονατέλα, αλλά η Μυρτώ έγνεψε καταφατικά. «Συνέβη κάτι με τον Νταμιάνο;»
Τα μάγουλά της πήραν φωτιά και ευχήθηκε να μην φαινόταν τόσο πολύ η ντροπή που αισθανόταν. «Για μια ακόμη φορά, τα κάναμε σκατά, αυτό έγινε», αρκέστηκε να πει κι έφυγε, αφού έστειλε ένα φιλί στη φίλη της.
Επέστρεψε στην αυλή για να ετοιμάσει την Σορεντίνα. Θα πήγαιναν μια βόλτα με τη μηχανή, και παρότι ήταν ρίσκο να την ανεβάσει πάνω, θα το δοκίμαζε γιατί αν κατάφερναν να πεταχτούν μέχρι λίγο έξω από το Σορέντο μαζί, τότε ίσως να μπορούσε να την πάρει μαζί της και σε πιο μακρινές εκδρομές. Της έβαλε το σαμαράκι της και εκείνη το δέχτηκε χωρίς να φέρει αντιρρήσεις. Αγόρασε από το μαγαζί για τα κατοικία ένα ειδικό καλάθι που έμπαινε πίσω στη μηχανή, μέσα στο οποίο μπορούσε να κάθεται η Σορεντίνα. Της κόστισε μια περιουσία αλλά δεν το μετάνιωσε στιγμή, ειδικά όταν την είδε να βολεύεται μέσα με το στόμα ανοιχτό σαν να χαμογελούσε. Πήρε μαζί της νερό και όλα τα απαραίτητα για τη βόλτα τους και ξεκίνησε επιφυλακτικά μην τυχόν και την τρομάξει, αλλά η λευκή σκυλίτσα δεν έδειξε φόβο, αντιθέτως έμοιαζε να τρελαίνεται από χαρά όσο ανέβαιναν το δρόμο που οδηγούσε στο Κάπο ντι Σορέντο, πέντε λεπτά έξω από την πόλη με την μηχανή.
Το Κάπο είχε μέγιστη αρχαιολογική σημασία για την μικρή πόλη, εκτός από την ομορφότερη θέα προς τα εκεί. Εκεί βρισκόταν ο χώρος όπου έκανε τα μπάνια της η βασίλισσα Τζιοβάνα, μέσα σε μια μικρή λίμνη σκαμμένη μέσα στο βράχο, που τροφοδοτούνταν με αλμυρό νερό από το άνοιγμα προς την πλευρά του Σορέντο. Ήταν ένα μαγικό τοπίο που η Μυρτώ λάτρευε γιατί εκεί έβρισκε πάντα την απόλυτη ψυχική ηρεμία. Έμειναν με τη Σορεντίνα πάνω στον λόφο μέχρι που χάθηκε ο ήλιος τελείως, και μετά, με το φακό του κινητού της για βοήθεια κατέβηκαν από το μονοπάτι ως τη λίμνη που ήταν άδεια από κόσμο εκείνη τη στιγμή. Γι' αυτό της άρεσε εκείνη η ώρα, δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω. Το φως του φεγγαριού ήταν αρκετό και η μοναδική παρέα που χρειαζόταν εκτός από τη σκυλίτσα της. Έβγαλε τα παπούτσια της και μπήκε στο νερό ως τη γάμπα αλλά ήταν τόσο παγωμένο που δεν άντεξε για πολύ. Η Σορεντίνα από την άλλη δεν ήθελε να βγει από μέσα κι έκανε συνέχεια βουτιές γαυγίζοντας ευτυχισμένα. Γέλασε γιατί τα αυτιά της ανέμιζαν έτσι όπως έτρεχε να κάνει βουτιές και κάθισε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα.
Ένας θόρυβος την έκανε να αναπηδήσει. Ερχόταν από πίσω της, από το σημείο που βρισκόταν το μονοπάτι, κι ενώ γνώριζε πως πολλοί τουρίστες πήγαιναν τέτοια ώρα στη λίμνη για μπάνιο, ανησύχησε, μέχρι που είδε εκείνον να στέκεται στο τέλος του χωμάτινου δρόμου. Έμοιαζε σοκαρισμένος που ήταν εκεί, και η Μυρτώ γέλασε κοφτά γιατί τελικά όπου κι αν πήγαινε, ο Νταμιάνο θα ήταν πάντα μπροστά της.
«Μήπως με ακολουθείς;» του είπε, με πειρακτικό τόνο, και τα χέρια στη μέση σαν να τον μάλωνε.
Την πλησίασε αργά, με ένα χαμόγελο από εκείνα που πάντα έκαναν τα πόδια της να τρέμουν. «Άλλη δουλειά δεν είχα», απάντησε με τον ίδιο πειρακτικό τόνο, και σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό. «Πάντα ερχόμασταν όταν άρχισε να γεμίζει το φεγγάρι, έπρεπε να το φανταστώ ότι θα σε βρω εδώ».
«Μπορεί να έλειπα έξι χρόνια, αλλά μερικές συνήθειες δεν αλλάζουν», αποκρίθηκε η Μυρτώ και κάθισε πάλι στο μικρό κομμάτι γης που δεν βρεχόταν από τη θάλασσα. «Θα μείνεις;» τον ρώτησε κι είδε να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο να φύγει γιατί πονούσε όταν ήταν κοντά της, και στο να μείνει, γιατί του έλειπε. Ακριβώς το ίδιο ένιωθε κι εκείνη, γι' αυτό τον καταλάβαινε απόλυτα και δεν θα τον παρεξηγούσε αν της γυρνούσε την πλάτη κι έφευγε.
«Θα φύγω αν το θες», απάντησε, χαμηλόφωνα, με τον τόνο του γεμάτο λαχτάρα να της ζητάει να μην τον διώξει.
«Κάθισε. Είναι όμορφο βράδυ. Θα ήθελα να μάθω τα νέα σου».
Κάγχασε έκπληκτος και βολεύτηκε κοντά της. Τα μακριά πόδια που έφταναν ως το σημείο που θάλασσα άγγιζε τις πέτρες που την ένωναν με τη στεριά. Φορούσε αθλητικά παπούτσια, τζιν κι ένα λευκό μπλουζάκι. Τα μαλλιά του ήταν ατημέλητα και το αφρόλουτρό του μύριζε έντονα. Έριξε μια ματιά στο προφίλ του και σκέφτηκε πως ποτέ της δεν γνώρισε τόσο όμορφο άντρα όπου στο πρόσωπό του καθρεφτίζονταν όλα όσα ένιωθε. Η μελαγχολία στα μάτια του ήταν συγκλονιστική, το λιγότερο.
«Σ' ευχαριστώ για τα νιόκι», της είπε, ενώ στρεφόταν προς το μέρος της με ένα χαμόγελο που ήταν ικανό να λιώσει όλους τους πάγους. «Πάντα τα πετύχαινες, ήταν ανέκαθεν το αγαπημένο μου».
Εκτιμούσε πολύ το γεγονός πως προσπαθούσε να δημιουργήσουν μια καλή ατμόσφαιρα μεταξύ τους. Την κούρασε τρομερά αυτή η ένταση που εμφανιζόταν κάθε φορά που βρίσκονταν στον ίδιο χώρο και δεν άξιζε σε κανέναν τους να χαλάνε τις καρδιές τους. Άφησε πίσω του την εχθρότητα που τον χαρακτήριζε την πρώτη φορά που συναντήθηκαν ξανά, και έκανε προσπάθεια να συνυπάρξουν ειρηνικά.
«Δεν μου κάνει καρδιά να σε αφήνω νηστικό, όσο είμαι εδώ», απάντησε και αναστέναξε κουρασμένα. «Μίλησέ μου για σένα», τον ικέτευσε, αλλά ο Νταμιάνο δεν ήξερε τι να πει.
«Τι θες να μάθεις;» ρώτησε χαμηλόφωνα.
«Είσαι ευτυχισμένος;»
Απέστρεψε το βλέμμα του και το κάρφωσε μπροστά του, εκεί στο άνοιγμα στο βράχο απ' όπου περνούσε η θάλασσα. Φαινόταν ένα κομμάτι από το Σορέντο που ήταν φωταγωγημένο, ενώ τα ιστιοπλοϊκά έκοβαν βόλτες στον κόλπο της Νάπολι, εκμεταλλευόμενα τον υπέροχο καιρό.
«Δεν είμαι δυστυχισμένος πια», της απάντησε, με όλη του την ειλικρίνεια. «Αλλά από τη μέρα που σε είδα συνειδητοποίησα πως δεν είμαι ευτυχισμένος». Τόλμησε να την κοιτάξει πάλι, με παράπονο. «Αλήθεια είναι πως εξαιτίας μου έφυγες;»
Τα μάτια της Μυρτούς βούρκωσαν. Πήρε μια βαθιά ανάσα γιατί δεν ήθελε να καταρρεύσει πάλι, ήδη είχε κλάψει πολύ, δεν ήθελε να είναι λυπημένη πια.
«Μπορεί να έφυγα εξαιτίας σου αλλά εξαιτίας μου τελείωσε ό,τι είχαμε, γιατί δείλιασα να σταθώ μπροστά σου και να ζητήσω εξηγήσεις».
«Θα μου πεις κάποτε τι έκανα;»
Του χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο και μετακινήθηκε κοντά του για να ακουμπήσει το κεφάλι της στον ώμο του. Τον έπιασε εξαπίνης αλλά του πήρε μόνο λίγα δευτερόλεπτα για να περάσει το χέρι του γύρω από τους ώμους της και να την κρατήσει κοντά του όπως παλιά.
«Ναι, θα σου πω, αλλά όχι ακόμα. Τώρα θέλω να απολαύσω αυτή την ανακωχή μεταξύ μας γιατί- δεν θα σου πω ψέματα- μου έλειψες πολύ», αναστέναξε κι έμεινε εκεί, κρυμμένα μέσα σε αυτά τα χέρια του άντρα που πάντα την έκανε να νιώθει ασφάλεια, μέχρι εκείνο το βράδυ πριν το γάμο τους, που τη γέμισε με ανασφάλεια...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top