Όταν αγαπάς κάτι, δύσκολα το αφήνεις να φύγει
Του ήταν τρομερά δύσκολο να συγκεντρωθεί εκείνο το πρωινό, όχι μετά τη βραδιά που πέρασε με τη Μυρτώ. Έπρεπε να κάνουν μια σοβαρή κουβέντα για το μέλλον γιατί μετά από όσα έγιναν, όφειλαν και οι δύο να κάνουν μια καθαρή, νέα αρχή, χωρίς να αφήσουν το παρελθόν να μπει εμπόδιο. Χρειαζόταν χρόνος. Ειδικά αυτός ήθελε χρόνο για να μπορέσει να ξεχάσει το φευγιό της που τον πόνεσε τόσο πολύ. Δεν ήθελε, σε καμία περίπτωση, να το αφήσει να διαλύσει την πιθανότητα να είναι μαζί ξανά. Έπρεπε να δουλέψει με τον εαυτό του για να βρει ξανά τη χαμένη εμπιστοσύνη που της είχε, αλλά και να κάνει την ίδια να τον εμπιστευτεί γιατί η Μυρτώ ήταν πηγή ζωής για εκείνον. Μετά τη βραδιά που μοιράστηκαν ήταν αδύνατον να σκεφτεί τον εαυτό του με άλλη γυναίκα γιατί μόνο η Μυρτώ ταίριαζε τέλεια στην αγκαλιά του, και στη ζωή του.
«Νταμιάνο, που χάθηκες πάλι;» Το απαλό γέλιο της Μπέκα τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Την κοίταξε λες και ξέχασε για τα καλά την παρουσία της, αλλά δεν απάντησε στην ερώτησή της. «Κοίτα, καλά θα κάνεις να συγκεντρωθείς, ο Λούκα δεν εκτιμά ανθρώπους που δεν είναι ικανοί να κάνουν μια στρωτή συζήτηση μαζί του!»
«Μπορείς να σταματήσεις με το δασκαλίστικο ύφος σου;» απάντησε, εκνευρισμένος μαζί της. «Όταν έρθει θα φροντίσω να μη σε απογοητεύσω», συνέχισε με σαρκαστικό τόνο.
Το χαμόγελο της σβήστηκε με μιας. «Είσαι ακόμα θυμωμένος μαζί μου».
«Η συμπεριφορά σου χθες με έπιασε εξαπίνης και με άφησε με τις χειρότερες εντυπώσεις. Δεν πρόκειται να ξεχάσω πως συμπεριφέρθηκες, ειδικά όταν ξέρεις για την Άννα και πως με επηρέασε ο θάνατός της».
«Αντέδρασα περίεργα, το ξέρω. Απλά θέλω το καλύτερο για σένα και ξέρω πόσο πληγώθηκες από τη Μυρτώ», μουρμούρισε, αλλά ο Νταμιάνο δεν μαλάκωσε καθόλου.
«Δεν σε αφορά η σχέση μου με τη Μυρτώ και θα ήθελα να της φέρεσαι καλύτερα». Η Μπέκα δαγκώθηκε και δεν απάντησε, μα τον κούρασε όλο το αχρείαστο δράμα. «Δεν μου είπες πως γνωρίζεις αυτόν τον Λούκα», άλλαξε θέμα, αλλά ο τόνος του παρέμεινε λιγάκι εχθρικός.
«Έχουμε κάνει δουλειές μαζί, δεν χρηματοδοτεί εύκολα, αλλά αν δει πως μια επιχείρηση μπορεί να αποδώσει τότε δεν διστάζει».
«Και τι θα ζητήσει ως αντάλλαγμα;»
Τα μάτια της σκοτείνιασαν και δεν μπορούσε πια να κρύψει την ενόχλησή της. «Αν δεν γουστάρεις μπορείς να φύγεις, αντί να με αμφισβητείς με αυτόν τον τρόπο», του είπε, και η άλλη Μπέκα βγήκε στην επιφάνεια, εκείνη που στα επαγγελματικά δεν λογάριαζε τίποτα, ούτε καν τον συνεργάτη της.
«Ξέρεις ότι μπορώ να το κάνω. Για σένα είμαι εδώ, εσύ επέμενες να βρούμε χρηματοδότηση, εγώ είμαι ευχαριστημένος με το που έχει φτάσει η δουλειά μου ως τώρα».
Τα λόγια του την ανάγκασαν να σηκώσει λευκή σημαία γιατί ήξερε πολύ καλά ότι ο Νταμιάνο δεν θα δίσταζε να το κάνει.
«Θα δεις πως με τη χρηματοδότηση θα μπορέσουμε να κάνουμε περισσότερα πράγματα, θα βρούμε νέους πελάτες και θα σκαρφαλώσουμε στην κορυφή. Το καλό σου θέλω», επανέλαβε με γλυκό τόνο, μήπως μπορέσει να κερδίσει ένα χαμόγελο, έστω. Δεν το κατάφερε, αλλά τουλάχιστον ήταν πιο ήρεμος.
«Άργησε, όμως, δεν μου αρέσει να με στήνουν», σχολίασε κοιτώντας το ρολόι του.
Η Μπέκα κάτι του απάντησε αλλά δεν την άκουσε γιατί η ματιά του στάθηκε πάνω στη Μυρτώ και η καρδιά του χτύπησε σαν τρελή. Ήταν μαζί με τον φίλο της, τον Φοίβο, και με ένα μεγαλύτερο ζευγάρι, κάθισαν στην καφετέρια πάνω στο λιμάνι μόλις μερικά μέτρα μακριά τους. Δεν τον είδε, ήταν τόσο προσηλωμένη στο ζευγάρι που έμοιαζε να μην έχει επαφή με το περιβάλλον.
«Ποιος είναι αυτός με τη Μυρτώ;» ρώτησε η Μπέκα, δείχνοντας έντονο ενδιαφέρον για τον Φοίβο. «Τον είδα και χθες που βούτηξε να τη σώσει».
«Είναι φίλος της και δικηγόρος. Κοιτάζει το συμβόλαιο πώλησης του σπιτιού της Άννας μήπως βρει κάνα παραθυράκι για να ακυρώσει την πώληση».
«Αλήθεια; Μα τα συμβόλαια, μου είπες, τα προβλέπουν όλα. Θα μπορέσει λες να βρει κάτι;»
«Πιστεύω πως όχι αλλά η Μυρτώ δεν θα σταματήσει, κι απ' όσο κατάλαβα, ούτε ο Φοίβος θα κάνει πίσω».
Η Μπέκα έκανε μια γκριμάτσα κατανόησης. «Υποθέτω πως όταν αγαπάς κάτι, δύσκολα το αφήνεις να φύγει. Την καταλαβαίνω, αλλά εύχομαι ολόψυχα να μην απογοητευτεί», είπε η κοπέλα κι ο Νταμιάνο χαμογέλασε σκεπτόμενος τα λόγια της. Αν αγαπάς κάτι, ή κάποιον, δύσκολα τον αφήνεις να φύγει. Αν μη τι άλλο ταυτιζόταν πολύ με αυτό που είπε η συνεργάτιδά του γιατί κι εκείνος δυσκολευόταν τρομερά να αφήσει την πρώτη και μοναδική του αγάπη. Δεν ήθελε να την αφήσει γιατί βαθιά μέσα του αισθανόταν πως μπορεί να έχασαν έξι χρόνια, αλλά αυτός ο χρόνος που ήταν χώρια, μόνο καλό μπορούσε να τους κάνει. Κοίταξε προς το μέρος της Μυρτούς και την είδε να τον χαιρετάει διακριτικά. Της χαμογέλασε μα δεν πρόλαβε να κάνει κάτι άλλο γιατί ένας άντρας γύρω στα σαράντα πλησίασε στο τραπέζι τους και η Μπέκα σηκώθηκε μεμιάς για να τον χαιρετήσει με μια αγκαλιά, μα ο Νταμιάνο είχε πάρει ήδη την απόφασή του για το μέλλον του με τον Λούκα. Δεν ήθελε τα λεφτά του. Ήξερε πως μπορούσε να τα καταφέρει χωρίς τη βαθιά τσέπη του άντρα που από τα μάτια φαινόταν πως ήταν αχόρταγος και δεν σταματούσε σε τίποτα για να βάλει κι άλλο χρήμα στις τσέπες του.
Η νευρικότητα της Μυρτούς δεν κρυβόταν με τίποτα όσο, μαζί με τον Φοίβο, πήγαν να συναντήσουν ένα ζευγάρι που πούλησε σε αυτή την εταιρεία το σπίτι του, πριν έξι μήνες. Δεν ήταν πολύ δύσκολο να τους βρουν, μία απλή ερώτηση έκαναν σε ένα μεσιτικό γραφείο για κτίσματα που πουλήθηκαν σε μεγάλες εταιρείες, και ο ιδιοκτήτης τους είπε τα πάντα για το πως είχε αναλάβει την πώληση ο ίδιος, αλλά δεν πήρε ποτέ την προμήθειά του που ανέλαβε να του πληρώσει η εταιρεία. Τους έδωσε κι ένα όνομα που θα τους βοηθούσε να βρουν περισσότερα στοιχεία αν έψαχναν στοιχεία γι' αυτόν, και με αυτές τις πληροφορίες έφυγαν για την Μαρίνα Γκράντε, αφού ο άντρας τηλεφώνησε στο ζευγάρι και τους εξήγησε τι ζητούσαν.
Της έλειπε πολύ ο Νταμιάνο, το προηγούμενο βράδυ δεν έλεγε να βγει από το μυαλό της μα κάτι της έλεγε πως θα επαναλαμβανόταν σύντομα. Θα το επιδίωκε γιατί λάτρευε πως έλιωνε μέσα στην αγκαλιά του. Ήταν δυνατόν κάποιος να ερωτευτεί τον ίδιο άνθρωπο ξανά, ακόμα πιο δυνατά; Προφανώς και ήταν δυνατόν, αλλιώς δεν θα ένιωθε έτσι. Κάθε φορά που τον αντίκριζε όλα μέσα της έκαναν τούμπες από χαρά. Δεν τον χόρταινε και σκόπευε να εκμεταλλευτεί το χρόνο τους μαζί για να τον κάνει να την αγαπήσει όπως πρώτα, αλλά κυρίως για να τον κάνει να την εμπιστευτεί ξανά.
«Ποιο είναι το επόμενο βήμα;» ρώτησε τον Φοίβο, όσο κατέβαιναν τα σκαλιά προς το μικρό ψαροχώρι.
«Έχουμε τον τύπο στο μεσιτικό που δεν πήρε ποτέ τα λεφτά του. Θα μάθουμε και τι έγινε με το ζευγάρι και ίσως να μπορέσουμε να τος κυνηγήσουμε ως αναξιόπιστους».
«Ίσως», επανέλαβε με επιφύλαξη η Μυρτώ.
«Δεν μπορώ να σου πω ψέματα. Δεν έχουμε δυνατή υπόθεση απέναντί τους. Οι πιθανότητες είναι λιγοστές για κάτι ουσιαστικό αλλά ξέρεις πως δεν τα παρατάω εύκολα».
Αυτό της έφτανε, ήθελε να εξαντλήσει κάθε ενδεχόμενο πριν τα παραδεχτεί την ήττα της. Κρεμάστηκε από το χέρι του και μαζί έφτασαν ως το σημείο που έδωσαν ραντεβού με το ζευγάρι. Ήρθε μόνο η γυναίκα με τον δικηγόρο της, αλλά δεν τους πείραξε γιατί θα έπαιρναν τις απαντήσεις τους έτσι κι αλλιώς. Κάθισαν στην καφετέρια πάνω στο κύμα όταν εντόπισε τον Νταμιάνο πιο κάτω. Φαινόταν νευριασμένος αλλά η όψη του ηρέμησε όταν την είδε να τον χαιρετάει. Αναστέναξε δυνατά μα σταμάτησε όταν την κλώτσησε ο Φοίβος κάτω από το τραπέζι.
«Ευχαριστώ πολύ που δεχτήκατε να μας συναντήσετε. Θέλουμε πληροφορίες για την εταιρεία που αγόρασε το σπίτι σας».
Η γυναίκα δίστασε αλλά μίλησε μετά από προτροπή του δικηγόρου της. «Να μιλήσετε καλύτερα με τον μεσίτη που ήταν ο ενδιάμεσος».
«Το έχουμε κάνει ήδη, αλλά θα θέλαμε τη δική σας οπτική. Τήρησαν τους όρους του συμβολαίου;» επέμεινε ο Φοίβος.
«Μη με ρωτάτε, το σπίτι το πούλησα, δεν μου ανήκει πια», ήταν η απάντησή της, αλλά έμοιαζε σαν να φοβάται, έτσι όπως μιλούσε χαμηλόφωνα, με τη ματιά της να σαρώνει το χώρο λες κι έψαχνε κάποιον. Δεν κατάφεραν να μάθουν κάτι από εκείνη, ούτε από τον δικηγόρο της και το άλλο ζευγάρι που πούλησε το σπίτι του, δεν ήθελε να τους μιλήσει.
«Τζίφος», είπε απογοητευμένη η Μυρτώ.
«Θα σκεφτώ κάτι, που θα πάει», μουρμούρισε ο Φοίβος αλλά μέσα τους και οι δύο γνώριζαν πως το παιχνίδι ήταν χαμένο.
Όταν επέστρεψαν στην αυλή βρήκαν τον Νταμιάνο να τους περιμένει στα σκαλιά του σπιτιού του. Χαμογέλασε μόλις τους είδε και πλησίασε διστακτικά στην αρχή, μα όταν η Μυρτώ τον τράβηξε κοντά της για να τον φιλήσει, χαλάρωσε και αφέθηκε στα χέρια της.
«Τι κάνατε στη Μαρίνα Γκράντε;» ρώτησε με ενδιαφέρον, κρατώντας τη κοντά του.
«Προσπαθούμε να μάθουμε οτιδήποτε μπορούμε για την εταιρεία που αγόρασε την αυλή. Εσένα πως σε βρήκαν;» ρώτησε ο Φοίβος που κάθισε στα σκαλιά κι άφησε μια πονεμένη κραυγή ενώ τεντωνόταν.
«Μέσω της Ντονατέλα. Είχαν αγοράσει ήδη τα δύο σπίτια, και μόλις είχε υπογράψει και η Άννα, όταν μου είπε πως ενδιαφέρονται και για το δικό μου».
«Νόμιζα πως πρώτα πούλησες εσύ και μετά η Άννα», σχολίασε η Μυρτώ.
«Όχι, η αλήθεια είναι πως το πούλησα γιατί πούλησε και η Άννα. Σκέφτηκα πως αφού θα έφευγε κι εκείνη από εδώ, δεν θα είχε νόημα να μείνω. Έκανα όρο να μην πειράξουν το σπίτι μου, και συμφώνησαν, είπαν πως σκόπευαν να αφήσουν τα πάντα ως έχουν».
«Και δικηγόρος σου ήταν η Ντονατέλα;» ρώτησε ο Φοίβος.
«Ναι, και της Άννας...»
«Και της εταιρείας, έτσι μου είπε, πως δεν μπορεί να μας πει το παραμικρό γιατί τους εκπροσωπεί», συμπλήρωσε η Μυρτώ.
Κοιτάχτηκαν προβληματισμένοι που, τελικά, ήταν η φίλη τους που είχε όλες τις απαντήσεις. Ίσως θα έπρεπε να επικεντρωθούν σε εκείνη κι όχι στο να ψάχνουν αλλού για απαντήσεις.
«Επιτρέπεται να εκπροσωπεί και την εταιρεία, αλλά και εσάς τους δύο;» αναρωτήθηκε δυνατά η Μυρτώ και στράφηκε προς τον Φοίβο που απόφυγε να την κοιτάξει.
«Τεχνικά δεν έχει κάνει κάτι κακό, την εταιρεία εκπροσωπούσε και μιλούσε ως δικηγόρος της στην Άννα και τον Νταμιάνο. Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι πως γίνεται μια εταιρεία που ανήκει σε κάποιον που είναι φάντασμα, και που την εκπροσωπεί μια μεγάλη δικηγορική φίρμα, προτίμησε να αφήσει μια δικηγόρο χωρίς πείρα να κάνει τη δουλειά».
Ο Νταμιάνο παρέμεινε σιωπηλός για λίγο. «Γιατί μας γνώριζε και σίγουρα θα μας έπειθε», είπε εντέλει, μετά από αρκετή ώρα. «Αισθάνομαι πως έκανα μαλακία που πούλησα το σπίτι».
«Νομίζω πως όλοι κάνατε μαλακία, και δεν ξέρω πως να τη διορθώσω», απάντησε ο Φοίβος, προβληματισμένος. «Πάω να μιλήσω με τη Ντονατέλα...»
«Όχι, δεν χρειάζεται», τον σταμάτησε η Μυρτώ. «Το βράδυ έχουμε πάρτι στην αυλή. Έχω καλέσει την παρέα για φαγητό. Ίσως αν της μιλούσαμε όλοι μαζί, να μας έλεγε έστω κάτι που να βοηθήσει».
«Εντάξει, πάω να αράξω λίγο και να μιλήσω με την Εύα», δήλωσε ο Φοίβος κι έφυγε σφυρίζοντας, δίνοντας την ευκαιρία στη Μυρτώ να μείνει λίγο μόνη με τον Νταμιάνο.
Κοιτάχτηκαν έντονα μέχρι που έβαλαν και οι δύο τα γέλια. Δεν φαντάζονταν ποτέ ότι θα έφταναν στο σημείο να νιώθουν νευρικά αλλά να που έγινε κι αυτό και έκαναν και οι δύο σαν δύο ερωτοχτυπημένοι έφηβοι.
«Πήγε καλά η συνάντηση που είχες;» τον ρώτησε, προσπαθώντας να ανοίξει κουβέντα.
«Για μένα καλά πήγε, για τον άλλον όχι», της είπε και την τράβηξε κοντά του. «Δεν θέλω να μιλήσουμε άλλο για δουλειά».
«Και γιατί θες να μιλήσουμε;» ρώτησε η Μυρτώ, αλλά η μυρωδιά του που την τύλιξε της έκανε δύσκολο το να σκεφτεί λογικά εκείνη τη στιγμή.
«Για μένα και για σένα κι ότι έγινε χθες το βράδυ».
Σήκωσε το βλέμμα της και το κάρφωσε στο δικό του. Ο Νταμιάνο έγλειψε τα χείλη του και η Μυρτώ γέλασε απαλά πριν τον αναγκάσει να τη φιλήσει δυνατά. Της έκλεψε την ανάσα με μεγάλη ευχαρίστηση. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και κόλλησε ολόκληρη πάνω του για να νιώσει τη ζεστασιά του κορμιού του πάνω στο δικό της. Ο Νταμιάνο την έπιασε από τη μέση κι εκείνη δεν έχασε καιρό, πήδηξε στην αγκαλιά του και τυλίχτηκε γύρω του. Ανέβηκε τα σκαλιά ως το σπίτι του με μεγάλη ευκολία παρότι την κουβαλούσε. Ξεκλείδωσε την πόρτα και χωρίς να διακόψει το φιλί τους, την κουβάλησε ως την κρεβατοκάμαρά του. Δεν ήθελε να χάσει άλλο καιρό, ήδη τα έξι χρόνια χώρια ήταν πάρα πολλά, ήθελε να τη χορτάσει και να θυμηθεί κάθε της καμπύλη, κάθε της αναστεναγμό και κάθε της βλέμμα. Ήθελε να την κάνει δική του κάθε μέρα μέχρι το σώμα της να μη θελήσει, ποτέ, άλλον παρά μόνο εκείνον.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top