Il sapore dell' amore

Οι ετοιμασίες για το γάμο ξεκίνησαν άμεσα και η Μυρτώ έδωσε όλη την προσοχή της σε αυτές γιατί δεν ήθελε να σκέφτεται τι θα επακολουθούσε. Περνούσε όλη τη μέρα της φτιάχνοντας όμορφα δωράκια για τους καλεσμένους. Διάλεξαν να δώσουν ένα κουτάκι στον καθένα όπου μέσα είχε δύο μικρά κεριά σε σχήμα λουλουδιού, και από ένα γλυκό που έμοιαζε υπερβολικά με τους κουραμπιέδες που τόσο αγαπούσε η Μυρτώ. Τα κουτάκια είχαν ένα όμορφο, απαλό κίτρινο χρώμα για να θυμίζει τα ηλιοτρόπια και τα λεμόνια που αγαπούσε η Ντονατέλα και φυσικά, μια ευχαριστήρια κάρτα. Έτρεχε σαν τρελή στο ανθοπωλείο που ανέλαβε να στολίσει την αψίδα που διάλεξαν με τη Ντονατέλα, αλλά και στο ζαχαροπλαστείο για την τούρτα λεμόνι που ζήτησαν, ενώ πέρασε ώρες ατέλειωτες στην κουζίνα να ετοιμάζει τα φαγητά του μπουφέ.

Είχε να δει τον Νταμιάνο δύο μέρες και όταν εκείνο το βράδυ βρέθηκαν ταυτόχρονα στο σπίτι, αφέθηκε στα χέρια του.

«Δεν θα αναλάβω γάμο μόνη μου, ποτέ ξανά. Ευτυχώς που η Εύα αφιερώνει λίγο χρόνο να με βοηθάει, παρότι είναι εδώ για διακοπές», γκρίνιαξε προκαλώντας του γέλιο. «Εσύ που χάθηκες αυτές τις μέρες; Όλο πάνω από ένα τηλέφωνο είσαι κι όλο ψιθυρίζεις με τον Φοίβο».

«Δουλειές, αγάπη μου, πολλές δουλειές κι ο Φοίβος απλά με βοηθάει να τελειώνω μια αώρα αρχύτερα», απάντησε χαμογελώντας. «Υπομονή, τελειώνει το βάσανό σου».

«Μου αρέσει», χαμογέλασε ευτυχισμένη. «Είμαι πτώμα αλλά μου αρέσει!»

Χάιδεψε τα μαλλιά της και άφησε ένα φιλί στο μέτωπό της. Μπορούσε να δει καθαρά ότι τον απασχολούσε κάτι έντονα, αλλά ήξερε αρκετά καλά τον Νταμιάνο και ακόμα κι αν τον πίεζε δεν θα της εξηγούσε τι τον βασάνιζε γιατί δεν ήθελε να την φορτώσει με επιπλέον άγχος. Ήλπιζε να ήταν, απλά, θλίψη που θα αναγκαζόντουσαν να αφήσουν πίσω τους το μέρος που αγαπήθηκαν.

Δεν κοιμήθηκε κοντά ένα εικοσιτετράωρο για να βεβαιωθεί πως τα πάντα θα ήταν τέλεια για το γάμο. Ένας λόγος παραπάνω ήταν γιατί θα έφευγαν από την αυλή σχεδόν αμέσως, οπότε ήθελε να τη θυμάται τέλεια, πανέμορφη και γιορτινή. Το πρωί του γάμου σηκώθηκε από τις έξι για να βεβαιωθεί πως το ανθοπωλείο θα παρέδιδε στην ώρα του την ασπίδα κάτω από την οποία θα γινόταν η τελετή. Με τη βοήθεια των δύο αντρών που την έφεραν, την τοποθέτησε στο σωστό σημείο και μετά, έβαλε τις καρέκλες στις σωστές θέσεις. Τα τραπέζια τελικά τοποθετήθηκαν μπροστά από το σπίτι της, το ένα μόνο του όπου εκεί θα καθόταν το ζευγάρι με τις οικογένειες και τα άλλα δύο το ένα δίπλα στο άλλο, όπου θα κάθονταν οι καλεσμένοι. Ο Αντριάνο είχε μα αποθήκη γεμάτη πράγματα που δανείστηκαν, μαζί με τραπεζομάντιλα και σερβίτσια για να μην αγοράσουν νέα. Όλα ήταν στην εντέλεια. Στάθηκε στις μύτες των ποδιών της για να ξεμπλέξει μια κορδέλα από ένα λεμονόδεντρο αλλά ένα χέρι την πρόλαβε.

Το άρωμα του Νταμιάνο έφερε ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη της. Στράφηκε προς το μέρος του και ένιωσε ευγνώμων που τον είχε ξανά στη ζωή της. Λένε πως όταν χάσεις κάτι καταλαβαίνεις την αξία του, αλλά εκείνη κατάλαβε την αξία του Νταμιάνο όταν τον ξαναβρήκε.

«Σε μια ώρα θα έρθει η Ντονατέλα να ντυθεί εδώ, μαζί με τις άλλες κοπέλες. Εσύ με τους άντρες θα πας στο δικό σου σπίτι και μην τον αφήσετε τον Ματία να βγει από εκεί μέχρι να είμαστε έτοιμες!» του είπε, με έναν αναστεναγμό κούρασης που όμως φανέρωνε το πόσο ικανοποιημένη ήταν.

«Μείνε ήσυχη».

«Πρέπει να βεβαιωθώ πως τα φαγητά...»

«Μίλησα με τον Αντριάνο, θα τα φέρουν στην ώρα τους, ζεστά όπως το ζήτησες».

Αναστέναξε και σκέφτηκε πως ήταν τυχερή που ο Αντριάνο την άφησε να χρησιμοποιήσει την κουζίνα του για να ετοιμάσει τα πάντα. Δεν θα τα έβγαζε πέρα διαφορετικά. Χρωστούσε μια μεγάλη χάρη στον καλόκαρδο φίλο τους.

«Την τούρτα να...»

«Θα την φέρει ο Πάολο και θα πάει να τον βοηθήσει ο Φοίβος», τη διέκοψε και την κράτησε από τους ώμους σταθερή γιατί πηγαινοερχόταν σαν τρελή από τη νευρικότητα. «Όλα είναι υπό έλεγχο, πάρε μια βαθιά ανάσα», την παρακάλεσε και η Μυρτώ υπάκουσε. «Ωραία. Τώρα πήγαινε να κάνεις μπάνιο, θα είμαι εγώ εδώ για ό,τι προκύψει. Τα κορίτσια θα έρθουν σε μια ώρα, θέλω να είσαι ήρεμη, έχεις κάνεις απίθανη δουλειά, Μυρτώ. Μην έχεις αμφιβολίες».

Κράτησε το χέρι του και χαμογέλασε αχνά. «Έχουμε κάνει καλή δουλειά», τον διόρθωσε και τον φίλησε βαθιά.

Το σπίτι της Άννας δεν ήταν ποτέ άλλοτε τόσο φασαριόζικο αλλά ήταν λογικό με τόσες γυναίκες μέσα, να επικρατεί ο απόλυτος πανικός. Η Ντονατέλα δεν σταμάτησε να πίνει λιμοντσέλο, από εκείνο που έφτιαξε η Μυρτώ τις πρώτες της μέρες στην αυλή, ενώ φρόντιζε να πιουν και οι υπόλοιποι μαζί της. Ήταν μισή ώρα πριν το γάμο κι ήταν όλες τους ζαλισμένες, αλλά χαρούμενες. Τα συναισθήματά της ήταν τόσο μπερδεμένα, όμως, και μερικέ φορές ήταν δύσκολο να τα διαχειριστεί. Τα μάτια της βούρκωναν μία από συγκίνηση και μία από θλίψη, αλλά δεν σταμάτησε στιγμή να χαμογελάει. Η Λίλυ έβγαζε φωτογραφίες χωρίς να πάρει ανάσα και η Ντονατέλα, που έψαχνε συχνά να βρει που στεκόταν η Μυρτώ, έδειχνε πιο όμορφη από ποτέ.

Η Μυρτώ ξέφυγε από την παρέα για να πάει να επιθεωρήσει τα τραπέζια, που φρόντισε να στρώσει μόνη της για να είναι στην εντέλεια. Ο Νταμιάνο ήταν ήδη ντυμένος με το λευκό του πουκάμισο και τη μπεζ καλοκαιρινό παντελόνι του. Ευτυχώς, εκτίμησε το γεγονός πως η Ντονατέλα τους είπε να πάνε όπως ήθελαν στον γάμο και μπόρεσαν να ντυθούν όμορφα, αλλά απλά, χωρίς να τους βασανίζει η ζέστη. Ο κόσμος κατέφτασε ήδη και περίμεναν υπομονετικά πίνοντας τη λεμονάδα που έφτιαξε με τα λεμόνια της αυλής. Ξαφνιάστηκε που είδε και τον δήμαρχο ανάμεσα στον κόσμο, αλλά προτίμησε να μην του μιλήσει γιατί για έναν άνθρωπο που ήθελε το καλό της πόλης του, την απογοήτευσε πλήρως.

«Η Ντονατέλα είναι έτοιμη», άκουσε την Εύα να της λέει. «Θέλει να σου πει κάτι».

Μπήκε στο σπίτι τρέχοντας την ώρα που η φίλη της κατέβαινε στο σαλόνι. Φορούσε ένα απλό λευκό, μακρύ φόρεμα, με λίγο μανίκι ενώ τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε ένα κότσο, με μερικές τούφες να ξεφεύγουν από διάφορα σημεία. Δεν ήταν βαριά βαμμένη, αν δεν την παρατηρούσες θα έλεγες πως ήταν εντελώς άβαφτη αλλά το πρόσωπό της είχε μια διαφορετική λάμψη, εκείνη της απόλυτης ευτυχίας.

«Τι χρειάζεσαι;» τη ρώτησε.

«Την Άννα. Θέλω να είναι κι εκείνη έξω». Την ξάφνιασε αλλά η Ντονατέλα δεν έχασε καιρό και κράτησε την τεφροδόχο στα χέρια της. «Ήταν φίλη μου και χάρη σ' εκείνη έγινες κι εσύ φίλη μου. Μακάρι να ήταν υπό άλλες συνθήκες αλλά μπήκες στη ζωή μου τόσο ξαφνικά και αν δεν ήσουν εσύ δεν θα παντρευόμουν σήμερα... όχι στο ομορφότερο μέρος του κόσμου, με μια τελετή όπως την ονειρευόμουν. Οπότε, θέλω να βρεις ένα μέρος για την Άννα».

Πάσχισε πολύ για να μη βάλει τα κλάματα αλλά δεν τη σταμάτησε από το να αγκαλιάσει τη φίλη της πριν πάρει προσεκτικά την τεφροδόχο στα χέρια της. Βγήκε έξω και παρατήρησε το έκπληκτο βλέμμα του Νταμιάνο που την πλησίασε αμέσως.

«Τι κάνεις με την τεφροδόχο;»

«Διαταγές της νύφης να είναι η Άννα παρούσα», γέλασε συγκινημένη κι αφού βρήκε ένα μέρος για εκείνη, χτύπησε τα χέρια της για να κερδίσει την προσοχή όλων. «Όλοι στις θέσεις σας, παρακαλώ, είμαστε έτοιμοι!»

Φωνές ενθουσιασμού απλώθηκαν στην αυλή όσο ο πατέρας της Ντονατέλα πήγαινε να βρει την κόρη του. Ο Ματία πήρε τη θέση του και δίπλα του στάθηκαν οι δύο καλύτεροί του φίλοι, κι απέναντί τους, οι συντρόφοι τους. Ο Νταμιάνο κάθισε στις πίσω θέσεις, μαζί με τον Φοίβο και την Εύα και την Μυρτώ που κόλλησε πάνω του. Η Ντονατέλα έλαμπε από χαρά και ο Ματία δεν μπορούσε να σταματήσει να την κοιτάζει, ενώ το χέρι του Νταμιάνο σφίχτηκε γύρω από εκείνο της Μυρτούς. Κοιτάχτηκαν για λίγο χαμογελώντας τρυφερά. Πριν έξι χρόνια αυτός ο γάμος θα ήταν δικός τους, αλλά πλέον, δεν είχε καμία σημασία τι έγινε και τι όχι... σημασία είχε αυτό που ερχόταν.

Η τελετή δεν κράτησε πολλή ώρα και ήταν συγκινητική. Όταν ανακοινώθηκε η ένωσή τους όλοι στάθηκαν όρθιοι και χειροκρότησαν, αλλά όταν σταμάτησαν όλοι, ένα ακόμα άτομο συνέχισε να χειροκροτεί αργά. Στράφηκαν όλοι προς την είσοδο για να δουν την Μπέκα να στέκεται εκεί, μειδιάζοντας, με το ύφος της όλο πικρία.

«Να ζήσετε!» φώναξε, αλλά ο Νταμιάνο πρόλαβε να την αρπάξει από το χέρι πριν συνεχίσει το θέατρό της.

«Τι σκατά κάνεις;» ρώτησε, ενώ την οδηγούσε προς το σπίτι της Άννας για να μην δώσουν μεγαλύτερο στόχο.

«Ήρθα να πάρω την απάντηση που μου χρωστάς», απάντησε και τίναξε το χέρι της για να ελευθερωθεί.

«Σου είπα ότι θα στη δώσω μετά το γάμο!»

«Ωραία, παντρεύτηκαν, τέλος ο γάμος», γέλασε ειρωνικά.

Η Μυρτώ πλησίασε νευριασμένη και στάθηκε μπροστά της έτοιμη για όλα. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ακόμα και σε μια τόσο ιερή στιγμή, η Μπέκα ήθελε όλα τα φώτα και την προσοχή πάνω της. «Φύγε, σε παρακαλώ, αλλιώς θα φωνάξω την αστυνομία».

«Μη με απειλείς», κάγχασε η Μπέκα. «Θέλω μια απάντηση!»

«Η απάντηση είναι, όχι, δεν θα πάρεις την εταιρεία του Νταμιάνο», της έβαλε τις φωνές και έπεσε αμέσως σιωπή στην αυλή. «Αρκετά σε ανεχτήκαμε. Πόσο πιο χαμηλά μπορείς να πέσεις, Μπέκα; Πρώτα αγοράζεις την αυλή για να κερδίσεις την προσοχή του Νταμιάνο και αφού εκείνος σου είπε ότι δεν τον ενδιαφέρεις, αποφάσισες να του πάρεις την εταιρεία γιατί πληγώθηκες. Δνε έχεις σεβασμό για τίποτα, πια; Ε λοιπόν, όχι, δεν θα σου περάσει!»

Σταμάτησε να μιλάει κι άφησε τον Φοίβο να την τραβήξει λίγο πιο μακριά γιατί αν έμενε κοντά της σίγουρα θα κατέληγαν να πιαστούν στα χέρια.

Ο Νταμιάνο έδειξε την έξοδο στην Μπέκα αλλά εκείνη δεν κουνήθηκε από τη θέση της. «Δεν μπορείς να πεις όχι!» τσίριξε, ανήμπορη να πιστέψει πως το σχέδιό της δεν πέτυχε.

«Αυτό που δεν έχεις καταλάβει είναι πως δεν γίνεται να μετράς τα πάντα με είδος και χρήμα. Δεν είναι η αυλή το νόημα, Μπέκα, είναι οι αναμνήσεις και η αγάπη που νιώσαμε εδώ κι εσύ είσαι ανίκανη να το καταλάβεις αυτό. Μην χαλάς άλλο τον γάμο της Ντονατέλα, φύγε σε παρακαλώ, έκανες ήδη ζημιά αλλά μπορείς να σώσεις την αξιοπρέπειά σου όσο είναι καιρός».

Η Μπέκα θύμωσε και προσπάθησε να κλωτσήσει μια καρέκλα αλλά δεν υπολόγισε σωστά. Το πόδι της ξέφυγε και βρήκε πάνω στην τεφροδόχο που ήταν τοποθετημένη σε μια γωνιά, δίπλα σε μια γλάστρα. Ταλαντεύτηκε επικίνδυνα και όλοι κράτησαν την ανάσα τους καθώς χόρευε άτσαλα πάνω στις πλάκες της αυλής μέχρι που έπεσε με δύναμη κάτω και έσπασε. Οι στάχτες της Άννας σκορπίστηκαν παντού και η κραυγή της Μυρτούς ακούστηκε δυνατή μέσα στην εκκωφαντική ησυχία.

«Όχι, όχι!» έκλαψε και γονάτισε μπροστά από την τεφροδόχο. Προσπάθησε να μαζέψει τις στάχτες αλλά ο Νταμιάνο τη σταμάτησε πριν κοπεί από ένα κομμάτι από τερακότα, ενώ δεν μπορούσε να καταλάβει πως έσπασε με τόση ευκολία. Η Μυρτώ γρύλισε νευριασμένη και προσπάθησε να επιτεθεί στην Μπέκα, αλλά την σταμάτησε ο Νταμιάνο την τελευταία στιγμή, αφού τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της.

«Πως κάνετε έτσι, στάχτες είναι!» σχολίασε η Μπέκα, σοκάροντάς τους με την αδιαφορία της.

«Θα σε σκοτώσω!» είπε μέσα από τα δόντια της η Μυρτώ.

«Δεν θα κάνεις τίποτα, ηρέμησε σε παρακαλώ», απάντησε ο Νταμιάνο, που πάσχιζε να μην ξεσπάσει.

«Καλά σου λέει, δεν θα κάνεις τίποτα», ακούστηκε η Ντονατέλα, που πλησίαζε με γρήγορο βήμα. «Αλλά εγώ θα κάνω», συμπλήρωσε και με μια απότομη κίνηση, έφερε τη γροθιά της στο πρόσωπο της Μπέκα.

Ακούστηκαν πάλι φωνές και αναστεναγμοί έκπληξης. Η Ντονατέλα τίναξε το χέρι της και παραπονέθηκε πως πονούσε η γροθιά της, προκαλώντας γέλιο στους παραβρισκόμενους. Τα χείλη της Μπέκα ήταν ματωμένα αλλά αυτή τη φορά αποφάσισε πως δεν ήταν προς όφελός της να μείνει εκεί, ειδικά όταν είδε τη Ντονατέλα να την πλησιάζει πάλι απειλητικά. Έφυγε αφού υποσχέθηκε πως θα το μετάνιωναν για ό,τι έκαναν και η αυλή σιώπησε ξανά. Ξάφνου ένα αεράκι σηκώθηκε που άρχισε να παρασέρνει τα πάντα στο διάβα του και ο ουρανός καλύφθηκε με βαριά σύννεφα- μιλούσαν για ζέστη και συννεφιά αλλά κανείς δεν περίμενε ότι θα έβρεχε. Δεν άργησε να ξεσπάσει μπόρα. Όλοι έτρεξαν να κρυφτούν μέσα στο σπίτι της Άννας εκτός από τη Μυρτώ και τον Νταμιάνο, αλλά και τη Ντονατέλα και τον Ματία που έστρεψαν το βλέμμα στον ουρανό για να αφήσουν το νερό να ξεπλύνει τη θλίψη.

Απογοήτευση χρωμάτισε το πρόσωπο της Μυρτούς. «Αυτός είναι επίσημα ο...»

«...καλύτερος γάμος που θα μπορούσα να έχω!» συμπλήρωσε τη φράση της η Ντονατέλα, που έπεσε γελώντας στην αγκαλιά του Ματία. Άρχισε να χορεύει μαζί του σαν μικρό παιδί και η Μυρτώ έβαλε τα γέλια όταν είδε τους φίλους τους να βγαίνουν κι αυτοί στη βροχή. Ο Φοίβος με την Εύα βγήκαν μαζί τους χορεύοντας. Σύντομα χόρευε κι εκείνη μαζί τους χωρίς να τους νοιάζει που τα ρούχα τους κολλούσαν πάνω στα σώματά τους ή που τα πάντα καταστράφηκαν λόγω της μπόρας. Ήταν όλοι τους ευτυχισμένοι.

«Μπορεί να χάσαμε την αυλή, αλλά νιώθω ότι κερδίσαμε τόσα περισσότερα», είπε στον Νταμιάνο που στάθηκε πίσω της και την αγκάλιασε.

«Είσαι ευτυχισμένη δηλαδή;» τη ρώτησε και εκείνη στράφηκε προς το μέρος του για να κοιτάξει μέσα στα φωτεινά μάτια του.

«Ναι, είμαι», τον διαβεβαίωσε, αν και η μελαγχολία δύσκολα κρυβόταν, και σφράγισε τα χείλη του με τα δικά της. Μετά κάρφωσε τα μάτια της στο σημείο όπου ξεχύθηκαν οι στάχτες της Άννας που τώρα τις παράσερνε το νερό και τις έκανε ένα με το χώμα στα παρτέρια και έπνιξε έναν λυγμό που σκάλωσε στο λαιμό της και έκανε ό,τι μπορούσε για να ξεφύγει και να ελευθερωθεί.

Τίποτα δεν ήταν ικανό να τους σταματήσει από το να περάσουν όμορφα. Τα φαγητά έφτασαν μόλις σταμάτησε η βροχή και το ίδιο και η τούρτα. Άλλαξαν στα γρήγορα ρούχα και συνέχισαν να γιορτάζουν την αγάπη, αλλά ο Νταμιάνο είχε μια δουλειά να κάνει, γι' αυτό το έσκασε κάποια στιγμή χωρίς να πει σε κανέναν που πήγαινε. Είχε πάρει τις αποφάσεις του και ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Ενημέρωσε την Μπέκα ότι ήθελε να τη δει και βρέθηκαν πάνω από τη Μαρινέλα στο Σαν Ανιέλο, για να λύσουν τις διαφορές τους.

«Θα σου δώσω την εταιρεία, και θα μου δώσεις την αυλή, αλλά δεν θέλω να σε ξαναδώ. Αν πλησιάσεις εμένα, τη Μυρτώ ή τους φίλους μας, θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα».

Ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της. Κέρδισε αυτό που ήθελε και η ικανοποίηση της ήταν τεράστια.

«Χαίρομαι πολύ που σκέφτηκες λογικά. Ήμουν τόσο σίγουρη πως θα έλεγες ναι, που έκανα ήδη τα χαρτιά, γιατί ξέρω πως πάντα νικάω στο τέλος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο».

Ο Νταμιάνο της έριξε μια ματιά καθώς έπαιρνε τα χαρτιά από τα χέρια της και ξαφνιάστηκε που δεν μπορούσε να την αναγνωρίσει καθόλου. Ήταν τόσο περίεργο το γεγονός πως η κακία αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά κάποιου. Κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος και διάβασε προσεκτικά το συμβόλαιο που σύνταξε ο δικηγόρος της. Ήταν τόσο αποφασισμένη να πάρει την εταιρεία στα χέρια της που δεν ζήτησε πίσω ούτε σεντ απ' όσα πλήρωσε για να αγοράσει την αυλή και οι όροι της ήταν απλά... ανύπαρκτοι. Η εταιρεία για την αυλή. Ποτέ της δεν ήταν καλή επιχειρηματίας, κι ας καμάρωνε για το αντίθετο. Ο εγωισμός της και η ξεροκεφαλιά της ήταν πάνω απ' όλα και την καθοδηγούσαν σε λανθασμένα μονοπάτια.

Διάβασε δύο φορές το συμβόλαιο κι αφού βεβαιώθηκε πως όλα ήταν εντάξει, έβγαλε το στυλό από την τσέπη του και το υπέγραψε με αποφασιστικότητα.

«Συγχαρητήρια, είσαι η κάτοχος της εταιρείας μου».

«Κι εσύ συγχαρητήρια που πήρες πίσω την αυλή και τα γκρεμίδια της», γέλασε ειρωνικά κι έχωσε το δικό της αντίγραφο μέσα στην τσάντα της. «Λοιπόν... εύχομαι να μην το μετανιώσεις μελλοντικά, Νταμιάνο».

«Να είσαι σίγουρη πως δεν θα το μετανιώσω», απάντησε εκείνος και πήρε το δρόμο της επιστροφής.

Στην είσοδο της αυλής τον υποδέχτηκε η Ντονατέλα μαζί με τον Φοίβο, έχοντας και οι δύο το ίδιο ανυπόμονο ύφος.

«Λοιπόν;» ρώτησε ο Φοίβος.

«Τελείωσε, η αυλή είναι δική μας».

«Ανυπομονώ να δω την έκφρασή της όταν δει τι πήρε ως αντάλλαγμα», γέλασε η Ντονατέλα.

Κανείς δεν ήξερε πως οι τρεις τους, από την ώρα που έκανε η Μπέκα την πρόταση, δούλευαν σκληρά για να της δώσουν ένα μάθημα. Μια εταιρεία χωρίς τους πελάτες της δεν είναι τίποτα, ένα άδειο κουφάρι είναι, και ο Νταμιάνο αυτό σκόπευε να της δώσει. Τα απανωτά τηλέφωνα στους πελάτες του έφεραν τα αποτελέσματα που περίμενε- κανείς δεν ήθελε να συνεργάζεται σε μια εταιρεία όπου δεν θα ήταν υπεύθυνος ο Νταμιάνο. Οι σχέσεις που δημιούργησε μαζί τους ήταν τόσο δυνατές που προτίμησαν να περιμένουν ένα διάστημα μέχρι να στήσει από την αρχή τη δουλειά του, αντί να συνεχίσουν να συνεργάζονται με κάποια που εκβίαζε για να πάρει κάτι για το οποίο δεν δούλεψε και δεν αγάπησε όσο Νταμιάνο.

Δεν είπε κουβέντα στη Μυρτώ γιατί δεν θα τον άφηνε να κάνει αυτό που ήθελε κι η ανάγκη του να πάρει πίσω αυτό που έχασε με τόσο άτιμο τρόπο, ήταν μεγάλη, όσο ήταν και η λαχτάρα του να την κάνει χαρούμενη και να της δώσει πίσω αυτό που τόσο αγαπούσε. Η βοήθεια του Φοίβου και της Ντονατέλα ήταν πολύτιμη και χωρίς εκείνους δεν θα κατάφερνε τίποτα. Τους έδωσε το συμβόλαιο και το διάβασαν προσεκτικά, για να βεβαιωθούν πως δεν πήγε τίποτα χαμένο. Τα χαμόγελά τους ήταν τόσο μεγάλα που δεν πέρασαν απαρατήρητα από τη Μυρτώ. Πλησίασε και τους κοίταξε προσεκτικά, με μισόκλειστα μάτια.

«Τι συνωμοτείτε εσείς εδώ;» ρώτησε και κοίταξε το συμβόλαιο στα χέρια του Νταμιάνο. «Τι είναι αυτό;»

«Αυτό είναι το συμβόλαιο που λέει πως η αυλή είναι δική μας», της είπε και η Μυρτώ άρπαξε από το χέρι του τα χαρτιά. Η όψη της άλλαξε όσο τα διάβαζε. Η χαρά μετατράπηκε σε έκπληξη και μετά σε θλίψη, αλλά και οργή.

«Γιατί θυσίασες κάτι που αγαπάς τόσο πολύ;» ρώτησε με τη φωνή να τρέμει.

«Δεν θυσίασα τίποτα», χαμογέλασε εκείνος και της εξήγησε το παιχνίδι που έπαιξε με τη βοήθεια των δύο φίλων τους. «Κερδίσαμε, Μυρτώ. Εκείνη πήρε αυτό που ήθελε, αλλά εμείς πήραμε τα πάντα...»

Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και έφερε το χέρι της στο στόμα. «Αλήθεια τα έχουμε όλα για μια φορά στη ζωή μας;» ρώτησε δύσπιστη, ενώ πάλευε ενάντια στο τρέμουλο που ένιωθε σε όλο της το σώμα.

Ο Νταμιάνο έγνεψε καταφατικά. «Για μια φορά στη ζωή μας τα έχουμε όλα», τη διαβεβαίωσε. «Τώρα μπορούμε να κάνουμε σχέδια για το μέλλον, χωρίς να αφήσουμε πίσω το παρελθόν που τόσο αγαπήσαμε. Τώρα, μπορούμε να πάρουμε μια βαθιά ανάσα και να κάνουμε αυτό το νέο ξεκίνημα που τόσο θέλουμε και οι δύο...»

Ένα χρόνο μετά:

Κρατούσε πολλές τσάντες με ψώνια και στα δύο της χέρια αλλά το βάρος δεν την ενοχλούσε καθόλου καθώς ανέβαινε προσεκτικά το δρόμο προς το σπίτι της. Χαμογελούσε. Η σκυλίτσα που της έκανε δώρο ο Νταμιάνο την ακολουθούσε κουνώντας την ουρά της σαν τρελή, ενώ που και που γαύγιζε για να της υπενθυμίζει την παρουσία της. Δεν είχε σταματήσει να χαμογελάει εδώ και τρεις μήνες, από τότε που οι πόρτες της αυλής άνοιξαν για όσους ενοικίαζαν τα διαμερίσματα, κι όχι μόνο γιατί κατάφεραν σε μικρό διάστημα και με τη διαφήμιση που έκανε ο Νταμιάνο με το νέο σάιτ τους, να τη μετατρέψουν σε αξιοθέατο που έπρεπε να δουν όλοι όσοι πήγαινα στο Σορέντο. Τους πήρε καιρό να τα τελειώσουν, αλλά άξιζε τον κόπο το χρήμα που επένδυσαν πάνω τους και ο χρόνος. Η Μυρτώ δούλευε όλη μέρα πάνω σε αυτά και ο Νταμιάνο τη βοηθούσε μόλις τελείωνε με τη δουλειά του- πλέον είχε δύο άτομα που τον βοηθούσαν και σύντομα θα άνοιγε το γραφείο του, δίπλα σε εκείνο της Ντονατέλα, που σήμαινε πως θα χρειαζόταν ένα ακόμα αν ήθελε να έχει χρόνο να βοηθάει. Η Μυρτώ τα έβγαζε πέρα μόνη της, αλλά μαζί ήταν μια δύναμη με την οποία κανείς δεν τα έβαζε.

Δεν θα ξεχνούσε ποτέ της το πρόσωπο της Μπέκα όταν πήγε να τους βρει μια βδομάδα μετά την ανταλλαγή για την οποία διψούσε τόσο. Τα μάτια της ήταν κόκκινα γιατί έκλαιγε αφού συνειδητοποίησε πως τα έχασε, ενώ τους κοίταξε με τόσο μίσος που έκανε την καρδιά της Μυρτούς να σφιχτεί.

«Κερδίσατε», τους είπε, αλλά κανείς τους δεν μπόρεσε να βρει μέσα του ψήγμα λύπησης να νιώσει για την κατάστασή της. «Ελπίζω να νιώθετε καλά που με ρεζιλέψατε».

«Δεν θέλαμε να έρθουν έτσι τα πράγματα, μας ανάγκασες», απάντησε ο Νταμιάνο.

«Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ήσουν τόσο σκληρός», του είπε, και σκούπισε τα μάτια της.

«Πιστεύεις πως θα γινόμουν έτσι, αν ήσουν σωστή απέναντί μου;» Η Μπέκα τον κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε τι της έλεγε. «Προσπάθησες να πάρεις τους κόπους μου κι όταν δεν το κατάφερες, έβαλες χέρι στην αυλή που τόσο αγαπούσα, μόνο και μόνο για να με εκβιάσεις συναισθηματικά ώστε να σου δώσω την εταιρεία. Τι περίμενες να κάνω;» κάγχασε, λυπημένος. «Ελπίζω κάποια στιγμή να αφήσεις τον εγωισμό σου στην άκρη και να σκεφτείς τι έγινε», της είπε.

Εκείνη έφυγε με το κεφάλι χαμηλωμένο και δεν την είδαν ξανά έκτοτε. Τα χρήματα από την αγορά των σπιτιών, που τους ανήκαν και πάλι, τα χρησιμοποίησαν για να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα αλλά και για να στήσουν από την αρχή την εταιρεία του Νταμιάνο και δεν δίστασαν στιγμή, δεν άφησαν ποτέ τις αμφιβολίες να τους σταματήσουν, απλά δούλεψαν σκληρά χωρίς παράπονο.

Σταμάτησε στην είσοδο που οδηγούσε στην αυλή και χτύπησε απαλά το ένα της χέρι στην μπλε πινακίδα με τα κίτρινα καλλιγραφικά γράμματα, πάνω από το κεφάλι της. Il sapore dell' amore. Έτσι ονόμασαν το μέρος και δεν υπήρχε καλύτερο όνομα για την αυλή που μύριζε έρωτα. Το μέρος άνθιζε στην κυριολεξία. Στο σημείο που χάθηκαν οι στάχτες της Άννας φύτρωσαν ένα σωρό ηλιοτρόπια και ξεπετάχτηκε ένα νέο λεμονόδεντρο κι αυτό μόνο ως καλό οιωνό μπορούσε να το πάρει. Η σκυλίτσα της γαύγισε για να προειδοποιήσει για τον ερχομό τους και η Μυρτώ γέλασε με την ενέργειά της που ήταν κολλητική.

Μπήκε στην αυλή σφυρίζοντας και βρήκε ήδη κόσμο να την περιμένει, ενώ ο Νταμιάνο φρόντιζε να τους κρατάει παρέα κερνώντας τους λεμονάδα και λιμοντσέλο. Την είδε από μακριά και χαμογέλασε- ακόμα και τώρα η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή με κάθε του χαμόγελο και κάθε μέρα ξυπνούσε περισσότερο ερωτευμένη μαζί του. Αναρωτιόταν συχνά αν θα ήταν έτσι η σχέση τους αν είχαν παντρευτεί πριν έξι χρόνια και κατέληγε πάντα στο ίδιο συμπέρασμα: ό,τι έγινε, έγινε για καλό, γιατί μπορεί τότε να τους πόνεσε αλλά τώρα τους αποζημίωνε ο έρωτας και η ζωή, με το παραπάνω.

Εκείνη η μέρα ήταν ιδιαίτερη αφού οι μαθητές της ήταν άντρες και γυναίκες που αναζητούσαν τον έρωτα και εκτός από το να μάθουν να μαγειρεύουν, σκοπός ήταν να βρουν το άλλο τους μισό. Ήταν ένα από τα δρώμενα που λάτρευε. Ο κάθε ενδιαφερόμενος συμπλήρωνε μια φόρμα όταν έκανε αίτηση για το μάθημα και μετά, μαζί με τον Νταμιάνο, τους ταίριαζαν σε ζευγάρια βάση των όσων τους άρεσαν. Δεν είχαν πέσει έξω ως τώρα, ήταν λες και μύριζαν τον έρωτα και ήξεραν που να τον ταιριάξουν.

Φόρεσε την ποδιά της και στάθηκε πίσω από το τραπέζι της, παρατηρώντας ένα προς ένα τα ζευγάρια όπως τα χώρισαν. Είδε όμορφα, ντροπαλά πρόσωπα, που λαχταρούσαν για μια νέα αρχή και για καλό φαγητό. Χαμογέλασε πονηρά στον Νταμιάνο που άφησε ένα φιλί στο μάγουλό της και χτύπησε τα χέρια της για να κερδίσει την προσοχή τους. Ήταν ώρα να ξεκινήσει το σόου, όπως το αποκαλούσε.

«Χαίρομαι που είστε όλοι εδώ στην όμορφη αυλή μας. Τι λέτε... πάμε να δούμε αν μπορούμε να μάθουμε τι γεύση έχει ο έρωτας;»

ΤΕΛΟΣ

Μήνυμα:

Λιακάδες! 

Άλλο ένα ταξίδι έφτασε στο τέλος του. Ήθελα να πάμε διακοπές μαζί στην Ιταλία και συγκεκριμένα στο Σορέντο που τόσο αγαπώ, με μια ανάλαφρη κι αγαπησιάρικη ιστορία, με πολύ φαγητό κι έρωτα... ελπιζω να περάσατε όμορφα. 

Το επόμενο ραντεβού μας θα είναι έντυπο στις 20/9 με το Στα άκρα που θα κυκλοφορήσει από τη σειρά Silk των εκδόσεων Bell Books, αλλά και κάποια στιγμή τον Οκτώβρη (αν όλα πάνε καλά- αυτό δεν είναι 100% σίγουρο ακόμα...) με ένα νέο βιβλίο δυστοπικής φαντασίας στις ηλεκτρονικές εκδόσεις Carmela's books. 

Δουλεύω σκληρά για να σας δώσω όμορφα βιβλία να διαβάσετε και το μέλλον προβλέπεται να είναι γεμάτο έρωτα, μυστήριο και περιπέτεια, κι εύχομαι να είστε συνοδοιπόροι μου σε αυτά τα ταξίδια. 

Και για όποιον ενδιαφέρεται, στις 22/9 από τις 11κ30 ως τη 13κ30 θα βρίσκομαι στην έκθεση βιβλίου στο Πεδίον του Άρεως,  στο περίπτερο των Εκδόσεων Bell, όπου θα υπογράφω το βιβλίο μου Στα άκρα. Αν θέλετε περάστε μια βόλτα να τα πούμε!

Καλή συνέχεια!!!

Νεκταρία 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top