Το ίδιο λάθος

Ο νεαρός από το φυτώριο κράτησε την υπόσχεσή του και παρέδωσε όλα όσα αγόρασε λίγο μετά τις εννέα το βράδυ. Η χαρά της Μυρτούς δεν κρυβόταν. Φρυγάνισε ψωμί στα γρήγορα και έφτιαξε ένα σάντουιτς γιατί σκόπευε να περάσει το βράδυ της φτιάχνοντας την αυλή, αφού της ήταν δύσκολο να ηρεμήσει. Δεν θα ξεκουραζόταν αν πήγαινε στο κρεβάτι, ήταν καλύτερο να καταπιαστεί με κάτι από το να καταπιέσει τον εαυτό της για να κοιμηθεί. Τάισε την Σορεντίνα και κατά τις δέκα ξεκίνησε να δουλεύει, με τα ακουστικά στα αυτιά και το σκαλιστίρι στα χέρια. Βρήκε τα γάντια κηπουρικής της Άννας στον αποθηκευτικό χώρο κάτω από τη σκάλα και συγκινήθηκε γιατί ήταν το τελευταίο δώρο που της έκανε, πριν μερικά χρόνια. Της τα έστειλε με το καράβι μαζί με μια κούτα γεμάτη από καλούδια από την Ελλάδα, που της είχαν λείψει πολύ. Ήταν ακόμα σε καλή κατάσταση, η Άννα πάντα φρόντιζε τα πράγματά της. Έλεγε πάντα πως αντικατόπτριζαν την ψυχική της υγεία, γι' αυτό δεν της έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση όταν είδε την αυλή εγκαταλελειμμένη. Δεν έβρισκε το κουράγιο να την περιποιηθεί.

Τα φόρεσε και κάθισε μπροστά από το παρτέρι, με την πλάτη της γυρισμένη προς το σπίτι του Νταμιάνο. Προσπαθούσε να τον αγνοήσει όσο περισσότερο γινόταν. Την πονούσε που δεν ήθελε να τη βλέπει, μα δεν μπορούσε να τον πείσει να κάνει κάτι που του προκαλούσε σύγχυση. Άφησε την ανάσα της να βγει αργά, και πήρε μια άλλη βαθιά, για να ηρεμήσει λιγάκι. Γέλασε με τη σκυλίτσα που κυλιόταν στα χώματα ευτυχισμένη και συγκεντρώθηκε στο φύτεμα των όμορφων λουλουδιών της. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να τα φροντίσει κάποιος όταν έφευγε. Πολλές στιγμές σταμάτησε να σκάβει και να μεταφέρει τα φυτά από τις γλάστρες στο χώμα γιατί άφηνε την απελπισία να νικήσει. Μα δεν ήθελε να τα παρατήσει. Είχε ένα σχέδιο, γι' αυτό δούλευε σκληρά. Θα σκορπούσε τις στάχτες της Άννας όπως εκείνη ήθελε, αλλά τις τελευταίες της θα τις άφηνε στην τεφροδόχο που θα έβαζε σε ασφαλές σημείο στην αυλή. Κι ήθελε τα πάντα να είναι τέλεια για εκείνη, γιατί τις άξιζε η αύρα της να περιφέρεται σε ένα όμορφο μέρος, ακόμα περισσότερο, σε ένα που λάτρεψε τόσο πολύ. Όλα τα άλλα θα τα έλυνε στην πορεία, έτσι όπως έκανε με όλα της τα προβλήματα.

Ο σταθμός που άκουγε έπαιζε όλα τα αγαπημένα κομμάτια που άκουγε με την Κιάρα όταν μαγείρευαν. Θυμήθηκε πως χόρευαν μέσα στην κουζίνα τρελαίνοντας για τα καλά την Άννα μέχρι που, τελικά, κατέληγε να χορεύει κι εκείνη παρέα τους. Η διάθεσή της έφτιαξε κατά πολύ αν και η κούραση άρχισε να την καταβάλει. Αποφάσισε να αποτελειώσει την επόμενη μέρα, έτσι κι αλλιώς κατάφερε να φυτέψει το 1/3 των λουλουδιών ήδη, και μόλις τελείωνε θα διακοσμούσε τα παρτέρια.

Χαμογέλασε μόλις άκουσε τη φωνή του Αντριάνο Τσελετάνο στα αυτιά της. Το τραγούδι που άρχισε να παίζει ήταν το αγαπημένο των θείων της και πάντα τις έκανε να τραγουδήσουν δυνατά ακόμα κι όταν η διάθεσή τους ήταν άσχημη- μόλις ακούγοντας οι πρώτες νότες του τραγουδιού, οι έγνοιες έκαναν φτερά. Ξέχασε πως δεν έμενε μόνη της στην αυλή. Σηκώθηκε όρθια και άρχισε να χορεύει με κλειστά τα μάτια τραγουδώντας δυνατά το Amore no. Ήταν λες και δεν είχε ούτε μια έγνοια να την κρατά καθηλωμένη, τα πόδια της έμοιαζαν να μην πατάνε καν στο έδαφος όσο χοροπηδούσε και τραγουδούσε ανέμελα. Έβγαλε τα γάντια και τα πέταξε σε μια γωνιά ενώ μετά, πήρε το λάστιχο για να ποτίσει τα λουλούδια της. Η Σορεντίνα χοροπήδηξε μπροστά της και δάγκωσε το νερό, προκαλώντας της γέλιο. Άρχισε να τη βρέχει. Η απόλυτη ευτυχία, μόνο έτσι μπορούσε να περιγράψει αυτή τη σκηνή. Η Σορεντίνα ήταν τόσο ενθουσιασμένη που άρχισε να τρέχει γύρω της και η Μυρτώ σκόπευε να μη χάσει στιγμή να πάει χαμένη. Έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό της μα στα μισά, άφησε μια κραυγή τρόμου όταν είδε τον Νταμιάνο να στέκεται σε κοντινή απόσταση. Το νερό από το λάστιχο έπεσε πάνω του με φόρα κάνοντάς τον μούσκεμα. Η έκπληξη στο πρόσωπό του ήταν έκδηλη ενώ η Μυρτώ πάσχιζε να μη γελάσει, συνεχίζοντας να τον βρέχει.

«Μπορείς;» ρώτησε, δείχνοντας το λάστιχο.

«Χριστέ μου, συγγνώμη, δεν σε είδα. Τι κάνεις εδώ, τέτοια ώρα;»

«Άκουσα μια τρελή να τραγουδάει δυνατά το Amore no κι ήθελα να δω ποια ήταν. Έπρεπε να το φανταστώ ότι ήσουν εσύ, αλλά δεν περίμενα να με κάνεις μπάνιο στις τρεις το ξημέρωμα».

Τον κοίταξε λιγάκι καλύτερα και δαγκώθηκε για να μη γελάσει. Από μαλλιά του έπεφταν σταγόνες στο πρόσωπό του ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να στίψει το λευκό φανελάκι που φορούσε. Ήταν κολλημένο πάνω του και διαγραφόταν κάθε του μυς. Κατάπιε με δυσκολία κοιτώντας τον σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά. Ήταν τόσο χαμένη μέσα στα βρεγμένα μαλλιά του και τα έντονα μάτια του, που δεν πήρε είδηση πως έβρεχε τα πόδια της.

«Τέλος πάντων. Κάνε ησυχία, δεν είναι ό,τι καλύτερο να ακούω τέτοια ώρα τη φαλτσωδία σου».

Χαμογέλασε πικραμένη και ο Νταμιάνο φάνηκε να μετανιώνει για τον τόνο του. Την παρατήρησε καθώς άφηνε κάτω το λάστιχο με κουρασμένες κινήσεις που δεν ήταν λόγω σωματική εξάντλησης. Πόσο εγωιστής ήταν, έχασε έναν άνθρωπο που λάτρευε από τη μία μέρα στην άλλη, κι εκείνος της φερόταν άσχημα λες και ήταν δέκα χρονών. Θα μπορούσε να κάνει μια προσπάθεια, τουλάχιστον, για το χατίρι της Άννας. Έβλεπε καθαρά πως η Μυρτώ μόλις ξεκλείδωσε μια ανάμνηση την οποία έζησε μαζί τους κι αυτός, κάποτε. Χαμήλωσε το σώμα του και άρπαξε το λάστιχο πριν προλάβει η Μυρτώ να απομακρυνθεί. Το έστρεψε πάνω της και το παγωμένο νερό τη βρήκε στην πλάτη ξαφνιάζοντάς τη. Γέλασε με τον τρόπο που αναπήδησε και σήκωσε ένα φρύδι προκλητικά όταν στράφηκε προς το μέρος του. Δεν δίστασε να στρέψει την άκρη του λάστιχου στο πρόσωπό της και να τη μουσκέψει εντελώς, όπως έκανε κι εκείνη, άσχετα αν ήταν άθελά της.

Ξάφνου μετατράπηκαν σε δυο παιδιά που το μόνο που ήθελαν ήταν να παίξουν. Κυνήγησε ο ένας τον άλλον τσιρίζοντας χαρούμενα ενώ δεν έχαναν ευκαιρία να βρέχονται και να πειράζονται. Οι ματιές τους ήταν γεμάτες λαχτάρα κάθε φορά που συναντιόντουσαν και τα αγγίγματα κάποια στιγμή, έγιναν πιο τολμηρά. Η Μυρτώ προσπάθησε να του ξεφύγει μα ήταν γρήγορος και τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση της. Την τράβηξε κοντά του και η πλάτη της ακούμπησε πάνω στο στέρνο του, ενώ η ανάσα του έκαψε τον σβέρκο της. Ξάφνου ο χρόνος πάγωσε εκεί μέσα στα χέρια του. Ήταν λες και αυτά τα έξι χρόνια που ήταν χώρια δεν υπήρξαν ποτέ και οι δυο τους, ερωτευμένοι ακόμα, έπαιζαν γιατί έτσι έδειχναν την αγάπη τους. Ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή λες και συναγωνίζονταν σε παλμούς τη δική της που κόντευε να σπάσει. Δεν όριζε τις κινήσεις της όταν έγειρε πίσω το κεφάλι της για να το ακουμπήσει στον ώμο του και δεν περίμενε στιγμή πως ο Νταμιάνο θα έκρυβε το πρόσωπό του στο λαιμό της, και θα τον φιλούσε.

Ο αναστεναγμός που ξέφυγε από τα χείλη της ήχησε στη σιγαλιά και τα χέρια του έσφιξαν γύρω της ακόμα περισσότερο. Γύρισε το πρόσωπό της προς το δικό του ενώ κάλυπτε τα χέρια του με τα δικά της θέλοντας να βεβαιωθεί πως δεν θα την άφηνε να φύγει. Τα μάτια του μετακινήθηκαν στα χείλη της και η Μυρτώ ευχήθηκε να μη δίσταζε. Φίλησέ με... ο Νταμιάνο ακούμπησε απαλά τα χείλη του στη γραμμή του σαγονιού της κι άφησε φιλιά κατά μήκους του, μέχρι που σταμάτησε πριν αγγίξει τα χείλη της. Οι ανάσες τους έγιναν ένα, ήταν τόσο κοντά της που με μια απαλή κίνηση μπορούσε να διεκδικήσει το φιλί που ήθελε, αλλά δεν το έκανε. Του έδινε μια επιλογή κι εκείνος διάλεξε... τη φίλησε δυνατά, κλέβοντάς της για τα καλά την ανάσα.

Τα πόδια της έτρεμαν, από την ώρα που τον είδε δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται πως θα ήταν να γευτεί ξανά αυτό το φιλί που την έκανε να ξεχνάει τον κόσμο. Στριφογύρισε μέσα στα χέρια του και στάθηκε μπροστά του, αποφασισμένη να μην αφήσει αυτή η στιγμή να περάσει έτσι. Τα χείλη του συναντήθηκαν ξανά κι αυτή τη φορά, κόλλησε ολόκληρη πάνω του καθώς περνούσε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. Η γλώσσα του συνάντησε τη δική της, ένα απαλό άγγιγμα ήταν ικανό να την κάνει να αισθανθεί σαν να τη χτύπησε ρεύμα. Μόνος αυτός ήταν ικανός να την κάνει να τρέμει γιατί ήξερε πως να την αγγίξει, ήξερε πως της άρεσε να τη φιλάνε, ήξερε πως να την κάνει να λιώσει μέσα στα χέρια του.

Ήταν ο Νταμιάνο εκείνος που διέκοψε το φιλί. Σήκωσε το ένα χέρι στο μάγουλό της και το χάιδεψε, κοιτώντας την σα να είχε μόλις βγει από βαθύ ύπνο.

«Πες κάτι», του είπε, ικετεύοντάς τον να σπάσει τη σιωπή που δεν άντεχε καθόλου.

«Δεν μπορώ», απάντησε, χαμηλόφωνα. «Δεν μπορώ να κάνω το ίδιο λάθος δύο φορές».

Έφυγε χωρίς να ρίξει ματιά πίσω του. Η καρδιά της Μυρτούς έσπασε σε χιλιάδες κομμάτια, όχι γιατί την άφησε, αλλά εξαιτίας αυτού που είπε. Έτσι έβλεπε τη σχέση τους, σαν ένα μεγάλο λάθος που έκανε και δεν ήθελε να επαναλάβει; Έριξε μια ματιά προς το μέρος του όσο εκείνος ανέβαινε τα σκαλιά αργά, με σταθερό αλλά κουρασμένο βήμα και πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει. Ας ήταν έτσι. Μπορεί να πληγώθηκε, αλλά για εκείνη δεν θα άλλαζε ποτέ το γεγονός πως ο Νταμιάνο ήταν και θα ήταν ο μεγάλος της έρωτας... κι ας τη θεωρούσε λάθος του.

Επέστρεψε στο σπίτι αφού πλέον οι δυνάμεις της την εγκατέλειψαν. Άφησε τα παπούτσια της έξω κι έβγαλε τα ρούχα της πριν περάσει από την κουζίνα στο σαλόνι και τα κάνει όλα χάλια. Τα άφησε πάνω στην πλάτη μιας καρέκλας και γύρισε προς την πόρτα για να την κλείσει, αλλά την περίμενε μια έκπληξη εκεί αφού ο Νταμιάνο επέστρεψε και την κοιτούσε με πονεμένο ύφος.

«Συγγνώμη, δεν είσαι λάθος, δεν ήσουν ποτέ λάθος», της είπε ψιθυριστά και με δύο μεγάλα βήματα, βρέθηκε κοντά της και τη ξαναφίλησε δυνατά. Η Μυρτώ οπισθοχώρησε μέχρι που τη σταμάτησε το τραπέζι γιατί έπεσε πάνω του. Τα χέρια του Νταμιάνο βρέθηκαν στη μέση της και τη σήκωσαν όσο χρειαζόταν για να καθίσει πάνω του. Τα πόδια της τυλίχτηκαν γύρω του και έχωσε τα χέρια της κάτω από το φανελάκι του για να νιώσει την απαλή, καυτή επιδερμίδα του. Τους καθοδηγούσε ένα πάθος που καταπίεζαν τόσα χρόνια που ήταν χώρια, μα ήταν τρελό και το ήξεραν και οι δύο, όμως κανείς τους δεν έκανε την πρώτη κίνηση για να σταματήσει την τρέλα.

Ένιωσε τον πόθο του για εκείνη και το μυαλό της σταμάτησε να λειτουργεί. Ο Νταμιάνο διέκοψε το βαθύ φιλί τους και φίλησε το σαγόνι της, ενώ η Μυρτώ έγειρε πίσω το κεφάλι για να του δώσει πρόσβαση στο λαιμό της. Τη δάγκωσε απαλά και ένα βογκητό ξέφυγε από τα χείλη της, ενώ τα νύχια της χώθηκαν στα πλευρά του γιατί κάθε του άγγιγμα και φιλί έστελνε ένα κύμα απόλαυσης στη σπονδυλική της στήλη. Τα χέρια της έτρεμαν όταν του έβγαλε το φανελάκι του και δεν έχασε καιρό, γεύτηκε το δέρμα του και φίλησε τον λαιμό του λαίμαργα. Χάιδεψε το γυμνό της πόδι μέχρι που το χέρι του στάθηκε ψηλά στον μηρό της. Χάιδεψε το εσωτερικό με τον αντίχειρά του και η Μυρτώ κράτησε την ανάσα της γιατί ακόμα θυμόταν τι της άρεσε. Την άρπαξε από τους γοφούς και την τράβηξε με δύναμη για να την φέρει πιο κοντά του. κόλλησε πάνω του και μετά από καιρό αισθάνθηκε πως το κομμάτι που έλειπε για να ολοκληρωθεί το παζλ της ζωής της, μπήκε πάλι στη θέση του.

«Γιατί σε θέλω τόσο πολύ, που να πάρει;» ψιθύρισε στο αυτί της.

Ο Νταμιάνο έμπλεξε τα δάχτυλά του μέσα στα μαλλιά της και τράβηξε ελαφρά το κεφάλι της πίσω, για να θαυμάσει το όμορφο πρόσωπό της και τα χείλη της που ήταν πρησμένα και κόκκινα από τα φιλιά του. Οι ματιές τους κλείδωσαν μα εκείνη την ώρα ήταν λες και το ξόρκι λύθηκε και βγήκαν μαζί από ένα όνειρο που θα μπορούσε να μετατραπεί σε εφιάλτη.

«Δεν πρέπει», είπε πρώτος και εκείνη χαμογέλασε πικραμένη.

«Μπορείς να φύγεις τότε», του είπε η Μυρτώ, χωρίς ίχνος συναισθήματος στον τόνο της, αν και τα μάτια της που ήταν κόκκινα, φανέρωναν όλα της τα συναισθήματα.

«Ξέρεις πως το θέλω, αλλά όχι έτσι».

«Καληνύχτα, Νταμιάνο», ψιθύρισε και τον έσπρωξε από κοντά της.

Κατέβηκε από το τραπέζι ενώ ο Νταμιάνο φόρεσε το φανελάκι του με νευρικές κινήσεις. Η Μυρτώ τον παρακολουθούσε αμίλητη, εστιάζοντας στου μυς του και στο πόσο υπνωτικά κουνιόντουσαν, αλλά πριν την κοιτάξει του γύρισε την πλάτη γιατί αν τα βλέμματά τους συναντιόντουσαν θα του ζητούσε να μείνει, ενώ στην πραγματικότητα, είχε ανάγκη να τον δει να φεύγει και να την αφήνει μόνη σε μια τόσο ευάλωτη στιγμή της. Ήταν η τιμωρία που επέβαλλε στον εαυτό της, πιστεύοντας πως αυτό της άξιζε... να φύγει όπως έφυγε εκείνη πριν έξι χρόνια. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top