Νταμιάνο
Κόντευε να τρελαθεί, δεν εξηγούταν διαφορετικά το ότι όπου κι αν πήγαινε την έβλεπε μπροστά του- στην πόλη, στην αγορά, και τώρα στην αυλή έξω από το σπίτι της Άννας. Το ήξερε πως θα πήγαινε στο Σορέντο μόλις μάθαινε για τον θάνατο της θείας της, αλλά ήλπιζε πως δεν θα χρειαζόταν να τη συναντήσει, τουλάχιστον όχι αμέσως. Δεν ήταν έτοιμος να σταθεί απέναντί της και να την κοιτάξει στα μάτια, όπως έκανε παλιά. Τα συναισθήματά του ήταν ένα κουβάρι και δεν μπορούσε να τα διαχειριστεί αλλά εκείνο που επικρατούσε περισσότερο από τα άλλα, ήταν θυμός. Ήταν έξαλλος μαζί της ακόμα και μετά από τόσο καιρό.
Έξι χρόνια μετά, η Μυρτώ ήταν πιο όμορφη από ποτέ και κοιτώντας τη συνειδητοποίησε πως ποτέ δεν ξεπέρασε αυτό που του έκανε. Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν τη μισούσε ή όχι. Για χρόνια προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του να τη συγχωρήσει και να πάει παρακάτω, μα δεν ήταν εύκολο γιατί τον πλήγωσε, και τον εγωισμό του, ανεπανόρθωτα. Όσο την κοιτούσε, τόσο μέσα του φούντωνε μια φωτιά που ήθελε να τον καταβροχθίσει. Αλλά αν ήταν να καεί, θα την έκαιγε κι εκείνη, δεν θα το περνούσε ξανά μόνος του αυτή την κόλαση. Αν χρειαζόταν θα την έπαιρνε μαζί του. Της το χρωστούσε για τα έξι χρόνια που βασανιζόταν με κάθε της σκέψη.
Ήπιε μια γερή γουλιά από την μπύρα του και τινάχτηκε όταν ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του. Τα έντονα μπλε μάτια του σταμάτησαν πάνω στον φίλο του, τον Πάολο, που καθόταν απέναντί του φανερά κουρασμένος από τη δουλειά. Πάντα έβρισκε χρόνο να πιει μια μπύρα μαζί του, αυτό του το χρωστούσε, αλλά ήθελε να τον χτυπήσει εκείνη τη στιγμή γιατί του έκρυψε την αλήθεια για τη Μυρτώ.
«Ήξερες πως ήρθε, έτσι δεν είναι; Αποκλείεται να μην ήρθε από σένα πρώτα για να πάρει φαγητό».
Το πρόσωπο του Πάολο άσπρισε αλλά ήξερε πως κάποια στιγμή θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τον καλύτερο φίλο του. Προτιμούσε να μην πάρει θέση σε ό,τι έγινε, έτσι κι αλλιώς ούτε εκείνος γνώριζε το λόγο που η Μυρτώ έφυγε ξαφνικά γιατί ποτέ της δεν του τον είπε, αλλά καταλάβαινε πως και οι δύο από τη μεριά τους είχαν δίκιο. Η φίλη του δεν θα έφευγε χωρίς λόγο και σίγουρα ήταν σοβαρός κι ας μην τον ήξερε, αλλά και ο Νταμιάνο ήταν θυμωμένος με το δίκιο του.
«Συγγνώμη, δεν ήξερα πως να στο πω».
«Ένα απλό, Νταμιάνο μάντεψε ήρθε η Μυρτώ, θα έφτανε», απάντησε ειρωνικά και ήπιε άλλη μια γουλιά από την μπύρα του. «Νόμιζα πως είδα φάντασμα όπως την είδα να τσιτώνει για να βρει το κλειδί».
«Γιατί δεν της μίλησες;»
Ο Νταμιάνο τον κοίταξε αγριεμένα και ο Πάολο μαζεύτηκε στη θέση του γιατί τον τρόμαξε το ύφος του.
«Δεν έχω να της πω κάτι», αποκρίθηκε με σθένος. «Τα είπε όλα εκείνη όταν έφυγε σαν τον κλέφτη».
«Δεν θες να μάθεις το γιατί;»
Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και τελείωσε την μπύρα του. «Δεν με ενδιαφέρει», απάντησε, αλλά ο Πάολο μπορούσε να δει καθαρά ότι έλεγε ψέματα. Τον κατάτρωγε το γιατί εδώ κι έξι χρόνια, αλλά δεν θα το παραδεχόταν ποτέ του γιατί ο εγωισμός του ήταν μεγάλος και τον καθοδηγούσε στα πάντα στη ζωή του. Ζήτησαν από μία μπύρα ακόμα την οποία ήπιαν μιλώντας περί ανέμων και υδάτων αλλά το μυαλό του Νταμιάνο δεν ξεκολλούσε από τη Μυρτώ. Έφυγε θυμωμένος λέγοντας του Πάολο ότι έπρεπε να κοιμηθεί νωρίς γιατί το επόμενο πρωινό έπρεπε να πάει στο Ποζιτάνο, και περπάτησε ως την αυλή που κάποτε ήταν γεμάτη ζωή. Τώρα δεν ήθελε να τη βλέπει καν. Του θύμιζε μια ευτυχία που γλίστρησε μέσα από τα δάχτυλά του και την έχασε χωρίς να το περιμένει.
Μπήκε μέσα προσεκτικά κι έκανε νόημα στη σκυλίτσα που μετακόμισε εκεί εκείνο το πρωινό που βρήκε την Άννα νεκρή, να μη μιλήσει. Το ζωντανό τέντωσε τα αυτιά της κι άφησε ένα κοφτό, βραχνό γαύγισμα, τόσο χαμηλό που τον έκανε να χαμογελάσει γιατί ήταν λες και συνωμοτούσε μαζί του. Σκέφτηκε πως θα έπρεπε να της πάρει καμιά λιχουδιά, αλλά είδε πως ήδη ήταν καλοταϊσμένη. Κοίταξε προς την κουζίνα που ήταν σκοτεινή και έβγαλε τα κλειδιά του γιατί όφειλε να κινηθεί άμεσα αν δεν ήθελε να πιαστεί στα πράσα. Η Μυρτώ ήταν μέσα στο σπίτι και μπορούσε να πάει στο δικό του χωρίς να συναντηθούν.
Ανέβηκε τα σκαλιά γρήγορα πασχίζοντας να μην κάνει φασαρία και ξεκλείδωσε την πόρτα. Άφησε την ανάσα του να βγει αργά, όταν μπήκε μέσα, και έβρισε γιατί ήξερε πως συμπεριφερόταν ανώριμα, αλλά δεν ήταν έτοιμος να της μιλήσει. Πήρε μια μπύρα από το ψυγείο και βγήκε στο μπαλκόνι του δωματίου του, που είχε την καλύτερη θέα προς το δωμάτιο της Μυρτούς. Το φως ήταν ανοιχτό, όπως και το παράθυρο και η μπαλκονόπορτα. Η κουρτίνες χόρεψαν λιγάκι με το αεράκι που φύσηξε, αλλά την κρατούσαν κρυμμένη πίσω τους. Μόνο τη σιλουέτα της μπορούσε να δει καθώς περπατούσε μέσα στο χώρο. Την παρατήρησε να βγάλει την μπλούζα της και κατάπιε με δυσκολία γιατί ακόμα και η σκιά της τον προκαλούσε και τον έκανε να τη θέλει όσο καμία άλλη γυναίκα.
«Διάβολε, ήρθες πάλι να με βασανίσεις», μονολόγησε βραχνά, κι έγειρε πίσω στην καρέκλα του για να χαθεί στις σκιές, όταν την είδε να βγαίνει στο μπαλκόνι. Έγειρε πάνω στα κάγκελα και κοίταξε με μελαγχολία την αυλή για αρκετή ώρα. Την είδε να σκουπίζει τα μάτια της και τα δικά του άρχισαν να καίνε από την ίδια στεναχώρια που ένιωθε κι αυτή. Ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, ένιωθε όλα όσα τη βασάνιζαν λες και είχαν κάνει κάποια συμφωνία να μην υποφέρει ποτέ μόνη της. Μόλις έσβησε το φως του δωματίου της, έπεσε σε μια λίμνη θλίψης και μοναξιάς που παραλίγο να τον πνίξουν και τότε κατάλαβε πως ήταν ακόμα κολλημένος σ' εκείνη τη μέρα και πως θα έκανε τα πάντα για να ξεκολλήσει.
Μπήκε στο δωμάτιό του και έμεινε με το μποξεράκι γιατί η ζέστη ήταν αφόρητη εκείνο το βράδυ. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, άνοιξε τον φορητό υπολογιστή του κι έριξε μια ματιά στα ηλεκτρονικά μηνύματά του. Η δουλειά του όλο κι ανέβαινε και ολοένα και περισσότερα μαγαζιά- κατά κύριο λόγο- του ζητούσαν να συνεργαστούν. Όταν πήγε στο Λονδίνο και αποφάσισε να ανοίξει τη δική του εταιρεία προώθησης επιχειρήσεων, όλοι τον είπαν τρελό, γιατί τέτοιες δουλειές τις αναλάμβαναν μεγαλοεταιρείες που έκαναν αφαίμαξη στους επαγγελματίες. Τις προτιμούσαν, όμως, γιατί το όνομα και το στάτους πάντα ήταν σημαντικό. Μα ο Νταμιάνο λειτουργούσε αλλιώς κι αυτό τον έκανε επιτυχημένο από τις πρώτες δουλειές του κιόλας. Μιλούσε πρόσωπο με πρόσωπο με τους ενδιαφερόμενους, τους έκανε ερωτήσεις για να δει που θα εστιάσει στην προώθηση, τους ρωτούσε τι θα ήθελαν να δουν από εκείνον κι έστηνε τα πάντα από την αρχή. Άλλαξε τους χώρους για να τους κάνει πιο φιλικούς προς τους πελάτες, έφτιαχνε σελίδες, έκανε διαφημίσεις και όλα μόνος του. Μέσα σε τέσσερα χρόνια κατάφερε να δικτυωθεί για τα καλά και πριν έξι μήνες γύρισε στην Ιταλία γιατί εκεί ήθελε να είναι η βάση του. Ήδη ανέλαβε δουλειές για τον δήμο του Σορέντο διαφημίζοντας την πόλη και όλες τις ομορφιές της, και οι προτάσεις έπεφταν σαν βροχή. Πνιγόταν μερικές μέρες αλλά του άρεσε τόσο πολύ αυτό που έκανε, που δεν τον ένοιαζε καθόλου το γεγονός πως δεν έβρισκε ελεύθερο χρόνο για τον εαυτό του.
Έτριψε τα μάτια του και θυμήθηκε όλες εκείνες τις κακοτυχίες που δεν τον άφησαν ποτέ να πάρει μια ανάσα. Κάθε φορά που ορθοποδούσε, το σύμπαν του έβαζε τρικλοποδιά, αλλά να που έπαιρνε το αίμα του πίσω. Απάντησε σε μερικά μέηλ και αφού ένιωσε τα μάτια του να βαραίνουν, αποφάσισε να κοιμηθεί. Έριξε μια τελευταία ματιά προς το δωμάτιο της Μυρτούς πριν το κάνει. Είδε τη μορφή της πίσω από την κουρτίνα, να κάθεται πάνω στο κρεβάτι με τους ώμους σκυφτούς και αναρωτήθηκε τι μπορεί να πέρναγε από το μυαλό της εκείνη τη στιγμή. Δεν θα μάθαινε ποτέ. Το πρωί έφευγε για το Ποζιτάνο όπου θα έμενε όλη τη μέρα και η Μυρτώ θα έπαυε, έστω για λίγο, να είναι το μεγάλο του πρόβλημα.
♥
Κοιτούσε για ώρα το γράμμα πάνω στο κρεβάτι της μα δεν έβρισκε το θάρρος να το ανοίξει και να το διαβάσει. Ήξερε πως έπρεπε να το κάνει όχι μόνο γιατί η Άννα της άφηνε οδηγίες για το τι θα έκανε με τις στάχτες της, αλλά γιατί θα της μιλούσε μέσα από το γράμμα της. Θα της έλεγε όλα όσα δεν τόλμησε να της πει στο τηλέφωνο. Ήταν έτοιμη να την ακούσει;
Κράτησε το φάκελο στα χέρια της και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της. Δίστασε αλλά όσο το καθυστερούσε, τόσο θα χειροτέρευε η κατάστασή της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έσχισε με προσοχή τον φάκελλο στα πλαϊνά για να βγάλει από μέσα τα χαρτιά που φιλοξενούσε. Ξαφνιάστηκε γιατί βρήκε ένα γράμμα με οδηγίες, ένα προσωπικά για εκείνη κι έναν χάρτη που πάνω του είχε κολλημένα ποστ-ιτ με σημειώσεις. Δεν έβγαζε νόημα, γι' αυτό ξεκίνησε με το γράμμα κι ας έτρεμε ολόκληρη.
Αστεράκι μου,
Το ξέρω πως θα με μισείς αυτή τη στιγμή, κι εγώ στη θέση σου έτσι θα ένιωθα, αλλά ελπίζω να το βρεις στην καρδιά σου να με συγχωρήσεις. Δεν ξέρω τι μπορώ να σου γράψω για να καταλάβεις πως νιώθω. Ή μάλλον, ξέρω... θυμάσαι πως ένιωθες όταν έφυγες πριν έξι χρόνια; Θυμάσαι τι μου είχες πει; Μου έλεγες πως δεν μπορούσες να πάρεις ανάσα. Έτσι ένιωθα κι εγώ εδώ κι έναν χρόνο, σαν να με έπνιγε ένα αόρατο χέρι. Δεν μπορούσα να είμαι μέσα στο σπίτι, αλλά δεν τολμούσα να βγω έξω γιατί φοβόμουν πως θα ξεχάσω τη μυρωδιά της. Ήθελα να κάνω ένα σωρό πράγματα αλλά το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κάθομαι για ώρες στη ίδια θέση και να κοιτάζω αφηρημένα τριγύρω μου. Ακούγεται υπερβολικό ακόμα και σε μένα που το λέω, αλλά η ζωή μου τελείωσε εκείνη τη μέρα που είπα το οριστικό αντίο στην Κιάρα. Μόνο μαζί της ήμουν ευτυχισμένη και θέλω να πάω να τη βρω γιατί δεν μπορώ να ζήσω μια ζωή περιμένοντας τον θάνατο για να πάω κοντά της. Μπορείς να με πεις τρελή, δειλή, ό,τι άλλο θες, δεν με πειράζει- έτσι κι αλλιώς θα κριθώ από τον κόσμο- αλλά εύχομαι τουλάχιστον εσύ να με καταλάβεις. Δεν είμαι δυνατή. Θα ήθελα να ήμουν αλλά δεν είμαι. Ήθελα να σε περιμένω, αλήθεια σου λέω, αλλά μετά θα ήταν ακόμα πιο δύσκολο και για τις δύο μας. Γι' αυτό φεύγω τώρα, έχοντας τη φωνή σου στο μυαλό, κι αυτό το Σ' αγαπώ που μου είπες που ξέρω πως το εννοούσες. Κι εγώ σε αγαπώ, όσο δεν φαντάζεσαι... θα συναντηθούμε ξανά και όλοι μαζί θα γιορτάσουμε τη ζωή, τον έρωτα και τον θάνατο. Αλλά ως τότε, θέλω να μου κάνεις μια χάρη. Μέσα στον φάκελλο θα βρεις έναν χάρτη, είναι ένα ταξίδι που ετοίμαζα να κάνω με την Κιάρα πριν πεθάνει. Το ονομάσαμε il sapore dell' amore γιατί σκοπεύαμε να πάμε σε αγαπημένα μας μέρη κοντά στο Σορέντο και να φάμε του σκασμού μέχρι να μάθουμε τι γεύση έχει πραγματικά ο έρωτας. Θέλω να κάνεις αυτό το ταξίδι- εμείς θα το κάναμε σε μορφή ολοήμερων εκδρομών αλλά εσύ μπορείς να το διαμορφώσεις όπως θες- θέλω να γευτείς, να μυρίσεις και να ερωτευτείς ξανά. Σφάλισες την καρδιά σου έξι χρόνια πριν και ήρθε ο καιρός να την ανοίξεις... κάνε το ταξίδι, για χάρη μου...
Σε αγαπώ, αστεράκι μου,
Άννα.
Έριξε μια ματιά στην ημερομηνία στο πάνω μέρος του χαρτιού και έκλεισε τα μάτια συγκινημένη. Η Άννα επέλεξε να φύγει από τη ζωή ακριβώς ένα χρόνο από το θάνατο της Κιάρα. Δεν το συνειδητοποίησε νωρίτερα και αυτό που της προκάλεσε η ανακάλυψή της ήταν παράξενο. Άφησε το γράμμα πάνω στο κρεβάτι και ξαφνιάστηκε γιατί αντί να νιώσει θλίψη, ένιωθε ανακούφιση. Την ήξερε τη θεία της, δεν θα έκανε ποτέ κάτι που δεν ένιωθε. Είχε βυθιστεί τόσο βαθιά στο σκοτάδι που δε βρήκε άλλον τρόπο να βγει στο φως. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε το χαρτί με τις οδηγίες που τις άφησε. Αν έκανε τη διαδρομή που της άφησε, θα ήθελε να την πάρει μαζί της και να σκορπίσει τις στάχτες της σε κάθε μέρος. Αυτή ήταν η μόνη της επιθυμία και η Μυρτώ χαμογέλασε γιατί δεν μπορούσε να μην της κάνει το χατίρι. Θα έκανε τη διαδρομή που ονόμασαν il sapore dell' amore για χάρη τους... γνωρίζοντας πως για εκείνη ο έρωτας είχε πικρή γεύση.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top