Εγωισμός
Οι δύο πρώτες μέρες πέρασαν σαν βασανιστήριο για τη Μυρτώ που δεν έβρισκε το κουράγιο να βγει από το σπίτι. Τα πάντα της έμοιαζαν ανούσια. Έλεγε σε όλους ότι ξεκουραζόταν αλλά η αλήθεια απείχε χιλιόμετρα από το ψέμα της. Περιφερόταν μες στο σπίτι σαν το φάντασμα και μόνο η Σορεντίνα μπορούσε να την κάνει να ενδιαφερθεί για κάτι. Γι' αυτό επικεντρώθηκε σ' εκείνη, μήπως και κατάφερνε να βγάλει όλες τις μαύρες σκέψεις από το μυαλό της.
Η σκυλίτσα την εμπιστευόταν πια και την άφηνε να την ακουμπήσει και να τη χαϊδέψει. Πήρε το ρίσκο να την κάνει μπάνιο εκείνο το πρωινό και ήταν η καλύτερη ιδέα που είχε ποτέ της γιατί με τα παιχνίδια που έκανε με το νερό που έτρεχε από το λάστιχο, της έφτιαξε τη διάθεση. Ξάφνου ήταν χαρούμενη ξανά. Έπλυνε με ειδικό σαμπουάν τη γούνα της και μετά τη σκούπισε καλά, κι όλο αυτό το διάστημα η Σορεντίνα την κοιτούσε με απορία... λες και τη ρωτούσε αν επιτέλους βρήκε ξανά μια οικογένειά. Ίσως να κανόνιζε τα εμβόλιά της και ό,τι άλλο χρειαζόταν για να την πάρει μαζί της στην Ελλάδα. Ήταν καιρός που είχε κατοικίδιο και ήθελε κάτι να δεσμευτεί μαζί του, για να μην δουλεύει όλη μέρα, αλλά για να ανοίξει σιγά-σιγά ξανά την καρδιά της. Πέρασε πολύς καιρός από την τελευταία φορά που δέθηκε με κάποιον και ένιωθε πως μπορούσε να βασιστεί πάνω στην όμορφη σκυλίτσα. Εκείνη δεν θα την απογοήτευε ποτέ, ήταν το μόνο σίγουρο.
Φίλησε τη μουσούδα της και της φόρεσε ένα λουράκι που έγραφε πάνω το όνομά της και τα στοιχεία της Μυρτούς, σε περίπτωση που αποφάσιζε να πάει βόλτα και την έβρισκε κάποιος. Αλλά η σκυλίτσα αποφάσισε να μην το κουνήσει από δίπλα της. Εκεί στο σκαλί έβγαζε τη μέρα της, να την κοιτάζει με λατρεία.
«Σου αρέσει η θάλασσα;» τη ρώτησε η Μυρτώ κι η Σορεντίνα γαύγισε σαν να κατάλαβε. «Πάμε μια βόλτα; Να ρίξουμε και μία βουτιά, μήπως βρούμε το κέφι μας;»
Δεν άργησαν να πάρουν το δρόμο προς το κέντρο για να κατέβουν στην παραλία από εκεί. Η πιάτσα Τάσσο ήταν ήσυχη γιατί τα πρωινά ο κόσμος επισκεπτόταν τις τριγύρω περιοχές μιας και το Σορέντο ήταν κομβικό μέρος κι από εκεί μπορούσες να πας παντού από την Ακτή Αμάλφι ως τη Ρώμη, αλλά και τα νησιά απέναντι. Σκέφτηκε τη διαδρομή της Άννας. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση επιτέλους, γιατί μία έλεγε πως θα την κάνει και την επόμενη στιγμή άλλαζε γνώμη. Για την ώρα ήθελε να ευχαριστηθεί το μπάνιο της σε ένα κομμάτι παραλίας δίπλα από το λιμάνι. Δεν το διάλεγαν πολλοί, κάτι που εκτιμούσε ιδιαίτερα, γιατί ήταν περιτριγυρισμένο από σκάφη που άραζαν εκεί, αλλά ήταν ήσυχο αφού δεν ήταν γεμάτο με ομπρέλες και ξαπλώστρες.
Ελευθέρωσε τη Σορεντίνα μόλις κατέβηκαν στο λιμάνι από την Βία Λουίτζι ντε Μάιο, έναν δρόμο όλο στροφές που όμως λάτρευε, και χαιρέτησε τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου που λάτρευε. Εκεί έμαθε μα μαγειρεύει τα καλοκαίρια που πήγαινε διακοπές. Η Άννα ήταν φίλοι με όλους εκεί μέσα και φυσικά, έγινε μέλος της οικογενείας τους σχεδόν αμέσως γιατί έτσι λειτουργούσαν σ' εκείνα τα μέρη, αν σε συμπαθούσαν, ήσουν πλέον οικογένεια. Ο άντρας με τη μεγάλη κοιλιά βγήκε έξω με ανοιχτές τις αγκάλες και την έκλεισε μέσα τους κουνώντας τη σα μωρό.
«Θα έρθεις να μαγειρέψουμε;» τη ρώτησε, αφού αντάλλαξαν τους τυπικούς χαιρετισμούς.
«Όχι, αλλά θα έρθω να φάω αργότερα», του υποσχέθηκε.
«Ελπίζω αυτή τη φορά να μη ρίξεις μαύρη πέτρα πίσω σου», της είπε προειδοποιητικά ο άντρας.
«Δε θα με ξεφορτωθείτε εύκολα!»
«Είδες τον Νταμιάνο; Ήρθε μόνιμα εδώ πριν έξι μήνες».
Το χαμόγελό της πάγωσε. Η Άννα δεν της είπε τίποτα για την επιστροφή του. Το σπίτι του ήταν μονίμως κλειστό και σκοτεινό, δεν έμενε άραγε πια εκεί; Αυτό που της έκανε εντύπωση ήταν το πως άσπρισε το πρόσωπο του Αντριάνο μόλις συνειδητοποίησε πως δεν έπρεπε να τον αναφέρει. Η Μυρτώ τον λυπήθηκε, αλλά μέσα της καιγόταν, γιατί ξάφνου έπιασε τον εαυτό της να θέλει ακόμα περισσότερο να τον δει ξανά.
«Δεν τον πήρε το μάτι μου. Σίγουρα θα τον δω σύντομα», του απάντησε χαμογελαστά και του έδειξε προς την παραλία. «Πάω να πάρω λίγο χρώμα. Θα έρθω μετά να τα πούμε».
Ο άντρας κούνησε το κεφάλι του λυπημένος, αλλά κι ανακουφισμένος που δεν συνέχισε την κουβέντα, και την παρακολούθησε για λίγο μέχρι που την είδε να απλώνει την πετσέτα της στην άμμο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και επέστρεψε στο μαγαζί όπου κρυβόταν ο Νταμιάνο λες και τον κυνηγούσε η αστυνομία. Έβαλε τα χέρια στη μέση του και τον κοίταξε άγρια, αλλά εκείνος έκανε τάχα πως κοιτούσε την οθόνη του υπολογιστή του ενώ μέσα του έβραζε.
«Πόσο χρονών είσαι; Τριάντα δύο, καλά δεν θυμάμαι;»
«Μην αρχίζεις», απάντησε προειδοποιητικά ο Νταμιάνο.
«Αντί να της μιλήσεις κρύβεσαι σαν τον δειλό».
«Αντριάνο, άντε φέρε μου τον καφέ μου και μη μιλάς, αλλιώς θα κάνω άνω-κάτω τη σελίδα σου και δεν θα πατήσει άνθρωπος!»
Η απειλή του έπιασε τόπο. Ο Αντριάνο έφυγε μονολογώντας ότι οι νέοι σήμερα είναι δειλοί, και ο Νταμιάνο έκλεισε τα μάτια του αναθεματίζοντας την ώρα και στη στιγμή που την είδε ξανά. Τόσες παραλίες στο Σορέντο, κι εκείνη αποφάσισε να πάει σε αυτή κοντά του. Άρπαξε τα πράγματά του και βγήκε έξω για να καθίσει σε ένα από τα τραπέζια κάτω από το κιόσκι. Μπορούσε να τη βλέπει από εκεί, χωρίς να τον πάρει είδηση, και δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί αν θα μπορούσε να πέσει πιο χαμηλά από αυτό. Παρόλ' αυτά, κάθισε εκεί, δεν άλλαξε γνώμη. Έμεινε στη θέση του κρυμμένος πίσω από την οθόνη του λάπτοπ να την κοιτάζει να παίζει ανέμελα με τη σκυλίτσα. Φυσικά και την υιοθέτησε. Η Μυρτώ δεν θα άφηνε ποτέ ένα αβοήθητο πλάσμα να περιφέρεται έξω χωρίς να προσπαθήσει έστω να του δώσει καταφύγιο.
Κάπως έτσι τη γνώρισε πριν πολλά χρόνια. Ήταν δεκατέσσερα κι εκείνη δώδεκα. Δεν την ήξερε, πρώτη φορά την έβλεπε αλλά μόλις είδε εκείνα τα μεγάλα πράσινα μάτια, τα καστανόξανθα μαλλιά που έφταναν ως τη μέση της πλάτης της και τα χείλη της που τρεμόπαιζαν επειδή ήταν βρήκε ένα πεθαμένο πουλί στην αυλή, αποφάσισε πως την αγαπούσε. Με τι είδους αγάπη, δεν ήξερε, αλλά δεν ήθελε να την αποχωριστεί ποτέ του. Εκείνος δεν μιλούσε αγγλικά ή ελληνικά κι η Μυρτώ δεν ήξερε ιταλικά, αλλά με κάποιον μαγικό τρόπο κατάφεραν να συνεννοούνται και να περνάνε χρόνο μαζί. Της μάθαινε τη γλώσσα του κι αυτή του δίδαξε τη δική της. Γελούσαν υστερικά με τα λάθη τους και περνούσαν ώρες να κοιτάνε την Κιάρα με την Άννα που μαγείρευαν. Ήταν στιγμές που δεν θα άλλαζε με τίποτα κι αναρωτήθηκε αν εκείνη τις θυμόταν, γιατί ο ίδιος δεν μπορούσε να ξεχάσει τίποτα, όσο κι αν προσπαθούσε.
Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στη δουλειά του αλλά κάθε της κίνηση του αποσπούσε μεμιάς την προσοχή. Δεν τολμούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Ήξερε κάθε καμπύλη της, κάθε σημάδι πάνω στη λευκή επιδερμίδα της. Ήξερε τι της άρεσε και τι μισούσε, ήξερε πως να της βάλει φωτιά χωρίς καν να την αγγίξει. Γιατί γύρισε... γιατί έπρεπε να του θυμίσει όλο τον πόνο που του χάρισε;
«Γιατί δεν πας να της μιλήσεις;» Οι φωνές του Αντριάνο ακούστηκαν παντού και η Μυρτώ στράφηκε προς το μέρος τους. Τελευταία στιγμή κατάφερε να κρυφτεί πριν τον δει, κι έριξε μια ματιά στον άντρα που στεκόταν δίπλα του, που έλεγε πως αν δεν έφευγε θα τον σκότωνε. «Τι χαζά παιδιά, Θεέ μου, δίνουν κακό όνομα στον έρωτα».
«Ποιον έρωτα, δεν είμαι ερωτευμένος...»
«Ναι, κι εγώ είμαι μοντέλο του Γκούτσι!»
Του έδωσε μια σφαλιάρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού και έφυγε, αφού του άφησε τον καφέ του. Ο Νταμιάνο πέρασε τα χέρια του μέσα από τα πλούσια σκούρα καστανά μαλλιά του κι έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Ήταν γελοίο, έπρεπε να αφήσει πίσω το παρελθόν και να σταματήσει να κρύβεται. Έτσι κι αλλιώς, δεν θα κρυβόταν για πάντα από την Μυρτώ. Απλά, εκείνη η μέρα, δεν ήταν η κατάλληλη για να της μιλήσει. Μάζεψε τα πράγματά του για να φύγει αλλά σταμάτησε πρώτα από τον Αντριάνο.
«Πήγαινέ της λίγο παγωμένο νερό, πάλι δεν έφερε μαζί της. Και κάτι να φάει, είναι πάντα αφηρημένη όσον αφορά την προσωπική της φροντίδα... ό,τι πάρει βάλε τα στον λογαριασμό μου και μην πεις κουβέντα γιατί θα στο βουλιάξω το μέρος», του είπε, δείχνοντάς του το λάπτοπ. Έφυγε πριν ακούσει τα σχόλια του Αντριάνο. Ίσως μακριά της να μπορούσε να βρει ξανά τη χαμένη του αυτοσυγκέντρωση και να έκανε σωστά τη δουλειά του.
♥
Η Μυρτώ χαμογέλασε στον Αντριάνο που πλησίαζε με το βήμα ασταθές, γιατί δεν ήταν συνηθισμένος να περπατάει πάνω στην άμμο, με τον δίσκο που κρατούσε να ταλαντεύεται επικίνδυνα. Της έδωσε ένα μπουκάλι νερό και άφησε ένα μπολ με παγωμένο νερό για τη Σορεντίνα. Ξαφνιάστηκε όταν της έδωσε ένα μπολ με τέσσερις μπάλες παγωτό και ένα πιάτο με ένα μικρό πανίνο. Γέλασε γιατί σκόπευε να μην την αφήσει με άδειο στομάχι.
«Πόσο με σκέφτεσαι!» είπε, αλλά ο άντρας κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Όχι εγώ, είναι κερασμένα όλα, έχω εντολή να σε προσέξω».
«Από ποιόν;»
«Από έναν, μη με ρωτάς, δεν μπορώ να σου πω», αγανάκτησε κι έφυγε με γρήγορο βήμα λες και φοβόταν μην τον κυνηγήσει.
Η Μυρτώ γέλασε κοφτά κι έφαγε λαίμαργα το παγωτό, ενώ μια σκέψη βασάνιζε το μυαλό της. Δεν ήξερε αν αυτό που είδε ήταν πραγματικότητα ή έπαιζε το μυαλό της παιχνίδια, αλλά θα ορκιζόταν πως σε ένα από τα τραπέζια είδε τον Νταμιάνο. Η καρδιά της κόντεψε να σπάσει. Από την ώρα που τον ανέφερε ο Αντριάνο, δεν μπόρεσε να ηρεμήσει. Δεν ήξερε αν ήθελε να τον δει ή όχι γιατί φοβόταν την αντίδρασή του, όπως φοβόταν και τη δική της. Οι λογαριασμοί που είχαν ανοιχτοί ήταν τόσοι πολλοί που δεν ήταν σίγουρη πως θα μπορούσαν να τους κλείσουν ποτέ. Δεν μίλησαν ποτέ από τη μέρα που έφυγε, δεν ζήτησε εξηγήσεις κι εκείνη δεν τους τις έδωσε ποτέ. Περίμενε πως θα την έψαχνε, πως τουλάχιστον θα τον ρωτούσε γιατί τον παράτησε έτσι στα ξαφνικά, μα προφανώς δεν τον ένοιαξε τόσο η φυγή της. Γι' αυτό δεν επικοινώνησε ποτέ μαζί του. Η Άννα ήξερε το λόγο αλλά της ζήτησε να μην του πει κάτι. Την έβαλε να ορκιστεί πως δεν θα ανακατευόταν κι εκείνη συμφώνησε γιατί κατάλαβε πόσο σημαντικό ήταν για τη Μυρτώ.
Πολλές φορές ένιωθε πως αυτό που έκανε ήταν άδικο, αλλά πως να του έλεγε τι τη ώθησε ως τη φυγή της; Πως θα του εξηγούσε πως κοιτούσε το πρόσωπό του και δεν αναγνώριζε πουθενά εκείνο το αγόρι που αγάπησε από την πρώτη ματιά; Θα καταλάβαινε; Ο Νταμιάνο ήταν καλός άνθρωπος αλλά ήταν εγωιστής. Κι εκείνη ήταν εγωίστρια. Μερικές φορές δεν καταλάβαινε πως οι δυο τους αγαπήθηκαν τόσο πολύ, αλλά γνώριζε πολύ καλά ότι ο εγωισμός τους ήταν εκείνος που τους χώρισε.
Χάιδεψε τα αυτιά της Σορεντίνα και χαμογέλασε μελαγχολικά. «Εσύ να μείνεις μακριά από τα αγοράκια, σαν καλό κορίτσι που είσαι, μόνο μπελάδες φέρνουν. Κι όσο πιο όμορφα είναι, τόσο το χειρότερο. Έλα, πάμε να καθίσουμε στο μαγαζί του Αντριάνο. Θα του κάνουμε μια ανάκριση, μπορεί να το παίξει σκληρός αλλά θα μου πει την αλήθεια».
Μετακόμισαν κάτω από το κιόσκι και λίγες στιγμές αργότερα, Αντριάνο κάθισε μαζί της, για να ξεκουραστεί λίγο. Ακόμα δεν είχε πολλή κίνηση το εστιατόριο, αλλά αργότερα θα έφταναν τα καραβάκια από την Ίσκια και το Κάπρι κι όλα τα τραπέζια θα γέμιζαν.
«Λοιπόν, γιατί επέστρεψε ο Νταμιάνο;» ρώτησε, με αυστηρότητα.
«Ο Νταμιάνο; Που τον θυμήθηκες αυτόν...»
«Αντριάνο, εσύ με ρώτησες αν τον είδα και πως ήρθε πριν έξι μήνες», τον μάλωσε κι ο άντρας κοκκίνισε ολόκληρος. «Ξέρει πως είμαι εδώ και σου είπε να μην βγάλεις άχνα», του είπε. Δεν χρειάστηκε να της απαντήσει, το ικετευτικό του ύφος τα έλεγε όλα. Η Μυρτώ άφησε την ανάσα της να βγει αργά και χαμογέλασε πικραμένη. «Δεν τον αδικώ, καλά μου κάνει».
«Μια μέρα πρέπει να μιλήσετε και να εξηγηθείτε. Όσο πιο γρήγορα τόσο το καλύτερο».
«Έπρεπε να είχαμε εξηγηθεί πριν έξι χρόνια αλλά εγώ έφυγα, σαν τον κλέφτη, κι εκείνος δεν με κυνήγησε», απάντησε και αυτή ήταν η μοναδική αλήθεια που γνώριζε ακόμα κι η ίδια.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top