John Watson

Η μάχη είχε ανάψει κάτω από τον καυτό ήλιο της Άπω Ανατολής. Ο στρατός των επαναστατών ανέκαθεν δεν πτοούνταν από τις εξωφρενικά υψηλές θερμοκρασίες που έδειχναν τα θερμόμετρα· αυτό όμως δεν ίσχυε και για τον στρατό των Άγγλων που είχαν έρθει να υπερασπιστούν τους αμάχους και να δώσουν τέλος στις πολύχρονες διαμάχες. Αυτό τουλάχιστον έλεγαν και δέχονταν όλοι.

Το τάγμα του Νορθάμπελαντ είχε φτάσει στο πεδίο μόλις δεύτερο.

Ο ήλιος πίσω στην πατρίδα του,την Αγγλία, ήταν φαινόμενο σπανιότατο και θεωρούνταν ευλογία από τον Θεό όποτε εμφανιζόταν στον γκρίζο ουρανό. Σε αντίθεση με τη θερμή Ασία η οποία είχε να προσφέρει τόσο ήλιο όσο και πετρέλαιο, για το οποίο μάχονταν τώρα οι στρατιώτες.

Δεν επρόκειτο για άνθρωπο που αγαπούσε τον πόλεμο ή τη μάχη ή έστω τη δράση. Τον είχαν στείλει ως αξιωματούχο εκεί ενώ παράλληλα τελούσε τα καθήκοντά του ως στρατιωτικός γιατρός. Του είχαν υποσχεθεί ότι μετά από τρεις μήνες στο Αφγανιστάν θα τον έστελναν στην Άγκυρα, όπου οι κατάσταση δεν ήταν τόσο τεταμένη, κι αν ήταν και λίγο τυχερός μετά θα τον έστελναν πίσω στην πατρίδα, να ασχοληθεί με τη γραφειοκρατία του στρατού.

Τη μισούσε τη γραφειοκρατία αλλά εκείνη τη στιγμή φάνταζε σαν το πιο όμορφο και άπιαστο όνειρο. Σαν μια ουτοπία που δεν πραγματοποιούνταν ποτέ.

Οι εχθροί τους χτυπούσαν ανελέητα. Με το ζόρι διέκρινε τους στρατιώτες του μέσα στην αμυδρότητα της σηκωμένης σκόνης. Δεν ήταν ανεμοστρόβιλος. Ήταν η αντάρα της γης όταν τόσες σφαίρες και όπλα αλληλεπιδρούν.

Φώναξε τους στρατιώτες του. Κανένας δεν του απάντησε. Πλέον στόχευε κατά βούληση. Δεν έβλεπε τίποτα γύρω του.

Και κάπως έτσι ένιωσε μια βόμβα να προσγειώνεται κοντά τους από τα αεροπλάνα που τριγυρνούσαν στον ουρανό. Και εξερράγη λίγα μέτρα μακριά του.

...................

Ο John Warson ξύπνησε στο κρεβάτι του, στο μικρό του διαμέρισμα, στο Λονδίνο, μούσκεμα στον ιδρώτα, με ανάσες τρελές και ασταμάτητες, μια καρδιά που σπαρταρούσε και την πληγή στο αριστερό του πόδι να του στέλνει σουβλερούς πόνους. Ήθελε να ουρλιάξει αλλά δεν έβρισκε τη δύναμη. Τελικά, κάθισε στο κρεβάτι του μέχρι το ξημέρωμα και κοιτούσε ευθεία μπροστά του τα πάντα και το τίποτα, το απόλυτο κενό και το βλέμμα του μαρτυρούσε ότι πλησίαζε η ώρα που θα έχανε τα λογικά του.

Προσπάθησε να γράψει στο blog του. Τίποτα. Δεν είχε έμπνευση. Δεν είχε τίποτα να γράψει.

Το πρωί είχε ραντεβού με την ψυχολόγο του, την Ella Thomson, η οποία διέθετε υπέρογκη υπομονή και άκουγε όλες του τις ιστορίες και τα παράπονα όταν την παρακαλούσε να του γράψει ηρεμιστικά χάπια για να κοιμάται κι εκείνη αρνούνταν κατηγορηματικά. Ο ίδιος σχεδίαζε να ανοίξει ιατρείο αλλά δεν είχε τόσα χρήματα ώστε να πληρώνει το νοίκι και για τα δυο. Ίσως αν έβρισκε έναν συγκάτοικο να ήταν πιο εύκολα...

"Πώς πηγαίνει το blog σου;" Τον ρώτησε ευδιάθετα. Ήταν δική της ιδέα η δημιουργία του·ίσως τον βοηθούσε να αποβάλει τους εφιάλτες.

"Καλά," αποκρίθηκε χωρίς καθόλου σιγουριά ο John. Καθάρισε τον λαιμό του για να συνεχίσει. "Ναι, πολύ καλά."

Η Ella απλώς του χαμογέλασε, σαν να καταλάβαινε.
"Ούτε λέξη δεν έχεις γράψει, έτσι δεν είναι;"

Δεν έδειξε να εκπλήσσεται καθόλου από τη σωστή της μαντεψιά. Απλώς την κοιτούσε και περίμενε να συνεχίσει.

"John, είσαι ένας στρατιώτης," είπε ήρεμα στο τέλος η Ella. "Θα πάρει αρκετό καιρό μέχρι να προσαρμοστείς στη ζωή του πολίτη. Και μέσω της γραφής του blog, όπου θα γράψεις όλα όσα συμβαίνουν γύρω σου, ειλικρινά θα σε βοηθήσει."

Αν και οι καρέκλες τους απείχαν δυόμισι μέτρα, ο John ένοιωθε ότι του μιλούσε σαν να βρισκόταν πολύ κοντά, σαν δυο φίλοι που συνομιλούν.

"Τίποτα δε μου συμβαίνει," της απάντησε με τη δική του ειλικρίνεια.

Λίγες ώρες αργότερα προχωρούσε προς το διαμέρισμά του. Προτιμούσε να περπατά. Δεν συμπαθούσε τα λεωφορεία ούτε τα ταξί εκτός κι αν υπήρχε μεγάλη ανάγκη. Ακόμα και τώρα, με το πληγωμένο πόδι, που του ήταν τρομερά οδυνηρό να περπατήσει και χρησιμοποιούσε ένα μπαστούνι, διατηρούσε στο έπακρο τις συνήθειες του. Ήταν τέτοιος άνθρωπος που τιμούσε τη ρουτίνα και δεν δεχόταν εύκολα αλλαγές στο περιβάλλον του, μικρές ή μεγάλες. Μέχρι και το πεδίο στο Αφγανιστάν είχε καταφέρει να συνηθίσει κι ίσως αν δεν έφευγε εξαιτίας του τραυματισμού του, υπήρχε περίπτωση να μην τον πείραζε πλέον ο καυτός, Ασιατικός ήλιος.

Περνούσε από ένα πάρκο με μια λίμνη στο κέντρο, όπου οι πάπιες έδειχναν να απεχθάνονται το νερό και να κυνηγούν τα ψίχουλα των καλοπροαίρετων ανθρώπων που τους τα πετούσαν.

Ο John δεν τους κοιτούσε. Είχε το βλέμμα του ευθεία μπροστά, φοβούμενος μήπως χτυπήσει πουθενά ή στραβοπατήσει.

Πέρασε ένα παγκάκι. Καθόταν ένας ευτραφής κύριος, με μια πολύχρωμη, ριγέ γραβάτα πάνω στο κάτασπρο πουκάμισό του, μια καπαρτίνα έναντι σακακιού, γυαλιά λιτά για χρήση μόνο επαγγελματική και μερικές γκρίζες τρίχες στους κροτάφους του. Διάβαζε εφημερίδα και φαινόταν απορροφημένος από αυτήν. Για λίγο του φάνηκε ότι τον γνώριζε αλλά αγνόησε το συναίσθημα και συνέχισε τον δρόμο του.

Μέχρι που άκουσε μια φωνή πίσω του να φωνάζει το όνομά του.

"John!"

Το αγνόησε και προχώρησε. Υπήρχαν πάρα πολλοί John στην Αγγλία. Σίγουρα δεν απευθύνονταν σε αυτόν.

"John Watson!" Ακούστηκε πάλι η ίδια φωνή, πιο κοντά του αυτή τη φορά.

Μόνο τότε ο John γύρισε και αντίκρισε τον κύριο με την καπαρτίνα που είχε δει πιο πριν και τον παρατήρησε καλύτερα. Κάποιον του θύμιζε, αλλά δεν μπορούσε να ανακαλέσει ποιον.

"Stamford," είπε ο κύριος δείχνοντας τον εαυτό του. "Mike Stamford. Ήμασταν μαζί στο St. Bart's," τον βοήθησε και ο John αμέσως τον αναγνώρισε.

"Μα και βέβαια, Mike, γεια σου," τον χαιρέτησε λίγο αμήχανα και ντροπιασμένα που δεν τον θυμήθηκε νωρίτερα και αντάλλαξαν μια χειραψία.

"Ναι, το ξέρω, πάχυνα," αποκρίθηκε ο Stamford με εκείνο το μεγάλο χαμόγελο που θυμόταν ο John και μια μεγάλη δόση αυτοσαρκασμού. Ο John ένιωσε αμέσως να χαλαρώνει.
"Πώς είσαι;" Τον ρώτησε ο Mike. "Τι έπαθε το πόδι σου;"
Η τελευταία ερώτηση ήρθε δειλά δειλά. Δεν ήθελε να φανεί αδιάκριτος.

"Με πυροβόλησαν," απάντησε ο John άχρωμα. Σαν ένα απλό γεγονός.

Ο Mike τον κοιτούσε για λίγο σαν χαμένος αλλά μετά συνέχισε την κουβέντα.

Αργότερα, κάθονταν μαζί σε ένα παγκάκι ενός αλλού πάρκου και έπιναν καφέ στο χέρι ενώ συζητούσαν για τα παλιά και τα νέα τους.

"Είσαι ακόμα στο St. Bart's;" Ρώτησε ο John.

"Ναι, διδάσκω πλέον. Πανέξυπνα, νέα παιδιά, όπως εμείς είμαστε κάποτε. Θεέ μου, δε φαντάζεσαι πόσο τα μισώ."

Γέλασαν και οι δύο με το αστείο.

"Εσύ; Απλά κάθεσαι στην πόλη μέχρι να αναρρώσεις;" Ρώτησε ο Stamford με τη σειρά του τον John.

"Δεν μπορώ να πληρώνω το νοίκι στο Λονδίνο με τη σύνταξη του Στρατού," αποκρίθηκε ο Δόκτωρ Watson.

"Δε θα άντεχες να ήσουν κάπου αλλού," παρατήρησε ο Stamford. "Αυτός δεν είναι ο John Watson που ξέρω."

"Ναι, αλλά δεν είμαι ο John Watson..." ξεκίνησε να του απαντήσει αλλά δεν ολκλήρωσε αφού το πόδι του του έστειλε έναν απαίσιο πόνο ο οποίος του θόλωνε το μυαλό.

"Η Harry δεν μπορεί να σε βοηθήσει;"

Η Harry ήταν η μικρότερη αδελφή του John. Δεν έμενε στο Λονδίνο και είχε παρατήσει τους γονείς τους όμως είχε μια πολύ καλή δουλειά και ο John στην πραγματικότητα θαύμαζε τον χαρακτήρα και τη σπιρτάδα της.

"Λες και πρόκειται να γίνει..." Απάντησε με ειρωνεία και λίγη πικρία ο Watson.

"Δεν ξέρω. Ίσως αν έβρισκες συγκάτοικο ή κάτι τέτοιο;" Πρότεινε ο παλιός του φίλος.

Ο John σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε στα μάτια.
"Έλα τώρα, ποιος θα ήθελε εμένα για συγκάτοικο;"

Ο Mike Stamford γέλασε και τα λακάκια στα μάγουλά του έμοιαζαν πιο φανταχτερά από όσο τα θυμόταν.

"Τι;" Παραξενεύτηκε ο Watson.

"Είσαι ο δεύτερος άνθρωπος που μου το λέει αυτό σήμερα," του εξήγησε ο Stamford.

Ο John σκέφτηκε για λίγο πριν πάρει το θάρρος και τον ρωτήσει.

"Και ποιός ήταν ο πρώτος;"

**************************

Αυτό ήταν το πρώτο κεφάλαιο του John Watson!!!!

Το επόμενο ανεβαίνει την επόμενη εβδομάδα.

Να στε καλά και να περνάτε υπέροχα το καλοκαίρι!!

Meeting κορυφής στο επόμενο!!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top