▪️Κεφαλαιο 24▪️
«Μωρό μου !» Την φίλησε με μανία στο μάγουλο . «Δεν το πιστεύω ότι σε έχω στην αγκαλιά μου ξανά ! Χριστέ μου σε ευχαριστώ που μου έφερες το παιδάκι μου πίσω από τις Αμερικες.» Αναφώνησε η γυναίκα με λαχτάρα που αγκάλιαζε ξανά την κόρη της . Πόσος καιρός είχε χαθεί από τη τελευταία φορά που ειδώθηκαν
«Μανούλα μου ! Μανουλιτσα μου ! Ποσό μου είχες λείψει .» Την έσφιξε και η Μαρίνα στην αγκαλιά της και την έπνιξε στα φιλία . Ποσό συγκινητική και τρυφερή στιγμή μάνας-κόρης .
«Που είναι η έγγονη μου ; Δεν μου είπες πως την έφερες !» Αναφώνησε και κοίταξε με σύγχυση τον χώρο γύρω της για να εντοπίσει την μικρή Ιζαμπέλα .
«Στην έφερα μαμά μου ! Στην έφερα ! Είναι έξω με τον Αχιλλέα . Κάνε λίγη υπομονή και θα έρθει . Μην την καταβροχθίσεις με τις ερωτήσεις σου . Πρέπει να προσαρμοστεί το παιδί στην καινουρια της καθημερινότητα και αυτό να ξέρεις θα πάρει χρόνο .» Την πληροφόρησε .
«Ιζαμπέλα κορίτσι μου !» Φώναξε η Μαρίνα « Έλα εδώ να γνωρίσεις την γιαγιά σου !»συμπλήρωσε και την ίδια στιγμή η ξύλινη εξώπορτα άνοιξε και η μικρή Ιζαμπέλα μαζί με τον θείο της Αχιλλέα μπήκαν στο εσωτερικο του σπιτιού . Μόλις είδε τόσο κόσμο γύρω της ντράπηκε και κρύφτηκε πίσω από τον ψηλό κορμό του άντρα δίπλα της . Όλοι χαμογέλασαν στην αντίδραση της και η Μαρίνα πλησίασε στο μέρος της .
«Μωράκι μου ! Δώσε μου το χεράκι σου να πάμε μαζί στην γιαγιά !» Της ψιθύρισε η μαρίνα και η Ιζι την κοίταξε δειλά δίνοντας της την μικρή της παλάμη .
«Αυτή είναι η μαμά μου και δίκη σου γιαγιά !» Της έδειξε την μαυροφορεμένη γυναίκα που είχε υψώσει το ανάστημα της μπροστά στο μικρό πλασματάκι .
«Ομορφιά μου ! Ίδια η μαμά σου είσαι κούκλα μου ! Να ξέρεις πως η γιαγιά πάντα σε είχε στην καρδιά της παρόλο που δεν σε είχε δει ποτέ» της χάιδεψε τα μαλλάκια και η Ιζι ένιωσε ξαφνικά την ζεστασια να την πλημμυρίζει και ξάφνου ένιωσε την ανάγκη να κρυφτεί στην αγκαλιά της . Η γιαγιά Γεωργία ένιωσε ξανά μια πληρότητα ύστερα από αυτή την μακροχρόνια απώλεια .
«Και εσυ μοιάζεις με την μαμά μου γιαγιά !» Ψελισσε η μικρή και όλοι χαμογέλασαν με την γλυκιά φωνή της .
«Και αυτή Ιζι μου είναι η αδερφή μου η Λινά και ο ξάδερφος σου ο Γιάννης !» Η μικρή σαν προσπέρασε την Θεια της έτρεξε προς στον μικρό ξαδερφο της και τον έκλεισε στην αγκαλιά του . Ο μικρός ανταπέδωσε αμέσως και την φίλησε στα μαλλιά . Ένας γλυκός και όμορος διάλογος εξελίχθηκε μεταξύ των δυο ανηλίκων παιδιών που κέρδισε την προσοχή όλων .
«Μαρίνα μου , ο Αλέξανδρος δεν θα ερθει ;» Ρώτησε η λινά καθώς βρισκόταν όλοι συγκεντρωμένοι στο οικογενειακό τραπέζι έτοιμοι να γευτούν τα πλούσια εδέσματα της γιαγιάς Γεωργίας .
«Εεε όχι σύντομα ! Οι υποχρεώσεις είναι πολλές , ο φόρτος εργασίας υπερβολικός ... καταλαβαίνεις !» Απάντησε με αμηχανία γεγονός που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Αχιλλέα ο οποίος αμέσως κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά .
«Μαμά θα πάρουμε ένα τηλέφωνο τον μπαμπά μόλις φάμε ;» Ρώτησε η μικρή καθώς χτυπούσε επίμονα το πιρούνι στο πιάτο της .
«Αγάπη μου ο μπαμπάς θα είναι στην δουλειά ! Θα τον πάρουμε άλλη στιγμή !»απάντησε η Μαρίνα και ο Αχιλλέας την κοίταξε με νόημα .
«Μαρίνα μου , θέλεις να έρθεις να με βοηθήσεις να φέρουμε δυο καρέκλες ακόμη;» Ρώτησε ο Αχιλλέας και η Μαρίνα ανυποψίαστη δέχτηκε αμέσως . Μόλις έφτασαν έξω από το δωμάτιο την τράβηξε αμέσως μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω τους .
«Τι στο διάολο συμβαίνει ρε Μαρίνα ;» Ψιθύρισε με θυμό ο Αχιλλέας σφίγγοντας την από το μπράτσο .
«Σαν τι να έγινε Αχιλλέα ; Σου είχα πει πως θα ερχόμουν κάποια στιγμή !» Απάντησε στο ίδιο τόνο .
«Μόνο που μου είχες πει ότι θα έρχοσασταν οικογενειακώς ! Αυτά τα 'έχει δουλειά ο μπαμπά και δεν μπορούμε να του μιλήσουμε' εγώ δεν τα χάφτω Μαρίνα . Τι έγινε πάλι ; Μίλησε μου . Είδη από την προηγούμενη φορά που μιλήσαμε στον τηλέφωνο ακούγοσουν κάπως περίεργη !» Της είπε αλλά εκείνη συνέχισε να προσποιείται πως όλα ήταν καλά . Αλλά δεν ήταν !
«Απλώς θέλω να τον κάνω να πληρώσει με το ίδιο νόμισμα ! Όπως με πόνεσε έτσι να πονέσει και εκείνος . Να δει πως είναι να ζεις μακριά από το παιδί σου . Να περνάνε οι μέρες και να μην ξέρεις αν είναι καλά , πως περνάει , αν είναι ευτυχισμένο . Θέλω να πονέσει Αχιλλέα ! Θέλω να πονέσει πολύ !» Γρυλισε και έκανε τον Αχιλλέα να μείνει με το στόμα ανοιχτο . Δεν πίστευε στα αυτιά του αυτά που μόλις είχε ξεστομίσει η Μαρίνα . Δεν πίστευε αυτό το μίσος που ξέβραζε από την ψυχή της .
«Τι λες Μαρίνα ! Είσαι σοβαρή ; Πήρες το παιδί και έφυγες για να πονέσεις τον Αλέξανδρο αλλά το παιδί σου δεν το σκέφτηκες καθόλου ! Δεν σε αναγνωρίζει βρε Μαρίνα ! Με αυτό που κανείς να ξέρεις ότι χάνεις όλο σου το δίκιο .» Της είπε ήρεμα ο Αχιλλέας σε μια προσπάθεια να την συνετίσει .
«Όλα τα σκέφτηκα Αχιλλέα ! Όλα ! Αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς !» Έσκυψε το κεφάλι της . Δεν έπρεπε να πει τίποτα . Έτσι της είχε πει.
«Μαρίνα σύνελθε γιατί θα σε χτυπήσω να ξυπνήσεις και ξέρεις δεν μου αρέσει να χειροδικώ σε γυναίκες !» Της είπε ξανά με τον βρόντο να αντηχει από το ηχοχρώμα της φωνής του .
«Μια χαρά είμαι ! Και εσυ μην ανακατεύεσαι Αχιλλέα , για τον καλό σου . Και όσον αφορά τον Αλέξανδρο άσε με να το κανονίσω μόνη μου !» Είπε και έφυγε από το δωμάτιο .
«Που είστε κορίτσι μου τόση ώρα ; Σας περιμένουμε για να φάμε !» Αναφώνησε η κυρία Γεωργία . «Που είναι οι καρέκλες ;» Ρώτησε καθώς είχε γυρίσει πίσω με άδεια χέρια .
«Τις φέρνει τώρα ο Αχιλλέας !» Απάντησε μονότονα και κάθισε στο τραπέζι . Το πρόσωπο της είχε κατακίτρινισει . Βρισκόταν σε ένα τεράστιο αδιέξοδο χωρίς τρόπο διαφυγής .
«Ας τσουγκρίσουμε στην επιστροφή σας και ας αναμένουμε και την επιστροφή του Αλεξάνδρου !» Αναφώνησε η Λινά και όλοι μαζί συγκρούσαν τα ποτήρια τους στον αέρα .
«Αα μαρίνα μου χθες μου τηλεφώνησε και ο Άγγελος , ξάδερφος του Αλεξάνδρου . Μου είπε να του τηλεφωνησεις μολις φτάσεις , έχει κάτι να σου πει !» Ξεστόμισε η κ.Γωγω και έκανε την ανάσα της Μαρίνας να κοπεί .
«Σου είπε τίποτα άλλο ;» Ρώτησε ανήσυχα .
«Όχι ματάκια μου ! Μόνο αυτό» απάντησε .
«Τι θέλει Μαρίνα απο εσένα Άγγελος ;» Ρώτησε ο Αχιλλέας που τώρα άρχισε να κάνει άλλους συνειρμούς με το μυαλό του που ξέφευγαν πολύ από την πραγματικότητα .
«Δεν γνωρίζω ! Θα επικοινωνήσω μαζί του και θα σε ενημερώσω !» Απάντησε κάπως απότομα .
Flashback
«Τι έπαθες ;» Ρώτησε ο Αλέξανδρος .
«Τίποτα» είπε και έτρεξε στο δωμάτιο . Άλλο ένα μήνυμα είχε καταφθάσει στο κινητό της και αυτή την φορά θα της άλλαζε ολοκληρωτικά την ζωή . Το κινητό χτύπησε . Άγνωστος αριθμός ! Ήταν εκείνος .
«Τι θέλεις ;» Τον ρώτησε ψυχρά .
«Μαζεύεις τα πράγματα σου και επιστρέφεις Ελλάδα μαζί με το μπάσταρδο σου . Δεν θα τολμήσεις να ανοίξεις το στόμα σου σε κανέναν αλλιώς μην ξεχνάς πως ο άντρας σου θα δει τα σίδερα της φυλακής και το παιδί σου τα ραδίκια ανάποδα» της κόπηκαν απευθείας τα πόδια . Έπρεπε να φύγει . Έπρεπε να σώσει την οικογένεια της ακόμη και αν οι ευθύνες έπεφταν όλες πάνω της . Το επόμενο κιόλας πρωί που Αλέξανδρος θα πήγαινε στην δουλειά εκείνη θα έφευγε . Και το έκανε ! Αφήνοντας του ένα γράμμα στο τραπέζι της κουζίνας και μαζί και την καρδιά της .
Παίρνω το παιδί και φεύγουμε ! Μην με ψάξεις ! Όπως με έκανες να πονέσω , έτσι θα πονέσεις και εσυ . Μαρίνα
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top