Κεφάλαιο 58



Κεφάλαιο 58


ΝΥ-Μανχάταν

Αμερική

Μέρα 2η

Η κοπέλα ξύπνησε τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας κάθιδρη. Είχε καταφέρει να κοιμηθεί μόλις τρείς ώρες. Νόμισε πως όλα αυτά τα είχε ονειρευτεί την προηγούμενη ημέρα. Όμως ανοίγοντας τα μάτια με τρόμο διαπίστωσε πως δεν φαντάστηκε τίποτα . Δεν ονειρεύτηκε τίποτα. Ήταν όλα πέρα για πέρα αληθινά. Ήταν εδώ στο δεύτερο υπόγειο ενός ετοιμόρροπου κτιρίου που μύριζε άσχημα. Η κοπέλα αρνήθηκε να ρίξει έστω και μια ματιά γύρω της. Ποιο το νόημα? Κανείς δεν ήξερε που ήταν και με ποιον. Κανείς δεν θα μπορούσε να την εντοπίσει εάν την αναζητούσε. Όσο για το τέρας... Αυτός δεν ήξερε ούτε ποιος ήταν ούτε τον λόγο που είχε μπει η ίδια στο στόχαστρο του. Αρνήθηκε για μια ακόμα φορά να σκεφτεί την ζωή που μεγάλωνε μέσα της. Πως θα το προστάτευε αυτό το παιδί? ΠΩΣ? Ξαφνικά, ο τρόμος που ένιωθε μέχρι εκείνη τη στιγμή μετουσιώθηκε σε μια παράξενη ηρεμία. Η κοπέλα, έγειρε το κεφάλι της ξανά στο μαξιλάρι έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και επέτρεψε μετά από χρόνια σε εικόνες από το παρελθόν να εισβάλλουν μυαλό της, για να τη γαληνέψουν αντί να τη λυπήσουν.

Εικόνες εκείνης και της μητέρας της στην παλιά κουζίνα του πέτρινου σπιτιού της στην Κρήτη ήταν αυτές που της ήρθαν πρώτες στο μυαλό. Η μητέρα της να της πλέκει τα μαλλιά σε μια όμορφη κοτσίδα. Εκείνη με το κίτρινο φορεματάκι της δίπλα στη μητέρα της και η αγαπημένη της κούκλα στης αγκαλιά της.

Η μαγευτική φωνή του πατέρα της να μαγεύει όλους τους ντόπιους και τους τουρίστες στο πανήγυρι του χωριού. Εκείνη έφηβη να χορεύει παραδοσιακούς χώρους μπροστά σε όλους και να κοιτά με κλεφτές ματιές το αγόρι που είχε ερωτευτεί.

Ο πατέρας της να μαλώνει μαζί της και να της απαγορεύει να βγει το βράδυ.

Την μυρωδιά του σπιτιού, κάθε φορά που γύριζε από το σχολείο και έβρισκε το μοσχομυριστό φαγητό σερβιρισμένο επάνω στο τραπέζι. Τις εντυπωσιακές κρητικές μαζώξεις , όπως της ονόμαζε ο μπαμπάς της, τα πάρτι που μάζευαν κόσμο και γέμιζαν το σπίτι με φωνές και γέλια.

Η κοπέλα μέσα στην στεναχώρια της θυμήθηκε ακόμα ακόμα και τα πρώτα Χριστούγεννα που αναρωτήθηκε πως χωράει ο Άγιος Βασίλης να περάσει από την καμινάδα. Γέλασε με κλειστά μάτια ενώ τα δάκρια έτρεχαν από τα κλειστά βλέφαρα της , ενώ θυμόταν το πείσμα με το οποίο έμεινε ξύπνια περιμένοντα τον Άγιο να κατέβει από την στενή τους καμινάδα.

Η κοπέλα κράτησε σφιχτά κλειστά τα μάτια της και σύντομα η χθεσινή κούραση και εξάντληση νίκησαν και έτσι παραδόθηκε σε έναν ακόμη ανήσυχο ύπνο.

«Ας συστηθούμε άγγελε μου» Πρότεινε ήρεμα ο άντρας όταν την είδε να αναδεύεται στο κρεβάτι. Η κοπέλα δεν άνοιξε τα μάτια της και ο άντρας άρχισε να κουνά νευρικά τον αυχένα του , σημάδι πως δεν έπαιρνε καλά την συμπεριφορά της κοπέλας.

«Άνοιξε τα μάτια άγγελε μου. Από δω και στο εξής θα μάθεις να με υπακούς. Εάν θέλεις να συνεχίσεις να απολαμβάνεις τις ανέσεις που σου προσφέρω , στέγη και τροφή , θα μάθεις να με υπακούς. Εγώ είμαι το ταίρι σου τώρα» Απαίτησε ο άντρας και η γυναίκα άρχισε να συνέρχεται από το βαρύ της ύπνο και ανακάθισε σαστισμένη στο τεράστιο κρεβάτι με το βαρύ βρώμικο πάπλωμα. Παντού γύρω της άλλωστε επικρατούσε η ίδια βρωμιά και εξαθλίωση.

«Είσαι τρελός. Είσαι ένα τέρας»

Τρελός? Τέρας? Του ήρθε να γελάσει. Αυτός , ήταν έξυπνος , το απέδειξε σε όλους . Σε όλους όσους τόσα χρόνια τον περνούσαν για χαζό . Τον κορόιδευαν πίσω από την πλάτη του. Αυτός τους έβαλε όλους τα γυαλιά. Έβαλε σε όλους τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι τους ξεγέλασε τους ξεφτίλισε και τώρα θα τρέχουν και δεν θα φτάνουν.

Δεν τον εμπόδιζε τίποτα τώρα πια. Τώρα μπορούσε να στεφτεί νικητής του παιχνιδιού. Αφού είχε φτάσει ως εδώ, αφού είχε κλείσει αυτό το παλάτι, αυτό το ονειρεμένο υπόγειο διαμέρισμα έχοντας ξεπεράσει το σκόπελο της ταυτότητας που του είχε ζητήσει ο ιδιοκτήτης λέγοντας του ότι θα την πάει μόλις εγκατασταθεί, πράγμα που δεν έκανε ποτέ, τίποτα δε θα μπορούσε να πάει στραβά.

Χθες ήταν τόσο καλό και τόσο συνεργάσιμο κορίτσι... Δεν τον είχε δυσκολέψει καθόλου. Ούτε ακόμη κι εκεί­νη την επικίνδυνη στιγμή που, σέρνοντας τα πόδια της από το ναρκωτι­κό που της είχε χορηγήσει την ανάγκασε να κάνει εμετό. Ούτε καν τότε ο άγγελος του δεν του δημιούργησε θέμα. Σήμερα όμως έγινε μια μικρή γλωσσού. Και εάν δεν λάμβανε μέτρα σύντομα μπορούσε να μετατραπεί σε μια μικρή μέγαιρα. Θα το διόρθωνε όμως και αυτό . Ήταν άξιος και ικανός για όλα.

«Έχω ετοιμάσει κάτι ξεχωριστό για μάς. Θα ήθελα να σου πω τι θα γίνει από δω και πέρα» Παρέλειπε σκόπιμα να αναφέρει το όνομα της για το όργανο του αντιδρούσε και απειλούσε να την πάρει. Όχι έλεγε στον εαυτό του καλύτερα να γίνουν όλα όπως πρέπει. Να μην ξεφύγει τίποτα από το αυστηρό πρόγραμμα που είχε δημιουργήσει και τον είχε βγάλει ως τώρα ασπροπρόσωπο. Ναι καλύτερα να μην πρόφερε δυνατά το όνομα της . Καλύτερα το όργανο του να έμενε κοιμισμένο, αν και ... κρυφογέλασε, από χθες δεν ήταν και εντελώς κοιμισμένο...

Ο Άντρας ξερόβηξε και συγκεντρώθηκε σε αυτά που είχε να πει, δεν του διέφυγαν τα βλέμματα όλο αϊδία που του έριχνε η κοπέλα τόση ώρα. Επέλεξε απλά να τα αγνοήσει, εάν δεν συνεργαζόταν με το καλό, υπήρχε πάντα και η λύση του πιστολιού, σκεφτικέ με υπερηφάνεια.

«Επαναλαμβάνω , άγγελε μου» Είπε και έσυρε το κορμί του ακόμα πιο κοντά στο σώμα της την ένιωσε να ζαρώνει και γέλασε υστερικά «Θα με μάθεις... Θα μάθεις να με ζητάς...Να παρακαλάς να έρθω... Θα σε κλειδώνω για μέρες, εβδομάδες εδώ μέσα μόνη σου και εσύ θα μάθεις να με θες να παρακαλάς να μην σε αφήνω μόνη σου» ψέλλισε στο αυτί της και έπλεξε μια τούφα της ανάμεσα στα δάχτυλα του.

Η κοπέλα, αναγούλιασε αλλά συγκράτησε τον εαυτό της, την τελευταία στιγμή. Το στομάχι της συσπάστηκε με αποτέλεσμα να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Εισέπραξε ακόμα ένα τρελό γέλιο που κόπηκε ξαφνικά μαχαίρι. Φόβος... Δεν ένοιωθε τίποτα άλλο... Μόνο φόβο και μετά η αδρεναλίνη της χτύπησε κόκκινο και άρχισε να παρατηρεί τα πάντα γύρω της με την ελπίδα πως θα μπορέσει να διαφύγει πριν να είναι αργά. Άρχισε να παρατηρεί καταγράφοντας στο μυαλό της και την παραμικρή του κίνηση, το παραμικρό του νεύμα, ελπίζοντας πως θα της φανούν χρήσιμα στο μέλλον.

«Όπως σου είπα έχω ένα αυστηρό πρόγραμμα.»

«Και εάν δεν με ενδιαφέρει?» Τον ρώτησε προκλητικά. Ο άντρας την αγνόησε επιδεικτικά και συνέχισε.

«Σήμερα θα σου δώσω ορισμένες εξηγήσεις, όχι πως είμαι υποχρεωμένος να το κάνω, απλά έτσι θα σε κάνω να καταλάβεις πως εμείς ανήκουμε ο ένας τον άλλο. Ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε για να ενωθούμε εμείς οι δύο. Πως η μοίρα το κισμέτ το πεπρωμένο μας ήθελε μαζί. Έπειτα θα σε πλύνω θα σου φορέσω την κατάλληλη φορεσιά και θα σε αφήσω να ξεκουραστείς γιατί αύριο ξημερώνει η ημέρα τρία. Η Τρίτη ημέρα είναι ημέρα ορόσημο. Είναι πολύ σημαντική για την πορεία της σχέσης μας. Την Τρίτη ημέρα θα εξαγνιστείς. Ανάλογα από αυτά που θα βρω στο σώμα σου θα δω πόσες ώρες ή και μέρες θα διαρκέσει ο εξαγνισμός σου. Έπειτα... Έπειτα, θα μπορούμε να ενωθούμε, να γίνουμε ένα, να φτάσουμε μαζί στην τελειότητα.»

«Ποιος είσαι? Τι θέλεις?» Είπε η κοπέλα

«Ας ξεκινήσουμε από την αρχή, θα στα πω όλα από την αρχή και αυτό ίσως πάρει μερικέ ώρες γι' αυτό άγγελε μου κάθισε αναπαυτικά και άκου...» Και έτσι ο άντρας ξεκίνησε την ζοφερή του αφήγηση

«Γεννήθηκα σε ένα δημόσιο νοσοκομείο πριν από 50 χρόνια. Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα ποτέ, μεγάλωσα με την μητέρα μου, που όταν με γέννησε ήταν ήδη σαράντα χρόνων. Ήταν μια γλυκιά και μικροσκοπική γυναίκα που νομίζω πως με αγαπούσε αλλά μιας και με μεγάλωνε μόνη της δούλευε πολλές ώρες σε διάφορες δουλειές του ποδαριού προκειμένου να έχουμε τα στοιχειώδη. Και λέγοντας στοιχειώδη εννοώ τροφή και στέγη. Τα ρούχα τα παπούτσια ήταν πάντα από τρίτο χέρι , αγορασμένα από τις υπαίθριες αγορές. Ήταν μια καλή γυναίκα που όμως είχε κάποιες εμμονές. Όσο ήμουν μικρότερος δεν με ενοχλούσαν αλλά όταν μεγάλωσα επαναστάτησα. Η μητέρα έλεγε και ξαναέλεγε πως πρέπει να είμαι καθαρός. Με ανάγκαζε να κάνω μπάνιο συχνά και έπλενε τα ταλαιπωρημένα μου ρούχα συνέχεια. Όταν μεγάλωσα επαναστάτησα ψίλωσα και πολύ και όταν όρθωσα το ανάστημα μου έπαψε να με υποχρεώνει να πλένομαι. Μια άλλη εμμονή της ήταν το διάβασμα. Καθόταν με τις ώρες να διαβάσει μαζί μου. Γυρνούσε την δουλειά και με βασάνιζε με λέξεις και αριθμούς για ώρες , αλλά και αυτό το έλυσα μεγαλώνοντας. Με μάλωνε και φώναζε πως έχω γίνει ατίθασος αλλά εγώ δεν άκουγα, απαλλαγμένος από τις εμμονές της και κύριος του εαυτού μου, όταν έγινα 18 έκανα αίτηση σε μια εταιρία καθαρισμού κτηρίων και μάντεψε... Στην πρώτη αίτηση που έκανα για δουλειά προσλήφθηκα και έμεινα σε αυτούς τους αχάριστος για δουλειά εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια.

Τον πρώτο χρόνο που δούλευα , πετούσα από χαρά ήμουν ανεξάρτητος δεν χρειαζόμουν κανένα και τότε , τότε πήγα στο πρώτο εταιρικό πάρτι. Ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα που εργαζόμουν για αυτούς αγόρασα ένα κοστούμι και μαύρα γυαλιστερά παπούτσια φόρεσα την γραβάτα μου, η μητέρα με φίλησε και μου ευχήθηκε να περάσω καλά, ήταν βλέπεις η πρώτη μου έξοδος, και πήγα στο πάρτι. Εκείνη την εποχή η εταιρία μας έχει αναλάβει τον καθαρισμό των γραφείων μιας νεοσύστατης ασφαλιστικής εταιρίας που αργότερα έγινε ασφαλιστικός κολοσσός στην χώρα. Τότε όμως δεν ήταν παρά μια μικρή εταιρία και για να κάνει ντόρο γύρω από το όνομα της έβαλε ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο σαν δώρο, στο χριστουγεννιάτικο μας ρεβεγιόν. Δεν χρειαζόταν να κάνεις κάτι μας έδιναν κατά την είσοδο μας ένα χαρτάκι με έναν αριθμό και γύρω στις έντεκα το βράδυ, ο ιδρυτής της ασφαλιστικής έκανε την κλήρωση και ανέδειξε τον τυχερό...Μάντεψε ποιος ήταν» Ρωτά ο άντρας και αυτήν ήταν η πρώτη φορά που σταμάτησε την αφήγηση του για να πάρει μια ανάσα.

«Εσύ» Τόλμησε να πει η κοπέλα που τόση ώρα τον άκουγε και αναρωτιόταν τι σχέση μπορεί να έχει εκείνη με όλα αυτά. Εκείνος μιλούσε για την ζωή του εκεί στην Αμερική και όσο περιέγραφε σε καμία περίπτωση δεν κολλούσαν με την δική της ζωή. Για όνομα του θεού δεν είχε καν γεννηθεί, όταν διαδραματιζόταν όλα αυτά. Δεν του είπε κάτι . Περίμενε να ακούσει την κατάληξη. Η υπομονή είναι αρετή λένε. Περίμενε να δει εάν αυτό το ελληνικό ρητό θα αποδεικνύονταν σωστό.

Ο Άντρας χαμογέλασε συνεσταλμένα «Ναι εγώ. Το δικό μου νούμερο κληρώθηκε και αφού βγάλαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες με οδήγησαν στο γραφείο του διευθυντή. Με συνεχάρησαν και με ρώτησαν τι είδους ασφάλεια ήθελα. Να ασφαλίσω το μυαλό μου είπα αμέσως. Εκείνοι σάστισαν και προσπάθησαν να με πείσουν πως ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, μια ασφάλεια ζωής ακόμα ακόμα και μια ασφάλεια αυτοκινήτου ήταν προτιμότερες από αυτό που ζήτησα. Εμένα όμως ξεπηδούσαν συνέχεια στα αυτιά μου τα λόγια της μητέρας που έλεγε , αγόρι μου διάβασε και καλλιέργησε το μυαλό σου. Αγόρι μου χωρίς νου είμαστε χαμένοι, ο νους μας είναι το σημαντικότερο όργανο μας, χωρίς μυαλό δεν προκόβει κανείς ...και έτσι επέμενα και έγιναν όλα όπως τα ζήτησα. Ασφάλεια το μυαλό μου το νου μου.»

Η κοπέλα είχε ανατριχιάσει ήδη, εάν αυτός ο τρελός είχε ασφαλίσει το μυαλό του υπέθεσε πως κάποια στιγμή τα ασφάλιστρα θα πρέπει να είχαν καταβληθεί αφού η νοητική του κατάσταση, ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής πως παρέπαιε.

«Μάλιστα, εξακολουθώ όμως να μην καταλαβαίνω τι δουλειά έχω εγώ εδώ. Όλα αυτά που λες δεν βγάζουν νόημα, δεν ξέρω ποιος είσαι? Γιατί είμαι εδώ. Γιατί εγώ?»

«Ωωωω μας σου είπα η μοίρα μας ήθελε μαζί.» Της είπε και την κοίταξε με ένα γλυκερό βλέμμα. Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το μπούτι της για μια στιγμή πήρε ένα απόκοσμο βλέμμα και η κοπέλα τα έχασε θεώρησε πως είχε έρθει το τέλος της «ΟΧΙ» φώναξε ο άντρας και πήρε γρήγορα το χέρι του από πάνω της. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε ως τον πάγκο της σάπιας κουζίνας, πήρε ένα μπουκάλι νερό και επέστρεψε πίσω στην θέση του. Το άνοιξε και αφού έγλυψε επιδεικτικά το στόμιο του μπουκαλιού κοιτώντας την κοπέλα προκλητικά στα μάτια ήπιε μερικές γουλιές χωρίς να χάσει την οπτική επαφή μαζί της.

«Νόμιζα πως όλο αυτό ήταν τύχη, πως επιτέλους η ζωή μου είχε χαμογελάσει όμως, η αλήθεια είναι πως από εκεί και πέρα τίποτα άλλο δεν συνέβη στην ζωή μου. Ξυπνούσα πήγαινα στην δουλειά και μετά επέστρεφα στο σπίτι, στην μητέρα μου. Για χρόνια ολόκληρα συνεχιζόταν αυτό το μοτίβο και τα χρόνια περνούσαν και εγώ μεγάλωνα και μια μέρα γύρισα σπίτι και η μητέρα δεν ήταν πια εκεί να με υποδεχτεί... έκλαψα πόνεσα είχα μείνει μόνος και ήμουν απελπισμένος , χαμένος και τότε , τότε ήταν που συνάντησα εκείνη... Ήταν νέα και όμορφη ξανθιά σαν νεράιδα. Δεν είχε πολύ καιρό που είχε πιάσει δουλειά στην εταιρία, στην αρχή δούλευε σε άλλη ομάδα αλλά τα πήγαινε καλά και το αφεντικό αποφάσισε να την εντάξει στην δική μου που είμασταν χρόνια μαζί του και αναλαμβάναμε τους πιο απαιτητικούς πελάτες.»

Η κοπέλα αποφάσισε βλέποντας τις εκφράσεις του, το απόκοσμο ύφος του και τις σπασμωδικές κινήσεις που έκανε την ώρα που αφηγούνταν τα γεγονότα της ζωής του, πως ο άνθρωπος αυτός έχριζε ιατρικής βοήθειας. Αποφάσισε να το παίξει συμπονετική, να δει εάν θα κέρδιζε κάτι. Ως τώρα είχε δει την αηδία στο βλέμμα της, τον φόβο να καθρεπτίζεται ξεκάθαρα στο πρόσωπο της , την είχε ακούσει να τον ειρωνεύεται και να τον αποκαλεί τρελό. Ας δοκίμαζε και αυτήν την μέθοδο σκέφτηκε, και αργότερα θα αξιολογούσε τα πάντα.

«Και μετά? Τι συνέβη μετά? Η κοπέλα?» Ρώτησε με προσποιητή συμπόνια

Ο άντρας ξαφνιάστηκε από την ερώτηση της. Τίναξε το κεφάλι πίσω την κοίταξε εξεταστικά και μετά χαμογέλασε συνεσταλμένα. Έπλεξε τα δάχτυλα του μεταξύ τους και εστίασε την προσοχή του στον απέναντι τοίχο.

«Με την κοπέλα, αποφασίσαμε να είμαστε μαζί. Για μένα ήταν η πρώτη μου σχέση, στην αρχή τα πηγαίναμε πολύ καλά. Μέναμε βέβαια σε χωριστά σπίτια αλλά ήταν καλή και τρυφερή μαζί μου και την αγαπούσα πολύ» Ο άντρας σταματά την αφήγηση του και η κοπέλα παρατηρεί το πρόσωπο του να αλλάζει και να διαδέχεται το ένα συναίσθημα μετά το άλλο. Η οργή είναι αυτό που καταλαμβάνει την τελευταία θέση.

Στρέφει αργά το βλέμμα του επάνω της και η οργή και το μίσος διαγωνίζονται πιο θα κυριαρχήσει. Η καρδιά της κοπέλας χάνει μερικούς χτύπους το πρόσωπο της γίνεται άσπρο σαν το πανί.

«Η βρόμα. Η βρομιάρα...» Τον ακούει να λέει και δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρια της. Της είναι αδύνατον. Φοβάται τρέμει. Ξέρει πως δεν έχει οδό διαφυγής και ξεσπά σε λυγμούς.

«Σσσσς, όχι όχι άγγελε μου, όχι όχι εσύ, αυτή, αυτή ήταν η βρόμα, εσύ ...εσύ είσαι ένας άγγελος, εσύ είσαι ο μαυρομάλλης άγγελος μου, εσύ δεν θα με προδώσεις ποτέ.» Της λέει και την κλείνει στην αγκαλιά του. Η κοπέλα παγώνει και κλαίει με μεγαλύτερους λυγμούς. Το τέρας δίπλα της αλλάζει τακτική. Την βλέπει έτσι απελπισμένη και θυμώνει. ΓΙΑΤΙ? ΓΙΑΤΙ? Αφού αυτός ορκίστηκε πως θα την προστατεύει από όλους γιατί κλαίει? Της τραβά με δύναμη τα μαλλιά με το ένα χέρι και με το άλλο της πιέζει το λαιμό της κοπέλας. Της κόβει το οξυγόνο το ξέρει αλλά πετυχαίνει τον στόχο του, η κοπέλα σταματά το κλάμα μαχαίρι.

«Σσσς όλα καλά...» ξανά λέει και και σιγά σιγά την αφήνει, τις επιτρέπει να πάρει ανάσα και απαγκιστρώνει τα μαλλιά της. «Νομίζω πως ήρθε η ώρα για ένα διάλειμμα, θα πεταχτώ να φέρω κάτι για φαγητό, θα φάμε και μετά θα τελειώσω την διήγηση μου. Είμαστε στην τελική ευθεία άγγελε μου λίγο ακόμη έμεινε. Ναι?» Την ρωτά και χωρίς να περιμένει να πάρει απάντηση εμφανίζει ένα ζευγάρι χειροπέδες. «Σήκω να πας στο μπάνιο , και μόλις επιστρέψεις θα σε κλειδώσω, δεν θέλουμε να πέσεις πουθενά και να χτυπήσεις όσο λείπω»

Όλα γίναν όπως τα ήθελε εκείνος. Η κοπέλα απομονώθηκε για λίγο στην ασφάλεια του μπάνιου και όταν επέστρεψε, ο διώκτης της την κλείδωσε στο κάγκελο του κρεβατιού και έφυγε για να επιστρέψει λίγες ώρες αργότερα κρατώντας μια πλαστική σακούλα στο ένα χέρι και μια χάρτινη στο άλλο. Την υποχρέωσε να φάει με το ένα χέρι και της επέτρεψε να χρησιμοποιήσει για μια ακόμα φορά το μπάνιο. Όταν έκρινε πως όλα λειτουργούσαν βάση σχεδίου, τότε και μόνο τότε αποφάσισε να συνεχίσει την διήγηση του.

«Είχα μείνει εκεί που η κοπέλα μου άρχισε να γίνεται βρόμα. Εάν νομίζεις πως είμαι παράλογος δεν έχεις παρα να ακούσεις και το τελευταίο κομμάτι και τότε θα δεις άγγελε μου πως έχω δίκιο για όλα.»

«Η κοπέλα λοιπόν άρχισε να έρχεται μαζί μου και με την υπόλοιπη ομάδα στους σημαντικούς μας πελάτες. Τότε ήταν που αναλάβαμε και μια δισκογραφική εταιρία. Δεν ήταν η ευχαριστημένη η μέγαιρα που την διοικούσε από τους προηγούμενους και έτσι έκανε μια σύμβαση με εμάς. Ο διευθυντής μου θέλησε να την εντυπωσιάσει και φυσικά έστειλε την καλύτερη ομάδα του. Έστειλε εμάς. Εγώ σαν παλαιότερος έγινα υπεύθυνος για τον όροφο της μέγαιρας και η κοπέλα μου για την είσοδο. Αυτό όμως δεν της άρεσε, με πίεζε να μιλήσω στον υπεύθυνο της ομάδας μας να της αναθέσει άλλο πόστο. Με πίεζε πολύ. Ήθελε να πάει στον όροφο που ήταν τα στούντιο ηχογραφήσεων, έλεγε πως αγαπά την μουσική και πως θα της ήταν πολύ ευχάριστο να δουλεύει ακούγοντας μελωδίες. ΨΕΜΑΤΑΑΑΑΑΑΑ ΑΚΟΟΟΥΥΥΥΣΣΣΣ ΨΕΜΑΤΑ ΟΛΑ ΨΕΜΑΤΑΑΑΑΑΑ» Το τέρας πετάχτηκε με μια κίνηση από την θέση του και άρχισε να πετά ότι έβρισκε μπροστά του. Η κοπέλα έγινε ένα με το σιδερένιο κεφαλάρι του κρεβατιού. Έτρεμε και χάιδευε ασυναίσθητα την κοιλιά της. Το τέρας όσο απότομα είχε πεταχτεί όρθιος τόσο απότομα σταμάτησε και κάθισε στην θέση του. Ξανά. Ξανά δίπλα της, πάντα δίπλα της. Άλλωστε της το είχε πει, το είχε δηλώσει από δω και πέρα θα ήταν πάντα δίπλα του.

«Μην φοβάσαι, δεν θα σου κάνω κακό, εσύ δεν είσαι εκείνη η βρόμα...» Της είπε και τις έριξε ένα βλέμμα γεμάτο λάγνες υποσχέσεις που έκανε τα σωθικά της κοπέλας να σφιχτούν.

«Όταν η κοπέλα μου, πέτυχε τον στόχο της, άρχισε να μεταμορφώνεται σε μια βρόμα. Σε μια πόρνη, βαφόταν για να έρθει στην δουλειά, και κρυφοκοίταζε συνέχεια αυτόν τον πούστη τον Mason» Η κοπέλα μόλις άκουσε το όνομα του ούρλιαξε απελπισμένα

«ΕΣΥ, ΕΣΥ, ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ?» Φώναζε μανιασμένα. Ο διώκτης της χρειάστηκε να την χτυπήσει δυνατά πολλές φορές για να την κάνει να συνέλθει από το σοκ της διαπίστωσης «Πως? Πώς?» ψέλλισε

«Μα ήταν πολύ εύκολο, στην αρχή ξεκίνησα να παρακολουθώ όλες του τις κινήσεις του, σημείωνα επι ένα χρόνο τα πάντα όλες του τις συνήθειες τι έκανε τι του άρεσε. Έκανα ένα λάθος βέβαια, δεν υπολόγισα πως υπάρχουν ήρωες την σήμερον ημέρα. Αυτό με πήγε μερικά χρόνια πίσω δίκες προσωρινή φυλάκιση...»

«Δεν καταλαβαίνω, αφαίρεσες μια ζωή, γιατί είσαι εδώ? Γιατί κάθεσαι δίπλα μου, γιατί δεν...»

Ο δολοφόνος γέλασε και την τράβηξε ξανά στην αγκαλιά του

«Σου είπα είμαι έξυπνος σε πείσμα όλον που τόσα χρόνια με λέγανε τρελό, αργό, βραδινού.»

«Τί έκανες? Είναι καλά?» Η κοπέλα άρχισε.

«Ναι» Ο δολοφόνος έκανε μια απαξιωτική κίνηση με το χέρι του. «Δεν άξιζε να ασχοληθώ άλλο μαζί του, κατάλαβα μετά την περιπέτεια μου πως θα έπρεπε να προσανατολιστώ αλλού...και μετά εμφανίστηκες εσύ στον ορίζοντα και τότε κατάλαβα η λύση ήταν να γίνουμε εμείς ένα. Να σε πάρω από εκείνον. Ένα ταίρι για ένα άλλο. Ένα ταίρι σε αντάλλαγμα για αυτό που μου στέρησε»

«Αφαίρεσες μια ζωή. Θα έπρεπε να σαπίζεις στην φυλακή.» Του είπε με τρόμο για να πάρει ως απάντηση μια σφαλιάρα. Η σφοδρότητα του χτυπήματος έκανε την μύτη της να ανοίξει. Ο δολοφόνος όμως αδιαφόρησε με βλέμμα απλανές συνέχισε την διήγηση του, αφήνοντας την κοπέλα να πασαλειφθεί από τα αίματα της.

«Ο συνήγορος υπεράσπισης που μου όρισε το κράτος επέμενε να εξεταστώ από ψυχιάτρους , εγώ ήμουν τόσο έξυπνος που τους ξεγέλασα όλους , κατάφερα να τους κάνω να πιστέψουν πως είμαι τρελός πως δεν έχω σώας τας φρένας και έτσι όταν ήρθε η άδικη καταδίκη μου, με κλείσανε στην ψυχιατρική πτέρυγα... Περνούσα της μέρες και της νύχτες μου περιμένοντας να εκτίσω το 1/3 της ποινής μου αυτός ήταν ο στόχος μου να περάσει ο χρόνος και να βγω και τότε , τότε ένα βράδυ θυμήθηκα την ασφάλεια. Λάδωσα έναν σωφρονιστικό υπάλληλο και τάζοντας του χρήματα κίνησε την διαδικασία αποζημίωσης μου. Εντωμεταξύ όπως σου είπα και στην αρχή η ασφαλιστική είχε γίνει μεγάλη και τρανή και το συμβόλαιο μου ήταν από τα πρώτα. Δεν υπήρχαν παραθυράκια διαφυγής, υπήρχαν γνωματεύσεις , υπήρχε μια δικαστική απόφαση. Η ασφαλιστική κατέβαλε τα χρήματα της αποζημίωσης και εγώ έγινα πλούσιος.»

Τον είδε να χαμογελά με το επίτευγμα του και μετά σαν κάτι να θυμήθηκε συνοφρυώθηκε. «Δεν έμειναν και πολλά από αυτά τα χρήματα βέβαια γιατί τα πέντε χρόνια που έμεινα στην φυλακή χρειάστηκε να λαδώνω συχνά , αλλά και μετά μετά που βγήκα η ζωή μου δεν ήταν η ίδια, δεν είχα δουλειά σπίτι ,αλλά μία μέρα σαν από θαύμα εμφανίστηκε μπροστά μου μια φυλλάδα, είχε εσένα και εκείνον και όλη η ζωή μου τώρα άρχιζε να βγάζει νόημα. Εμφανίστηκε ο προορισμός μου. Στα παλιά μου στέκια, με προμήθευσαν με όλα τα απαραίτητα έγγραφα, νέα ταυτότητα , νέα διαβατήρια, έτσι μπόρεσα και ταξίδεψα στην Ισπανία χωρίς να πάρει είδηση κανείς και ήμουν πίσω για να δώσω στο αστυνομικό τμήμα το παρόν.»

Η κοπέλα δεν χρειάστηκε περισσότερες εξηγήσεις είχε καταλάβει τι είχε συμβεί. Όλα τα άλλα θα ήταν απλά λεπτομερείς που θα συνέδεαν τα κομμάτια του πάζλ. Το πώς και το γιατί το είχε καταλάβει τώρα και η απόγνωση της χτύπησε ακόμα μια φορά την πόρτα. Όλες αυτές της ώρες που βρισκόταν ζαλισμένη εδώ μέσα σε αυτό το βρομερό υπόγειο επέτρεψε ελάχιστες στιγμές να σκεφτεί την ζωή μέσα της . Από την μία δεν ήθελε να λιποψυχήσει, φοβούμενη ότι θα πάθει κάτι το μωρό της και από την άλλη δεν ήθελε να κάνει κάτι που θα κινούσε υποψίες και θα έκανε τον δολοφόνο να υποπτευθεί κάτι. Ήταν ήδη αρκετά τρελός δεν ήθελε να δει τι θα του προκαλούσε ένα τέτοιο νέο.

«Λοιπόν, γλυκέ μου άγγελε τώρα που έμαθες τα πάντα, ήρθε η ώρα να περάσουμε στην επόμενη φάση του σχεδίου.»

«Δηλαδή?» Ρώτησε με τρόμο

«Θα σε πλύνω και θα σε ντύσω με καθαρά αξιοπρεπή ρούχα και μετά θα σε αφήσω να ξεκουραστείς γιατί αύριο θα είναι μεγάλη μέρα, θα σε εξαγνίσω και αυτό πίστεψε με είναι μια διαδικασία επίπονη και χρονοβόρα. Μην την πάρεις αψήφιστα» Την νουθετεί το τέρας και την κοιτά σαν να την βλέπει για πρώτη φορά

«Μα καλά, πως έγινες έτσι? Απρόσεκτη γυναίκα. Καλά κάνω και σε δένω μπορεί να χτυπήσεις περισσότερο.» Είναι τρελός ... είναι θεότρελος...είναι ψυχοπαθής... ΤΙ ΘΑ ΚΆΝΩ? Σκέφτηκε με απόγνωση η κοπέλα την ώρα που της ξεκλείδωνε τις χειροπέδες και την έστηνε στα πόδια της.

Την οδήγησε στο μπάνιο και υπό την απειλή του όπλου της ζήτησε να γδυθεί. Όταν αφαίρεσε όλα τα ρούχα την κλείδωσε στο σκουριασμένο σωλήνα του ντουζ.

Έκανε να την πλησιάσει και τότε του όρμισε κατάφερε να τον πετύχει στο πρόσωπο. Τον χτύπησε με βία με λύσσα

«Μέγα και ασυγχώρητο λάθος, άγγελε μου...» της είπε, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις από μέρους της να μείνει μακριά της και κάνοντας ένα ακόμη βήμα προς τα μπρος. «Νομίζεις πως μια τόση δα μικρή μπουνιά θα με σταματήσει?»

«Μην με πλησιάζεις!»

«"Μην με πλησιάζεις!"» την κορόιδεψε προχωρώντας προς το μέρος της.

«Θα μου το πληρώσεις αυτό, βρόμα για κάθε απείθαρχη πράξη σου θα κερδίζεις και ένα ξυλοφόρτωμα» Της ανακοίνωσε Και χωρίς άλλη προειδοποίηση χίμηξε πάνω της.

Η κοπέλα , ουρλιάζοντας, προσπάθησε να τον χτυπήσει ξανά στο πρόσωπο, αλλά εκείνος χρειάστηκε να κάνει μόνο μια γρήγορη κίνηση με την οποία κατάφερε και την ακινητοποίησε. Τώρα και τα δύο της χέρια τα είχε κλείσει σε ένα δικό του και τα έσφιγγε σαν μέγγενη.

Η κοπέλα κατέβασε το κεφάλι της απογοητευμένη, ηττημένη απελπισμένη...

Έπειτα την άρπαξε απ' τα μπράτσα και την έσπρωξε στο πάτωμα . Η χειροπέδη κύλισε στον σωλήνα και ακολούθησε το σώμα της προς την καθοδική του πορεία. Εκεί πεσμένη κάτω δέχτηκε κάμποσες κλοτσιές και στα πλευρά προτού τη χαστουκίσει αλύπητα και την αναγκάσει να γύρει το κεφάλι προς τα πίσω ματωμένη ,ζαλισμένη και αποπροσανατολισμένη.

Έπιασε με το ένα του χέρι ξανά τα δυο δικά της και χρησιμοποίησε το άλλο του χέρι για να την χούφτωσε παντού. Η κοπέλα προσπάθησε κλοτσώντας και βρίζοντας , ουρλιάζοντας υστερικά να διώξει τα χέρια του από πάνω της αλλά ο δολοφόνος ανέβηκε επάνω της σταματώντας έτσι τις τελευταίες προσπάθειες αντίστασης της κοπέλας.

«Τώρα? Τι θα γίνει τώρα παλιό βρόμα? Όταν άνοιγες τα πόδια σου σε αυτόν ήταν καλά?» την ειρηνεύτηκε μόλις την είδε να μένει ασάλευτη, με τον τρόμο να έχει μεταμορφώσει το όμορφο ματωμένο της πρόσωπο... Αχ θεέ μου πόσο τον άναβε. Έτσι την φανταζόταν έτσι ματωμένη να την παίρνει από παντού. Το όργανο του επαναστάτησε. Ορθώθηκε περήφανο. Ως εδώ το πρόσταξε. Δεν είναι ώρα, του επιβλήθηκε.

Ξέροντας πως την είχε εξαντλήσει τελείως, μάλαξε το στήθος της κοπέλας και χαμήλωσε τα χείλη του στην μια της κορυφή.

Η κοπέλα λύγισε τα πόδια της και προσπάθησε να τον διώξει από πάνω της

Το τέρας γέλασε υστερικά και την δάγκωσε με λυσσά την κορυφή του στήθους της. Η κοπέλα ούρλιαξε και εκείνος την χαστούκισε για ακόμη μια φορά μέχρι που εκείνη αποκαμωμένη από την πάλη έγειρε στο πλάι το κεφάλι της.

«Μόνο έτσι, μόνο με την βία τέρας , μόνο έτσι θα μπορείς να έχεις ένα άλλο κορμί δίπλα στο δικό σου. Σε μισώ σε σιχαίνομαι»

Το τέρας γέλασε «Μα μόνο έτσι με φτιάχνει» Την πληροφόρησε

«Ε τότε έτσι θα το έχεις, γιατί δεν πρόκειται ποτέ σταθώ πλάι σου αλλιώς είσαι ένα σίχαμα ένα τέρας ένα λάθος της φύσης. Η ίδια σου η μητέρα το ήξερε και ο πατέρας σου δεν έμεινε καν για να το διαπιστώσει. Προτιμώ να πεθάνω παρά να υποστώ έναν τέτοιο εξευτελισμό. Γιατί μόνο εξευτελισμός είναι να πάει μια γυναίκα μαζί σου. Και πάω στοίχημα την σαπίλα σου είδε και εκείνη, ο Mason ποτέ δεν πήγε μαζί της , εσένα σιχάθηκε εσένα δεν ήθελε η κοπέλα σου γι' αυτό έφυγε , γιατί ποτέ καμία δεν θα έμενε με ένα σίχαμα σαν εσένα»

«Πάψε. Βούλωσε το βρόμα ακούς?» Ούρλιαξε το τέρας και πετάχτηκε σαν να τον χτύπησε ρεύμα από πάνω της.

«Να πάψω? Είσαι εντελώς τρελός? Εγώ μόλις άρχισα. Εμπρός χτύπα με! Προτιμώ να μου μαυρίσεις τα μάτια να μην βλέπω εσένα τέρας πάνω στο κορμί μου. Προτιμώ να με σκοτώσεις παρά να υποστώ αυτή την ταπείνωση» Ούρλιαξε και το τέρας την άρπαξε από τα μαλλιά και την έστησε στα πόδια της.

«Σκάσε, σου είπα!» της φώναξε μέσα στο πρόσωπο της. Η κοπέλα δεν σταμάτησε να τον βρίζει και εκείνος άνοιξε με μανία το κρύο νερό και την υποχρέωσε να σταθεί από κάτω για να την πλύνει όπως της είχε πει ότι ήταν το σχέδιο του εξ αρχής.

Αυτός έτρεμε αφού είχε βγει εκτός εαυτού και εκείνη... εκείνη γελούσε. Γελούσε άγρια και δυνατά, βλέποντας τον κάτω από τα υγρά μωλωπισμένα καστανά της μάτια να χάνει την αυτοκυριαρχία του και να τρέμει ολόκληρος.

Την σκέπασε σε μία πετσέτα και την τράβηξε έξω από το μπάνιο. Την έσπρωξε στο κρεβάτι και άνοιξε την ντουλάπα. Έβγαλε από μέσα ένα λευκό φόρεμα κλειστό ως το λαιμό και το πέταξε επάνω της. Έβγαλε από την τσέπη του το περίστροφο ξανά και αφού την σημάδεψε της είπε να ντυθεί χωρίς να μιλάει αυτήν την φορά. Η κοπέλα εξουθενωμένη από τα γεγονότα όλης της ημέρας υπάκουσε για μια φορά ακόμα. Την έδεσε στο κάγκελο του κρεβατιού ξανά και έφυγε ανανεώνοντας το ραντεβού τους για την επόμενη. Την ημέρα τρία, την ημέρα εξαγνισμού, όπως πολύ καθαρά της είχε εξηγήσει.




ΝΥ-Μανχάταν

Αμερική

Μέρα 3η -Εξαγνισμός

.................. LOADING

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top