Κεφάλαιο 52


Κεφάλαιο 52

Στοκχόλμη -Σουηδία

«Σοφία, μπορώ να σου πω» Τον ακούω να γκαρίζει από την σκηνή του σταδίου, αλλά δεν σηκώνω τα μάτια μου επάνω του. Παραμένω πιστή στο έργο μου. Είμαι εδώ για να γράψω για εκείνον και όχι για να τον θαυμάσω να κάνει πρόβα. Άρα επικεντρώνομαι στο να κρατώ σημειώσεις στον υπολογιστή μου...Και στο να φλερτάρω με όλους. Θα δει τι θα πάθεις άθλιε άντρα, από την ώρα που ήρθα χαμογελάω και είμαι κάτι παραπάνω από φιλική με όλους. Είναι μια καλή αρχή! Δεν ξέρω εάν με έχει δει, γιατί δεν τον κοιτάω, αλλά εύχομαι και ελπίζω να έχει ζηλέψει. Πολύ!

Το εύχομαι...

Το ελπίζω....

Το θέλω σαν τρελή...

«Σοφία, Θέλω να σου πω» Γκαρίζει το όνομα μου για δεύτερη φορά. Πάλι καλά που δεν μιλά στο μικρόφωνο . Να ακουστεί έως τα παρασκήνια. Νομίζω πως ακούγεται ενοχλημένος.

«Σοφία θα το παίζεις για πολύ ώρα κουφή?»

«Τι θέλεις?» Τον ρωτάω εκνευρισμένη. Μα δεν καταλαβαίνει πως δεν θέλω πολλά πολλά μαζί του? Δεν καταλαβαίνει πως μου ζητά ήδη υπερβολικά? Είμαι άνθρωπος, έχω αισθήματα. Αισθήματα που παλεύω να διαγράψω. Δεν μπορεί να ζητά και να ζητά , ξανά και ξανά. Όλο αυτό πρέπει να τελειώσει. Θέλω να απαλλαγώ από ότι τον θυμίζει. Θέλω να σταματήσω να τον θέλω. Θέλω να σταματήσω να επιζητώ την προσοχή του θέλω να αρχίσω να απολαμβάνω ξανά την ζωή, μακριά του. Πάντα μακριά του... Ως τώρα το μόνο που έχω καταφέρει είναι να αναπνέω μόνο κοντά του. Μόνο όταν είμαι δίπλα του , γύρω του, κοντά του, αυτό το βάρος φεύγει από το στέρνο μου... Χρόνο χρειάζομαι απλά περισσότερο χρόνο και θα είμαι καλά.

Τον βλέπω να πηδά με ένα σάλτο και να κατεβαίνει από την σκηνή. Ο Βλάκας θα σπάσει κανένα πόδι. Δαγκώνω το μάγουλό μου να εμποδίσω τις λέξεις που ετοιμάζομαι να ξεστομίσω. Είμαι έτοιμη να του φωνάξω να προσέξει.

«Σοφία θέλω να πούμε δυο κουβέντες» Στέκεται μεγαλοπρεπής και επιβλητικός επάνω από το κεφάλι μου.

«Μόνο δυο κ Mason?» Λέω ήρεμα και σταθερά. Δεν θα του δώσω την ικανοποίηση να καταλάβει πόσο με αναστατώνει ακόμα η μπάσα φωνή του. « Δεν μπορεί να είμαι τόσο τυχερή» Λέω γεμάτη ειρωνεία

«Εκεί φτάσαμε? Να με χλευάζεις σε κάθε σου πρόταση?» Με κοιτά απογοητευμένος. «Ας είναι Σοφία... Ήθελα να σου πω πως σήμερα το νομικό τμήμα της εταιρίας μου σε συνεργασία με το Λογιστήριο πίστωσαν στον λογαριασμό σου την μισή αμοιβή σου. Την άλλη μισή θα την παραλάβεις με το που θα στείλεις και το τελευταίο τμήμα του βιβλίου, διορθωμένο σύμφωνα με της οδηγίες του επιμελητή σου. Είναι πολύ ευχαριστημένοι όλοι στον εκδοτικό οίκο ,με την δουλεία σου. Κανείς δεν περίμενε τόσο καλό αποτέλεσμα. Ο γραπτός λόγος σου είναι άρτια δομημένος αυτά είναι τα ακριβή τους λόγια. Η αλήθεια είναι πως χειρίζεσαι μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική σου με εκπληκτική μαεστρία και ακρίβεια. »

Μάλιστα κομπλιμέντο από το πουθενά? ΩΩωω είναι καλός αυτό του το δίνω!

«Που ξέρει το νομικό σου τμήμα και το λογιστήριο της εταιρίας σου τόσο προσωπικά μου στοιχεία όπως είναι ο τραπεζικός μου λογαριασμός;»

Δεν απάντα, απλώς ανασηκώνει λίγο τα φρύδια, με πρόσωπο ανέκφραστο.

Συγκροτώ με μεγάλη δυσκολία το πλίθος των βωμολοχιών που σχηματίζονται στο μυαλό μου και που είναι έτοιμες να ξεχυθούν από το στόμα μου σαν χείμαρρος.

Θα τα μαζέψω και θα φύγω. Θα επιστρέψω στο ξενοδοχείο. Μιας και δεν μπορώ να κατσαδιάσω το γουρούνι για την υπεροψία του —ή τη γενναιοδωρία του— ανάλογα από ποια πλευρά θα το δεις, και μια και μου είναι αδύνατο να σκεφτώ κάτι έξυπνο να απαντήσω για να τον εκνευρίσω, καλύτερα να επιστρέψω στο δωμάτιο μου, πριν του πω να βάλει τα μπόλικα χρήματα του εκεί που ξέρει. Η οργή είχε προκαλέσει βραχυκύκλωμα στον εγκέφαλό μου, και ενώ ξέρω πως αυτά τα χρήματα μου ανήκουν δικαιωματικά για τι δούλεψα σκληρά , μου την δίνει που στέκεται σαν αγέρωχος θεός, σαν κριτής όλων επάνω από το κεφάλι μου και μου πετά τα λεφτά του στην μούρη.

Τακτοποιώ με νεύρα τα πράγματα μου μέσα στην τσάντα μου και πετάγομαι από την θέση μου. Στεκόμαστε μούρη με μούρη.

«Καλώς» Του λέω και του γυρίζω την πλάτη. Απομακρύνομαι από κοντά του όπως όπως.

«Α, κάτι ακόμα, Σοφία», φωνάζει εκείνος ήρεμα πίσω μου

«Ναι;» ρωτώ και στρέφομαι προς το μέρος του. Αλίμονο, είναι εργοδότης μου, στο κάτω κάτω οφείλω σεβασμό σε αυτόν που με ταΐζει, τόσα χρήματα μου πέταξε μόλις στα πόδια μου.... το τέρας.

«Μην έρθεις να δουλέψεις το απόγευμα στο στάδιο.»

Τα λόγια του έπεσαν σαν μολυβένια μπάλα στο στομάχι μου. Έκαναν το βάρος στο στήθος μου ασήκωτο. Τι μου έλεγε πως δεν με ήθελε μέσα στα πόδια του? Πως με ήθελε μακριά του? Γιατί? Αυτός δεν λύσσαξε να έρθω? Αυτός δεν λύσσαξε να επιστρέψω? Μου έλεγε με τρόπο ότι θα έφερνε κάποια γυναί­κα το απόγευμά μαζί του?

Τώρα θα δεις! Αχρείε. Θα κάνω πράξη το σχέδια μου. Έως τώρα αμφιταλαντευόμουν, και το πήγαινα λάου λάου. Μερικά χαμόγελα εδώ λίγα γλυκόλογα εκεί, μερικές ματιές μου απέναντι. Βλέπεις είχα αμφιβολίες εάν είναι σωστό να παίξω με την εμμονή σου , με την ζήλια σου. ΤΩΡΑ όμως δεν υπάρχει γυρισμός, πήρα τις αποφάσεις μου.

«Κανένα πρόβλημα. Έτσι κι αλλιώς σχεδίαζα να βγω το βράδυ και να χαλαρώσω λίγο με τα αγόρια και χρειάζομαι ξεκούραση για να αντέξω το ξενύχτι. Τα πράγματα έχουν γίνει κάπως αποπνικτικά εδώμέσα. Έτσι δέχτηκα την πρόσκληση που μου κάναν τα παιδιά πριν, για ποτό και χορό έως το πρωί.

Κάτι άστραψε στα μάτια του πριν κάνω μεταβολή, αλλά η έκφρασή του παρέμεινε ανε­ξιχνίαστη! Μου ήταν αδύνατον να τον διαβάσω. Είχαμε επίσημα λοιπόν επιστρέψει στο σημείο μηδέν και ας έλεγε άλλα το πρωί. Ας έλεγε πως θα με διεκδικήσει και μαλακίες. Ναι όλα ήταν ψέματα. ΟΛΑ.

0 Πίτερ ο ηχολήπτης που είχα γνωρίσει καιρό τώρα και που είχαμε πιει ποτό στο μπαρ του ξενοδοχείου, στο Βέλγιο με προσκάλεσε για ποτό. Ενώ στην αρχή ήμουν διστακτική και είχα απορρίψει την πρόταση, η υπεροψία του ροκά με έκανε να τον αναζητήσω στο στάδιο και να του πω πως θα ακολουθήσω εκείνον και τον Ιρλανδό το βράδυ. Στην παρέα προστέθηκε και ο 19χρονος φίλος τους που έμαθα πως ονομάζετε Ανγκους και κατάγεται από μια πόλη στο Τέξας. Μου έδειξε βίντεο από ροντέο και άλλα με εκείνον να χορεύει φορώντας μπότες και καπέλο. Ομολογώ πως γέλασα πολύ. Όση ώρα τα πίναμε πέρασα πολύ όμορφα μαζί τους.

Ο Ιρλανδός οδηγεί το νοικιασμένο αμάξι του με σιγου­ριά ανάμεσα στην πυκνή κίνηση της Στοκχόλμης. Η αλήθεια είναι πως είμαστε όλοι λιγάκι μεθυσμένοι. Εδώ και τρείς ώρες χορεύαμε και πίναμε ξέφρενα σε ένα από τα καλύτερα μπαρ της πόλης. Είναι ένα όμορφο ξέγνοιαστο βράδυ. Ώσπου κάποιος από μας πέταξε την ιδέα. Να κάνουμε τατουάζ. Να 'μαστε λοιπόν τώρα, μεθυσμένοι, μέσα στο αμάξι να διασχίζουμε τους δρόμους ψάχνοντας για το μαγαζί με τα τατουάζ που βρήκαμε στο internetκαι που έλεγε πως διανυκτερεύει!

«Άνγκους , τι σκέφτεσαι να κάνεις?» Ρωτώ από την θέση του συνοδηγού τον μικρότερο της παρέας.

«Πάντα ήθελα να κάνω ένα μανίκι με ζωηρά χρώματα.» Απαντά ενθουσιασμένος.

«Τι λες ρε φίλε?» Ρωτά ο διπλανός του ο Πίτερ. «Αυτό θέλει ώρες αν όχι μέρες.»

«Δεν είπα να το κάνω απόψε. Σήμερα λέω να κάνω την αρχή.» Απαντά ο 19χρονος της παρέας μας. Θεέ μου είναι σχεδόν μωρό... Κανονικά δεν θα έπρεπε καν να πιεί

«Εσύ Πίτερ ?» Ρωτά ο Ιρλανδός χαμογελώντας.

Γυρίζω πίσω και τον κοιτώ να χαμογελά σαρδόνια

«Πάντα ήθελα ένα τατουάζ στο μπράτσο μου —κάποιο από εκείνα που δηλώνουν κάτι. Που λένε πως χαράχτηκαν για κάποιο λόγο. Χρόνια το σκέφτομαι και έχω καταλήξει να κάνω ένα Σείστρο»

«Όχι πάλι ρε φίλε» Αναφωνεί ο Ιρλανδός ενώ εγώ ταυτόχρονα αναρωτιέμαι δυνατά τι είναι αυτό το Σείστρο.

«Είναι ένα μουσικό όργανο. Αρχαίο μουσικό όργανο. Του φίλου μας από δω , του αρέσουν αυτού του είδους τα φετίχ» Μου εξηγεί ο Ιρλανδός ενώ ο Άνγκους γελά.

«Δηλαδή? Τι φετίχ είναι αυτά?»

«Η μητέρα μου δούλευε πολλές ώρες. Πατέρας και αδέρφια δεν υπήρχαν στον ορίζοντα και έτσι εγώ όταν επέστρεφα από το σχολείο πήγαινα στο σπίτι μιας ηλικιωμένης γειτόνισσας μέχρι να επιστρέψει η μητέρα μου. Εκείνη μου ζέσταινε το φαγητό που μου είχε αφήσει η μητέρα μου και με βοηθούσε με τα μαθήματα μου. Ήταν μια συμπαθέστατη Αιγύπτια που ζούσε χρόνια στην Αμερική. Ο άντρας της είχε πεθάνει και τα παιδιά της ζούσαν πολύ μακριά της. Δεν είχε κανέναν στην ουσία εκτός από εμάς. Εμένα και την μητέρα μου, είμασταν γείτονες μια ζωή. Της άρεσε να με φροντίζει και σε εμένα άρεσαν να ακούω για ώρες τις ιστορίες και τους μύθους της πατρίδας της.»

«Ρε μαλάκα, δεν ρώτησε την ιστορία της ζωή σου η κοπέλα. Σε λίγο θα μας πάρει ο ύπνος» Τον επιπλήττει γελώντας ο Ιρλανδός και τα λεγόμενα του προκαλούν νέο κύμα γέλιων στην παρέα... Είναι ωραία να ζεις ξέγνοιαστα πότε πότε.

«Ναι ναι καλά, έχεις δίκιο. Το θέμα είναι πως από τις πολλές φορές που άκουσα τους μύθους μου γίνανε βίωμα. Αγάπησα την ιστορία της πατρίδας της , μαγεύτηκα από τις πράξεις των θεών και των μυθικών πλασμάτων. Η αγαπημένη μου ιστορία είναι αυτήν της Αθώρ ή Ήσατ ,είναι μια θηλυκή αιγυπτιακή θεότητα. Ο συνήθης απεικονιστικός τύπος για την θεά είναι η μορφή της αγελάδας, του ιερού ζώου της. Η θεά είχε ένα φετίχ, της άρεσε να ενσαρκώνεται, σε σείστρο, είναι ένα μουσικό όργανο που αποδιώχνει τα κακά πνεύματα»

«Και τότε γιατί δεν κάνεις ένα μοσχάρι στο μπράτσο σου? Αφού την έχει τόσο ψηλά γιατί δεν κάνεις το ιερό της ζώο?» Θα κατουρηθώ από τα γέλια. Ο Άνγκους τα έχει δώσει όλα απόψε. Είναι τρομερός ατακαδόρος.

«Εεεε είσαι μεγάλος μαλάκας.» Ξεσπάει ο Πήτερ, νομίζω είναι θυμωμένος?.... Μπα ιδέα μου είναι. «Εσύ Sophie? Έχεις σκεφτεί κάτι?»

«Μπααααα εγώ θα κάνω τατουάζ μόνο εάν ποτέ δω κάτι που να μου κόψει την ανάσα. Εάν ποτέ δω μια τέτοια εικόνα τότε και μόνο τότε θα χαράξω το κορμί μου»

«Εεεεε αυτό δεν είναι σωστό.» Αναφωνούν και οι τρείς συνεπιβάτες μου

«Είπαμε πως θα κάνουμε όλοι κάτι» Επιμένει ο Πίτερ

«Μη μας το χαλάς», διαμαρτύρεται ο 19χρονος Άνγκους.

«Πού είναι ο αυθορμητισμός σου? Δεν έχει γέλιο ο τόσος προγραμματισμός . Υποτίθεται ότι πρέπει, να δημιουργήσουμε απόψε μια αξέχαστη ανάμνηση. Να ξυπνήσουμε αύριο με ένα απί­στευτο πονοκέφαλο, έχοντας ένα φριχτό πόνο στο μπράτσο και να αναρωτόμαστε πώς βρέθηκε εκεί η παλιομοδίτικη ναυτική άγκυρα, ένας δράκος, ένα χελιδόνι ή ο ξεπερασμένος και ξεπεσμένος τουίτι..» Επισήμανε ο Ιρλανδός

«Αααα ξεπεσμένος? Σε τατουάζ αναφέρεσαι ή την χθεσινή σου παρέα μικρέ?» Ρωτά ο Ιρλανδός.

Η παρατήρηση έφερε νέα γέλια. Και καλύπτει για λίγο τον ήχο του τηλεφώνου μου. Ψάχνω στα τυφλά μέσα στην τσάντα μου ενώ το αμάξι συνεχίζει να κιλά γρήγορα στην άσφαλτο.

«Παρακαλώ»

«Σοφία» Κάθε ευθυμία με εγκατέλειψε αμέσως. Τι θέλει ο κατσικοπόδαρος και με καλεί, μέσα στην νύχτα. Τον ενόχλησα εγώ όλο το απόγευμα που ένας θεός ξέρει τι έκανε? Τι θέλει που κακό χρόνο να μην έχει και μου κόβει το γέλιο και την χαρά?

«κ Mason, μπορώ να σε βοηθήσω κάπου?»

«Βλάκα μην τρέχεις θα χάσουμε την στροφή» Λέει μεγαλόφωνα από το πίσω κά­θισμα και ο Άνγκους και κάνει τον Ιρλανδό να ξεσπάσει σε γέλια ανακατεμένα με βρισιές για το πόσο καλός οδηγός είναι.

«Εσύ δεν έχεις καν δίπλωμα μικρέ»

«Μήπως δια­κόπτω κάτι; Σοφία? Μήπως ενοχλώ. Δεν είχα καταλάβει πως είσαι ακόμα έξω.» ρώτα ο Αχιλλέας πολύ ψύχραιμα και η κοφτή φωνή του έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις μεθυσμένες και μπερδεμένες φωνές της παρέας μου.

«Όχι δεν ενοχλείς. Απλά νομίζω πω σε είχα ενημερώσει το μεσημέρι. Τλπ ίσω και να θυμάμαι εγώ λάθος... έχω βγει με τους φίλους μου. Γιατί πήρες;» ρωτώ απότομα γιατί τόση ώρα διασκέδαζα και δεν θέλω να μου καταστρέψει την πρώτη ήρεμη βραδιά μου μετά από καιρό.

«Παιδιά, σταματήστε μια στιγμή», ψιθυρίζω γιατί θέλω να μάθω τι θέλει και να τον ξαποστείλω, για να συνεχίσω την διασκεδαστική βραδιά μου!

«Σκεφτόμουν κάτι...Κάτι για το βιβλίο και θα ήθελα να το συζητήσουμε πριν προχωρήσεις.» Αρχίζει να μου εξηγεί κάτι μπούρδες για γραμματοσειρές και μέγεθος γραμμάτων. Τι λέει ρε από το τηλ θα επιλέξουμε γραμματοσειρά? Καταρχήν αυτό νομίζω είναι δουλειά του εκδοτικού και της επιμελήτριας που θα χρεωθεί το βιβλίο.

«Κόψε. Βλάκα. Εδώ εδώ στρίψε δεξιά λέει το gps. Το μαγαζί είναι στα 700 μέτρα στο αριστερό σου χέρι», φωνάζει δυνατά ο Πίτερ από πίσω μου.

«ΩΩωωωω» Φωνάζω γιατί από το απότομο φρένο φεύγω προς τα μπροστά και πέφτει το κινητό μου από τα χέρια μου.

«Γαμώτο σου Πήτερ, δεν μπορούσες να το πεις λίγο πιο νωρίς?» Φωνάζει ο Ιρλανδός ενώ εγώ πιάνω το κινητό μου από το ταπάκι του αυτοκινήτου.

«Τι έλεγες?» Ρωτώ τον Αχιλλέα χαχανίζοντας. Καλά ήταν πολύ αστείο όλο αυτό.

«Πού είσαι?»

«Εεε, πού είμαι?»

«Πάμε στου Andy's στην Södermannagatan 21 για τατουάζ» φωνάζει ο Ιρλανδός που προφανώς νόμισε πως αναρωτιέμαι που βρισκόμαστε, αλλά στην πραγματικότητα με έκαψε...

«Τι έλεγες;»

«Είσαι μεθυσμένη? Πας να κάνεις τατουάζ? Τύφλα στο μεθύσι. Πες μου μόνο ότι δεν οδηγείς μεθυσμένη ενώ ταυτόχρονα μιλάς και στο τηλέφωνο.»

«Δεν είμαι μεθυσμένη και πάω όπου θέλω. Και όχι δεν είμαι ανεύθυνη, δεν οδηγώ εγώ.» Άντε γιατί πολλά μας τα έχεις πει

«Ναι μικρή μην πεις ότι πας να κάνεις τατουάζ στο κωλαράκι σου. Να είναι έκπληξη!» Τι λέει ο μικρός? Με έκαψε και με τσουρούφλισε ο βλάκας.

«Ούτε στα όνειρα σου δεν σου επιτρέπω να κάνεις τατουάζ απόψε. Κατάλαβες?» Γκαρίζει ο βλάκας από την άλλη γραμμή.

«Με διατάζεις? Ποιος νομίζεις ότι είσαι? Θα κάνω όχι ένα αλλά δυο τατουάζ ένα σε κάθε ημισφαίριο. Βλάκα. Βλαμμένε. Συμφώνησα να επιστρέψω και να ολοκληρώσω την δουλεία μου. Δεν είμαι σκλάβα σου να με διατάζεις , δεν είμαι μέρος της ζωής σου να μπορείς να μου απαγορεύεις να διαθέτω το κορμί μου όπως και όποτε μου αρέσει και σε όποιον θέλω ΕΓΩ!.»

«Μην το κάνεις όχι επειδή εγώ νομίζεις πως σε διατάζω. Μην το κάνεις επειδή αύριο θα το μετανιώσεις επειδή αύριο θα το κοιτάς και θα χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Μην το κάνεις επειδή , κάτι τόσο μόνιμο, χρειάζεται πολύ σκέψη, δεν μπορεί να είναι προϊόν αυθορμητισμού.»

«Η παρέα μου και εγώ έχουμε αντίθετη γνώμη ως προς αυτό!» Του λέω με ύφος και του κλείνω το τηλέφωνο στην μούρη. Μου την δίνει που ήταν η φωνή της λογικής. Ποιος να μου το έλεγε πως μια μέρα εκείνος θα φερόταν τόσο ώριμα και εγώ τόσο ανώριμα. Χαμογελώ και μόνο στην σκέψη , πως λογικά θα πρέπει να είναι κόκκινος από θυμό και ζήλια.

«Sophie, μη μου πεις ότι... έκλεισες το τηλέφωνο στην μούρη του μεγάλου και τρανού Mason» Λέει με ψήγματα θαυμασμού στην φωνή του το νεότερο μέλος της Παρέας.

«Ναι, το έκανε», Επιβεβαιώνει, σαστισμέ­νος και λίγο εντυπωσιασμένος ο Ιρλανδός. «Μόλις αντιμίλησε στον Τζεισον Mason και του έκλεισε το τηλέφωνο κατά­μουτρα. Είσαι το είδωλο μου»

Δύο ώρες μετά έχει έρθει η σειρά μου. Πρώτος κάθισε ο Άνγκους που ήταν και ο πιο αποφασισμένος από όλους. Έκανε ένα μικρό δράκο που αργότερα θα πρέπει να επιστρέψει για να τον γεμίσει με χρώμα. Εγώ χάζευα σχέδια και κατέληξα σε ένα λουλούδι. Μικρό και διακριτικό. Αποφάσισα να το κάνω στο αριστερό μου πλευρό.

«Είσαι σίγουρη πως θέλεις να το κάνεις;» Ο Ιρλανδός, ενώ ο Πίτερ εδώ και ώρα δεν μιλά. Με κοιτά νομίζω περίεργα και πίνει από ένα φλασκί.

«Νο-νομίζώ», μουρμουρίζω

«Φυσικά και θέλει να το κάνει. Έλα, πιες άλλη μια γουλιά από το φλασκί του Πίτερ να πάρεις θάρρος», πρότεινε ο Άνγκους, αρπάζοντας το ποτό του Πίτερ από τα χέρια του.

«Sophie... Μην το κάνεις, βλέπω έχεις δεύτερες σκέψεις. Σε παρατηρώ ώρα τώρα» Τι γλυκός που είναι ο Πίτερ? Ναι και γλυκός και περιποιητικός. Άνετα θα μπορούσα να κάνω παρέα μαζί του. ΑΝΕΤΑ

«Όχι αλκοόλ την ώρα που χτυπάω τα τατουάζ» λέει δύσθυμα ο τατουατζής με τη γενειάδα και τα αναστατωμένα άπλυτα μακριά μαλλιά. Αυτός θα μου κάνει τατουάζ? Ο άπλυτος? Με τα δερμάτινα ρούχα και τα βρόμικά άκοπα νύχια. Αναγούλα...

«Άντε κοπελιά κουνήσου δεν θα φάω όλη την νύχτα μου με σένα»

Κάνω μερικά βήματα και στέκομαι μπροστά από την μαύρη δερμάτινη πολυθρόνα. Τον βλέπω που τακτοποιεί τις βελόνες και αρχίζω να ξεκουμπώνω την μπλούζα μου. Την αφαιρώ και κάθομαι στην πολυθρόνα.

Κοιτώ για μια στιγμή τα πρόσωπα τον φίλων μου και νομίζω διακρίνω πόθο... λαγνεία. Δεν ήθελα... Δεν νιώθω καλά... Δεν είμαι εξοικειωμένη με αυτού του είδους τις αντιδράσεις. Δεν έπρεπε να γίνει όλο αυτό. Είναι τόσο λάθος.

«Μια στιγμή, παιδιά, δεν είμαι τόσο σίγουρη», Μουρμουρίζω και κλείνω τα μάτια καθώς προσπαθώ να καταπολεμήσω ένα κύμα ναυτίας.

Νιώθω ένα χέρι να με κρατά σφιχτά και να με τραβά. Ανοίγω τα μάτια και κοιτώ τα άπλυτα νύχια του να ακουμπάν το λευκό μου δέρμα. Όχι όχι όλο αυτό είναι τόσο λάθος . Το ουίσκι θα μου βγει από την μύτη. «Κάτσε λέμε δεν θα φάω την ώρα μου με σένα απόψε»

«Εάν δεν αφήσεις το χέρι της αυτήν την στιγμή σου ορκίζομαι πως από αύριο θα χτυπάς τατουάζ μόνο σε φυλακισμένους.» Σοκ. Ο Αχιλλέας

«Και εσύ τι παριστάνεις εκεί? Σήκω αυτήν την στιγμή και ντύσου, όσο διατηρώ ακόμα την ψυχραιμία μου» Με διατάζει και εδώ που τα λέμε, δεν έχει και άδικο. Τι δουλειά έχω εγώ εδώ μέσα σε αυτό το καταγώγιο? Τι δουλειά έχω γυμνή σχεδόν μπροστά σε τόσους άγνωστους άντρες? Τι σκεφτόμουν? Ξέρω τι σκεφτόμουν πως δεν είμαι αυθόρμητη πως πρέπει να τον κάνω να ζηλέψει. Όμως νομίζω πως το παρατράβηξα. Στην προσπάθεια μου να κάνω εκείνον να χάσει την γη κάτω από τα πόδια του, κάπου έχασα τον εαυτό μου. Κάπου ξέχασα ποια είμαι...

Κατεβαίνω με δυσκολία από την μαύρη πολυθρόνα και φορώ την μπλούζα μου κουμπώνοντας άτσαλα τα κουμπιά της, κοιτάζω το γεμάτο οργή πρόσωπο του πρώην αγαπημένου μου.

«Τι δουλειά έχεις εδώ;»

«Εσείς οι τρεις θα έπρεπε να ντρέπεστε. Εάν μεθαύριο δεν ήταν η τελευταία συναυλία να ξέρετε πως θα είχατε απολυθεί χωρίς δεύτερη σκέψη» Τους λέει αυστηρά χωρίς να απαντά στην δικιά μου ερώτηση. Εμένα απλά με κρατά σφιχτά

«Όχι τα παιδιά απλά...»

«Πάψε.» Με διακόπτει «Με εσένα θα τα πούμε μετά.»

«Τι σκεφτόσασταν? Πως σας πέρασε από το μυαλό να την φέρεται εδώ μέσα? Με έχετε απογοητεύσει και ειλικρινά αυτήν την στιγμή δυσκολεύομαι να φανταστώ το μέλλον σας μαζί μου. Σας κατηγορώ, γιατί ξέρετε, γνωρίζατε και όμως αποφασίσατε να με παρακούσετε. Ειλικρινά θα φέρνατε εδώ μέσα τις κοπέλες σας?» Δεν απαντά κανείς. Έχουν κατεβάσει και οι τρεις τα κεφάλια τους. Τι νομίζουν πως είμαι άβουλο πλάσμα?

«Εγώ συμφώνησα να κάνω το»

«Όχι τώρα.» Μου λέει διακόπτοντας με και με σέρνει μαζί του στην έξοδο το καταστήματος.

Δυσκολεύομαι να ακολουθήσω το βηματισμό του, καθώς περπατά με μεγάλα βήματα στο πεζοδρόμιο για να φτάσει στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο του. Δεν έχει αφήσει στιγμή το χέρι μου και με σέρνει στην κυριολεξία πίσω του.

«Σε πειράζει να μου πεις τι στο διάβολο νομίζεις πως κάνεις;» ρωτώ ξέπνοα καθώς πασχίζω να τον προλάβω. Ένα δικό του βήμα είναι δυο δικά μου.

«Άφησες και απροστάτευτο τον εαυτό σου. Άφησες τον θυμό σου να κυριαρχήσει και έπραξες εντελώς ανώριμα. Εμένα νόμιζες πως θα τιμωρούσες ή τον εαυτό σου, πέφτοντας τόσο χαμηλά? Εγώ Σοφία όλο αυτόν τον καιρό έχω πέσει τόσο χαμηλά που εύχομαι να είχα κάποιον να με συνετίσει πιο γρήγορα. Δεν εύχομαι σε κανέναν να πασχίζει να διορθώσει τα λάθη του, όπως αναγκάζομαι να κάνω εγώ. Σε ρωτώ λοιπόν θες να μετανιώνεις μια ζωή για της βλακείες που κάνεις επάνω στον θυμό σου?» λέει εκείνος με χείλη σφιγμένα από την οργή.

«Τι είναι αυτά που λες;» ρωτώ αν και βαθιά μέσα μου ξέρω πως έχει δίκιο.

Σταμάτα απότομα πέφτω επάνω του, με τράβα στην αγκαλιά του και με φιλά βίαια. Απαιτητικά. Βογκώ στο στόμα του και το σώμα μου ερεθίζεται αμέσως. Τον θέλω δεν το κρύβω. Απλά θέλω να πάψω να τον θέλω... Βγάζει αυτό καθόλου νόημα? Αναρωτιέμαι.

Ο κόσμος μου μίκρυνε αυτόματα. Τα πάντα σταμάτησαν και για μένα σημασία είχε μόνο ο άντρας που με φιλούσε σαν τρελός. Σαν να μην υπάρχει αύριο. Τα πάντα περιορίστηκαν στη λάμψη των ματιών του, στο συννεφιασμένου προσώπου του στην οικεία μυρωδιά του κορμιού του. Η καρδιά μου κόντευε πια να σπάσει τα τύμπανα των αυτιών μου. Το κορμί μου τρίβεται ξεδιάντροπα επάνω στο δικό του. Ζεστό υγρό σχηματίστηκε ανάμεσα στους μηρούς μου. Τον θέλω σαν τρελή. Το ξέρω πως με θέλει δεν το έκρυψε ποτέ του. Και τώρα όμως είναι ξεκάθαρο το νιώθω στο ερεθισμένο του κορμί βλέπω το αγριεμένο από έξαψη πρόσωπο του πως τίποτα δεν έχει αλλάξει ούτε για εκείνον. Τα συναισθήματα του και ο πόθος του για μένα εξακολουθεί να υπάρχει.

Κάνει ένα βήμα πίσω, σταματά το φιλί μας και κόβει μαχαίρι την επαφή μας. Τον κοιτώ σαν χαμένη. Τι έγινε μόλις? Πως? – Γιατί? -Υπέκυψα?

«Πώς τόλμησες να αφήσεις έναν λιγδιάρη χωρίς άδεια ασκήσεως επαγγέλματος να ακουμπήσει βελόνα στο, δέρμα σου; Τον είδες να αποστειρώνει τίποτα? Πως θα του επέτρεπες να γεμίσει το δέρμα σου με μικρόβια και φλεγμονές? Εάν ήθελες τατουάζ δεν θα σε πήγαινα εγώ στον καλύτερο? Στον πιο επαγγελματία να κάνεις? Πες μου ποια ανόητη γδύνεται σε ένα δωμάτιο γεμάτο με άγνωστους άντρες? Τους ξέρεις? Ξέρεις τι θέλουν από σένα? Τί σκέφτονται για σένα? Τι ήταν αυτό το ποτό που σου δίναν να πιείς? Πόσο ανόητη μπορείς να γίνεις για να μου πας κόντρα ε? Δεν είδες πως τους έτρεχαν τα σάλια? Έτσι μου έρχεται να πάω πίσω και να τους σπάσω στο ξύλο.»

Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Την μια με φιλούσε και την άλλη ξέσπασε ενάντια στους συνεργάτες του. Θέλω να πω εάν έχει αυτήν την γνώμη γιατί τους έχει κρατήσει δίπλα του? «Που τους τρέχουν τα σάλια; Είναι φίλοι μου ή έστω γνωστοί μου και είναι δικοί σου συνεργάτες Αχιλλέα»

«Είναι άντρες να πάρει ευχή. Είναι αρσενικά γαμώ το κεφάλι σου μέσα. Και εσύ μια ποθητή και εντελώς ανεγκέφαλη γυναίκα.»

«Πως ήξερες που είμαι? Πως ξέρεις ότι δεν είχε άδεια το μαγαζί, ο κύριος αυτός πως ξέρεις ότι είναι ακατάλληλος?»

«Σοφία, τον είδες . Ήταν βρόμικος, τα πάντα μέσα ήταν βρόμικα , ελεεινά. Στα καταστήματα αυτά το κράτος επιβάλει πολύ αυστηρούς κανόνες υγιεινής για να δώσει άδεια λειτουργίας. Όσο για το πως σε εντόπισα, τα ¨φιλαράκια σου¨ φώναξαν την διεύθυνση την ώρα που μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Μου πείρε ώρα να σε βρω. Ήλπιζα να σε προλάβω πριν γδυθείς, αλλά...» Μου δηλώνει καυστικά και απομακρύνεται από κοντά μου. Πλησιάζει ένα μαύρο θεόρατο τζιπ και ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού.

«Γιατί με αναζήτησες? Εσύ με έδιωξες κακήν κακώς από το στάδιο το μεσημέρι. Μου ζήτησες να μην μπω στον κόπο να έρθω το απόγευμα. Τι έγινε και με αναζήτησες ξαφνικά?»

«Έχεις παρανοήσει τελείως? Πότε σε έδιωξα? Το μόνο που ήθελα είναι να είσαι υγιής να είσαι καλά. Έχεις χάσει κιλά δεν τρως δεν κοιμάσαι. Εάν με άφηνες να σου μιλήσω το μεσημέρι, εάν με άφηνε το πείσμα σου να σου εξηγήσω, θα σου έλεγα πως καλό θα ήταν να ξεκουραστείς να κοιμηθείς και πως θα ήθελα να τσιμπήσουμε κάτι μαζί για να τα πούμε. Να μιλήσουμε για το βιβλίο την δουλειά ή ότι άλλο ήθελες τέλος πάντων. Αλλά εσύ θίχθηκες για τα χρήματα που σου όφειλα και έφυγες σαν να σε κυνηγούσαν οι θεοί της κόλασης» Ναι ένας τέτοιος με έχει πλησιάσει. Εσύ είσαι η προσωπική μου κόλαση , χρόνια τώρα Αχιλλέα...

«Τώρα?» ρωτώ. Στέκεται ακόμα δίπλα στην ανοιχτή πόρτα του συνοδηγού και εγώ λίγα μέτρα μακριά του. Με κοιτά έντονα. Προσπαθεί να διεισδύσει στο μυαλό μου? Προσπαθεί να με μαγνητίσει με το βλέμμα? Να με μαγέψει?

«Τώρα υπάρχουν δυο επιλογές Σοφία, μπαίνεις μέσα στο αμάξι μου και επιστρέφεις μαζί μου πίσω στο ξενοδοχείο ή» κόβει την πρόταση του χωρίς να την ολοκληρώσει σαν να μην θέλει στην ουσία να μου δώσει άλλη επιλογή. Δεν έχει πάρει στιγμή το σκοτεινό του βλέμμα από πάνω μου. Με κοιτά και ανταποδίδω στα ίσια. Φοβάμαι αυτό το ή... Τι να σημαίνει?

«ή?» Ψελλίζω

«Πίσω από το δικό μου αμάξι περιμένει ένας άντρας της φρουράς μου. Μπορείς εάν θέλεις να επιστρέψεις μαζί του. Όπως βλέπεις σου αφήνω χώρο να αναπνεύσεις... Όσο και αν δεν το θέλω σου αφήνω επιλογές.»

Ζυγίζω λοιπόν τις επιλογές μου. Νομίζω αρκετά δικαιώματα έδωσα απόψε. Κουνώ το κεφάλι μου και κατευθύνομαι στο πίσω αμάξι. Ο οδηγός πετάγεται από την θέση του και έρχεται στην δίπλα μου με καλησπερίζει και μου ανοίγει την πόρτα. Μπαίνω μέσα στην καμπίνα, βολεύομαι στο δερμάτινο κάθισμα και κλείνω τα μάτια μου. Αρνούμαι να τα ανοίξω μέχρι να ξεκινήσουμε...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top