Κεφάλαιο 51
Κεφάλαιο 51
Στοκχόλμη -Σουηδία
Έφτασα αργά χθες το απόγευμα στο ξενοδοχείο. Από το αεροδρόμιο Αρλάντα της Στοκχόλμης με παρέλαβε ένας άγνωστος οδηγός, πέραν από τα τυπικά δεν ανταλλάξαμε άλλη κουβέντα. Είχε πάρει εντολή από τον Γουίλ να με παραλάβει και να με οδηγήσει στο ξενοδοχείο. Τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο. Πήρε τις αποσκευές από τα χέρια μου και με οδήγησε ευγενικά στο σταθμευμένο αυτοκίνητο που μας περίμενε στο χώρο των αφίξεων. Στην διαδρομή απάντησε με δυσκολία σε όποια ερώτηση προσπάθησα να κάνω, και μην θέλοντας να τον φέρω σε δύσκολη θέση, αφού κατάλαβα πως προφανώς εκτελούσε εντολές , δεν του απηύθυνα και εγώ ξανά τον λόγο παρά μόνο για να τον ευχαριστήσω όταν φτάσαμε στην είσοδο του επιβλητικού Grand Hôtel.
Στο ξενοδοχείο με εξυπηρέτησε ένας ακόμη πιο άγνωστος , αλλά πολύ εξυπηρετικός υπάλληλος. Και εκεί λοιπόν δεν εμφανίστηκε κανείς. Μου παρέδωσαν έναν φάκελο στην ρεσεψιόν, τον είχε αφήσει ο κ Τόμι Μπράουν για εμένα. Έτσι μου είπαν. Λογικό είναι σκέφτηκα, ο Τόμι να ακολουθήσει τις οδηγίες του εργοδότη του. Κάνει τυπικά και απόμακρα την δουλεία του. Είναι ευγενικός δίνοντας μου τις πληροφορίες που χρειάζομαι αλλά ταυτόχρονα και δεν έχει άμεση συναναστροφή μαζί μου. Έτσι θα είναι από δω και πέρα? Έχει απαγορεύσει σε όλους να μου μιλάνε να συναναστρέφονται μαζί μου λες και έχω λέπρα? Θα με κάνει να περάσω μέρες βγαλμένες από την κόλαση? Δεν του φτάνει ο εξαναγκασμός του να έρθω? Δεν του φτάνει που έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό μου? Αυτό είναι το νέο του σχέδιο, να με κάνει να νιώσω μόνη και παρείσακτη και έτσι να δεχτώ την επαφή, την συναναστροφή μαζί του? Τον γελάσανε!
Ο Βλάκας
Ο Αχάριστος
Ο Αχαΐρευτος
Ο Άξεστος
Κάπου μέσα μου, ήλπιζα, ευχόμουν , περίμενα πως δεν θα παραιτούνταν από εμάς. Από την προσπάθεια να μου μιλήσει. Μάλλον το πήρε απόφαση ότι τελειώσαμε. Πράγμα ευχάριστο εάν σκεφτεί κανείς πως εγώ το ζήτησα, αλλά η διαπίστωση πως ο Αχιλλέας αποτελεί παρελθόν για μένα, ότι έχουμε τελείωσε οριστικά και πως βρίσκομαι εδώ μόνο και μόνο για το βιβλίο, για την δουλεία μου, μου προκαλεί αφόρητους πόνους στο στήθος και έχει κάνει κόμπο το στομάχι μου για μια ακόμη φορά.
Ευτυχώς έχω και την Άννυ στο πλευρό μου. Λίγη ώρα αφότου έφτασα και τακτοποίησα τα πράγματα μου, της έστειλα μήνυμα ότι βρίσκομαι στο ξενοδοχείο και ήρθε να μου κάνει παρέα.
Λάμπει, η ευτυχία καθρεπτίζεται στο πρόσωπο της . Θέλω να της πω να προσέχει , αλλά δεν το κάνω. Δεν θέλω να γίνω πικρόχολη. Ο Adam σύμφωνα με όσα μου λέει φαίνεται αφοσιωμένος σε εκείνη. Όσο για τον άλλο, όταν η κουβέντα μας φτάνει σε εκείνον, η φίλη μου, η δικιά μου φίλη μου εξηγεί πως έκανε λάθη, αλλά έχει μετανιώσει και πως πρέπει να του δώσω μια ευκαιρία. Τι ευκαιρία θέλει? Δεν πήρε από μένα ήδη αρκετά? Δεν του έδωσα ότι είχα? Και εκείνος τι έκανε όταν ήμουν πια πολύ ευάλωτη στα χέρια του? Με διέλυσε, μας διέλυσε...
Θυμώνω.
Θυμώνω και το δείχνω. Η δικιά μου φίλη, είναι με το μέρος του? Της κλάφτηκε και την τούμπαρε και εκείνη? Ή της έδειξε τον γοητευτικό εαυτό του, αυτόν που χρησιμοποιεί όταν θέλει να χειριστεί με μαεστρία κάποιον? Ο άνθρωπος τελικά είναι άσσος στην ανθρώπινη χειραγώγηση. Αυτό του το δίνω, αφού κατάφερε να τους πάρει όλους με το μέρος του.
Σύμφωνα με την Άννυ, είναι διαλυμένος, είναι ένα ράκος, ότι έκανε ήταν ένα ξέσπασμα και πρέπει έστω να τον ακούσω. Να ακούσω αυτά που έχει να πει. Δεν φέρνει και καμία από τις κοπέλες που ξέσπαγε μαζί τους, να μου πει και εκείνη σε τι στάσεις ξέσπαγε τον πόνο του? Ήταν από πάνω? Από κάτω? Πως? Έχω αγωνία αλήθεια. Γαμώτο γίνομαι πικρόχολη και δεν μου ταιριάζει. Δεν είμαι έτσι εγώ , δεν θέλω να γίνω σαν εκείνες τις κακίες και πικρόχολες γυναίκες που δεν είναι καλά μέσα τους και ξεσπάνε την κακία τους σε άλλους για να καλύψουν τα δικά τους κενά. Τις δικές τους ανασφάλειες , τα δικά τους λάθη...
Δεν παίρνει το μέρος του, μου επισημαίνει για μια φορά ακόμα. Θα στηρίξει την όποια απόφαση πάρω, μου τονίζει κρατώντας μου σφιχτά το χέρι. Απλά λέει την γνώμη της , έχοντας ακούσει και δει και τις δυο πλευρές ολοκληρώνει τον μικρό μονόλογο της.
Εγώ δεν είμαι και τόσο σίγουρη πια για τις αποφάσεις μου. Όσο πλησιάζει η ώρα που θα τον συναντήσω...
Από την άλλη παραιτήθηκε από κάθε προσπάθεια να με δει να μου εξηγήσει. Τρείς μέρες τώρα , κανένα τηλέφωνο , κανένα μήνυμα. Η απόλυτη σιωπή. Άνοιξα το τηλέφωνο μου και με κατέκλισαν οι προσπάθειες του να με βρει να μου μιλήσει και μετά ξαφνικά ... σιωπή.
Η καλή μου φίλη επέμενε να κοιμηθεί μαζί μου, αλλά ξέρω πως είναι η αρχή μιας σχέσης και πόσο απελπισμένα θέλεις να περνάς όλο τον ελεύθερο σου χρόνο με τον άνθρωπο που είσαι ερωτευμένος και έτσι της είπα πως είμαι πολύ κουρασμένη και πως έχω ανάγκη από ξεκούραση, πράγμα που σημαίνει πως και είναι προτιμότερο να επιστρέψει στο δωμάτιο της και στον Adam.
Δεν έλεγα ψέματα , το ταξίδι, το άγχος και η στεναχώρια μου, με έχουν καταβάλει σωματικά και ψυχολογικά. Όταν έφυγε η φίλη μου γέμισα την μπανιέρα και έκανα ένα ζεστό μπάνιο προσπαθώντας να χαλιναγωγήσω τα νεύρα μου. Έμεινα μέσα στο ζεστό νερό μέχρι το σώμα μου να χαλαρώσει εντελώς και μετά σύρθηκα μέχρι το κρεβάτι ελπίζοντας πως σήμερα επιτέλους θα απολαύσω έναν ήρεμο ύπνο. Ήλπιζα πως η κούραση που έχει κατακλίσει το σώμα μου θα νικήσει τις σκέψεις μέσα στο κεφάλι μου.
Ώρες τώρα κοιτώ το ταβάνι. Νομίζω πως έχει μια μικρή ρωγμή στην δεξιά πλευρά. Δεν βοηθά και το σκοτάδι για να δω εάν έχω δίκιο...
Αλλάζω πλευρό... Είναι οριστικό, έχω χάσει την όρεξή μου για φαγητό, έχω χάσει την ηρεμία μου, τον αυτοέλεγχο μου και τώρα τον ύπνο μου. Όλα εξ αιτίας του...
Πετάω από πάνω μου το σεντόνι και σηκώνομαι από το κρεβάτι. Έλεγχο το κινητό μου για πολλοστή φορά.
ΤΙΠΟΤΑ...
Τι χαζή είμαι? Εάν χτυπούσε δεν θα το άκουγα? Γιατί το κάνω αυτό στον εαυτό μου?
Η ώρα είναι 6. Εάν είναι να μην κοιμηθώ καθόλου, τουλάχιστον θα χρειαστώ καφεΐνη. Φοράω μια φόρμα και ένα φούτερ. Έχω ρίγους από την αυπνία την κούραση και την έλλειψη φαγητού.
Το τηλέφωνο μου χτυπά και η καρδιά μου χάνει μερικούς χτύπους...
«Παρακαλώ»
«Σοφία γειά σου» Μια άγνωστη γυναικεία φωνή με χαιρετά
«Γεια σας»
«Δεν με κατάλαβες έ?»
«Ομολογώ πως όχι. Δεν έχω καταλάβει ποια κυρία είστε, συγνώμη»
«Τόσο πολύ άλλαξε η φωνή μου Σοφία? Ο Αχιλλέας λέει πως έχω μείνει ίδια και απαράλαχτη» Δεν είναι δυνατόν? Είναι?
«Αλεξάνδρα?»
«Ναι Σοφία εγώ» Σιωπή δεν ξέρω πως πρέπει να αντιδράσω. Να φωνάξω να βρίσω , να την κατηγορήσω , πως φταίει και εκείνη για όλο το χάλι? Για όλο αυτό το μπέρδεμα πως ευθύνεται εξίσου και εκείνη. Δεν ξέρω τι θέλω να της πω μετά από τόσα χρόνια. Γι' αυτό επιλέγω να μην μιλήσω καθόλου.
«Σοφία καταλαβαίνω πως ίσως δεν θέλεις να μου μιλήσεις, πως ίσως νιώθεις εγκλωβισμένη σε όλο αυτό που εγώ και μόνο εγώ δημιούργησα, αλλά άσε με σε παρακαλώ να σου εξηγήσω. Δεν νιώθω συχνά τύψεις για τις επιλογές μου, έμαθα να είμαι σκληρή, έμαθα να είμαι αδυσώπητη και να στέκομαι πάντα ψηλότερα από τους άλλους και να διατάζω. Ήθελα και θέλω να γίνεται πάντα το δικό μου. Πάντα αυτό που εγώ θεωρώ σωστό.»
«Αλεξάνδρα ειλικρινά, δεν με ενδιαφέρει η αυτοκριτική σου στις 6 το πρωί. Έκανες ότι θεώρησες σωστό. Άσε με να τελειώσω με την δουλεία μου και να σας αφήσω και να με αφήσετε ήσυχη»
«Σοφία άσε με σε παρακαλώ να τα πω, έχω ανάγκη να σου εξηγήσω. Μέρες τώρα με βασανίζει όλο αυτό . Μέρες τώρα θέλω να τα βγάλω από μέσα μου.»
«Λέγε» Δεν θα τις το κάνω εύκολο. Το ξέρει και το ξέρω.
«Όταν διαλύθηκε ο Αχιλλέας, ακολούθησα το ένστικτο μου, τον κανάκεψα, παρακάλεσα, ικέτεψα αλλά εκείνος κάθε ημέρα βυθιζόταν όλο και περισσότερο. Θύμωσα. Πείσμωσα. Και τότε πήρα την δυσκολότερη απόφαση. Τον έδιωξα. Τον απείλησα και δεν θα δίσταζα να τα τινάξω όλα στον αέρα εάν δεν γινόταν ξανά ο άνθρωπος που γνώριζα από παιδί.»
«Αλεξάνδρα τι νόημα έχουν όλα αυτά? Τα ξέρω, ξέρω τι έκανες , ξέρω τι έκανε εκείνος. Ειλικρινά το τηλεφώνημα αυτό είναι χάσιμο χρόνου» Το τηλεφώνημα αυτό είναι μαχαιριά στην καρδιά. Μην με βασανίζετε άλλο, θέλω να φωνάξω. Θέλω να τις το κλείσω. Θέλω να με αφήσουν ήσυχη να συνεχίσω την ζωή μου.
«Συγνώμη»
«Ορίστε?»
«Συγνώμη» Προφέρει αργά και σταθερά για δεύτερη φορά μια λέξη που δεν πίστευα πως θα ακούσω από την κλίκα τους ποτέ. «Συγνώμη που δεν σε υπολόγισα. Μου ήσουν αδιάφορη. Μια παράπλευρη απώλεια ήσουν για μένα. Θέλησα να ξυπνήσω να τιμωρήσω να αφυπνίσω, πες το όπως θέλεις, τον Αχιλλέα και δεν με ένοιαξε ούτε για μια στιγμή εάν εσύ θα γινόσουν κομμάτια. Για μένα εκείνος ήταν η προτεραιότητα μου και εσύ απλά ακόμα ένα θύμα σε ένα πόλεμο κυριαρχίας που είχε ξεκινήσει. Δεν με ενδιέφερες εσύ... Συγνώμη. Αυτό ήθελα να σου πω πως φέρθηκα άτιμα και λυπάμαι πολύ. Λυπάμαι πολύ για όλα. »
«Παρόλα αυτά, το έκανες και δεύτερη φορά. Λυπάσαι που έγινα πιόνι στα χέρια σου. Λυπάσαι που με θυσίασες προκειμένου να τον επαναφέρεις ¨στην ζωή¨ αλλά δεν δίστασες να το κάνεις ξανά και δεν θα ντρεπόσουν να με χρησιμοποιήσεις και τρίτη και τέταρτη φορά. Έλα παραδέξου πως πίσω από το νέο συμβόλαιο κρύβεσαι εσύ και εκείνος.»
«Έχεις δίκιο σε ένα πράγμα και κάνεις λάθος σε κάποιο άλλο.»
«Μην με κρατάς σε αγωνία» Ειρωνεύομαι
«Παραδέχομαι πως εγώ έδωσα εντολή να σε πιέσουν να επιστρέψεις στην θέση σου. Παραδέχομαι πως κρύβομαι πίσω από το νέο συμβόλαιο τόσο εγώ όσο και εκείνος, όμως δεν θέλω να νιώσει ούτε μια στιγμή ξανά πως αδιαφορώ για σένα. Δεν θέλω γίνεις μια παράπλευρη απώλεια. Θέλω να σταθείς το ύψος σου. Τον αγαπώ, αλλά αυτό που έκανε είναι ασυγχώρητο. Δεν θέλω να μάθω ποτέ πως νιώθεις όταν αντικρίζεις τον άνθρωπο σου αγκαλιά με ένα ξένο σώμα. Του το είπα, το ξέρει και ο ίδιος ότι δεν είμαι με το μέρος του. Ήταν είναι και θα παραμείνει για μένα οικογένεια μου αλλά , ξέρει πως όταν κάνει λάθη είμαι απέναντι του, ποτέ δίπλα του. Του τα λέω έξω από τα δόντια ποτέ δεν του χαϊδεύω τα αυτιά όπως συνήθως κάνουν οι κόλακες που κατά καιρούς μαζεύει γύρω του.»
«Τι μου λες ? Τι προσπαθείς να μου πεις?»
«Ήρθε λίγο καιρό πριν στο σπίτι μου διαλυμένος από κάθε άποψη. Κουρασμένος , θυμωμένος με τον ίδιο του τον εαυτό για την πορεία που είχε πάρει η ζωή του, και ζήτησε την βοήθεια μου. Μου είπε τα πάντα. Μου είπε πράγματα που γνώριζα ήδη αλλά ήθελα να τα ακούσω από εκείνον. Μόνο εάν με έπειθε θα τον βοηθούσα και αυτό το ήξερε ήδη. Γνωρίζει καλά πως δεν αρκούμαι σε γνώμες και υποθέσεις άλλων, θέλω να μαθαίνω από πρώτο χέρι τα γεγονότα, και ήξερε πως μόνο εάν έβλεπα τις πραγματικές του αντιδράσεις τα συναισθήματα που θα καθρεπτίζονταν στο πρόσωπο του, μόνο τότε θα αποφάσιζα να επέμβω ή όχι! Έως τότε κρατούσα μια ουδέτερη στάση. Γνωρίζει πολύ καλά πως από μένα δεν μπορεί να κρυφτεί δεν μπορεί να με κοροϊδέψει. Με λίγα λόγια.... Ξέρω πως σε αγαπά... Πολύ και αθεράπευτα. Πολύ και αρρωστημένα.»
«ΜΗ...» Δεν θέλω να ξέρω. Δεν θέλω να την ακούσω, δεν αγαπάνε έτσι οι άνθρωποι.
«Εγώ θα σου τα πω, για να ελαφρύνω την δικιά μου ψυχή. Νιώθω πως σας το χρωστάω γιατί τότε, ήμουν και εγώ η αιτία που απομακρυνθήκατε. Σου είπα και πριν πως δεν νιώθω συχνά την ανάγκη να απολογηθώ, όμως σήμερα οφείλω να το κάνω. Σε παρακαλώ επίτρεψέ μου να ολοκληρώσω και μετά η απόφαση θα είναι καθαρά δικιά σου. Δεν θέλω να σε επηρεάσω, θέλω απλά να ακούσεις την γνώμη μου και ας μην την ζήτησες , θέλω απλά να εξιλεωθώ για το τότε , αλλά και να γνωρίζεις όλους τους λόγους που αποφάσισα τώρα να τον βοηθήσω.»
Δεν απαντώ , η σιωπή είναι εκκωφαντική. Το μόνο που ακούω είναι η καρδιά μου που χτυπά δυνατά και απειλεί να πεταχτεί από το στήθος μου
«Λοιπόν Σοφία... Σου εξήγησα ήδη γιατί επέλεξα να γράψεις εσύ την βιογραφία. Ήθελα να τον ταρακουνήσω να τον κάνω να ¨επιστρέψει στις ρίζες του¨. Αυτό που δεν σου είπα ξεκάθαρα είναι γιατί τον βοηθάω σήμερα.... Σε αγαπά, ΣΕ αγαπά πολύ και βαθιά. Εάν τώρα αποφασίσεις να τον συγχωρήσεις αυτό δεν το ξέρω, δεν θα στο πω εγώ. Εσύ γνωρίζεις καλύτερα από τον καθένα τα θέλω σου, εκείνος όμως όσα λάθη και εάν έκανε, δεν σταμάτησε λεπτό να σε αγαπά.»
«Ναι... ήταν μνημειώδης ο τρόπος που με αγάπησε...» Λέω πικρόχολα
«Θα σου πω κάτι τελευταίο και δεν θα σε απασχολήσω άλλο, εύχομαι μόνο να πάρεις την σωστότερη απόφαση για σένα και μόνο για σένα. Να σκεφτείς εσύ τι θέλεις, αφήνοντας σε παρακαλώ απ΄ έξω όλα τα πικρόχολα συναισθήματα, να σκεφτείς χωρίς πείσματα και θιγμένους εγωισμούς....»
«Σε ακούω» Είμαι σκληρή το ξέρω, σε άλλη περίπτωση θα έκλαιγα από συγκίνηση, ακούγοντας πόσο ¨με αγαπά¨. Σήμερα θέλω να ακούσω με καθαρό μυαλό τι έχει να μου πει αυτός ο άνθρωπος. Θέλω να θυμάμαι χωρίς συναισθηματισμούς και την παραμικρή λεπτομέρεια για να μπορέσω να την αναλύσω μετά.
«Κάποτε, ο ίδιος ο Αχιλλέας μου είχε πει πως άντρες σαν τον Ρόμπερτ , σαν τον ίδιο αγαπάνε σπάνια, αλλά όταν αγαπήσουν είναι για μια ζωή. Επέλεξα να τον ακούσω, να τον πιστέψω. Σήμερα ήρθε η ώρα να επαναλάβω τα λόγια του Σοφία.... Τώρα η απόφαση είναι δικιά σου και μόνο δικιά σου.» Καταλήγει και αφού την ευχαριστώ που μπήκε στον κόπο να μου τηλεφωνήσει, δεν ξέρω γιατί το έκανε, αποφασίζω πως τώρα δεν υπάρχει περίπτωση να ηρεμίσω. Χρειάζομαι καφεΐνη και πρέπει να σκεφτώ να αναλύσω όλα όσα άκουσα.
Κατευθύνομαι στην αίθουσα του πρωινού πιο μπερδεμένη από ποτέ.. Το τηλεφώνημα της Αλεξάνδρας με έπιασε απροετοίμαστη και μου άφησε πολύ τροφή για σκέψη.
Σπρώχνω την βαριά ξύλινη πόρτα και μπαίνω μέσα στην άδεια αίθουσα. Είναι νωρίς ακόμα και ευτυχώς δεν έχει κόσμο. Μόλις έχει ανοίξει και όλα φαίνονται καθαρά, λαχταριστά και πεντανόστιμα, ίσως φάω κάτι τελικά. Αλλά προτεραιότητα έχει ο καφές. Παίρνω μια κούπα από την στοίβα και κοιτώ την εσπρεσομηχανή.
Γαμώτο... Πρέπει να έχεις μάστερ στην τεχνητή νοημοσύνη για να καταφέρεις να φτιάξεις έναν καφέ εδώ μέσα? Κοιτώ ξανά τις ψηφιακές ενδείξεις ενώ τοποθετώ την κούπα μου ....
«Χρειάζεσαι βοήθεια?»
Το σώμα μου τσιτώνει αμέσως μόλις η φωνή του φτάνει στα αφτιά μου, οι τρίχες στο σβέρκο μου έχουν σηκωθεί . Η ζεστή του ανάσα χτυπά το μάγουλο μου και μεταλαβαίνω πως είναι πολύ κοντά μου. Νιώθω πως αν κάνω ένα βήμα πίσω θα ακουμπήσω το σώμα του. Γι' αυτό επιλέγω και κάνω δυο βήματα μπροστά πριν στρέψω το κεφάλι μου σε εκείνον.
Στέκεται εκεί πανύψηλος και πανέμορφος, φορώντας μια φόρμα γυμναστικής και μια λευκή μακό μπλούζα. Τα ρούχα του είναι μούσκεμα.
«Ήμουν για τρέξιμο. Χρειαζόμουν να αδειάσω το κεφάλι μου από τις σκέψεις.» Μου εξηγεί, λες και χρειάζεται να μου δίνει αναφορά. Δεν με νοιάζει που ήταν δεν με νοιάζει ακόμα και αν ήταν με άλλη και εκείνη τον ίδρωσε...
«Ωραία»
Πατά κάτι κουμπιά και η κούπα μου αρχίζει να γεμίζει με καφέ.
«Ευχαριστώ» Του λέω και αφού χαμογελάσω , υποπτεύομαι ξεψυχισμένα, παίρνω την κούπα και κατευθύνομαι στο κοντινότερο τραπέζι.
«Μπορώ να... καθίσω μαζί σου?» Θεέ μου γιατί? Γιατί με τυραννάει? Τι σκατά άλλο θέλει από μένα? Κοιτώ γύρω μου, ορδές κινέζων καταφτάνουν και καταλαμβάνουν τα 2/3 της αίθουσας . Νεύω θετικά γιατί το μόνο που δεν θέλω είναι να γίνω θέαμα μπροστά σε ένα άσχετο γκρουπ κινέζων με τελευταίας τεχνολογίας φωτογραφικές μηχανές. Αλήθεια τι κόλλημα έχει αυτός ο λαός με τις φωτογραφικές μηχανές?
Ξεροκαταπίνω και, απαντώ. «Ν-ναι, μπορείς».
Κάθεται δίπλα μου στο τραπέζι και πασχίζω να κρατήσω τα μάτια μου μακριά του. Το κεφάλι μου όμως έχει άλλη γνώμη και αρνείται να επιστρέψει σε ευθεία θέση.
Φαίνεται σαν να μην έχει κοιμηθεί για μέρες. Τα συνήθως φωτεινά καστανά του μάτια του είναι σκοτεινά και τα μαλλιά του αναστατωμένα και λίγο πιο μακριά από την τελευταία φορά που τον είδα. Ακόμη και έτσι όμως δεν πάει να μου φαίνεται ο ομορφότερος και ποιο ποθητός άντρας.
«Θα φας κάτι;»
«Μόνο καφέ» Ενώ λίγο πριν όλα μου μύριζαν υπέροχα, τώρα η γνώριμη τάση για εμετό επέστρεψε μαζί με τον γνωστό κόμπο στο στομάχι μου.
«Φαίνεται σαν να έχασες λίγο βάρος»
Τα μάτια μου πετάγονται στα δικά του. «Θέλεις να πεις πως ήμουν χοντρή πριν;»
«Όχι γαμώτο» Περνά νευρικά τα χέρια του από τα μαλλιά του «Όχι δεν ήθελα να σε θίξω» Ξεφυσά αγανακτισμένα και με κοιτά έντονα «Πως φτάσαμε εδώ? Ότι και αν λέω να ακούγεται λάθος?» Δεν ξέρω τι με ωθεί να θέλω να τσακωθώ μαζί του, με το που τον είδα, αλλά ή θα τον χτυπήσω ή μα μαλώσω μαζί του. Θέλω να εκτονωθώ.
Κουνά αρνητικά το κεφάλι του, απελπισμένος. «Απλώς... προσπαθούσα να... να πιάσω κουβέντα, και να σου πω πως... μωρό μου φάε κάτι ανησυχώ. Σε παρακαλώ καρδούλα μου, εγώ... εγώ είμαι ένα μεγάλο τσογλάνι μην καταστρέφεις τον εαυτό σου... σε παρακαλώ»
«Μην κάνεις τον κόπο, να ασχολείσαι μαζί μου. Όσο για το τι ακριβώς είσαι, το ένιωσα βαθιά στο πετσί μου.» Του λέω πικρόχολα και πίνω μια γουλιά από τον καφέ μου.
«Δε θέλεις να μιλήσουμε;»
«Όχι. Δεν θέλω να μιλήσουμε , δεν θέλω να νοιάζεσαι , δεν θέλω να ανησυχείς»
«Θέλεις να φύγω; Να μην σου μιλήσω ξανά? Πες μου τι θέλεις μωρό μου . Τι χρειάζεσαι και θα το κάνω αρκεί να είσαι εσύ καλά. Δεν με νοιάζει ειλικρινά κανείς και τίποτα, ούτε καν ο εαυτός μου. Θέλω να γίνεις εσύ καλά» με ενημερώνει χαμηλόφωνα.
Είναι τα λόγια που κάνουν το ποτήρι να ξεχειλίσει. Που πυροδοτούν μια έκρηξη θυμού μέσα στο κεφάλι μου.
«Έχει σημασία τη θέλω εγώ? Έχει σημασία για σένα τι χρειάζομαι εγώ?»
Συνοφρυώνεται. «Φυσικά και έχει. Πάντα είχε.»
«Τότε τι κάνω εδώ? Τι δουλειά έχω εδώ? Σου λέω λοιπόν πως δεν έχει καμία σημασία για σένα τι θέλω εγώ. Είσαι μόνο λόγια. Μόνο κούφια λόγια δίχως ουσία. Αν είχε, τότε δε θα ήμουν εδώ σήμερα. Δεν θα καθόσουν απέναντι μου, δεν θα σε κοιτούσα και θα σου μιλούσα. Θα ήμουν σπίτι μου στο Λονδίνο και θα συνέχιζα τη ζωή μου, όπως εγώ θα επέλεγα. Αντ' αυτού, αφού ΕΣΥ ήθελες να βρίσκομαι εδώ πίεσες, εκβίασες και εκφόβισες το αφεντικό μου, προκειμένου να με δέσεις εκ νέου μαζί σου. Και με έδεσες πολύ γερά αυτήν την φορά. Με τύλιξες σε μια κόλλα χαρτί. Μην μου λες λοιπόν μαλακίες πως σε νοιάζουν τα δικά μου θέλω. Όταν η μόνη σου προτεραιότητα είναι τα δικά σου και ο πολύτιμος εαυτός σου.»
«Καρδούλα μου...» Πάει να ξεκινήσει να πει κάτι αλλά σταματά μόλις βλέπεις πως μορφάζω ακούγοντας την προσφώνηση του. Απλώνει το χέρι στο τραπέζι, προσπαθώντας να πιάσει το δικό μου, αλλά προλαβαίνω και τραβώ το δικό μου. Δεν είμαι σίγουρη για τις αντιδράσεις μου εάν του επιτρέψω να με αγγίξει.
«Γιατί είσαι εδώ; Και δεν εννοώ γιατί είσαι στην Στοκχόλμη. Γιατί βρίσκεσαι στις έξι το πρωί στην αίθουσα του πρωινού, στο τραπέζι μου?» Τον κοιτάζω όσο πιο παγερά μπορώ. « Είχες βάλει κάποιον να με παρακολουθεί έτσι? Και να σε ενημερώνει για τις κινήσεις μου? Τα λέω σωστά ?Δεν μου φαίνεται και τόσο τυχαία η συνάντηση μας. Γι' αυτό λέγε Κατέβηκες για να με βασανίσεις κι άλλο; Περισσότερο απ' όσο με βασάνισες ήδη? Δεν σου φτάνει? Δεν είναι για σένα αρκετό ότι με διέλυσες? Δεν σου έφτασε που με έσπασες σε χίλια κομμάτια? »
«Σε βασάνισα?» Ακούγεται ενοχλημένος θυμωμένος
«Όχι? Λες να τα απόλαυσα τα όσα έκανες με τις άλλες? Λες να διάβαζα τα κατορθώματα σου και να χαιρόμουν? Λες να έβλεπα το όνομα σου να φιγουράρει στις κουτσομπολίστικες εκπομπές και να έλεγα μπράβο? ΝΑ απολάμβανα φωτογραφίες σου με διάφορες γυναίκες κρεμασμένες επάνω σου?»
«Δεν ήμασταν μαζί»
«Μην αρχίζεις. Και δεν φτάνει που έπρεπε να στέκομαι στην άκρη και να σε βλέπω με όλες αυτές, απαίτησες να έρθω εδώ να είμαι μαζί σου να σε δω και επί τω έργω?» Χτυπώ το χέρι μου στο τραπέζι με δύναμη και βλέπω μερικά κεφάλια να στρέφονται ενοχλημένα προς το μέρος μας. ΣΚΑΣΙΛΑ ΜΟΥ!
«Ειλικρινά τώρα, πόσο κάφρος μπορεί να είσαι? Μπορεί εσύ να μην ένιωσες τίποτα για μένα, εγώ όμως ηλίθιε σε ερωτεύτηκα ξανά από την αρχή. Σε ερωτεύτηκα και κάθε φορά που άγγιζες άλλη και το μάθαινα , το έβλεπα ,πρόσθετες ακόμα μια ρωγμή στην ήδη ραγισμένη καρδιά μου» Γρυλίζω
«Για εσένα όλα αυτά μπορεί να ήταν ένα αστείο. Ένα απωθημένο εγώ ήμουν μέσα στην σχέση ολοκληρωτικά δοσμένη. Ήμουν εκεί εκατό της εκατό. Δίπλα σου, ποτέ απέναντι σου. Ποτέ δεν με εμπιστεύτηκες . Αναρωτιέμαι πίστεψες ποτέ σε εμάς? » Καταλήγω ασθμαίνοντας τον μονόλογο μου. Τα είπα όλα? Τα έβγαλα όλα από μέσα μου? Δεν ξέρω είμαι τόσο συγχυσμένη, τόσο αποπροσανατολισμένη που δεν ξέρω εάν έμεινε κάτι αλλά να του πω.
«Εγώ...»
«Δεν θέλω να ακούσω. Δεν με νοιάζει πλέον» Σηκώνομαι όρθια. Είμαι έτοιμη να φύγω. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά και το αίμα μουγκρίζει στα αυτιά μου. Αισθάνομαι μια πίεση στα μάτια και έναν απότομο πόνο. Αρχίζω να απομακρύνομαι.
«ΘΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ Μ ' ΑΚΟΥΣΕΙΣ, ΓΑΜΩΤΟ;» φωνάζει και σηκώνεται τόσο βίαια που η καρέκλα του αναποδογυρίζει και πέφτει με θόρυβο στο πάτωμα.
Τώρα όλο το γκρούπ των κινέζων μας κοιτάνε. Όλοι έχουν σταματήσει αυτό που έκαναν και έχουν στρέψει τα κεφάλια τους σε εμάς, σαν να παίζω σε θεατρικό έργο νιώθω. Χλομιάζω. Η φωνή του είναι τόσο δεσποτική που όλα στο δωμάτιο σταματούν να κινούνται.
Εγώ σταματώ. Ο χρόνος σταματά . Ο αέρας παύει να κινείται . ΤΑ ΠΑΝΤΑ.
Το στήθος του Αχιλλέα ανεβοκατεβαίνει από θυμό την ώρα που στέκεται απέναντι μου και με κοιτά.
Δε νομίζω να τον έχω ξαναδεί τόσο οργισμένο.
Είμαι αποσβολωμένη. Είμαι σοκαρισμένη από το θέαμα μπροστά μου. Κοντοστέκομαι για μια στιγμή. Μόνο για μια στιγμή διστάζω αλλά μετά συνέρχομαι.
Κάνω μεταβολή απομακρύνομαι από κοντά του και δηλώνω δυνατά
«Όχι, δε θα σταματήσω να σε ακούσω επειδή δε μ' ενδιαφέρει ό,τι κι αν έχεις να μου πεις!»
«Είσαι πολύ ξεροκέφαλη και κακομαθημένη. Για την ακρίβεια δεν έχω γνωρίσει ποιο χοντροκέφαλο άνθρωπο στην ζωή μου. Θα με ακούσεις, ακόμα κι αν αναγκαστώ να σε δέσω στην καρέκλα σου! Και θα συνεχίσω να μιλώ μέχρι να με ακούσεις πραγματικά. Μέχρι να μπουν στο ξερό σου το κεφάλι τα λόγια μου, και να αρχίσει να τα επεξεργάζεται ο εγκέφαλος σου. Κατάλαβες?» Γκαρίζει πίσω μου και με ακολουθεί σε όλο το φουαγιέ του ξενοδοχείου μέχρι το ασανσέρ
«Δεν θυμάμαι γαμώτο να έκανα σεξ με εκείνη τη γυναίκα και σίγουρα δεν είχα σχέση μαζί της. Δεν ξέρω πως βρέθηκε εκεί στο κρεβάτι μαζί μου. Σκόρπιες εικόνες μου έρχονται στο νου, αλλά είναι τα πάντα θολά και δεν μπορώ να ξεχωρίσω εάν είναι αληθινές εικόνες ή στην προσπάθεια μου να θυμηθώ τι ακριβώς έγινε, το μυαλό μου της δημιουργεί. Και φτάνουμε στο δια ταύτα. Με είδες μαζί της. Και ναι με έδιωξες και από αντίδραση έκανα πολλές μαλακίες μέχρι που κατάλαβα πως σε έχασα και πως η μαλακισμένη μου συμπεριφορά δεν θα σε φέρει πίσω. Το αντίθετο μάλιστα. Και να υπήρχε πιθανότητα να με πιστέψεις πως δεν θα σε απατούσα ποτέ νηφάλιος, εγώ και μόνο εγώ ευθύνομαι που την έχασα την μικρή αυτήν πιθανότητα.» Μπαίνει μαζί μου μέσα στο ασανσέρ. Με σπρώχνει στην γωνία και με ακινητοποιεί με το σώμα του.
«Θες να παραδεχτώ πόσο μαλάκας είμαι? Είμαι μεγάλο αρχίδι. Εάν δεν ήμουν θα σε άφηνα ήσυχη, να φτιάξεις την ζωή σου μακριά μου . Θα παραδεχόμουν ότι σε έχασα από δικό μου λάθος και πως οποιοσδήποτε άλλος, ακόμα και ο ελεεινός ο ασήμαντος ο πρώην αρραβωνιαστικός σου θα ήταν καλύτερος από μένα. Ακόμα και αυτό το άβουλο άχρωμο πλάσμα Θα ήταν καλύτερη επιλογή συντρόφου από μένα.» Πιάνει τα χέρια μου και τα σηκώνει επάνω από το κεφάλι μου. Δεν αντιστέκομαι με έχει υπνωτίσει
«Σε αγαπάω Σοφία. Πάντα σε αγαπούσα.» Φωνάζει και οι πόρτες ανοίγουν. Δεν κάνει κίνηση κανείς μας. Τα χείλη του πλησιάζουν στα δικά μου και τελευταία στιγμή τα μάγια του λύνονται, στρέφω το κεφάλι μου. Σφίγγει τα χέρια μου περισσότερο.
«Γαμώτο. Έφτασε καμία λέξη στο πεισματάρικο κεφάλι σου? Γαμώ το κεφάλι σου. ΣΕ ΑΓΑΠΑΩ . ΜΕ ΑΚΟΥΣ? ΑΝΟΙΞΕ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΟΥ, ΑΚΟΥ ΜΕ ΜΙΑ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΦΟΡΑ»
Φαίνεται θυμωμένος, απεγνωσμένος και χαμένος. Αλλά το ίδιο νιώθω κι εγώ. Αφήνει τα χέρια μου να πέσουν στο πλάι και περνά τα δικά του από τα μαλλιά , γεμάτος απόγνωση.
Διπλώνω τα χέρια μου στο στήθος. Ανασηκώνω τους ώμους μου. «Λόγια, Αχιλλέα. Είναι μόνο λόγια. Εγώ πιστεύω σε γεγονότα, και σε αριθμούς. Αλήθεια ποιος είναι ο ακριβής αριθμός γυναικών με τις οποίες πήγες αυτόν τον τελευταίο ενάμιση μήνα που είμασταν χώρια? Πέντε? Δέκα? Εκατό?»
«Ορίστε?» Σφίγγει τα δόντια.
«Πιστεύω όσα είδα με τα μάτια μου και όσα άκουσα με τα αφτιά μου. Πίστεψέ με είναι αρκετά για να με κρατήσουν μακριά σου για δέκα ζωές.»
«Όχι, πιστεύεις όσα νομίζεις ότι είδες.»
«Θέλεις να πεις ότι δε σε βρήκα στο κρεβάτι μαζί της;»
«Ναι, αλλά...»
«Δηλαδή είδα σωστά».
«ΟΧΙ!»
«ΝΑΙ!» Αναστενάζω. «Ό,τι κι αν πεις, ό,τι κι αν κάνεις, δε θα με κάνεις να αλλάξω γνώμη», συνεχίζω με πιο ήπια φωνή. «Πιστεύω όσα είδα. Αν τελείωσες όσα είχες να πεις ..., τώρα που σε άκουσα, μπορώ να γυρίσω στο δωμάτιό μου.» Κάνω δύο βήματα και σχεδόν βγαίνω από το ασανσέρ. «Εύχομαι και ελπίζω η επόμενη συνάντηση μας να αφορά την δουλειά και μόνο την δουλεία. Μπορεί να κατάφερες καταφεύγοντας στις γνωστές τεχνικές σου να με κάνεις να επιστρέψω εδώ, αλλά το...πεισματάρικο κεφάλι μου θα ανεχτεί να μιλάμε μόνο για το βιβλίο. Το... πεισματάρικο κεφάλι μου σε βλέπει μόνο σαν συνεργάτη και τίποτα παραπάνω τιποτα παρακάτω» Κάνω μια παύση και τον κοιτώ από την κορφή ως τα νύχια «Όπως έλεγα, το παραπάνω...μας τελείωσε!»
«Δεν τελείωσα». Ακούγεται τόσο επιθετικός και οργισμένος που κυριολεκτικά μαρμαρώνω ανάμεσα στο πάτωμα του ασανσέρ και του διαδρόμου.
Με πλησιάζει. Ο θυμός του εκπέμπεται σε κύματα από το σώμα του και θέλω να κάνω πίσω, αλλά δεν μπορώ.
«Δε θα εγκαταλείψω τις προσπάθειες μέχρι να σε πείσω ή μέχρι να μου αποδείξεις ότι όλα αυτά τα εννοείς , ότι έχεις παραιτηθεί από εμάς Σοφία. Εγώ δεν έχω παραιτηθεί και δεν θα πάψω να πολεμάω με ότι μέσα διαθέτω θεμιτά ή αθέμιτα. Λυπάμαι εάν νιώθεις αδικημένη που είσαι εδώ, δεν μετανιώνω που σε ανάγκασα να έρθεις. Και δεν θα μετανιώσω ποτέ που σε χειρίστηκα όπως σου αρέσει να λες , αναγκάζοντας σε να έρθεις.»
Ρίχνοντας μου μια τελευταία αποφασιστική ματιά, κάνει απότομα μεταβολή και βγαίνει σαν σίφουνας από το ασανσέρ, αφήνοντάς με να τρέμω σύγκορμη.
Περπατώ προς το δωμάτιο μου. Δεν είμαι αφελής ξέρω πως ένα μικρό κομμάτι του εαυτού μου να θέλει να γυρίσει κοντά του. Όμως το μεγαλύτερο κομμάτι, το ταπεινωμένο, προδομένο κομμάτι, δε θέλει. Αυτό το κομμάτι μου θέλει εκδίκηση και ξέρω πολύ καλά τι θα τον πονέσει. Δεν ξέρεις μόνο εσύ Αχιλλέα τα ευαίσθητα σημεία μου. Ξέρω και εγώ την Αχίλλειο πτέρνα σου. Ήρθε ο καιρός να πυροδοτήσω την ζήλια σου. Αληθινά όμως αυτήν την φορά. Αυτήν την φορά θα ζηλέψεις Αχιλλέα επειδή θα υπάρχει λόγος και όχι επειδή θα φαντάζεσαι πράγματα.
Ήρθε η ώρα να τραβήξω την περόνη και να τρέξω να καλυφθώ. Να ανέβω τρέχοντας τον λόφο και να δω τα πυροτεχνήματα της έκρηξης. Να δω το χάος που θα έχω δημιουργήσει γελώντας θριαμβευτικά, και εσύ γλυκέ μου Αχιλλέα να πάρεις μια γεύση τι σημαίνει να ζηλεύεις έχοντας λόγο, τι σημαίνει να ζηλεύεις όταν ο άλλος σου δίνει αφορμή για να το κάνεις. Εσύ γλυκέ μου Αχιλλέα θα περάσεις πολύ πολύ πολύ άσχημα! Αυτό στο υπογράφω!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top