Κεφάλαιο 45
Κεφάλαιο 45
Λονδίνο-Αγγλία
Ο σάκος μου, γλιστρά από τον ώμο μου, και πέφτει με ένα γδούπο στο πάτωμα.
Η κοπέλα, η γυμνή κοπέλα, η γυμνή ξαπλωμένη κοπέλα, αναδεύεται, ανοίγει τα έντονα μακιγιαρισμένα με μαύρο αιλάινερ μάτια της, τα τρίβει και πασαλείβεται περισσότερο από το σκούρο χρώμα και τα εστιάζει το θολό βλέμμα της επάνω μου. Στέκομαι στο κατώφλι σαν άγαλμα.
Με κοιτάζει συνοφρυωμένη και νιώθω παρείσακτη. Νιώθω σαν παρίας σαν να διακόπτω μια πολύ προσωπική στιγμή, ανάμεσα σε δυο ανθρώπους. Διακόπτω τον άνθρωπο μου και μια ... αλήθεια η κοπέλα? Ποια είναι? Τι δουλειά έχει δίπλα στον φίλο μου? Δεν μπορώ ακόμα να επεξεργαστώ καλά αυτό που βλέπω. Μπράτσα γεμάτα τατουάζ, ο Αχιλλέας, ο σύντροφός μου και δίπλα του μια άγνωστη που με κοιτά.
Την κοιτώ και εγώ σαν χαμένη, συντετριμμένη κουρελιασμένη. Ένας λυγμός σαν φωνή πληγωμένου ζώου ακούγεται ξαφνικά. Ήμουν εγώ? Εγώ ακούστηκα?
Την κοιτώ ξανά στα μάτια... ποια είσαι? Γιατί είσαι εδώ? Θέλω να της φωνάξω αλλά οι λέξεις σκοντάφτουν και δεν καταφέρνουν ποτέ να βγουν από το στόμα μου. Βλέπω μια σπίθα αναγνώρισης στα μάτια της, σχεδόν σαν να με γνωρίζει. Αλλά εγώ σίγουρα δεν την ξέρω. Δεν την έχω δει ποτέ πριν στην ζωή μου. Είμαι απόλυτα σίγουρη γι' αυτό.
«Τι γυρεύεις εδώ; Ήρθες να πάρεις μάτι? Εγώ δεν τα γουστάρω αυτά. Περίμενε να τελειώσω εγώ μαζί του και μετά χάρισμά σου. Εάν βέβαια έχει άλλες αντοχές γιατί ο παίδαρος από δω όσο ακούραστος και αν είναι, χθες του έδωσε και κατάλαβε» Χαμογελά ειρωνικά. Ξέρει ποια είμαι , ξέρει πως είμαστε μαζί με τον Αχιλλέα και φαίνεται πως απολαμβάνει και με το παραπάνω αυτό που γίνεται. Απολαμβάνει το θέαμα μπροστά της. Να με βλέπει άσπρη σαν το πανί, να παλεύω να σταθώ όρθια. Γιατί? Γιατί?
Ανοίγω το στόμα μου για να της πω πως δεν τον θέλω, ούτε τώρα ούτε ποτέ ξανά, αλλά τίποτα δε συμβαίνει. Ανοίγω το στόμα μου να της πω χάρισμα σου το κωλόπαιδο, αλλά κανένας ήχος δεν ακούγεται.
Κοιτάζοντάς με βλοσυρά, η κοπέλα απλώνει το χέρι και ταρακουνά επιδεικτικά τον Αχιλλέα. Όσο τον ταρακουνά το σεντόνι πέφτει ποιο χαμηλά και αποκαλύπτει σιγά σιγά το γυμνό κορμί του. Καταρρέει και η τελευταία μου ελπίδα. Ναι είναι γυμνός και δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι όσο εγώ πάσχιζα να βρω τρόπω να ζητήσω συγνώμη και να είμαστε καλά μαζί εκείνος έκανε την γάτα με τις επτά ουρές με αυτό εδώ το πασαλειμμένο ξεπεσμένο πορνίδιο.
«Μωρούλι...»Η φωνή της μου ακούγεται εκνευριστική. Δεν αντέχω να βλέπω το θέαμα. Να τον ακουμπά να τον χαϊδεύει...Εκείνος βογκά.
«Έλα μωρούλι... Ξύπνα έχουμε παρέα, σου λέω... Έλα μην γίνεσαι αγενής. Η κοπελίτσα περιμένει να μας μιλήσει» Τι ζόρι τραβάει η πασαλειμμένη? Γιατί τόση χαρά? Γιατί προσπαθεί να τον ξυπνήσει και να μου τρίψει στην μούρη την πράξη τους? Εκείνος εξακολουθεί να βογκά και γυρίζει ανάσκελα. Με το χέρι του τραβά το σεντόνι και βγάζει το ένα του πόδι έξω από τα σκεπάσματα. Οι σκέψεις μου επιβεβαιώνονται. Κάτω από τα σκεπάσματα είναι γυμνός.
«Βρε μωράκι σε κούρασε το πήδημα μέχρι το πρωί? Έλα ξύπνα σου λέω έχουμε παρέα. Δεν με ακούς? Μωράκι... Έλα σήκω τώρα , ξύπνα και όταν φύγει, που ξέρεις μπορεί να σταθείς τυχερός και να πάμε για έναν γύρο ακόμα.» Εκείνος απλώνει το χέρι του καλύπτει τα μάτια του και μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτο.
«Ξύπνα επιτέλους» Λέει το βλίτο και τον σκουντά για μια ακόμα φορά αποφασιστικά και μετακινεί το μπράτσο του από τα μάτια του.
Τον κοιτώ μαρμαρωμένη. Περιμένω να δω την αντίδραση του. Ποια αντίδραση δηλαδή εδώ είναι φως φανάρι τι έγινε. Θα μείνω όμως , θα μείνω και θα του δώσω την ευκαιρία να απολογηθεί να μου ¨ εξηγήσει¨ δεν θα του δώσω το δικαίωμα να πει πως έφυγα για μια ακόμα φορά σαν κυνηγημένη. Τα μάτια του ανοίγουν αργά. Κοιτά γύρω του σαν χαμένος. Το χαμένο κορμί...
Βλέπει πρώτα την κοπέλα και διακρίνω τη σύγχυση στο πρόσωπό του. «Σπάσε» Την προστάζει. Αυτό μόνο. Τίποτα άλλο. Είναι γελοίος. Είναι τουλάχιστον κατάπτυστος που συμπεριφέρεται έτσι. Πήγε μαζί της , και το επόμενο πρωί της αποδεικνύει πόσο αχρείος είναι πετώντας την σαν στημένη λεμονόκουπα. Όπως έγινε και με μένα, με φλόμωσε στις υποσχέσεις και μόλις τα πράγματα στράβωσαν το έριξε στην παλιά του τέχνη.
«Μα έχουμε παρέα» Τον ενημερώνει χαιρέκακα. Μα γιατί? Γιατί τόση κακία από μια άγνωστη? Τι της έκανα? Τι μπορεί να έχει αυτή η άγνωστη εναντίων μου και βγάζει τέτοιο μίσος. Ναι φαίνεται ότι αντλεί μεγάλη ευχαρίστηση από την στεναχώρια μου.
Το κεφάλι του γυρίζει, σχεδόν σε αργή κίνηση, και με βλέπει να στέκομαι στο κατώφλι.
Το πρόσωπό του παγώνει, σαν να συνειδητοποιεί κάτι και μετά πηδά από το κρεβάτι. ΩΩωωω ναι είναι ξεκάθαρο τώρα. Είναι γυμνός και δίπλα από τα πόδια του υπάρχει ένα χρησιμοποιημένο προφυλακτικό που δεν ξέρω γιατί δεν είχα προλάβει να δω έως τώρα. Ίσως επειδή είχα εστιάσει την προσοχή μου επάνω στο κρεβάτι και σε αυτούς που βρισκόταν ξαπλωμένοι σε αυτό , ίσως γι' αυτό μου πήρε τόση ώρα να παρατηρήσω τι υπήρχε πεταμένο κάτω από αυτό.
Είσαι αφελής Σοφία , φωνάζει το υποσυνείδητο μου. Φυσικά και θα υπήρχε προφυλακτικό. Τι περίμενες όλα τα στοιχεία φωνάζουν εδώ και ώρα πως η κοπέλα σου είπε αλήθεια από την πρώτη στιγμή. Τι λόγο άλλωστε θα είχε να μου πει ψέματα?
Πιέζω με τα χέρια μου το στομάχι μου μπας και μαλακώσω τον πόνο που αισθάνομαι. Η αναγούλα κάνει την επανεμφάνιση της. Παλεύω να κρατηθώ όρθια. Να φύγω από δω μέσα και να καταρρεύσω στο σπίτι μου μετά μόνη μου. Δεν θέλω θεατές.
«Όχι! Όχι, όχι, όχι!» Σηκώνει τα χέρια και κάνει το γύρω του κρεβατιού για να πλησιάσει προς το μέρος μου. «Βγάλε σε παρακαλώ μωρό μου από το μυαλό σου όλες τις άσχημες σκέψεις που έκανες.» Νομίζω πως ένα ειρωνικό χαμόγελο, καρφώνεται αντανακλαστικά στο πρόσωπο μου. Έχει χιούμορ τελικά ο μπάσταρδος.
«Όχι, Σοφία. Δεν είναι αυτό που νομίζεις!» Σταματά λίγα μέτρα μακριά μου.
Τον κοιτάζω. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο. Άκουσα και την χιλιοειπωμένη ατάκα από καταβολής κόσμου. Την ατάκα των απανταχού άπιστων. Σοβαρά τώρα? Με απογοητεύεις? Σε είχα για ποιο εφευρετικό.
«Δηλαδή δεν νομίζω πως είναι αυτό που νομίζεις» Ξύνει το σβέρκο του , ξεφυσά και με κοιτά στα μάτια. Έχει θράσος. Μεγάλο θράσος, ο μπάσταρδος. Αυτό του το δίνω.
Γελάω , είναι αστείο, αυτήν την στιγμή ξέρω πολύ καλά πώς ένιωσε ο Αχιλλέας όταν είδε τις φωτογραφίες του πρώην μου. Μόνο που εγώ δεν έκανα τίποτα μαζί του. Τίποτα για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπομαι. Εκείνος? Μπορεί να πει το ίδιο εκείνος?
«Τι στο διάβολο γυρεύεις εδώ;» μουγκρίζει ο Αχιλλέας στην κοπέλα, καθώς στρέφεται προς το μέρος της. Εγώ δεν έχω πει κουβέντα ως τώρα. Φοβάμαι πως εάν ανοίξω το στόμα μου θα σηκώσω τον όροφο στο πόδι. Φοβάμαι πως εάν ανοίξω το στόμα μου θα τον πάρει και θα τον σηκώσει. Φοβάμαι πως εάν ανοίξω το στόμα μου θα δει ένα πρόσωπο που θα ευχόταν να μην δει ποτέ στην ζωή του.
Εκείνη μορφάζει σαν να τη χτύπησε. Η σαδιστική πλευρά του εαυτού μου χαίρεται. Χαίρομαι γιατί λίγα λεπτά πριν απολάμβανε να με βλέπει διαλυμένη και ταπεινωμένη. Απολάμβανε να βλέπει τα σπασμένα μου κομμάτια ενώ εκείνη νόμιζε πως κάθεται επάνω σε ένα βάθρο και είναι η κυρία του σύμπαντος. Γλυκιά μου μικρή ηλίθια και με σένα έπαιξε, η διαφορά μας είναι πως εμένα με παραμύθιασε κιόλας...
Η εν λόγω ηλίθια, σηκώνεται βιαστικά, άτσαλα από το κρεβάτι, αρπάζει με νεύρο το φόρεμά της από το πάτωμα, το φορά βιαστικά χωρίς εσώρουχα. Ναι τελικά τα εσώρουχα είναι υπερεκτιμημένα στην εποχή μας...Εγώ νιώθω πως παρακολουθώ σαπουνόπερα στην τηλεόραση. Κακογυρισμένη σαπουνόπερα του '90 , με άθλια σκηνικά και κακούς, ατάλαντους ηθοποιούς.
«Σοβαρά Mason? Άλλα έλεγες χθες. Είσαι ένας ψεύτης. Χθες το βράδυ με παρακαλούσες να μείνω. Να μην φύγω ποτέ από κοντά σου. Να σου συγχωρώ όλα τα λάθη σου, να σε αντέχω να μην τρέξω ποτέ μακριά σου. Άθλιε ψεύτη.» Αυτά ακούω λίγο πολύ από την κοπελίτσα. Όσο πασχίζει να φορέσει το άθλιο φορεματάκι της τον κατηγορεί πως την κορόιδεψε. Και εσύ βρε βλήμα τα πίστεψες όσα άκουσες από τον μεγαλύτερο ψεύτη του αιώνα? Πόσο τον ήξερες πέντε λεπτά?
«Σοφία...» Ο Αχιλλέας κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου.
Κάνω πίσω και πέφτω στην ανοιχτή πόρτα με την πλάτη μου.
«Δεν έκανα σεξ μαζί της σου το ορκίζομαι. Δηλαδή γαμώτο δεν θυμάμαι να έκανα σεξ μαζί της. Πες της! Πες της πως τίποτα δεν συνέβη. Πες της πω ήρθες απλά να κοιμηθείς δίπλα μου. Πες της!» Γκαρίζει στην κοπέλα. «Πες της ότι δεν έκανα σεξ μαζί σου! Πες της ότι και να έκανα ήμουν πολύ μεθυσμένος για να το θυμάμαι. ΠΕΣ ΠΕΣ την αλήθεια πως χθες αποκλείεται με τόσο αλκοόλ να είχα επίγνωση των κινήσεων μου.»
Η κοπέλα με κοιτάζει υπεροπτικά. Και αυτή τη στιγμή διαπιστώνω πόσο μικρή είναι, δεκαοκτώ ,δεκαεννιά, το πολύ είκοσι. Προσπερνά τον Αχιλλέα, μου χαμογελά γλυκά, ανασηκώνει τους ώμους και διασχίζει το κατώφλι.
«Εμένα μου φάνηκες μια χαρά. Εάν πηδάς έτσι όταν είσαι μεθυσμένος, φαντάζομαι τι εμπειρία είναι να σε πηδάει κάποια όταν είσαι νηφάλιος, ακόμα πονάει το μουνάκι μου και το κωλαράκι μου, με ξέσκισες από παντού. Δεν σου έφτανε το μουνάκι μου ήθελες και κώλο, μάλλον δεν σου δίνανε εκεί που πηδούσες μέχρι χθες... Σίγουρα θες να διώξεις εμένα και όχι αυτήν? » με δείχνει με ένα νεύμα «Μπορούμε να συνεχίσουμε μαζί από εκεί που το αφήσαμε χθες. Τι λες Mason ?»
«Φύγε» Ψελλίζω. Θέλω να δώσω ένα τέλος στην σύντομη ανούσια σχέση μου και δεν χρειάζομαι θεατές. Ούτε καν αυτήν την ασήμαντη ξεπεσμένη κοπελίτσα. Εάν στα δεκαεννέα της χρόνια έχει αυτήν την στάση ζωής τότε φαντάζομαι πως θα λειτουργήσει στα τριάντα της.
«Σοφία, δεν θυμάμαι να κάνω κάτι μαζί της , θέλω να με πιστέψεις » Το βιολί του αυτός.
«Ε τότε ας μην έπαιρνες κοκαΐνη, να είχες τον έλεγχο του εαυτού σου.» Λέω με μια μεγάλη δόση αποδοκιμασίας στην φωνή μου. Ναι Αχιλλέα το είδα και αυτό και μάντεψε. Δεν έχω απογοητευτεί περισσότερο στην ζωή μου.
Σαστίζει , με κοιτά έκπληκτος «Δεν έκανα χρίση, ήπια πολύ, ναι ξέρω πως ήπια πολύ τόσο που δεν θυμάμαι τι έκανα από ένα σημείο και μετά , αλλά χρίση δεν έκανα είμαι απόλυτα σίγουρος για αυτό , σου ορκίζομαι στην ζωή μου, μπορώ να δώσω ούρα τώρα αυτήν την στιγμή για να το αποδείξω. Δεν θα το έκανα αυτό στον εαυτό μου για κανένα λόγο. Δεν θα πλήγωνα ξανά όλους αυτούς που με αγαπάνε. Όχι χρήση δεν έκανα. Πες μου και πάμε να κάνω εξετάσεις. Τώρα αυτήν την στιγμή. Διάλεξε εσύ κέντρο και δίνω αίμα και ούρα και ότι άλλο θες. Θέλω να είσαι σίγουρη πως λέω αλήθεια.»
«Ξέρεις κάτι? Δεν έχει σημασία» Λέω τελεσίδικα
«Δηλαδή?»
«Δηλαδή τίποτα δεν έχει σημασία» Παίρνει μια κοφτή ανάσα και με κοιτά σαν να τον χτύπησα.
«Δεν έκανα σεξ μαζί της! Δεν θυμάμαι να κάνω σεξ. Θυμάμαι να πίνω ΛΕΩ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ!» Προσπαθεί να μου εξηγήσει αλλά τα λόγια του δεν έχουν σημασία για μένα. Η κοπέλα δεν έχει σημασία για μένα. Τίποτα πια δεν έχει σημασία. Επειδή έχασα το μόνο πράγμα που είχε σημασία. Έχασα τον Αχιλλέα μου. Τον άνθρωπο που αγαπώ.
Ο Αχιλλέας κόβει βόλτες στο δωμάτιο. Φαίνεται σαν να πονά. Περνά και ξαναπερνά τα χέρια του μέσα από τα απείθαρχα μαλλιά του.
«Δεν ήξερα καν πως ήταν εδώ, στο ορκίζομαι». Δεν είμαι σίγουρη αν μιλά στον εαυτό του ή σ' εμένα. Εάν δικαιολογείται στον εαυτό του ή σε μένα.
Και πάλι, δε νιώθω τίποτα. Είναι σαν να κατέβασε διακόπτες το σώμα μου μετά τον πόνο που μου προκάλεσε το θέαμα του ανθρώπου που αγαπώ με μια άλλη γυναίκα ξαπλωμένο γυμνό δίπλα της και το κερασάκι στην τούρτα ήταν το χρησιμοποιημένο προφυλακτικό. Μετα την εξέταση ούρων να πάω και αυτό για εξέταση DNA? Αυτό γιατί δεν το προτείνει? Δεν το ζητά γιατί ξέρει. Ξέρει πόσο μεγάλος κάφρος είναι , γνωρίζει πως οι πιθανότητες κλείνουν στο να είναι δικό του το προφυλακτικό. Δικό του και το περιεχόμενο.
Κενό ένα μεγάλο καινό έχει πάρει την θέση που κάποτε υπήρχε η καρδιά μου.
«Είχα τρελαθεί από την ανησυχία μου έψαχνα τον τρόπω να ζητήσω συγνώμη και να σε πείσω πως πρέπει να είμαστε μαζί και μετά, πριν το καταλάβω, είχα μεθύσει και αυτοί οι άνθρωποι με είχαν βρει στο μπαρ. Πονούσα κι έτσι ήπια ακόμα περισσότερο. Μετά χωρίς να το συνειδητοποιήσω είχαμε ανέβει στη σουίτα μου και οι τύποι έπιναν και διασκέδασαν και...» τρίβει με μανία το πρόσωπο του και τραβά τα μαλλιά του προς τα πίσω«...Με θυμάμαι να έρχομαι στην κρεβατοκάμαρα και μετά έχασα τις αισθήσεις μου. Δεν μπορώ να σκεφτώ τι έκανα. Τι ακολούθησε. Δεν θυμάμαι καν να μιλάω με την κοπέλα, πόσο μάλλον να κάνω μαζί της όλα όσα περιέγραψε.»
«Πόσο βολικό Αχιλλέα να θυμάσαι τα πάντα από την χθεσινή σου κραιπάλη, το ποτό το μπαρ, την υποτιθέμενη συγνώμη που ήθελες να μου ζητήσεις, εκτός από την στιγμή που αποφασίζεις να πας με άλλη»
«Σε αγαπάω είσαι η γυναίκα της ζωής μου σε παρακαλώ. Δεν θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο σε σένα. Στο ορκίζομαι» Μου λέει με απόγνωση
Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου.
Ακούω τα λόγια του, αλλά δεν τα πιστεύω. Δεν τον πιστεύω. Όλα τέλειωσαν.
Η ζωή που ονειρεύτηκα μαζί του χάθηκε. Ετοίμασα τα πράγματα μου για να τον ακολουθήσω όπως μου ζήτησε, τώρα θα επιστρέψω κομματιασμένη και διαλυμένη πίσω στην παλιά μου ζωή.
Δάκρυα κυλούν ανεμπόδιστα στα μάγουλά μου. Νιώθω πως δεν μπορώ να αναπνεύσω, λες και κάποιος πιέζει το στήθος μου και κλέβει την ανάσα μου την ζωή μου.
Ο Αχιλλέας σε μία ύστατη προσπάθεια να με πείσει πως δεν είχε τον έλεγχο του εαυτού του με πιάνει και με τραβά πάνω του. Με πιέζει πάνω στο στήθος του, τα χέρια του με σφίγγουν και το πρόσωπό του θάβεται στα μαλλιά μου. Τον νιώθω να εισπνέει το άρωμα που. Και εγώ? Τι νιώθω εγώ?
Τίποτα.
Δεν αισθάνομαι τίποτα.
«Λυπάμαι, μωρό μου. Λυπάμαι πολύ, πάρα πολύ», επαναλαμβάνει με φωνή σπασμένη, ενώ εγώ κλαίω με λυγμούς στο στήθος του. «Σ' αγαπώ πολύ. Θα τα διορθώσω όλα, σ' το υπόσχομαι. Λυπάμαι πολύ. Δώσε μια ευκαιρία σε μένα σε μας και όλα θα τα διορθώσω. Μπορώ όλα τα μπορώ, εάν είσαι πλάι μου μπορώ να τα βάλω με όλους και με όλα και να βγω νικητής. Μόνο μείνε μαζί μου μείνε κοντά μου. Δίπλα μου. Μην φεύγεις μην με εγκαταλείπεις. Μόνο αυτό σου ζητώ».
Και τότε είναι που με χτυπά ο πραγματικός πόνος. Δεν ήξερα πως υπήρχε τόσο έντονος πόνος. Τόσο καταλυτικός πόνος, που να μπορεί να σε συνθλίψει.
Θέλω να σταματήσει να με αγγίζει. Θέλω να σταματήσει να μιλά. Θέλω να μείνει μακριά μου. Πολύ, πάρα πολύ μακριά μου. Δε θέλω το μολυσμένο σώμα του κοντά μου.
Τα κατέστρεψε όλα, για πάντα.
Αρχίζω να σαλεύω στην αγκαλιά του, προσπαθώντας να ελευθερωθώ, αλλά συνεχίζει να με κρατά σφιχτά. Ανάσα δεν μπορώ να πάρω ανάσα κοντά του. Θέλω να φύγω μακριά.
«Όχι!» Τον σπρώχνω βίαια και παραπατώ προς τα πίσω. Φαίνεται πονεμένος και φοβισμένος.
«Σοφία μου ... σε παρακαλώ...» Απλώνει το χέρι προς το μέρος μου. Και καθώς τον κοιτάζω, αηδιασμένη από εκείνον, από όσα έκανε σ' εμένα ,σε μας, ξέρω τι πρέπει να κάνω.
Δεν μπορώ να ζήσω μαζί του, άσχετα με το τι νόμιζα λίγο πριν. Θα μπορούσα να αντέξω τα ναρκωτικά? ΟΧΙ. Ούτε αυτά θα τα άντεχα. Όχι επειδή δεν τον αγαπώ , ακριβώς επειδή τον αγαπάω πολύ και βαθιά, δεν θα άντεχα να τον βλέπω να αλλάζει και να γίνεται ένα κακό αντίγραφο του εαυτού του, λόγο του εθισμού του. Τώρα καταλαβαίνω γιατί η Αλεξάνδρα τα έπαιξε όλα για όλα και τον έστειλε πακέτο στην Ζυρίχη για απεξάρτηση.
Ούτε σεξ με άλλες γυναίκες μπορώ να το αντέξω.
Ίσως είμαι υποκρίτρια, αλλά δε με νοιάζει. Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν μπορώ να ζήσω μια ζωή μολυσμένη από την απιστία του και το μόνιμο φόβο ότι μπορεί να με απατήσει ξανά.
Και χωρίς άλλη λέξη τον αφήνω και παίρνω τον σάκο που τόση ώρα βρίσκεται πεταμένος μπροστά στα πόδια μου. Τον βάζω στον ώμο μου ξανά, και του γυρίζω την πλάτη μου.
«Τι κάνεις;» Είναι πίσω μου.
«Εσύ τι λες;» απαντώ πικρόχολα καθώς αγγίζω το στρογγυλό πόμολο της προεδρικής κρεβατοκάμαρας.
«Με αφήνεις; Δε θα μου μιλήσεις καν γι' αυτό που νομίζεις ότι έγινε; Θα με παρατήσεις; Θα πετάξεις στα σκουπίδια τη σχέση μας;»
«Που νομίζω πως έγινε? Σοβαρά τώρα? Εδώ το τσουλάκι σου μου έκανε λεπτομερή αναπαράσταση για το πως την πήρες χθες βράδυ, σε τι στάσεις την πήδηξες και ποιες διόδους της χρησιμοποίησες.»
Στρίβω και τον αντικρίζω. Βλέπω τα βουρκωμένα μάτια του αλλά δεν θα με λυγίσουν. Είπαμε δεν τώρα νιώθω τίποτα και όταν δεν νιώθεις , είσαι κενός τίποτα και κανένας δεν μπορούν να σε λυγίσουν.
«Δεν πέταξα εγώ στα σκουπίδια τη σχέση μας! Τσακωθήκαμε. Είπαμε χοντράδες και οι δυο, απειλήσαμε και οι δύο. Έμεινα ένα βράδυ μόνη μου χωρίς τροφή και ξεκούραση να σπάω το κεφάλι μου με ποιον τρόπο θα σε έκανα ευτυχισμένο. Σκεφτόμουν ΠΩΣ , με ΤΙ τρόπο θα ήσουν ικανοποιημένος. Και μάντεψε , αποφάσισα να παρατήσω τα πάντα για σένα, να σε ακολουθήσω, για να σε κάνω να δεις πως είσαι η ζωή μου, η καρδιά μου, η ανάσα μου η ίδια. Και όταν ήρθα να σε βρω για να το κουβεντιάσουμε, σε βρήκα στο κρεβάτι με μια ΓΥΝΑΙΚΑ! ΝΑΙ, ΛΟΙΠΌΝ, ΑΧΙΛΛΕΑ, ΣΕ ΑΦΗΝΩ! ΣΕ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΩ»
«Δεν θυμάμαι να την αγγίζω δεν θυμάμαι το κάνω μαζί της , ίσως το προφυλακτικό να είναι άλλου. Ορκίζομαι ότι δεν την θυμάμαι»
«ΔΕ ΣΕ ΠΙΣΤΕΥΩ!» ουρλιάζω.
Κάνει πίσω, σαν να τον χαστούκισα.
«Πρέπει να με πιστέψεις», λέει πιο ήρεμα και η φωνή του σπάει. «Σε παρακαλώ, πρέπει.» Είσαι ο μόνος άνθρωπος που αγαπώ τόσο πολύ και δεν θέλω να πληγώσω.
«Δεν πρέπει να κάνω τίποτα, τώρα πια. Δεν σου οφείλω τίποτα.» λέω σιγανά, σκουπίζοντας τα δάκρυα με την ανάστροφη της παλάμης μου.
«Δεν μπορώ να σε χάσω ξανά από λάθος μου δεν το καταλαβαίνεις?»
Απλώνει ξανά το χέρι προς το μέρος μου, αλλά κάνω πίσω. «Μη με πλησιάζεις!» φωνάζω. «Δε θέλω να με πλησιάσεις ποτέ ξανά! Και δε θέλεις να με χάσεις; Θα έπρεπε να το σκεφτείς πριν ξαπλώσεις με την τσούλα σου! Πριν ζητήσεις να πηδήξεις κωλαράκι γιατί εγώ στο στέρησα. Σε είχα πολύ στερημένο ε, Αχιλλέα?» Ρωτώ ειρωνικά τον άθλιο ψεύτη που έχω μπροστά μου.
«Μα είπες πως θα μετακόμιζες στο σπίτι μου. Θα ζήσουμε μαζί.» Ψελλίζει. Γελάω . Γελάω και κλαίω μαζί ο άνθρωπος είναι του γιατρού τελικά. Ο άνθρωπος δεν είναι καλά με τρολάρει. Ναι αυτό συμβαίνει. Πήγε με άλλη και εγώ παρόλα αυτό πιστεύει πως έχω θέση στην ζωή του. Για πόσα κιλά ηλίθια με περνάει τελικά?
«Ναι, αλλά τα πράγματα αλλάζουν», λέω ήρεμα, χρησιμοποιώντας τα λόγια που μου είπε ο ίδιος το περασμένο βράδυ εναντίον του. «Άλλαξες τα πάντα από τη στιγμή που την πήρες στο κρεβάτι μας». Πονώ ακόμα και που το λέω. «Και ξέρω ότι στο συγκεκριμένο στρώμα δε κοιμηθήκαμε ποτέ, αλλά καταλαβαίνεις τι εννοώ»
«Δεν την πήρα...»
«ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΟΥ ΛΕΩ ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΣΕ ΠΙΣΤΕΥΩ!» φωνάζω ξανά.
Πιάνω το χερούλι είμαι, έτοιμη να φύγω. Τον κοιτώ. Κλαίει. Κλαίει μπροστά μου
Τον παρακολουθώ να σκουπίζει τα μάτια του με το ένα χέρι. Δεν έχω ξαναδεί να κλαίει και το θέαμα με αφήνει παγερά αδιάφορη. Ο μπάσταρδος έχει ραγίζει την καρδιά μου. Την έχει κάνει κομμάτια.
«Σε παρακαλώ, μη φύγεις. Μείνε, μίλησέ μου. Μπορούμε να τα βρούμε. Ξέρω πως μπορούμε. Δε θα σε απατούσα ποτέ από πρόθεση το ορκίζομαι. Πίστεψέ με, σε παρακαλώ. Σ' αγαπώ πάρα πολύ. Είσαι η μόνη γυναίκα που αγάπησα στη ζωή μου. Ξέρω ότι τα έκανα μούσκεμα αλλά υπόσχομαι να μην ξαναβάλω γουλιά αλκοόλ στο στόμα μου. Είσαι τα πάντα για μένα.» Η φωνή του είναι σπασμένη, όπως άλλωστε είναι και η καρδιά μου.
Όχι. Έκανε σεξ με άλλη γυναίκα. Είναι πολύ αργά.
Αμίλητη, τον αφήνω και περιστρέφω αυτό το ηλίθιο χερούλι. Η πόρτα ανοίγει και εγώ κάνω το πρώτο βήμα προς την έξοδο.
Τα χαμένα κορμιά έχουν αρχίσει να ξυπνάνε σιγά σιγά, νομίζω ότι κάποιοι έχουν φύγει κιόλας. Αδιαφορώ για εκείνους για τον Αχιλλέα που με ακολουθεί γυμνός και μου κλείνει για μια φορά ακόμα τον δρόμο. ΑΔΙΑΦΟΡΩ
«Σε παρακαλώ, μη με αφήσεις», εκλιπαρεί.
«Φύγε από τον δρόμο μου.»
«Όχι».
«ΦΥΓΕ!» Προσπαθώ να τον σπρώξω, αλλά δεν υποχωρεί Είναι σαν να προσπαθείς να σπρώξεις έναν τοίχο. Ένα γυμνό τοίχο.
Πιάνει τα μπράτσα μου προσπαθώντας να με σταματήσει, να με κρατήσει μαζί του. Αντιστέκομαι και τον χτυπώ στο στήθος.
«Σε παρακαλώ, σε ικετεύω Μη φύγεις. Μπορώ να αλλάξω - δώσε μου την ευκαιρία να σ' το αποδείξω». Η φωνή του είναι απεγνωσμένη, σπασμένη, όπως και η έκφραση του προσώπου του.
Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τον κοιτάζω. Πολλές λέξεις περνούν από το μυαλό μου, αλλά δεν μπορώ να πιάσω ούτε μια για να του την πω.
Πέφτει στα γόνατα μπροστά μου και κρατά τα χέρια μου σαν να παίζεται ολόκληρη η ζωή του. «Σε εκλιπαρώ». Κλαίει ξανά. «Σε παρακαλώ, μη με αφήσεις. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Θα κάνω ένα σωρό μαλακίες μακριά σου θα καταστραφώ, σε παρακαλώ δώσε μου μια, μόνο μια τελευταία ευκαιρία»
Διστάζω , αλλά μετά στρέφω το βλέμμα μου προς την ανοιχτή πόρτα της κρεβατοκάμαρας , κοιτάζω το κρεβάτι και τα αναστατωμένα σεντόνια.
Εκείνη την κοπέλα που μου είπε τι κάνανε επάνω σε αυτά τα σεντόνια. Δεν μπορώ, απλά δεν μπορώ.
Έχω χάσει την εμπιστοσύνη μου. Και χωρίς εμπιστοσύνη, δεν έχουμε τίποτα. Ξέρω ότι ζήλευε αλλά εγώ τον εμπιστευόμουν. Δεν ξέρω πως να είμαι μαζί του χωρίς αυτήν.
Κοιτάζω κάμποση ώρα το όμορφο πρόσωπό του για τελευταία φορά.
Μετά αποφασίζω να τον βγάζω από τη ζωή μου.
«Ξεκινήσαμε με ένα λάθος, με ψέματα και μισές αλήθειες, άρα είναι λογικό να τελειώσουμε με ένα λάθος. Έτσι ο κύκλος μας κλείνει όπως πρέπει»
Ελευθερώνω τα χέρια μου, αφήνοντας τον γονατισμένο στο πάτωμα. Ξεκουμπώνω το πανέμορφο ρολόι που μου χάρισε πριν λίγο καιρό και το αφήνω να γλιστρήσει στο πάτωμα δίπλα του. Πέφτει επάνω στην παχιά και βρόμικη από το χθεσινό όργιο, μοκέτα. Δεν θέλω τίποτα δικό του επάνω μου. Θέλω να κλείσω και αυτόν τον κύκλο της ζωής μου. Αδιαφορώντας για τους χαμένους που τόση ώρα μας κοιτάνε, κάνω μεταβολή και βγαίνω από το δωμάτιο.
Βγαίνω από τη ζωή του Αχιλλέα μια για πάντα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top