Κεφάλαιο 42



Αγγλία-Λονδίνο

Ταυτόχρονα κάπου στο κέντρο του Λονδίνου

Το ίδιο Απόγευμα-Συνέχεια

Σοφία

«Sophie?»

Σταματώ. Αφήνω την τσαγέρα στον πάγκο και γυρίζω προς το μέρος του. Στέκεται δυο βήματα μακριά μου. Παλιά μου άρεσε να τον έχω κοντά μου να περιμένω να με πάρει αγκαλιά. Να περιμένω να νιώσω το ζεστό του σώμα μου ενάντια στο δικό του, την ανάσα του επάνω μου. Τώρα νιώθω εγκλωβισμένη. Νιώθω πιεσμένη στην τόσο στενή επαφή μας, σαν να θέλω να αποδράσω. Πως είναι δυνατόν μέσα σε τος μικρό χρονικό διάστημα να νιώθω έτσι? Σαν να με έχει πλησιάσει ένας , ξένος, ένας άγνωστος . Κουνάω το κεφάλι μου να διώξω αυτές τις σκέψεις. Πως τολμάω να σκέφτομαι έτσι? Είναι ο Μπράιαν, ο δικός μου Μπράιαν.

Τον κοιτώ ξανά μέσα στα μάτια. Κάτι έχει αλλάξει. Δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι αυτό που βλέπω διαφορετικό επάνω του, όταν τον κοιτώ. Είναι σαν να βλέπω τον ίδιο άνθρωπο με άλλα μάτια.

Ναι αυτό είναι. Φαίνεται διαφορετικός στα μάτια μου, αλλά ακόμα χαριτωμένος. Ο Μπράιαν που αγαπούσα -που αγαπώ, απλά όχι ερωτικά πια. Τον αγαπώ για όσα μου έδωσε και όσα μου στέρησε, γιατί εάν δεν ήταν αυτός εγώ δεν θα είχα εξελιχθεί σε αυτήν που είμαι σήμερα. Το πιστεύω πως οι άνθρωποι που είναι δίπλα μας και οι εμπειρίες που ζούμε μαζί τους, μας ωριμάζουν και μας εξελίσσουν σαν ανθρώπους και μπορεί να μην τον θέλω πια, αλλά αυτό θα του το δώσω...Με βοήθησε να γίνω αυτή που είμαι σήμερα. Με τα καλά μου και τα κακά μου. Με τα δύσκολα μου και τα εύκολα μου. Με τα στραβά και τις παραξενιές μου. Ακόμα και ο τρόπος που δεχόμουν τα δικά του θέλω με έκανε να καταλάβω πως ασφυκτιούσα κοντά του και με ώθησε να διεκδικήσω κάτι νέο στην ζωή μου. Για όλα αυτά τον ευχαριστώ!

Νιώθω έναν ξαφνικό πόνο για εκείνον, τόσο έντονο που ξαφνιάζομαι. Είναι ένα καλό παιδί που υπό άλλες συνθήκες θα ήθελα να τον έχω στην ζωή μου, σύντροφό μου σαν φίλο μου δεν ξέρω...απλά οι υπάρχουσες συνθήκες δεν επιτρέπουν να τον κρατήσω κοντά μου. Τα θέλω μου άλλαξαν και δεν μπορώ να είμαι με άλλον πάρα μόνο με τον Αχιλλέα. Και είναι γνωστό ακόμα και στις πέτρες πως ο σύντροφος μου ποτέ δεν θα δεχόταν να κρατήσω φιλική σχέση με τον πρώην μου.

«Μπράιαν... Σε δυο λεπτά θα ήταν έτοιμο, γιατί ήρθες στην κουζίνα;»

«Συγνώμη, μόνο που...» Κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου και με κοιτά με ένα μελαγχολικό ύφος που με κάνει να θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Εγώ το έχω προκαλέσει όλο αυτό και με σκοτώνει. «Μου φαίνεται τόσο αστείο να είμαστε έτσι μεταξύ μας. Θα ήθελα να σε φιλήσω να σε αγκαλιάσω... Σε άλλη περίπτωση θα το είχα ήδη κάνει με το που θα μου είχες ανοίξει την πόρτα. Τώρα... Τώρα δεν ξέρω ειλικρινά τι να κάνω. Δεν ξέρω ούτε που πρέπει να σταθώ. Όλα είναι μπερδεμένα, όλα είναι θολά και αλήθεια δεν ξέρω πως θα πρέπει να συμπεριφερθώ τώρα που στέκομαι τόσο κοντά σου.» Προσπαθεί να χαμογελάσει αλλά αυτό που καταφέρνει περισσότερο μοιάζει με γκριμάτσα παρά με χαμόγελο. «Είχα κάνει πρόβα μέσα στο μυαλό μου πολλές φορές, αυτά που ήθελα να σου πω αλλά, τώρα που στέκομαι απέναντί σου, δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη. Με λίγα λόγια τα έχω εντελώς χαμένα. Δηλαδή δεν μπορώ να το διαχειριστώ τόσο εύκολα αυτό το μεταξύ μας, είναι κάτι νέο και χρειάζομαι χρόνο να το κατατάξω μέσα στα κουτάκια μου» Ο Μπράιαν και οι λίστες του. Ο Μπράιαν και τα κουτάκια και το πρόγραμμά του και οι ατελείωτες έρευνες του προκειμένου να καταλήξει στο σωστό συμπέρασμα... Κουνάω με απογοήτευση το κεφάλι μου. Αλήθεια τώρα με ρωτά εάν μπορεί να με φιλήσει?

«Δεν γίνεται. Δεν σε κάλεσα εδώ για αυτό. Δεν μπορείς να με αγκαλιάζεις δεν θέλω να με φιλήσεις. Δεν είναι σωστό πρώτα από όλα για σένα να επιτρέπω τέτοιες οικειότητες . Θα είναι σαν να σου χρυσώνω το χάπι ή να σου δίνω ελπίδες εκεί που δεν υπάρχουν. Μπορεί να με θεωρήσεις σκληρή , απρόσωπη ακόμα και άκαρδη αλλά το σωστό είναι να σου ξεκαθαρίσω πως ότι υπήρχε μεταξύ μας ανήκει στο παρελθόν.» Ακούγομαι απότομη αλλά δεν θέλω να δώσω λάθος εντύπωση. Ήθελα να είμαι απλά φιλική μαζί του, να του εξηγήσω, να τον κοιτώ και να του λέω πως τα αισθήματα μου άλλαξαν. Εάν ο Αχιλλέας με είχε αφήσει να το κάνω με τον τρόπο μου... Τλπ δεν ωφελεί να σκέφτομαι τα ίδια. Η κατάσταση έχει ως εξής , δεν θέλω να μπω ξανά στην ζωή του. Θέλω να είμαι φιλική και ανθρώπινη, αυτό του το χρωστάω.

«Αυτς , αυτό πόνεσε, πολύ» Χώνει τα χέρια βαθιά στις τσέπες του. «Σου τηλεφώνησα... Σου άφησα μηνύματα... προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί σου...Αλλά δε με πήρες ποτέ πίσω. Αυτό δεν σου κρύβω πως με προβλημάτισε, Θέλω να πω πως δεν συνηθίζεις να φέρεσαι έτσι.» Με κοιτά και προφανώς βλέπει τον εκνευρισμό στο πρόσωπο μου. Εγώ δεν συνηθίζω να φέρομαι έτσι? Εκείνος συνηθίζει να βρίζει και να χτυπάει άλλους? Θα μας τρελάνει? Τι ήταν συνηθισμένο σε αυτό που ζήσαμε? Τι ήταν στα πλαίσια του λογικού, του καθημερινού? « Ήθελα να απολογηθώ για την συμπεριφορά μου, αλλά δεν μου έδωσες ούτε μια ευκαιρία να το κάνω. Ξέρεις είμαι πολύ απογοητευμένος με τον εαυτό μου. Αργότερα όταν έκανα την αυτοκριτική μου, κατάλαβα πως φέρθηκα σαν άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης.»

«Συγνώμη, που απέφυγα τις προσπάθειες σου να μιλήσουμε.» Σφίγγω την λευκή πετσέτα που κρατάω στα χέρια μου. Δεν θέλω να δώσω εξηγήσεις για τις αποφάσεις μου... Έδωσα προτεραιότητα στον σύντροφο μου. Ήξερα πόσο θα τον πλήγωνε εάν επικοινωνούσα με τον πρώην μου. Εδώ που τα λέμε και εμένα την ίδια θα με στεναχωρούσε εάν συνέχιζε να μιλά με γυναίκες που έχει ένα παρελθόν μαζί τους. Και είναι και πολλές πανάθεμα τον. Μιλιούνια. Ορδές από ψιλές κοντές , κοκκινομάλλες παχουλές λεπτές κοκαλιάρες...Σε καμία δεν χαλούσε χατίρι. Σε καμία.

«Ήθελα να σου πω, πως δεν είμαι εγώ αυτός.» Παίρνει μια βαθιά ανάσα και με κοιτά με ένταση «Ανάθεμα, δεν ξέρω τι έπαθα, θόλωσα, δεν μπορώ ακόμα και σήμερα να εξηγήσω τι μου συνέβη , σαν να κατέλαβε το σώμα μου κάποιος άλλος και εγώ στεκόμουν απλός παρατηρητής, ενώ εκείνος ενεργούσε για λογαριασμό μου. Αυτός ο άλλος ήταν εκδικητικός, δεν υπολόγιζε τίποτα και κανέναν. Δεν ήμουν ο εαυτός μου Sophie, θέλω να με πιστέψεις δεν θα σου έκανα ποτέ κακό. Με ξέρεις πανάθεμα με τώρα χρόνια, δεν μιλάω έτσι εγώ δεν φέρομαι εγώ σαν οργισμένος ταύρος. Δεν σπάω πράγματα δεν δέρνω άλλους ανθρώπους. Δεν παριστάνω τον παλικαρά της γειτονιάς ούτε είμαι κανένας λεχρήτης που σπάει ανθρώπους στο ξύλο. Δεν υπάρχει τίποτα που δεν λύνεται με υπομονή και συζήτηση. Όλα τα προβλήματα λύνονται μέσα από ώριμη σκέψη.» Πραγματικά φαίνεται πολύ στεναχωρημένος. Τρίβει συνεχώς τον σβέρκο του, ξεφυσά και κοιτά παντού γύρω του εκτός από εμένα.

«Είδα της κλήσεις σου και τα μηνύματα σου. Απλώς, σκέφτηκα πως δεν ήταν καλή ιδέα να σου μιλήσω αφού ήσουν θυμωμένος και είχες κάθε δικαίωμα να είσαι θυμωμένος, δεν το συζητάω, απλά σου έδινα χρόνο να ηρεμίσεις και να ηρεμίσω και εγώ, μετά την τελευταία μας συνάντηση. Δεν ήταν και η πιο λαμπρή μας στιγμή ε?» Λέω με πίκρα. «Όσο για το ποιος είσαι , ναι σε ξέρω καλά. Όμως Μπράιαν όλοι μας έχουμε πολλές πλευρές στον χαρακτήρα μας και σε όλους παραμονεύει εκείνη η σκοτεινή πλευρά. Όσο και να απορείς τώρα με την συμπεριφορά σου, δεν αλλάζει κάτι.»

Μορφάζει σαν να τον χτύπησα όταν του υπενθυμίζω το περιστατικό. Όταν του λέω έμμεσα πως θυμάμαι τα πάντα από εκείνο το βράδυ και πως για μένα μετράει το αποέλεσμα.

«Πώς είσαι; Πως είσαι στην υγεία σου εννοώ» Κάνει άλλο ένα βήμα προς το μέρος μου αλλάζοντας την κουβέντα, ομολογουμένως όχι και με πολύ έντεχνο τρόπο. Αλλάζει πλεύση στην συζήτηση μας πριν εκείνη ξεφύγει από τα όρια και πάει σε περιστατικά που και οι δυο θυμόμαστε αλλά κανείς δεν θέλει να κουβεντιάσει ακόμα.

«Καλά. Είμαι καλά στην υγεία μου. Και διανύω μια πολύ δημιουργική φάση στην ζωή μου.» Χώνω νευρικά μια τούφα από τα μαλλιά μου που έχει ξεφύγει από την κοτσίδα μου, πίσω από το αυτί μου και κολλάω ακόμα περισσότερο στον πάγκο. Δεν έχω να πάω πουθενά. Είμαι εγκλωβισμένη και αυτήν είναι μια αίσθηση που δεν μου αρέσει καθόλου. «Εσύ; Πώς είσαι? Πως περνάς όλο αυτόν τον καιρό?»

«Α, ξέρεις, παλεύω ακόμα για την προαγωγή. Τα καλά νέα είναι ότι σε μια εβδομάδα θα μας ανακοινώσουν τα αποτελέσματα σε μια τελετή που θα κάνει η εταιρία μας για τα 40 χρόνια λειτουργίας. Η εταιρική εκδρομή ήταν ακόμη μια δοκιμασία. Νομίζω πως τα πήγα αρκετά καλά, αν και ήμουν μόνος μου, τα άλλα χρόνια με συνόδευες και η αλήθεια είναι πως πάντα ήξερες πως να μαγεύεις τα πλήθη. Ήξερες πως να φερθείς και τι να πεις κάθε φορά που κάποιος σου απηύθυνε το λόγο. Ο Διευθύνων Σύμβουλος, έδειξε να απογοητεύεται τρομερά όταν του είπα πως δυστυχώς δεν είμαστε πλέον μαζί.» Μου ανακοινώνει και ανασηκώνει τους ώμους και χτενίζει με τα δάχτυλα τα όμορφα ξανθά μαλλιά του.

Φαίνονται ακατάστατα, σαν να έχει περάσει πολλές φορές τα χέρια του ανάμεσα τους. Αυτό και μόνο φανερώνει το άγχος του. Τα ακατάστατα, μαλλιά και ρούχα είναι κάτι εντελώς αντίθετο από τον πάντα αψεγάδιαστο Μπράιαν.

«Τι λες θα την πάρεις όμως την πολυπόθητη προαγωγή?» Ακούω την τσαγιέρα να σφυρίζει μα δεν κάνω καμία κίνηση να βγάλω το νερό από τα μάτι. Η αλήθεια είναι πως θέλω να μάθω για εκείνων θέλω να ξέρω πως όλα πάνε καλά στην ζωή του.

«Τι σημασία έχει τώρα πιά?» Ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους του, δεν συνεχίζει την κουβέντα, απλά κοιτά τριγύρω την μικρή κουζίνα. Μα τι λέει? Έχει παραιτηθεί από όλα? Εγώ του το έκανα όλο αυτό? Δικό μου δημιούργημα είναι αυτήν η ηττοπάθεια?

«Είσαι ο καλύτερος προγραμματιστής που έχουν πως δεν έχει σημασία. Κάνοντας σε τομεάρχη μόνο κέρδος θα έχουν. Ήδη όλα περνάνε από τα χέρια σου. Η προαγωγή θα είναι απλά μια επιβράβευση, για όσα ξέρουν ήδη , πως εσύ είσαι η ψυχή της εταιρίας τους. Είσαι αναντικατάστατος και αυτό οφείλουν να το αναγνωρίσουν και να το πληρώσουν με μια μεγάλη αύξηση στον μισθό σου Μπράιαν. Η συνέπεια σου, οι γνώσεις σου, πρέπει να αναγνωριστούν και εμπράκτως. Πρέπει να σου κάνουν εκείνη την αύξηση. Την αξίζεις. Πρέπει να σου δώσουν εκείνο το μεγάλο φωτεινό γωνιακό γραφείο που πάντα ονειρευόσουν και μίλαγες με της ώρες για το πως είχες σκοπό να το διακοσμήσεις.» Το νερό συνεχίζει να βράζει. Παίρνω για μια στιγμή μόνο τα μάτια μου από πάνω του. Τραβάω την τσαγιέρα από την εστία και κλείνω το μάτι.

«Την προαγωγή» Αρχίζει να μου εξηγεί « Την ήθελα για μας Sophie για ένα καλύτερο μέλλον. Για να μπορέσω να σου προσφέρω τα καλύτερα. Ένα καλύτερο σπίτι, μεγαλύτερο, ευρύχωρο μια καλύτερη επίπλωση, διακοπές το καλοκαίρι σε όμορφους προορισμούς και εκδρομές τον χειμώνα. Αποδράσεις που πάντα χρειαζόμασταν αλλά ποτέ δεν μπορούσαμε να έχουμε. Την δουλεία μου την αγαπώ όπως και να έχει, είμαι γεννημένος για αυτήν την δουλειά και είμαι πολύ τυχερός που βιοπορίζομαι κάνοντας κάτι που με γεμίζει, όμως τα οικονομικά οφέλη που πάνε πακέτο με την θέση του τομεάρχη τα ήθελα για να τα προσφέρω σε εσένα. Σε εμάς . Στην οικογένεια που ήθελα να δημιουργήσουμε εμείς οι δύο μαζί!»

Του γυρίζω την πλάτη μου. Προσθέσω νερό από την τσαγιέρα στην κούπα ένα κουταλάκι ζάχαρη και λίγες σταγόνες από το συμπυκνωμένο γάλα που φιλάω πάντα στα ντουλάπια μου για μια τέτοια περίσταση. Να έχω δηλαδή καλεσμένους και να μην έχω κάνει τα απαραίτητα ψώνια. Δίνω μερικές στιγμές στον εαυτό μου για να ηρεμίσει, έπειτα από την εξομολόγηση του.

«Ξέρεις Μπράιαν... Έχεις ποτέ σκεφτεί ότι ίσως δεν ήθελα τίποτα από όλα αυτά? Εννοώ σου πέρασε από το μυαλό ότι εγώ ίσως και να μην ήθελα, τον ακριβότερο καναπέ, ίσως και ένας από τα ΙΚΕΑ με δόσεις για μένα να ήταν αρκετός ...» Αφήνω την πρόταση στην μέση και ανακατεύω το τσάι του μέχρι να λιώσει η ζάχαρη, πιο πολύ από αμηχανία. Όλοι αυτήν την ώρα δεν έχω γυρίσει να τον κοιτάξω, αλλά νιώθω τα μάτια του καρφωμένα στην πλάτη μου.

«Ναι Sophie, δεν σε νοιάζουν καθόλου τα υλικά αγαθά γι' αυτό διάλεξες έναν από τους πιο πλούσιους ανθρώπους του κόσμου. Τον έψαξα λίγο. Ξέρεις πως δεν παρακολουθώ την καριέρα του. Τα σαχλά τραγούδια του δεν είναι του στιλ μου. Αλλά από τα λίγα που διάβασα και από τα πολλά που κατάλαβα, ο άνθρωπος έχει αμύθητη περιουσία. Σπίτια , αυτοκίνητα, εξοχικά, μετοχές σε διάφορες εταιρίες του χρηματιστηρίου, μια δισκογραφική της οποίας είναι βασικός μέτοχος αφού διατηρεί το 50%, μέχρι αεροπλάνο έχει στην κατοχή του» Από τα λίγα που διάβασε, δηλαδή εάν τον έψαχνε τι θα έφερνε εδώ ολόκληρο κλασέρ με αναλυτικό τον περσινό του τζίρο?

Στρέφω το σώμα μου και οι ματιές μας συναντιούνται. Μειδιώ «Λυπάμαι που το βλέπεις έτσι... »

«Εγώ, δεν...» Δείχνει μετανιωμένος , αλλά δεν τον αφήνω να συνεχίσει σηκώνω το χέρι μου και τον σταματώ , δεν θέλω να ακούσω τα κούφια λόγια του. Τις ανούσιες συγνώμες του. Νόμιζα με ήξερε καλύτερα. Νόμιζα πως τόσα χρόνια δίπλα του , του είχα αποδείξει ποια είμαι. Εάν αυτός ο άνθρωπος που υποτίθεται με ξέρει , έχει αυτήν την εικόνα για την νέα μου σχέση, φαντάζομαι τι έχουν να μου προσάψουν όλοι οι άλλοι. Σαν αστραπή περνάει από μπροστά μου ένας χαρακτηρισμός. Χρυσοθήρα αποκαλούσαν τότε την Αλεξάνδρα. Τότε που νόμιζαν ότι έχει σχέση με το Αχιλλέα, για μένα θα έχουν να πουν ακόμα χειρότερα.

«Λυπάμαι που εσύ ένας άνθρωπος που έζησε δίπλα μου τόσα χρόνια σκέφτεται έτσι για μένα»

«Εγώ...» Ξεκινά ξανά μια νέα προσπάθεια να μου εξηγήσει αλλά δεν δίνω δεκάρα. Τον κοιτώ αυστηρά και σταματά την προσπάθεια. Έφτασε η ώρα. Θα τα πω μια φορά. Μια και τελευταία και μετά θα έχω περάσει στην επόμενη φάση της ζωής μου. Θα έχω δώσει τις εξηγήσεις μου και θα ζήσω την κάθε στιγμή μου, όπως θέλω εγώ. Θα ζήσω τον έρωτα μου, όπως του αξίζει. Στα φανερά χωρίς να με νοιάζει κανένας και τίποτα, γιατί θα έχω ξοφλήσει όλα τα χρέη. Θα έχω κλείσει όλους τους λογαριασμούς μου!

«Ξέρεις εγώ..., εγώ τον γνώρισα , τον ερωτεύτηκα και έκανα σχέση μαζί του πολύ πριν γίνει αυτός που είναι σήμερα. Είμασταν μαζί πριν από χρόνια, δεν είχε χρήματα, δεν ήταν διάσημος, με λίγα λόγια δεν ήταν αυτός που είναι σήμερα και παρόλα αυτά ήμουν τρελή για εκείνον. Χωρίσαμε γιατί η απόσταση μας έκανε να απομακρυνθούμε. Δεν τον γνώρισα τώρα και δεν θαμπώθηκα από τα χρήματα και από την φήμη του και βασικά δεν είναι αυτό που βλέπεις εσύ και οι θαυμαστές του. Δεν σε φώναξα απόψε εδώ για να σου αναλύσω την σχέση μου μαζί του. Σε φώναξα γιατί σου οφείλω μια συγνώμη, από τα βάθη της ψυχής μου για την διπρόσωπη συμπεριφορά μου. Ποτέ στο παρελθόν δεν έχω λειτουργήσει έτσι και ήταν λάθος μου που επέτρεψα να γίνει τώρα. Παίρνω επάνω μου όλη την ευθύνη.»

«Μάλιστα» Ένα μάλιστα και τέλος? Ξεμπέρδεψα? Δεν θα πει ? Δεν θα ρωτήσει τίποτα? Ξεκολλάω από τον πάγκο της κουζίνας κρατώντας στα χέρια μου το τσάι του. Του κάνω νόημα να προσχωρήσει. Θέλω να φύγω από τον στενό χώρο της κουζίνας, ασφυκτιώ τώρα περισσότερο από ποτέ. Τελικά ήταν λάθος όλο αυτό έπρεπε να του ζητήσω να βρεθούμε κάπου έξω.

Περπατάμε σιωπηλοί πλάι-πλάι στα πέντε βήματα που μας χωρίζουν από την κουζίνα στο σαλόνι. Φτάνουμε, ο Μπραίαν παίρνει από τα χέρια μου το τσάι που κρατώ και το αφήνει στο τραπέζι χωρίς να το δοκιμάσει.

Δένω τα δάχτυλά μου μεταξύ τους και κοιτώ το τραπέζι μπροστά μου. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, αποφασίζω πως έφτασε η ώρα να μιλήσω ξανά. Να τα βγάλω όλα από μέσα μου. Στρέφω το πρόσωπο μου στο δικό του. Τα μάτια του και ο τρόπος που με κοιτά δεν με βοηθά να αδειάσω τις τύψεις από μέσα μου.

«Λυπάμαι πολύ, Μπράιαν. Για όλα. Για τον πόνο που σου προκάλεσα. Που δέχτηκα την πρόταση σου ενώ είχα αμφιβολίες, γιατί είχα, αυτό θέλω να το ξέρεις , που ενώ ξεκαθάρισαν τα πάντα στο μυαλό μου, αντί να σου τηλεφωνήσω και να σου εξηγήσω πως έχουν τα πράγματα για μένα περίμενα να σου τα πω από κοντά στο διάλειμμα της περιοδείας...και σε κορόιδευα...»

Τα μάτια του συναντούν τα δικά μου και το μόνο που διαβάζω μέσα τους είναι πόνος. Και δεν μπορώ να συγκρατήσω ένα δάκρυ. Το προλαβαίνω πριν πέσει.

«Εκείνη τη μέρα... όταν ανακάλυψα τι γινόταν , βγήκα εκτός εαυτού. Δεν θυμάμαι τι έκανα. Νομίζω σε έσπρωξα στο διάδρομο του ξενοδοχείου και έπεσες. Ίσως και να μην ήταν στον διάδρομο να σε έσπρωξα στο δωμάτιο , στο σαλόνι...δεν θυμάμαι τι έκανα και όσο και να προσπαθώ δεν μπορώ να βάλω σε μια τάξη τα γεγονότα. Θυμάμαι να λέω λόγια για τα οποία ντρέπομαι και σε θυμάμαι πεσμένη κάτω στο πάτωμα... δε χτύπησες άσχημα, έτσι δεν είναι; Δεν είμαι σίγουρος ακριβώς για το τι είπα και έκανα , έχω ένα μαύρο σεντόνι... Ειλικρινά συγνώμη για ότι και εάν έκανα, δεν ήμουν εγώ , δεν είμαι εγώ έτσι... » Ακούγεται βασανισμένος.

Μετά από όσα του έκανα, εξακολουθεί να ανησυχεί μήπως χτύπησα. Η καρδιά μου πονά ακόμα περισσότερο.

Άλλο ένα δάκρυ πέφτει. «Είμαι μια χαρά. Δεν έγινε κάτι, όλα είναι καλά αλήθεια. Δεν χτύπησα πουθενά». Κουνώ αρνητικά το κεφάλι μου για να ενισχύσω τα λεγόμενα μου.

«Είδα τις εφημερίδες...», λέει χαμηλόφωνα κοιτώντας με μέσα στα μάτια. «Εσένα και... και τον Mason. Είδα και ένα απόσπασμα από μια συναυλία, μια αφιέρωση του...».

Κλείνω τα μάτια για μια στιγμή, και μερικά δάκρια κυλάνε από τα κλειστά μάτια μου.

«Είσαι ευτυχισμένη μαζί του? Περισσότερο από ότι ήσουν μαζί μου;» με ρωτά.

«Ναι... και όχι. Δεν είμαι ευτυχισμένη γι' αυτό που σου έκανα. Λυπάμαι πολύ, δεν έχω κερατώσει ποτέ στην ζωή μου, δεν έπρεπε να το είχα κάνει ούτε σε εσένα». Δάκρυα τρέχουν τώρα ελεύθερα από τα μάτια μου και δε με νοιάζει που με βλέπει. Αυτήν είναι η αλήθεια μου, ας την δει.

Βλέπω τα μάτια του να γυαλίζουν επικίνδυνα. Τα γαλανά του μάτια είναι ποιο έντονα και το άσπρο έχει αντικατασταθεί από κόκκινο. Ελπίζω να καταφέρει να συγκρατήσει τον εαυτό του, γιατί εάν λυγίσει δεν ξέρω εάν θα το αντέξω.

Σκουπίζω τα δάκρυα από το πιγούνι μου με την ανάστροφη του χεριού μου.

«Με μισείς?» Τον ρωτάω με σπασμένη φωνή

«Δε σε μισώ. Ήθελα πολύ να σε μισήσω, αλλά δεν μπορώ. Σ' αγαπώ πάρα πολύ, για να καταφέρω να σε μισήσω, για την ακρίβεια εάν ερχόσουν και μου έλεγες πως ήθελες να το προσπαθήσουμε... Εγώ θα δεχόμουν κατευθείαν χωρίς δεύτερη κουβέντα.»

Δαγκώνω το κάτω χείλι μου που τρέμει. Θεέ μου...Τώρα σκουπίζω τα δάκρια μου που τρέχουν ανεξέλεγκτα. Δε μου άξιζε ποτέ αυτός ο υπέροχος άντρας που κάθεται μπροστά μου. Και σίγουρα δε μου αξίζει τώρα. Κάποια μέρα θα κάνει πολύ ευτυχισμένη μια γυναίκα. Απλά αυτήν η κάποια δεν είμαι εγώ...

«Αν σου έλεγα πως τίποτα από όσα έγιναν με τον Mason δεν έχει σημασία και ότι σε θέλω ακόμα;» Σταματά και πιέζει τα χείλη πριν συνεχίσει. «Θα... θα γύριζες σ' εμένα; Στην ζωή μου στην αγκαλιά μου?» Με ρωτά με μια απελπισία στην φωνή του.

Ένα κομμάτι του εαυτού μου θέλει να πει ναι. Ένα μεγάλο κομμάτι. Μόνο και μόνο για να διώξει τον πόνο του και τον πόνο μου. Αλλά δεν μπορώ. Δεν γίνεται να τον κρατήσω συναισθηματικά δεμένο μαζί μου. Ακόμα και αν τα πράγματα με εμένα και τον Αχιλλέα δεν έχουν καλή εξέλιξη, δεν θα γυρίσω ποτέ πίσω στον Μπράιαν, γιατί αυτό που είχαμε είχε πάψει να με κάνει ευτυχισμένη εδώ και καιρό και απλά δεν το έβλεπα.

«Σ' αγαπώ πολύ Μπράιαν, πάρα πολύ. Πέρασα μαζί σου αρκετά χρόνια και το μυαλό μου είναι γεμάτο από όμορφες στιγμές μας, αλλά...αλλά αγαπώ τον Αχιλλέα ακόμα περισσότερο πολλά χρόνια τώρα. Δεν το ήξερα μέχρι που τον συνάντησα ξανά, αλλά αυτήν είναι η αλήθεια. Είμαι ερωτευμένη με το πρώτο μου αγόρι. Λυπάμαι πολύ. Δεν θα επέστρεφα ποτέ πίσω, γιατί αυτό θα μας έκανε αυτόματα βαθιά δυστυχισμένους και τους δυο, εάν περάσει λίγος καιρός θα το δεις ξεκάθαρα και εσύ.»

«Μάλιστα...» Σκύβει το κεφάλι, τρίβει τα χέρια του στο μπεζ παντελόνι και χωρίς να τα δω είμαι σίγουρη ότι είναι ιδρωμένα. «Να ξέρεις πως και εγώ σε αγάπησα πολύ και ακόμα σε αγαπώ και πως θα είμαι πάντα εδώ για σένα.»

Νεύω θετικά. Δεν μπορώ να μιλήσω.

«Λοιπόν... Νομίζω πως τα είπαμε όλα...» Σηκώνεται όρθιος και μου χαμογελά σφιγμένα. «Ήρθε η ώρα να φύγω, να σε αφήσω να ξεκουραστείς. Ξέρω ότι μόλις τελείωσες την δουλεία και είμαι σίγουρος ότι δεν έχεις βάλει μπουκιά στο στόμα σου... Σε παρακαλώ πολύ να φας και καμία σαλάτα. Ξέρω πως ίσως αυτήν μου την επιμονή προς την υγιεινή διατροφή δεν την καταλαβαίνεις αλλά πίστεψε με πως αξίζει τον κόπο να προσέχεις και να φροντίζει τον εαυτός σου. Τώρα που δεν θα είμαι δίπλα σου να σε μπουκώνω με μαρουλόφυλλα, σε παρακαλώ...» Δεν ολοκληρώνει, νεύω θετικά ξέρω πως κατά βάθος φρόντιζε για μένα και ας γκρίνιαζα.

Με ξέρει καλά... Ξέρει όλες μου τις κινήσεις...

«Περίμενε» Του λέω με την βραχνή από τα δάκρια φωνή μου «Κάποια πράγματα σου... Ένα πουκάμισο, ένα ζευγάρι πιζάμες , κάποια είδη προσωπικής υγιεινής... Τα έχω μαζέψει σε ένα μικρό σάκο»

«Ναι ευχαριστώ»

«Μια στιγμή να σου τα φέρω» Του λέω και σηκώνομαι από την πολυθρόνα μου.

«Ναι, ναι περιμένω, ευχαριστώ» Επαναλαμβάνει σα χαμένος.

Απομακρύνομαι από κοντά του και πλησιάζω το κρεβάτι μου. Επάνω έχω πολύ προσεκτικά τοποθετήσει ένα μαύρο μικρό σάκο. Μέσα του έχω βολέψει όλα του τα πράγματα. Όλα όσα είχε αφήσει σπίτι μου κατά καιρούς. Το παίρνω στα χέρια μου και πάω προς το μέρος του.

«Ορίστε»

«Ευχαριστώ» Πάλι αυτήν η λέξη...Με ευχαριστεί? Εγώ ήμουν ο φταίχτης...

«Εγώ σε ευχαριστώ που ήσουν στην ζωή μου»

«Ήμουν ευτυχισμένος. Για αρκετά χρόνια ήμουν πολύ ευτυχισμένος με σένα στο πλευρό μου.»

«Μια μέρα θα βρεις μια κοπέλα που θα είσαι τρελός για εκείνη και τότε θα καταλάβεις τι σημαίνει ευτυχία» Κουνά το κεφάλι αρνητικά σαν να μην πιστεύει ότι μπορεί να συμβεί.

«Να προσέχεις... Μπορώ να σε φιλήσω και να σε πάρω μια αγκαλιά?»

Αυτός είναι ο Μπράιαν γλυκός και συγκρατημένος «Ναι τώρα μπορείς. Τώρα την θέλω και εγώ αυτήν την τελευταία αγκαλιά, να νιώσω πως όλα κλείνουν όμορφα, ο κύκλος μας κλείνει ωραία»

Με κλείνει στην αγκαλιά του και με σφίγγει επάνω του. Νιώθω τα χείλη του στα μαλλιά του. Σηκώνω τα μάτια μου και τον κοιτώ. Μου δίνει ένα τελευταίο φιλί στο μέτωπο και κλείνει με δύναμη τα μάτια του πριν με αφήσει και κάνει ένα βήμα πίσω και μακριά μου. Παίρνει τον μικρό μαύρο σάκο που έχω αφήσει επάνω στο τραπεζάκι και αφού με χαιρετά , φεύγει από κοντά μου από το σπίτι μου...

Κοιτώ για μια στιγμή την κλειστή πόρτα του σπιτιού μου και νιώθω τα χέρια μου που τρέμουν. Όλο το κορμί μου τρέμει. Πρέπει να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου να συνέλθω.

Στο μπάνιο ανοίγω το κρύο και ρίχνω άφθονο νερό. Σκουπίζω τα νερά που τρέχουν στο πρόσωπο μου με την πετσέτα και κοιτώ το είδωλο μου στον καθρέπτη. Για τόσο κλάμα που έριξα πάλι καλά φαίνομαι. Θα έρθει η Άννυ σε λίγο και δεν θέλω να με δει κλαμένη και να αναγκαστώ να δώσω εξηγήσεις. Κανείς δεν ξέρει πως σήμερα θα συναντούσα τον Μπράιαν. Δεν ήθελα την γνώμη κανενός. Έπρεπε όλα να γίνουν με τον δικό μου τρόπο.

Βάζω λίγο κονσίλερ ,απλώνω μεγάλη ποσότητα από το μέικ άπ σε όλο μου το πρόσωπο, για να καλύψει τις κοκκινίλες από το κλάμα και τέλος προσθέτω λίγο ρουζ. Ακούω το κουδούνι να χτυπάει. Πάνω στην ώρα σκέφτομαι. Κοιτώ μια τελευταία φορά το πρόσωπο μου στον καθρέπτη για να είμαι σίγουρη ότι δεν φαίνομαι κλαμένη και πάω προς την πόρτα.

Θα έπαιρνα όρκο πως δεν έχει πάει εννέα ακόμα. Δεν κατάλαβα πως πέρασε τόση ώρα με τον Μπράιαν... Πως πέρασαν δυο ολόκληρες ώρες...

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και προσπαθώ να δείχνω χαμογελαστή τώρα που ανοίγω την πόρτα.

«Δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα πότε πήγε...»

Σοκ. Μπροστά μου σίγουρα δεν..... στέκεται η Άννυ. Στέκεται ένας τύπος που φορά φούτερ χειμωνιάτικο και κουκούλα στο κεφάλι. Η κουκούλα του φούτερ του μάλιστα έχει κατέβει μέχρι κάτω. Σκεπάζει το μέτωπο του και το μισώ του πρόσωπο, αποτέλεσμα να μην μπορώ να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του...

Γιατί άνοιξα χωρίς να ρωτήσω? Τι σκεφτόμουν? Σήμερα θα με σκοτώσουν αυτός ο άγνωστος τύπος θα με σφάξει για να με ληστέψει. Γιατί ποιος λογικός άνθρωπος φορά φούτερ χειμωνιάτικο το καλοκαίρι?

Πάω να κλείσω την πόρτα αλλά με προλαβαίνει και βάζει το πόδι του. Ανοίγει διάπλατα την πόρτα και με αργές κινήσεις κατεβάζει την κουκούλα του φούτερ μόνο και μόνο για να έρθω αντιμέτωπη με ένα πολύ βλοσυρό βλέμμα. Μάτια πετάνε σπίθες και το στόμα είναι κλειστό σε μια ευθεία γραμμή. Γιατί? Γιατί? Έχει αυτό το ύφος? Δεν καταλαβαίνω. Τίποτα δεν καταλαβαίνω το βλέμμα η αμφίεση , όλα με μπερδεύουν...

«Μίστερ Χάιντ, μόνος? Αφήσατε τον Δόκτορα Τζέκυλ στο σπίτι?» Του λέω σε μία προσπάθεια να αστειευτώ και να αλλάξω το κλίμα ανάμεσα μας αλλά δεν τον βλέπω να χαμογελά, αντιθέτως σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος και φαίνεται πιο απειλητικός και έξαλλος από ποτέ...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top