Κεφάλαιο 41


Κεφάλαιο 41

Αγγλία-Λονδίνο

Ταυτόχρονα κάπου στο κέντρο του Λονδίνου

Το ίδιο Απόγευμα

Άννυ

«Κούκλα μου, η Pub που πάμε κάθε Παρασκευή μετά την δουλεία συμπληρώνει απόψε τα δέκα χρόνια λειτουργίας και το γιορτάζει με δωρεάν ποτά έως της δέκα. Τί λες?»

Λέω να φύγεις όπως ήρθες. Ακούς εκεί κούκλα μου? Από που και ως που τόσες οικειότητες? Άντε γιατί σαν πολλά κυρίαρχα αρσενικά έχω μαζέψει γύρω μου, αυτόν τον καιρό. Άντε γιατί θα εκραγώ από την πολύ τεστοστερόνη και όποιον πάρει ο χάρος

Σηκώνω το βλέμμα μου προς την πηγή του ήχου. Ο Νάιλς με κοιτά σχεδόν ικετευτικά στηριζόμενος στην ανοιχτή πόρτα του γραφείου μου. Θέλει να τον ακολουθήσω απόψε, είναι ο τρίτος που μου το προτείνει σήμερα. Βρε λες? Δεν είναι άσχημος, καλούλης είναι. Κομψός ευγενικός, πάντα καλοντυμένος και περιποιητικός. Να του δώσω μια ευκαιρία?

Στην αρχή είπα όχι... όσο περνά η ώρα όμως τόσο πείθομαι να πάω. Με την Σοφία είπαμε να βρεθούμε στις εννέα, προλαβαίνω να πιώ μερικά ποτά και να είμαι στην ώρα μου για φαγητό.

«Δεν είμαι σίγουρη Νάιλς... Μου το έχει ήδη ζητήσει ο Τζάιλς και ο Μπρούνο. Εάν δεχτώ την πρόταση σου, θα θυμώσουν εκείνοι.» Λέω παιχνιδιάρικα. Το ξέρω πως είναι κακία που παίζω μαζί τους αλλά θέλω να τονωθεί το εγώ μου. Να φλερτάρω και να πάψω να σκέφτομαι τον άθλιο ντράμερ μέρα νύχτα. Χρειάζομαι άμεσα αντιπερισπασμό. Χρειάζεται να στρέψω την προσοχή μου αλλού χθες!

«Έλα τώρα βρε An. Μην παίζεις μαζί μας...»

«Εγώ? Ντροπή αφού ξέρεις πως είμαι καλό κορίτσι και σας αγαπάω όλους! Δεν θέλω να πληγώσω τα αισθήματα κανενός.» Νιαουρίζω και πεταρίζω λίγο τις βλεφαρίδες μου. Έλα τώρα παρακάλεσε με λίγο λιγάκι ακόμα.

Χαμογελά. Κερδίζω!

«An, είσαι τόσο γλυκιά! Έχω να σου προτείνω κάτι. Τι λες να βρεθούμε όλοι στον προθάλαμο της εταιρίας και να πάμε όλοι μαζί. Έτσι και δεν θα πληγώσεις κανέναν αφού θα φανεί πως δεν απέρριψες τις προτάσεις τους, και θα είμαστε μαζί. Μόνο εμείς οι δύο θα ξέρουμε την αλήθεια, πως προτιμάς την δικιά μου συντροφιά.»

«Λες Νάιλς?» Λέω όλο νάζι και τον βλέπω να χαίρεται. Καλά οι άντρες είναι ντιπ χαλβάδες. Νομίζουν πως εκείνοι μας ορίζουν εκείνοι μας ελέγχουν. Πόσο λάθος κάνουν , μα δεν βλέπουν πόσο καλά μπορούμε να τους χειριστούμε απλά και μόνο με ένα νάζι? Με ένα δάκρυ ή με ένα μας χάδι?

«Ναι έτσι θα γίνει, στις έξι ραντεβού στην είσοδο» Μου λέει λίγο αυστηρά λίγο αυτάρεσκα, ότι δίνει διαταγές και εγώ ακολουθώ. Νεύω θετικά και εξακολουθώ να χαμογελάω. Μόλις απομακρύνεται αρκετά. Ξεφουσκώνω σαν μπαλόνι. Αλήθεια τώρα γιατί να πάω. Μου είναι και οι τρείς τους αδιάφοροι. Αυτόματα, σχεδόν αντανακλαστικά, στο μυαλό μου έρχεται η εικόνα ενός τρελού ροκά, με σώμα γεμάτο τατουάζ και χέρια τόσο γυμνασμένα που κάνουν τις φλέβες να πετάγονται... ΜΜμμμμ ναι πρέπει να πάω. Θα πάω και ίσως βρω κάποιον άγνωστο να ξεδώσω.

Πέφτω με τα μούτρα στην δουλεία , θέλω να απασχολώ το μυαλό μου όσο το δυνατόν περισσότερο για να μην σκέφτομαι. Σηκώνω το βλέμμα μου από τον υπολογιστή στις έξι παρά πέντε. Κουνώ τους ώμους μου να ξεπιαστούν και ξεκινάω την διαδικασία τερματισμού του υπολογιστή μου. Σηκώνομαι τεμπέλικα από την καρέκλα μου και κάνω μερικά βήματα να ξεπιαστούν τα άκρα μου. Ισορροπώ με κόπο επάνω στις δωδεκάποντες γόβες μου και βρίζω ακόμα μια φορά από μέσα μου τους αυστηρούς ενδυματολογικούς κανόνες της εταιρίας μου. Για τους άντρες κοστούμι πουκάμισο και γραβάτα, χειμώνα καλοκαίρι και για της γυναίκες γόβες ταγέρ ή κοστούμι. Ευτυχώς τους καλοκαιρινούς μήνες δεν είμαι υποχρεωμένη να φοράω σακάκι και έτσι το παίζω επαναστάτρια φορώντας ψιλόμεσες φούστες, κάπρι παντελόνια και μπλούζες με λεπτές τιράντες και βαθιά V. Μέχρι να με τσακώσουν και να μου κάνουν παρατήρηση εγώ θα φοράω το καλοκαίρι ότι θέλω!

Παίρνω την τσάντα μου και κατευθύνομαι προς την το φουαγιέ της εταιρίας να συναντήσω τους υπόλοιπους. Περπατώ στον διάδρομο και συναντώ βλέμματα θαυμασμού! Χαμογελάω! Χαίρομαι!

«Αγόρια μου, γειά σας!»

Ακούω τον Τζάιλς να σφυρίζει και του χαμογελώ την ώρα που ο Νάιλς με τραβά προς το μέρος του και μου δίνει ένα φιλί στο μάγουλο ενώ ο Μπρούνο πλέκει τα δάχτυλά μας και με τραβά προς την πόρτα του ασανσέρ. « Η An και το χαρέμι της» Λέει ο Τζάιλς και ξεσπάμε σε γέλια ενώ κατεβαίνουμε στο ισόγειο με το ασανσέρ.

«Ποντάρω σε εσάς και στην συναρπαστική σας παρέα παιδιά! Σήμερα θέλω να με κάνετε να περάσω πολύ όμορφα»

«Πόσο όμορφα δηλαδή?» Ρωτά πονηρά ο Μπρούνο

«Ήρεμα εραστή» Προσπαθεί ο Νάιλς να τον επαναφέρει στην τάξη. Γελάμε. Τα πειράγματα μεταξύ μας δεν είναι κάτι ασυνήθιστο. Είναι όμως ακίνδυνα. Πάντα εγώ και ο Μπρούνο πετάμε ατάκες ο ένας τον άλλο αλλά ποτέ μα ποτέ δεν είδαμε ο ένας τον άλλο ερωτικά. Γελώντας και με παιχνιδιάρικη διάθεση αφού τα σχόλια και οι ατάκες δίνουν και παίρνουν βγαίνουμε έξω από το κτίριο που στεγάζει τα γραφεία της εταιρίας μας.

Κάνω μερικά βήματα και τότε το νιώθω. Οι τρίχες στον αυχένα μου σηκώνονται όρθιες και ξαφνικά νομίζω πως κάποιος με καρφώνει στην πλάτη με το βλέμμα του. Γυρίζω το κεφάλι και κοκαλώνω. Μένω εκεί και ανοιγοκλείνω τα μάτια μου. Όχι παίζει παιχνίδια το μυαλό μου. Δεν είναι δυνατόν. Κι όμως είναι. Απέναντι μου, λίγα μέτρα μακριά μου, στέκεται ο Ντάμερ που έχει στοιχειώσει τις νύχτες και τις μέρες μου. Στέκεται ενάντια σε μια μηχανή με χέρια διπλωμένα στο στήθος και μια άγρια έκφραση στο πρόσωπο του. Με κοιτά και του ανταποδίδω το βλέμμα. Με τα μάτια του με προκαλεί να τον πλησιάσω. Όπως με κοιτά βλοσυρά είναι σαν να μου λέει , τόλμησε να φύγεις και οι συνέπειες δεν θα σου αρέσουν καθόλου.

«An? Έρχεσαι?» Ακούω κάποιον να ρωτά από πίσω μου, τα καμπανάκια όμως που χτυπάνε μέσα στο κεφάλι μου και με προειδοποιούν να μην κάνω βήμα προς τον ροκά, δεν μου επιτρέπουν να καταλάβω ποιος μου μίλησε.

«Ένα λεπτό» Ψελλίζω. Δεν ξέρω καν εάν με άκουσαν. «Δώστε μου ένα λεπτό αγόρια» Λέω λίγο ποιο δυνατά. Και επιτέλους τα πόδια μου και ο εγκέφαλός μου αρχίζουν να λειτουργούν. Πάω προς το μέρος του. Δεν έχει σταματήσει στιγμή να με κοιτά άγρια, θυμωμένα. Στέκομαι ένα βήμα μακριά του και του κοιτώ μέσα στα μάτια. Τον προκαλώ. Ωραία . Ήρθα. Και τώρα τι? Τι θα με κάνεις? Τι Μπορείς να με κάνεις?

Σηκώνει το ένα του φρύδι και ορθώνει το ανάστημα του, ξεκολλά από την μηχανή και με μια κίνηση ανεβαίνει επάνω της. Μου πετά ένα κράνος και το πιάνω στον αέρα. Τι παίζει?

Φορά το δικό του και με κοιτά ξανά. «Ανέβα» Γκαρίζει

«Που?»

«Ανέβα την τρέλα μου μέσα. Μην με προκαλείς άλλο»

«Πας καλά? Έρχεσαι απροειδοποίητα στην δουλεία μου και με διατάζεις? Έχω παρέα. Δεν βλέπεις?»

Βγάζει αστραπιαία, το κράνος του και γελά ειρωνικά. «Παρέα? Θα ήθελα πολύ να γνωρίσω την παρέα σου. Εάν δεν τσακιστείς να ανέβεις αυτήν την στιγμή επάνω στην μηχανή, θα αλλάξω γνώμη και θα έρθω εγώ στην παρέα σου. Και πεθαίνω να τους πω πότε και πως γνωριστήκαμε» ΙΙιιιιι γαμώτο τι λέει. Κοιτώ γύρω μου, περαστικοί μόνο που περνάνε δίπλα μου. Δεν άκουσε κανένας τη συγκαλυμμένη απειλή του.

Ρίχνω μια βιαστική ματιά στους συναδέρφους μου. Με περιμένουν ρίχνοντας μου βλέμματα απορίας. Γαμώτο γαμώτο. Σκατά τα έκανα. «Δώσε μου μερικά λεπτά να τους αποχαιρετίσω»

«Σε δύο, να είσαι πίσω. » Ε ρε θα σου σπάσω το κεφάλι βλάκα. Νομίζω πως θα πάθω εγκεφαλικό. Αλήθεια σε τι ηλικία μπορεί υπάρχει πιθανότητα μια γυναίκα να πάθει?

Σέρνω τα βήματα μου, καθυστερώ επίτηδες, προς τους συνεργάτες μου και κάνω μια προσπάθεια να φανώ φυσιολογική. Ούτε που ξέρω τι κοτσάνες βγαίνουν από το στόμα μου. Ούτε που ξέρω εάν αυτά που λέω είναι πιστευτά. Τους λέω πως είχα ένα ραντεβού με έναν γνωστό μου και πως το είχα ξεχάσει εντελώς και μόλις τον είδα το θυμήθηκα. Δεν τους δίνω περιθώρια για ερωτήσεις. Γυρίζω την πλάτη μου και απομακρύνομαι. Αργά, επίτηδες, αργά, με βήματα πολύ πολύ μικρά πλησιάζω τον ηλίθιο ντάμερ που έχει ήδη βάλει μπρος την μηχανή του, μαρσάρει και με αγριοκοιτά.

«Ανέβα»

Ανεβαίνω

«Κράνος»

Το φοράω

«Κρατήσου από την μέση μου»

Το κάνω και αυτό.

«Κάτι άλλο? Θα μου πεις κάθε πότε να παίρνω ανάσες ή αυτό μπορώ να το αποφασίσω μόνη μου?» Μαρσάρει και ξεκινά.

«Ξέρεις τουλάχιστον πως να το οδηγείς αυτό το πράμα?» Φωνάζω δυνατά για να με ακούσει.

«Δεν έρχεσαι εσύ να μου δείξεις?» Μου απαντά τέρμα ειρωνικά και εξίσου δυνατά και ταυτόχρονα αναπτύσσει ταχύτητα.

Πάει αυτό ήταν. Σήμερα έζησα την τελευταία μου μέρα επάνω στην γη. Ο βλάκας τρέχει και εγώ έχω αγκαλιάσει την μέση του τόσο σφιχτά που πιστεύω πως από στιγμή σε στιγμή θα του κόψω την ανάσα.

Επιτέλους το μαρτύριο μου τελειώνει. Δόξα τον μεγαλοδύναμο! Κοιτώ γύρω μου και καταλαβαίνω πως βρίσκομαι σε μια από τις ακριβότερες συνοικίες του Λονδίνου. Το κάθαρμα σταματά και παρκάρει. Κατεβαίνω από το όχημα του σατανά και αμέσως αρχίζω να ουρλιάζω και να τον χτυπάω.

«Βλάκα!» Χτύπημα

«Ανεγκέφαλε!» Χτύπημα

«Ηλίθιε» Χτύπημα

«Ανεύθυνε» Χτύπημα

Με κοιτά και γελάει, ξεκαρδίζεται στα γέλια. Εγώ κοντεύω να ξαπλώσω στην λερωμένη άσφαλτο και να αρχίζω να την φιλάω και αυτός χαίρεται που έχω φοβηθεί. Χαίρεται να με βλέπει τρομοκρατημένη. Τον διασκεδάζει η συμπεριφορά μου.

Ακινητοποιεί με ευκολία τα χέρια μου. «Έλα» Με διατάζει.

«Που? Που να έρθω? Είσαι τρελός? Τα έχεις χάσει?» Τον ακολουθώ και συνεχίζω να φωνάζω. Αυτός ατάραχος. Σηκώνω το βλέμμα στον ουρανό και λέω από μέσα μου.. Δώσε μου δύναμη...

Το βάδισμά του σταματά, έξω από ένα εντυπωσιακό κτίριο. Γνωρίζοντας κάτι λίγα από αρχιτεκτονική, υπολογίζω πως είναι ένα παλιό αρχοντικό χτισμένο την δεκαετία του 1920. Το ύφος του κτιρίου είναι ιταλικού αναγεννησιακού ρυθμού και γι αυτό είμαι βέβαιη, ο μεγάλος μου αδερφός μελετούσε για μήνες τέτοια κτήρια. Σπούδαζε αρχιτεκτονική και αυτό το μάθημα, τον είχε ταλαιπωρήσει αρκετά.

«Τι είναι εδώ?» Ρωτάω μαγεμένη από τον κομψό, πύργο με μαύρο τούβλο.

«Το σπίτι μου»

«Ορίστε?» Στρέφω το ξαφνιασμένο μου βλέμμα, επάνω του. «Και τι κάνουμε εδώ?»

Δεν απαντά το τέρας, αρχίζει να με τραβολογά προς ένα ιδιωτικό ασανσέρ. Αυτός , δεν φταίει. Βρίσκει και τα κάνει. Το ερώτημα είναι γιατί, ΕΓΩ τον ακολουθώ? Γιατί? Να η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου...

«Το ακίνητο αυτό ανήκει εδώ και γενιές στην οικογένεια μου. Οι δυο τελευταίοι όροφοι είναι το δικό μου σπίτι.» Μου λέει ατάραχος με ένα ύφος υπεροψίας καθώς οι πόρτες κλείνουν , το ασανσέρ κινείται και μας πάει καρφί στο διαμέρισμα του. Πόσο πλούσιος είναι?

Πολύ... Ναι είναι ζάμπλουτος , αυτό είναι τώρα ξεκάθαρο. Το σπίτι που εμφανίζεται μπροστά μου μιλά από μόνο του. Η πολυτέλεια των υφασμάτων και των επίπλων είναι φανερή. Παρά τον πλούτο η είσοδος καταφέρνει να δημιουργήσει μια αίσθηση καλωσορίσματος. Αυστηρού καλωσορίσματος , ίσως, αλλά σίγουρα καλωσορίσματος.

Κάνω ένα βήμα ακόμα και το βλέμμα μου πέφτει στον καθρέπτη απέναντι μου. Αντικρίζω το είδωλο μου. Μαλλιά ανακατεμένα από τον άνεμο , μάγουλα κόκκινα και δύο μάτια γεμάτα περιέργεια. Με κοιτά μέσα από τον καθρέπτη και τα βλέμματα μας συναντιούνται. Δεν έχει εγκαταλείψει το βλοσυρό του ύφος στιγμή. Έχει μούτρα και είναι θυμωμένος? Κι όμως έχει θράσος... στέκεται εκεί ευθυτενής σαν Έλληνας θεός και με κοιτά έτοιμος να με κατασπαράξει.

«Τώρα τι?»

«Τώρα?» Με ρωτά με ανασηκωμένο φρύδι.

«Ναι τώρα που το αρπακτικό, παρέσυρε το θήραμα του στην σπηλιά του, τώρα? Τι?» Των ρωτώ προκλητικά.

«Δεξιά στον διάδρομο, στην τραπεζαρία. Θα φάμε και θα μιλήσουμε»

«Κι αν δεν πεινάω?»

«Μην τρως. Πεινάω εγώ και θα φάω .Εσύ μπορείς απλά να καθίσεις να μπεκροπιείς. Αλήθεια αυτό δεν είχες σκοπό να κάνεις?» Τι είπε? Με πρόσβαλε? Τι έγινε τώρα? Με σπρώχνει προς τον διάδρομο και στρίβω δεξιά όπως μου είχε υποδείξει λίγα λεπτά πριν.

Προχωρώ στον διάδρομο και στρίβω δεξιά όπως μου υπέδειξε λίγα δευτερόλεπτα πριν. Φρενάρω απότομα όταν βλέπω ένα άψογα διακοσμημένο τραπέζι. Ένα τραπέζι στρωμένο για δύο. Σηκώνω το βλέμμα μου και ένας συμπαθέστατος άντρας, προχωρημένης ηλικίας με λευκά ψαρά μαλλιά και με ντυμένος με ένα μαύρο κουστούμι μου χαμογελά και κάνει μια ελαφριά υπόκλιση για να με καλωσορίσει. Πίσω του δυο άλλοι κύριοι παρόμοια ντυμένοι στέκονται σαν αγάλματα. Σχεδόν δεν αναπνέουν.

Ο Adam ρουθουνίζει ειρωνικά. «Αντρέι, να κόψεις τις περιττές τυπικότητες. Η Άννυ δε θα σε παρεξηγήσει για τους τρόπους σου. Έτσι δεν είναι, γλυκιά μου? Η Άννυ είναι μαλωμένη με τους κανόνες ευγένειας και ευπρέπειας» Τι είπε? Ας ανοίξει η γη να με καταπιεί.

«Κ. Adam τι συμπεριφορά είναι αυτή? Η μητέρα σας θα ντρεπόταν. Η παιδεία που λάβατε είναι καλύτερη από αυτό που μόλις δείξατε. Ελάτε δεσποινίς, από εδώ καθήστε στην θέση σας. Και εσείς κ.Adam καλά θα κάνετε να θυμηθείτε τους τρόπους σας . Δεν συμφωνείτε δεσποινίς Άννυ πως χρειαζόταν αυτήν την επίπληξη?» Με ρωτά ο ευγενικός κύριος. Κουνώ το κεφάλι συμφωνώντας και χαμογελώ στον άντρα με τα ελάχιστα άσπρα μαλ­λιά, τα ροδαλά μάγουλα, το ήρεμο χαμόγελο και το μυώδες κορμί που θύμιζε αρσιβαρίστα παρά την ηλικία του.. Φαίνεται πως τον ξέρει χρόνια και έχει το δικαίωμα να του μιλά όπως θέλει.

«Ο Αντρέι είναι μαζί μας πολλά χρόνια. Και ακόμα νομίζει πως είμαι παιδί. Τρελαίνεται να μου δίνει συμβουλές . Χαίρομαι παλιόφιλε που σε βλέπω και που πάντα προσπαθείς να με κάνεις άνθρωπο με τις νουθεσίες σου, απλά όχι απόψε. Απόψε, έχω μια κουβέντα με την δεσποινίδα. Θέλω να φάμε και να μιλήσουμε. Τί έχει το μενού?» Ρωτά τον συμπαθέστατο κύριο και ταυτόχρονα έρχεται πίσω μου και μου τραβά την καρέκλα να καθίσω.

«Φιλέτο κύριε. Το αγαπημένο σας φαγητό. Και επιδόρπιο τάρτα με φράουλα. Σε αυτό επέμενε η μαγεί­ρισσα»

«Εννοείς τη σύζυγό σου». Γυρίζει προς το μέρος μου. «Η Αιριν είναι υπεύθυνη για την κουζίνα. Και δεν τολμάει να την ενοχλήσει κανέ­νας. Βέβαια εγώ δεν έχω παράπονο, ειδικότερα όταν μαγειρεύει τα αγαπημένα μου φαγητά» Μου εξηγεί ενώ ταυτόχρονα παίρνει θέσει απέναντι μου στο τραπέζι.

«Τι να σας φέρω να πιείτε?»

«Μακάλαν 52 χωρίς πάγο»

«Εμένα, παρακαλώ, ένα τζιν εάν υπάρχει. Και δεν Χρειάζεται να μου σερβίρετε φαγητό. Είμαι εντάξει με το ποτό μόνο» λέω χαμογελώντας ευγενικά.

«Ευχαρίστως, δεσποινίς.»

«Ένα τζίν ελαφρύ με αρκετό πάγο και τόνικ και η δεσποινίδα θα φάει κανονικά.» Τον ακούω να λέει εκνευρισμένος. Τον κοιτώ και με αγριοκοιτάζει. Χαμογελώ ειρωνικά. Για να δούμε. Θα φάω?

Ο Αντρέι φέρνει τα ποτά μας. Πίνω το δικό μου μονορούφι κοιτώντας τον προκλητικά. Προκαλώντας τον να με σταματήσει εάν τολμά.

Ο ευγενέστατος Αντρέ ανανεώνει το ποτό μου χωρίς να πει κάτι ενώ γνέφει στους δύο κυρίους που στέκονται τόση ώρα ακίνητοι να σερβίρουν.

«Αντρέι, έρχεσαι λίγο;»

«Ορίστε κ. Adam?»

«Άφησε σε παρακαλώ ολόκληρο το μπουκάλι με το Τζίν μπροστά στην κυρία. Θέλω να κάνω μια προσωπική συζήτηση μαζί της και δεν με εξυπηρετεί να σε έχω στην τραπεζαρία κάθε φορά που εκείνη θέλει να το παίξει κάτι που δεν είναι κατεβάζοντας βλακωδώς το ένα ποτό μετά το άλλο» Ο Αντρέι χωρίς να κάνει κάποιο σχόλιο αυτήν την φορά, ακουμπά προσεκτικά το γεμάτο μπουκάλι με το διαφανές ποτό μπροστά μου και αφού βεβαιώθηκε πως όταν ήταν εντάξει μας άφησε μόνους μας, ζητώντας να τον ενημερώσουμε όταν τελειώσουμε για να σερβίρει το γλυκό.

«Χρειαζόταν όλο αυτό? Με έκανες ρεζίλι.»

«Ρεζίλι γίνεσαι μόνη σου. Τι κατεβάζεις το ένα ποτό μετά το άλλο? Τι είσαι παιδί που πείσμωσε και τώρα θα κάνει την μια απερισκεψία μετά την άλλη, από πείσμα , μόνο και μόνο για να μην παραδεχτεί πως έκανε λάθος?»

«Δεν ξέρεις τι λες»

«Φάε σε παρακαλώ το φαγητό »

Εγώ να φάω , μετά από όλα αυτά? Είναι βαθιά νυχτωμένος εάν νομίζει πως θα με έχει του χεριού του. Πως αυτός θα λέει πήδα και εγώ θα ρωτάω πόσο ψηλά. Θα πιώ το ποτό μου , θα ακούσω τι έχει να μου πει και μετά θα επιστρέψω σπίτι μου. Μόνη μου. Άλλωστε υποσχέθηκα στην Σοφία να φάμε μαζί.

Πίνω αργά το ποτό μου όσο ο βλάκας ο ντράμερ κόβει σε μικρές μπουκιές το ζουμερό φιλέτο. Και με σταθερές κινήσεις βάζει το κρέας στο στόμα... Τι έχω πάθει?

Τον παρατηρώ όση ώρα τρώει αμίλητος. Είναι ψηλός, με σφιχτό σώμα, θυμίζει αρπακτικό. Είναι αρπαχτικό. Η τωρινή φαινομενική ηρεμία του μπορεί να μεταμορφωθεί σε επιθετική δράση μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Το ξέρω το έχω δει να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου.

Ακουμπά την πλάτη του στην καρέκλα πίσω του και σκουπίζει την άκρη των χειλιών του προσεκτικά με την πετσέτα. Το πρόσωπό του έγινε εντελώς ανέκφραστο . Ξαφνικά νοιώθω ανασφαλής. Τι στην ευχή σκέφτεται; Γιατί δεν μπορώ να καταλάβω?

«Δε μου είπες, τελικά κοιμάσαι με κάποιον από τους άντρες που σε είδα σήμερα. Ή με όλους»,

Το μυαλό μου σταμάτα να λειτουργεί.

«Τι; Πώς τολμάς να με ρωτάς κάτι τέτοιο; Φυσικά και δεν κοιμάμαι μαζί τους. Είναι απλά συνάδερφοι μου. Είναι φίλοι μου ηλίθιε.»

Μισοκλείνει, καχύποπτα μάτια του. Δεν το πιστεύει. Είναι φανερό πως έχει άλλη άποψη. Το βλέμμα του περιεργάζεται το πρόσωπο μου και αρχίζει να χαμηλώνει στο γυμνό λαιμό μου και μετά κατηφορίζει στην προκλητική μου μπλούζα.

«Περιμένεις να το πιστέψω; Τρεις άντρες σε είχαν σχεδόν στην αγκαλιά τους, γελούσατε και πηγαίνατε να διασκεδάσετε όλοι μαζί. Ήταν τρείς. Περιμένεις να πιστέψω πως όλα ήταν εντελώς πλατωνικά;»

Πιο πολύ από όλα με τρομάζει η ηρεμία του. Δεν τον έχω δει τόσο ήρεμο ποτέ. Νομίζω πως κάτω από το προσωπείο βράζει από θυμό. Γιατί όμως βράζει? Δεν έχουμε κάτι μπορώ να κάνω ότι θέλω στην ζωή μου.

Ξαφνικά ένα κύμα θυμού διαπερνά την ομίχλη που είχε πλημμυρίσει το μυαλό μου και μετά ο θυμός άρχισε να γιγαντώνε­ται σαν παλιρροιακό κύμα. Προσπαθεί σκόπιμα να με προσβάλει; ή στα αλήθεια έχει την εντύπωση ότι είμαι τόσο εύκολη που τους παίρνω τρείς τρείς? Λοιπόν, τα κατάφερε τοεξοργιστι­κό κάθαρμα να με βγάλει από τα ρούχα μου. Ποτέ κανείς δεν με έχει μειώσει τόσο όσο εκείνος.! Πώς τολμά να μου λέει κάτι τέτοιο κατάμουτρα, έπειτα από όσα του είχε επιτρέψει να κάνει μαζί μου? Έπειτα από τις συζητήσεις που κάναμε? Έπειτα από τις προσωπικές ιστορίες που μοιραστήκαμε?

Σηκώνομαι από την καρέκλα του, αφήνω το τραπέζι και κάνω επιτέλους τα δυο βήματα που χρειάζονται για να σταθώ μπροστά του.

«Με ρώτησες κάτι, έκανες μια πολύ συγκεκριμένη ερώτηση και ενώ δεν ήμουν υποχρεωμένη να απαντήσω σου είπα την αλήθεια. Δε με νοιάζει αν με πιστεύεις ή όχι! Η σεξουα­λική ζωή μου δε σε αφορά».

Του δηλώνω με πείσμα και αρχίζω να απομακρύνομαι από κοντά του.

«Άννυ»

Κοντοστέκομαι, αλλά αρνούμαι να στραφώ προς το μέρος του. Η ταπείνωση έχει αρχίσει να αναμειγνύ­εται με το θυμό. Αν κοιτάξω για μια φορά ακόμη το υπέροχο, υπεροπτικό πρόσωπό του μπορεί να γίνει έκρηξη μέσα μου, μπορεί και να με πιάσει αμόκ και να τα σπάσω όλα πιάτα σερβίτσια ποτήρια, τα πάντα.

«Ρώτησα μόνο και μόνο επειδή προσπαθούσα να καταλάβω πόσο... πόσο έμπειρη είσαι»

«Νόμιζα πως την εμπειρία μου την είχες τσεκάρει. Είμαι τόσο όσο είδες, ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο.»

«Συγνώμη» άκουσα καλά? Ο αλαζόνας αυτός άνθρωπος μόλις ζήτησε συγνώμη? Θα τον κοιτάξω αποφασίζω και στρέφω τον κορμό μου προς το μέρος του.

«Είναι μια αρχή» Σμίγει τα φρύδια του μπερδεμένος «Η συγνώμη σου είναι μία αρχή»

«Προσπαθώ να σε καταλάβω αλήθεια προσπάθησα, την μισή μέρα που καθίσαμε στην Ζυρίχη και τις δυο επόμενες πίσω στο σπίτι δεν έκανα τίποτα άλλο από το να σκέφτομαι . Τι έκανα? Τι μπορεί να είπα και να σε πρόσβαλα? Τι μπορεί να έκανα και να σε έφερα σε δύσκολη θέση και σε ανάγκασα να φύγεις. Δεν βρίσκω καμία μα καμία πράξη μου , καμία μα καμία κουβέντα μου άξια να σε κάνει να φύγεις τρέχοντας νύχτα. Ξέρεις πόσο ταπεινωτικό ήταν για μένα, να ξυπνήσω μόνος μου? Να σου έχω ανοίξει την καρδία μου , να σου έχω πει πράγματα που ξέρουν ελάχιστοι για μένα και την επόμενη να έχεις εξαφανιστεί? Ξέρεις? Ξέρεις πως είναι να παίρνω νύχτα το αεροπλάνο και να πετάω σε άλλη ήπειρο για να σε συναντήσω? Να πάρω επιτέλους μια ώριμη καθαρή απάντηση από σένα? Και φτάνω στο αεροδρόμια και φεύγω σφαίρα για την δουλεία σου...περιμένω και περιμένω και σε βλέπω να βγαίνεις και να χαριεντίζεσαι όχι με έναν όχι με δυο αλλά με τρείς. Τι να υποθέσω γαμώτο? Τώρα είμαι σίγουρος πως είσαι αλλού, τα είχες με άλλον. Τον κεράτωσες μαζί μου και όταν κατάλαβες τι έκανες έφυγες νύχτα.» Ωρύεται και σαστίζω από τις πολλές πληροφορίες που μου έδωσε. Σαστίζω για δευτερόλεπτα γιατί μετά ο θυμός μου επανέρχεται δριμύτερος . Τι περίμενε δηλαδή από μένα να κάνω όταν, όταν...

«Μου άρεσες βρε βλάκα. Μου άρεσες περισσότερο από όσο οι συνθήκες επιτρέπουν να μου αρέσει ένας άντρας που ζει και εργάζεται πολύ πολύ μακριά μου. Έφυγα γιατί για σένα ήταν ένα βράδυ, εγώ έπαιζα την καρδιά μου κορόνα γράμματα. Έφυγα γιατί φοβήθηκα πως λίγες ακόμα ώρες στην αγκαλιά σου και θα σε ερωτευόμουν.» Φωνάζω με την σειρά μου.

Το δυνατό του χέρι με τραβά και κολλά τα χείλη του στα δικά μου. Στην αρχή, η αιφνιδιαστική επίθεση στις αισθήσεις μου με έκανε να μουδιάσω από το σοκ. Τι έγινε? Την μία μαλώνουμε και τώρα με φιλά?

Η γνώριμη μυρωδιά του και η γεύση του παραμερίζουν τα πάντα. Ανοίγω περισσότερο το στόμα μου και τον αφήνω να με κατακτήσει με το φιλί του. Σπρώχνει πίσω το κεφάλι μου και βάζει τη γλώσσα του ανάμεσα στα χείλη μου, σαν να θέλει να με καταβροχθίσει.

Υγρή ζέστη απλώθηκε ανάμεσα στους μηρούς μου ! Ανταποκρίνομαι στο φιλί του με πρωτόγνωρη ορμή. Τον θέλω. Τον θέλω πολύ. Περισσότερο από ότι παραδέχομαι.

Με τραβά και με φέρνει πιο κοντά του , πιέζοντάς με πάνω στο σώμα του. Είναι πο­λύ ζεστός. Πολύ σκληρός. Πολύ ερεθισμένος. Το πέος του πιέζει την κοιλία μου.

Βογκώ πάνω στο στόμα του. Εκείνος δεν σταματά στιγμή να με κατακτά με το στόμα του. Δε σταμάτα στιγμή να με φιλά, ενώ νιώθω τον αέρα να με εγκαταλείπει από τα πνευμόνια μου σιγά σιγά. Αρχίζω να κάνω βήματα προς τα πίσω. Σε κάθε βήμα οπισθοχώρησης μου νιώθω τον Adam να κάνει ένα βήμα μπρος, ώσπου νιώθω τον δροσιστικό σκληρό τοίχο. Τώρα δεν μπορώ να πάω πουθενά. Πίσω μου ο συμπαγής τοίχος και μπροστά μου, ενενήντα κιλά από γραμμένους μυς.

Τρίβομαι ενστικτωδώς πά­νω του, νιώθοντας τους καλοσχηματισμένους μυς του, χαϊδεύοντας τη γιγάντια στύση του. Ξεφύσα και κατεβάζει την μια μου τιρά­ντα.

«Μου αρέσει ο τρόπος που ντύνεσαι, τα καυτά σου σορτσάκια, τα σέξι βραδινά σου φορέματα, αλλά και τα συντηρητικά κουστούμια σου. Όλα μου αρέσουν επάνω σου» Ακούω την αισθησιακή φωνή του και ανατριχιάζω

Τα μακριά δάχτυλά του ταξιδεύουν στο πάνω μέρος της καμπύλης του στήθους μου κατεβάζει το σουτιέν και σκύβει το κεφάλι του επάνω στην θηλή μου.

Αφήνω έναν ήχο σαν να πνίγομαι όταν το υγρό, ζεστό στόμα του γλίστρησε πάνω μου. Ρουφά το στήθος μου κάνοντας την θηλή μου να σκληρύνει κι άλλο και προκαλώντας ένα ακόμα σφίξιμο ανάμεσα στους μηρούς μου.

Φυλάκισε το στήθος μου στο χέρι του και το μάλαξε στην παλάμη του καθώς συνέχιζε να ρουφά τη θηλή. Ένα ακόμα κοφτό βογκητό πέρασε από το λαιμό στο στόμα μου. Χρησιμοποιεί το ελεύθερο χέρι του για να με χουφτώσει πάνω από το παντελόνι. Πιέζω και εγώ, ανήμπορη να συγκρατηθώ.

«Θα πάρω ό,τι είναι δικό μου» Μου δηλώνει και σταματά να με φιλά , σταματά να με αγγίζει και κάνει ένα βήμα πίσω.

Είχα διαισθανθεί πως θα έμπλεκα πολύ άσχημα αν συνδεόμουν με έναν άντρα ό­πως ο Adam. Ήξερα πως βρισκόταν έξω από τα νερά μου κάθε φορά που τον κοιτούσα με εκείνη την αινιγματική λάμψη στα έξυπνα μάτια του. Μήπως δεν με είχε προειδοποιήσει με τον διακριτι­κό τρόπο του πως ήταν επικίνδυνος;

Και τώρα είχα την απόδειξη μπροστά στα μάτια της: σχεδόν ενενήντα κιλά εκλεκτής, ερεθισμένης αρ­σενικής σάρκας πριν λίγα δευτερόλεπτα με πίεζαν στον τοίχο με καταβρό­χθιζαν σαν να ήμουν το τελευταίο του γεύμα και ξαφνικά όλα σταματάνε με μια δήλωση αψυχολόγητη, και αντί να τρέξω να φύγω να σωθώ από αυτό που ξέρω πως θα ακολουθήσει, εγώ μένω εκεί και κάνω την μοναδική ερώτηση που δεν πρέπει.

«Γιατί σταμάτησες?»

«Γιατί σπίρτο μου, μου αρέσεις, μου αρέσεις πολύ και δεν θα διακινδυνεύσω να ξυπνήσω ακόμα μια μέρα μονός στο κρεβάτι μου. Δεν θα σου δώσω την ευκαιρία να αποδράσεις ακόμα μια φορά.» Εξακολουθώ να τον κοιτώ σαστισμένη «Έλα σπίρτο, θα πάμε σπίτι σου εκεί θα μείνουμε, εκεί δεν μπορείς να αποδράσεις!»

Χαμογελά και βλέπω την διαβολική λάμψη στα μάτια του...Και ναι, είμαι χαμένη από χέρι!!!




Τεντώνομαι, σαν γάτα. Χαμογελάω με κλειστά μάτια. Στο μυαλό μου έρχονται εικόνες από την χθεσινή βραδιά. Τι βραδιά ήταν αυτήν? Ήρθαμε σπίτι μου και από εκείνη την στιγμή και μετά πετώ στον ουρανό. Στον καταγάλανο ηλιόλουστο ουρανό. Ο Adam, είναι ένας μικρός θεός , περιποιητικός , τρυφερός γλυκός και ακούραστος. Μιλήσαμε αλλά και...Κοκκινίζω όταν σκέφτομαι αυτό το και... Αποφάσισα να δώσω μια ευκαιρία σε αυτό που πρότεινε, να δοκιμάσουμε. Να δούμε εάν μπορούμε να είμαστε μαζί. Εξάλλου σε λίγο θα τελειώσουν οι προγραμματισμένες εμφανίσεις του και θα είναι ελεύθερος για τουλάχιστον έξι μήνες , είπε πως θα του είναι εύκολο να έρχεται συχνά Λονδίνο.

Ακούω το κινητό του να χτυπά. Τον νιώθω να αναδεύεται και ανοίγω τα μάτια μου.

«Γειά» Ψελλίζω

«Έλα δω όμορφη» Με τραβά και χαχανίζω. Ναι νέο και αυτό . Εγώ ποτέ δεν χαχάνιζα και τώρα δεν μπορώ να σταματήσω.

Το κινητό του σταματά και χτυπά ξανά και ξανά

«Μήπως θα έπρεπε να απαντήσεις?» Ξεφυσάει και σηκώνεται όλο νεύρα από το κρεβάτι, πετώντας στο πλάι το σεντόνι που κάλυπτε ως τώρα μεγάλο μέρος του κορμιού του.

Ψάχνει γύρω του και τελικά το εντοπίζει επάνω στον πάγκο της κουζίνας. Το βάζει στο αυτί του ενώ έρχεται ξανά προς το κρεβάτι. Εγώ τον παρατηρώ και δαγκώνω τα χείλη μου. Είναι γυμνός και σέξι σαν αμαρτία.

«Λέγε» Γαυγίζει «Τι?» Παύση «Τι..τι λες ρε μαλάκα?» Πανιάζει «Πότε?» Ασπρίζει «Που είσαι τώρα?» Μένει πετρωμένος στην θέση του «Μείνε εκεί. Έρχομαι» Τερματίζει την κλήση και ψάχνει τα ρούχα του.

«Ντύσου. Φεύγουμε» Μου ανακοινώνει με τα ρούχα του στα χέρια, κατευθυνόμενος προς το μπάνιο.

Μα τι στο καλό έγινε?  

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top