Κεφάλαιο 29


Κεφάλαιο 29

Μονακό

«Περνάς καλά?»

«Με δουλεύεις ? Είναι ονειρεμένα» Του λέω ενώ είμαστε αγκαλιασμένοι στην πρύμη του καταμαράν.

Μόλις έχουμε επιστρέψει στο κατάστρωμα. Κάναμε βουτιές , κολυμπήσαμε και τώρα ο Αχιλλέας θα πάει για κατάδυση. Προσπάθησε να με πείσει να τον ακολουθήσω αλλά δεν πάω . Φοβάμαι πολύ. Δεν έχω ξανακάνει και όλο αυτό με την στολή τις μπουκάλες και τις μάσκες με φοβίζει αρκετά. Εκείνος πάει κάθε χρόνο στις Μπαχάμες και είναι εξοικειωμένος με τις καταδύσεις. Μου είπε πως όταν πάμε μαζί θα ξετρελαθώ από τους κοραλλιογενείς ύφαλους. Μετά το προχθεσινό φιάσκο όμως προσπαθώ να μην ενθουσιάζομαι. Δεν λέω πως το μεταξύ μας δεν θα κρατήσει, αλλά ούτε βάζω υψηλούς στόχους. Ότι έρθει. Θέλω να είμαι ευτυχισμένη. Ως εκεί.

Ο Αχιλλέας εξαφανίζεται στο εσωτερικό του καταμαράν και εμφανίζεται λίγη ώρα μετά ντυμένος και έτοιμος για κατάδυση.

«Δεν θα αργήσω. Εσύ τι θα κάνεις ?»

«Λίγη ηλιοθεραπεία θα κάνω»

«Μην καθίσεις ώρα κάτω από τον ήλιο, σήμερα είναι υπερβολικά ζεστή η μέρα. Και πάρε κανένα χυμό να πιείς να μην αφυδατωθείς.»

«Όχι καλέ τι ώρα να καθίσω, ίσα ίσια να στεγνώσει το μαγιό μου. Μετά θα πάρω ένα περιοδικό και θα πάω κάτω από την ομπρέλα»

«Βάλε αντηλιακό» Με προστάζει

«Θα βάλω αυτό το λάδι» Του δείχνω το μπουκάλι με το λάδι που έχω αφήσει επάνω στην ξαπλώστρα μου δίπλα από τη πετσέτα.

«Οκ, μωρό μου. Πάω» Μου λέει και αφού με φιλά μου ρίχνει ένα σκαμπίλι στους γλουτούς μου. «Φρόνιμα έ?» Μου λέει μισό σοβαρά μισό αστεία. Ναι Αχιλλέα δεν θα κάνω όργια με τον συμπαθέστατο 70χρονο σεφ , ούτε με τον γοητευτικότατο 65χρονο καπετάνιο που προσέλαβες , θέλω να του πω αλλά έχε χάρη που περνάμε καλά και δεν θέλω να τον ειρωνευτώ, για το πλήρωμα που μας εξασφάλισε, να τον θυμώσω και κατ΄ επέκταση να εκνευριστώ και εγώ.

Περπατώ ως την ξαπλώστρα μου και απλώνω την πετσέτα μου. Θα ξαπλώσω για λίγο ίσα ίσα να στεγνώσει το μαγιό μου, για να μπορέσω να ντυθώ. Δεν σκέφτηκα να πάρω μαζί μου ρούχα και εσώρουχα και τώρα εάν ντυθώ θα κάνω μούσκεμα το φόρεμα μου.

Απλώνω λίγο λάδι στα πόδια μου. Αφού θα μείνω που θα μείνω στον ήλιο ας το εκμεταλλευτώ να πάρω και χρώμα. Ευτυχώς που πήρα το λάδι σπρέι και όχι εκείνο που χρειαζόταν επάλειψη γιατί εάν τολμούσα να ζητήσω από κανένας να με αλείψει, στην πλάτη ο Αχιλλέας θα με έκοβε κομματάκια και θα με πετούσε στην θάλασσα. Ούτε για τον 70χρο σεφ δεν θα έκανε υποχώρηση. Για εκείνον όλοι οι άντρες είναι ίδιοι και θέλουν μόνο ένα πράγμα.

Χασμουριέμαι. Έχω χρόνια να απολαύσω τόσες μέρες ξεγνασιάς στην θάλασσα και το κολύμπι με εξουθενώνει. Κλείνω για λίγο τα μάτια μου. Είναι ωραία. Ο ήλιος στεγνώνει το μαγιό μου και την πλάτη μου, ενώ ένα ελαφρύ αεράκι με κάνει να ανατριχιάσω, το καταμαράν λικνίζεται μέσα στο νερό και με νανουρίζει...

«Για όνομα του θεού είσαι ηλίθια κοπέλα μου?» Ακούω τον Αχιλλέα να γκαρίζει και ανοίγω διστακτικά το ένα μου μάτι.

«Τί έγινε?» Ψελλίζω αγουροξυπνημένη και τρίβω τα μάτια μου.

«Τι έγινε? Τι έγινε? Ντύσου γαμώτο να σε πάω στο γιατρό» Συνεχίζει να γκαρίζει και πάει να με ανασηκώσει από την ξαπλώστρα. Με πιάνει από τον καρπό και τσούζω.

«Ανάθεμα σε για γυναίκα. Σου είπα, να μην καθίσεις στον ήλιο. Σου είπα να βάλεις αντηλιακό αντί για αυτό το λάδι με δείκτη προστασίας » Πιάνει το λάδι μου στο χέρι και το κοιτά. Όσο και να το κοιτάς ...το ίδιο είναι... δείκτη προστασίας δεν θα βρεις ... δεν έχει...

«ΕΙΣΑΙ ΣΟΒΑΡΗ? ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΚΟΥΣ ΠΟΤΕ ΜΟΥ ΛΕΣ? ΜΑΖΕΨΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΟΥ ΜΟΛΙΣ ΦΤΑΣΟΥΜΕ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ, ΘΑ ΠΑΜΕ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΜΈΣΩΣ. Για όνομα του θεού είσαι εσύ ενήλικη γυναίκα? Πως ζούσες τόσα χρόνια? Πως κατάφερες να συντηρείς τον εαυτό σου μου λες?» Γκαρίζει.

Εντωμεταξύ, έχω τον πόνο μου έχω και αυτόν με την γκρίνια του. Καίει όλο μου το κορμί. Κοιμήθηκα μπρούμητα και μάλλον κατά την διάρκεια του ύπνου γύρισα ανάσκελα με αποτέλεσμα να έχω καεί παντού. Κοιτώ το κορμί μου και είμαι κόκκινη σαν αστακός . Και πονάω. Κοιτώ το ρολόι μου, πρέπει να κοιμάμαι περίπου δυο με δυόμιση ώρες .

Δεν έχει πουθενά καθρέπτη στο κατάστρωμα για να δω το μέγεθος της βλακείας μου, αν και κρίνοντας από τον πόνο που νιώθω και από το γεγονός ότι ο Αχιλλέας έχει χάσει το χρώμα του και γκαρίζει σαν μανιασμένος σε όλους από τον καπετάνιο μέχρι τον Λάντ δίνοντας τους διαταγές πρέπει να είμαι πολύ χάλια.

Όσο εκείνος φωνάζει εγώ πάω προς το μπάνιο του καταμαράν, ακούω βήματα πίσω μου , και δεν χρειάζεται να γυρίσω για να καταλάβω ποιος είναι. Ο Αχιλλέα δεν του έφτασαν όσα μου είπε με ακολουθεί κιόλας .

Μπαίνω μέσα στο μπάνιο και με τραβά από τον αγκώνα ενώ μπαίνει μέσα μαζί μου. Μορφάζω από τον πόνο. Το βλέπει και παίρνει μια βαθιά ανάσα πριν μου μιλήσει. Είναι προφανές ότι είναι έξαλλος και πως κάνει τιτάνιες προσπάθειες για να χαλιναγωγήσει τα νεύρα του. Όχι όχι να του το αναγνωρίσω...

«Πες μου ειλικρινά είσαι από αυτές τις κατάχαζες που θέλουν να γυρίσουν σαν ψημένες τηγανίτες στην πατρίδα τους και ψήνονται σαν τα κοτόπουλα κάτω από τον ήλιο με τις ώρες ? Τί νόμισες πως θα γίνεις η Ναόμι Κάμπελ? Θυμάμαι να σου λέω ξεκάθαρα πριν φύγω να μην καθίσεις ώρα, να βάλεις αντηλιακό , να πιείς χυμό. Με διαβεβαίωσες πως με άκουγες και πως δεν με έγραφες στο μουνί σου.»

«Αχιλλέα παραφέρεσαι. Λίγο λάδι έβαλα, από αυτό που βάζω κάθε βράδυ στο σώμα μου, μετά το μπάνιο για ενυδάτωση. Κοιμήθηκα καταλάθος σου λέω. Με νανούρισε το κούνημα που έκανε το σκάφος μέσα στο νερό. Σταμάτα να ουρλιάζεις δεν το έκανα επίτηδες και άσε που με πονάει το κεφάλι μου και οι αγριοφωνάρες σου δεν με βοηθάνε.»

«Το κεφάλι σου κοπέλα μου σε πονάει γιατί έπαθες ηλίαση. Το σώμα σου κοπέλα μου πονάει γιατί έπαθες έγκαυμα.»

Λες? Λες να έχω πάθει τέτοιο πράγμα?

«Και δεν ξέρω τι ήρθες να κάνεις εδώ μέσα, αλλά το καλό που σου θέλω μην προσπαθήσεις να ρίξεις νερό στο σώμα σου.»

«Γιατί?»

«Γιατί ρωτάει ρε φίλε. Γιατί ρωτάει η ανεγκέφαλη. Γιατί έχεις καεί. Και πρέπει να σε δει γιατρός να μας πει τι πρέπει να βάλεις επάνω σου για να ανακουφιστείς. Σε πέντε φτάνουμε στο λιμάνι να είσαι έτοιμη. Με προστάζει και βγαίνει από το μπάνιο χτυπώντας με δύναμη την πόρτα πίσω του.»

Τότε και μόνο τότε κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέπτη. Είμαι κόκκινη. Παντού. Μέχρι και ο λοβός του αυτιού μου είναι κόκκινος. Θεέ μου πως έγινα έτσι. Ακουμπώ τα μάγουλά μου με τις παλάμες μου και μορφάζω από τον πόνο. Από όλο το κορμί μου αναδύεται ζέστη. Έχει δίκιο χρειάζεται να με δει επειγόντως κάποιος ειδικός.

Σέρνω την τσάντα μου σε όλο το κατάστρωμα. Ναι δεν γίνεται να την φορέσω. Έκανα δηλαδή μια προσπάθεια αλλά κατέληξα να δακρύσω από τον πόνο. Ρούχα ούτε που μου πέρασε από το μυαλό να βάλω εάν δεν αντέχω επάνω μου ένα λεπτό κομμάτι δέρμα, δεν υπάρχει περίπτωση να αντέχω τόσα μέτρα ύφασμα.

Ο Αχιλλέας με κοιτά και σφίγγει το σαγόνι του.

«Ρούχα» Γρυλίζει

Κατεβάζω το κεφάλι μου ένοχα. Το μαγιό που φοράω είναι πολύ αποκαλυπτικό και τον διαβεβαίωσα ότι δεν θα με δει κανείς εκτός από εκείνον. Τώρα θα με δει όλη η προκυμαία , γιατί εγώ ρούχα δεν γίνεται να βάλω . Το ξεκαθαρίζω.

«Γαμώ την πουτάνα μου μέσα. Γαμώ τον Δια . Γαμώ το στανιό μου για γυναίκα.» Ωρύεται ο Αχιλλέας και πηγαινοέρχεται στο κατάστρωμα. Ενώ ο καπετάνιος δένει το καταμαράν και κατεβάζει την αναβάθρα, δίνοντας μας σήμα να κατεβούμε όταν θέλουμε και εξαφανίζεται μέσα στο σκάφος.

Ο Αχιλλέας αρπάζει την τσάντα από το χέρι μου και με διατάζει να προπορευτώ. Δεν λέω κουβέντα , αλλά όταν μπαίνουμε μέσα στο αμάξι και πάω να ακουμπήσω την πλάτη μου στο κάθισμα ένα δάκρυ ξεφεύγει από τα μάτια μου από τον πόνο. Το σκουπίζω στα γρήγορα για να μην καταλάβει κάτι ο Αχιλλέας και αποφασίζω να μην ακουμπήσω πουθενά μέχρι να φτάσουμε στο ιατρείο.

Πάω να βάλω την ζώνη και μία κραυγή πόνου ξεφεύγει από το στόμα μου.

«Θες και ζώνη τρομάρα σου, εδώ δεν αντέχεις τίποτα επάνω σου από ρούχα που είναι πιο μαλακά τα υφάσματα , θα αντέξεις την ζώνη του αυτοκινήτου?»

«Τι θα γίνει τώρα Αχιλλέα? Θα γαυγίζεις για ώρες? Με πονάει το κεφάλι μου. Όλο το κορμί μου καίει τσούζει και πονάει , και εσύ φωνάζεις γκρινιάζεις και ειρωνεύεσαι από την ώρα που με είδες. Φωνάζεις, λες να ήθελα να καώ?»

«Δεν ήθελες?» Με ειρωνεύεται «Εγώ ξέρω πως τα αντηλιακά τα φοράει ο κόσμος για κάποιο λόγο, εκτός εάν θεωρείς πως οι φαρμακευτικές εταιρίες έχουν πιπιλίσει τα αυτιά του κόσμου ότι η ηλιακή ακτινοβολία προκαλεί εγκαύματα, για να πουλήσουν προϊόντα, ενώ ο ήλιος είναι άκακος. Μπράβο Σοφία, σήμερα αποκάλυψες ακόμα μία θεωρία συνομωσίας»

«Θα με ειρωνεύεσαι για ώρα? Σταμάτα να πάω με το αμάξι του Λάντ, εάν είναι να συνεχίσεις να με προσβάλεις , λες και είμαι καμία ηλίθια.»

«Θα σταματούσα το αμάξι πολύ ευχαρίστως για να πας με εκείνο του Λάντ, γιατι μην νομίζεις και εγώ ασφυκτιώ που βρίσκομαι μαζί σου αυτήν την ώρα, αλλά έχεις τον κώλο σου έξω και φοβάμαι μην προκαλέσεις την αστυνομία και σε συλλάβει για προσβολή της δημοσίας αιδούς»

«Κάφρεεεε. Ανεγκέφαλε. Αγενέστατε. Για τελευταία φορά. Με πήρε ο ύπνος. Δεν το έκανα επίτηδες»

Δεν απαντά απλά σφίγγει με δύναμη το τιμόνι και συγκεντρώνεται στις οδηγίες του GPS.

Στο ιατρικό κέντρο που πήγαμε περιμέναμε στην αναμονή τουλάχιστον δυο ώρες μέχρι να με εξετάσει ο γιατρός. Έλεγα στον Αχιλλέα να πάμε σε κάποιο δημόσιο νοσοκομείο αλλά εκείνος απλά με αγριοκοίταγε και γρύλιζε. Είδα αρκετούς διάσημους και κατάλαβα πως εδώ δεν είχε προτεραιότητα γιατί όλοι ήταν εξίσου διάσημοι με εκείνον.

Όταν ήρθε η ώρα για να με εξετάσει ο γιατρός δεν τον ένοιαξε καθόλου που πονούσα, κόλλησε το σώμα του επάνω στο δικό μου και με οδήγησε στο εξεταστήριο. Το ίδιο συνέβη και κατά την έξοδο μας από το Ιατρικό κέντρο. Αδιαφόρησε εντελώς για τον πόνο μου , το μόνο που τον ένοιαζε ήταν πως ήμουν με το μαγιό και με βλέπαν όλοι.

Έδωσε την συνταγή του γιατρού σε κάποιον από την ομάδα ασφαλείας και τον διέταξε να την φέρει σπίτι. Γενικά από την ώρα που επέστρεψε από την κατάδυση μοιράζει διαταγές σε όλους ανεξαιρέτως ακόμα και σε μένα. Κάθομαι στο άβολο δερμάτινο κάθισμα του αυτοκινήτου και σκέφτομαι την ξεφτίλα που έζησα στο ιατρικό κέντρο.

«Επιτέλους » Ψελλίζω όταν βλέπω το σπίτι μπροστά μας και ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγαίνει από τα χείλη μου.

«Πήγαινε να κάνεις ένα ντους με κρύο νερό και μέχρι να τελειώσεις θα έχουν έρθει και τα φάρμακα. Θα έρθω να σου βάλω της αλοιφές» Μου λέει τέρμα στραβωμένος ο Αχιλλέας χωρίς να με κοιτάει.

Δεν έχω κουράγιο να διαφωνήσω μαζί του. Όσο περνάει η ώρα τόσο ο πόνος στο κεφάλι μου όσο και στο σώμα μου γίνεται εντονότερος. Βγάζω το μαγιό μου και το πετάω στο καλάθι με τα άπλυτα ρυθμίζω το νερό στο χλιαρό , έτσι για να του πάω κόντρα και μπαίνω από κάτω. Σύντομα όμως καταλαβαίνω ότι το κρύο νερό θα με ανακουφίσει περισσότερο και με βαριά καρδιά το γυρίζω στο κρύο. Ξεπλένω το αλάτι τις θάλασσας και ταυτόχρονα με ανακουφίζει το δροσερό νερό. Τελικά πρέπει να έχω καεί και στο κρανίο και καλά σε όλο το υπόλοιπο σώμα θα βάλω αλοιφές στο κρανίο τι θα βάλω?

Τώρα που δεν είναι μαζί μου αφήνω τα δάκρυα μου να χυθούν ελεύθερα. Δαγκώνω όμως τα χείλη μου για να μην ακούσει τους λυγμούς μου. Δεν θέλω να τον επιβεβαιώσω πως έχει δίκιο. Πως φέρθηκα ανώριμα. Και το χειρότερο είναι πως σήμερα ήταν η τελευταία μας μέρα εδώ, θα προλάβει να φύγει το κάψιμο έως αύριο το πρωί που πετάμε για Γερμανία και ποιο συγκεκριμένα για Φρανκφούρτη.

Ταμπονάρω το κορμί μου απαλά με μια πετσέτα και επαναλαμβάνω την ίδια διαδικασία για τα μαλλιά μου. Παίρνω μια αφράτη στεγνή πετσέτα και προσεκτικά την περνώ γύρω από το κατακόκκινο κορμί μου. Βγαίνω από το μπάνιο και τον βρίσκω να με περιμένει βλοσυρός και πανέμορφος καθισμένος στην πολυθρόνα . Είναι γυμνός από την μέση και επάνω και γύρω από τον κορμό του έχει περασμένη μια πετσέτα. Από τα μαλλιά του στάζουν σταγόνες νερού. Έκανε μπάνιο μόνος του. Στραβώνω . Δεν ξέρω γιατί , αλλά στράβωσα.

«Έλα εδώ. Ο γιατρός είπε να βάλεις πρώτα αυτήν την κρέμα που καταπραΰνει τα εγκαύματα και μετά αυτήν την φτιαχτή για να σε ενυδατώσει. Σου πήρα και αυτό το νερό να ψεκάζεις το δέρμα σου για να το ενυδατώνεις όταν νιώθεις δυσφορία.»

«Ευχαριστώ. Άφησε τα επάνω στο κομοδίνο.»

«Μάλιστα. Και πως θα βάλεις στην πλάτη σου? Το σκέφτηκες?»

«Θα βάλω μόνη μου» Του λέω με πείσμα.

«Ωραία.» Σηκώνεται όρθιος και χαμογελά διαβολικά. «Μόλις με χρειαστείς , φώναξέ με. Στην βεράντα θα είμαι και θα κάνω τσιγάρο. Μετά από όλη αυτήν την ένταση σήμερα ένα τσιγάρο επιβάλλεται » Με ενημερώνει και φεύγει. Μα καλά έτσι θα βγει με την πετσέτα στο μπαλκόνι?

«Δεν θα σε χρειαστώ.» Του λέω με πείσμα. Δεν ξέρω ακόμα πως θα καταφέρω να βάλω στην πλάτη μου αλλά θα το κάνω...Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι?

Απομακρύνεται από κοντά μου αφού μου έχει αφήσει όλα τα φάρμακα επάνω στο κομοδίνο και επιστρέφω στο μπάνιο. Τοποθετώ τα φάρμακα μου επάνω στον μαρμάρινο νιπτήρα και τα κοιτώ , προσπαθώντας να αποφασίσω με τι θα αρχίσω.

Με αργές κινήσεις παίρνω το μπουκάλι με το νερό και ένα χάπι για την ηλίαση και τον πονοκέφαλο στο χέρι. Πίνω το χάπι και πιάνω την πρώτη κρέμα στα χέρια μου. Ανοίγω το καπάκι και βάζω λίγη ποσότητα κρέμας στο χέρι μου. Με το άλλο χέρι μου βγάζω την πετσέτα μου και την αφήνω να πέσει στο πάτωμα.

Απλώνω με προσεκτικές κινήσεις την κρέμα στο στέρνο στο στήθος και την κοιλιά μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και συνεχίζω , σειρά έχουν τα χέρια και οι ώμοι μου. Όχι που θα μου πει εμένα ότι δεν μπορώ. ΟΛΑ τα μπορώ . ΟΛΑ. Βάζω κι άλλη κρέμα στα χέρια μου και με άτσαλες κινήσεις βάζω στους γλουτούς μου και στα πόδια μου. Βλάκα, ορίστε όλα όλα τα καταφέρω. Που θα μου πεις εμένα πως επιβίωνα, τόσα χρόνια...Μόνη μου κύριε και δεν έχω ανάγκη κανέναν. Έχω βάλει παντού εκτός από την πλάτη μου. Διπλώνω τα χέρια, τεντώνομαι, παλεύω, λαχανιάζω... Είναι αδύνατον να καταφέρω να βάλω μόνη μου. Και τώρα? Τι κάνουμε τώρα? Αναρωτιέμαι...

«ΑΧΙΛΛΕΑΑΑΑΑΑ ΑΧΙΛΛΕΑΑΑΑΑΑ ΡΕ ΑΧΙΛΛΕΑΑΑΑΑ» φωνάζω , να έρθει γιατί καλή καλή η ανεξαρτησία αλλά ο πόνος είναι αφόρητος. Μπαίνει μέσα από το μπαλκόνι και με κοιτά γελώντας .

«Χαίρομαι που σε διασκεδάζω. Χρειάζομαι βοήθεια.» Του λέω με ύφος

«Ναι? Μα καλά εσύ δεν θα τα κατάφερνες μόνη σου? Νόμιζα πως είσαι η Κουμανέτση και μπορείς να διπλωθείς και να πασαλειφθείς μόνη σου.» Με ειρωνεύεται ο κάφρος, και δεν μπορώ να πω τίποτα, τον έχω ανάγκη, γιατί πονάω. Πονάω πολύ.

«Ναι . Ε λοιπόν δεν τα κατάφερα να βάλω παντού. Μετά λύπης μου σε πληροφορώ πως όχι δεν μπορώ ούτε κατά διάνοια να γίνω κόμπος όπως η φημισμένη ολυμπιονίκης. Τώρα...ας σοβαρευτούμε. Μπορείς να μου βάλεις στην πλάτη? Και μετά να μου βάλεις εσύ και την δεύτερη κρέμα παντού γιατί πόνεσα πολύ πριν που την έβαλα μόνη μου? Α και θέλω να ψεκάσω αυτό το νερό στο κρανίο μου. Ναι μην με κοιτάς έτσι κάηκα και εκεί. Ξεπέρασε το»

«Αναμενόμενο» Μου δηλώνει και παίρνει την πρώτη κρέμα από τον νιπτήρα. Βάζει μια γενναία ποσότητα στα χέρια του και την απλώνει με μαλακές κινήσεις επάνω μου. Τα χέρια του έρχονται σε επαφή με το καμένο δέρμα της πλάτης μου και σφίγγομαι ολόκληρη. Η κρέμα όμως είναι δροσερή και με ανακουφίζει.

«Χαλάρωσε, θα το κάνω όσο ποιο μαλακά μπορώ» Με ενημερώνει. Τώρα που έχω πλυθεί και έχει φύγει όλο το αλάτι από πάνω μου, το δέρμα μου δείχνει ακόμα ποιο κόκκινο.

«Σοφία γαμώτο κάτσε λίγο ακίνητη να σου βάλω την κρέμα παντού»

«Πονάω , καταλαβαίνεις? Δεν έχω καεί ποτέ ξανά την ζωή μου»

«Καλά να πάθεις , για να ακούς . Δες εδώ κατάσταση γαμώτο μέχρι ο κώλος σου είναι καμένος , αλλά με το ξέκωλο μαγιό που διάλεξες να φορέσεις τι θα ήταν ο κώλος σου, δεν θα ήταν καμένος?» Ρολάρω τα μάτια μου. Δεν αντέχω άλλη γκρίνια έλεος δηλαδή. Δεν μπορεί να κάνει ένα διάλειμμα?

Γονατίζει και περνά την δεύτερη κρέμα στα πόδια μου και με μαλακές κινήσεις αρχίζει να ανεβαίνει προς τα πάνω. Στην πλάτη στους ώμους και τέλος στην κοιλιά και στο στήθος μου . Μα καλά πως σκατά κατάφερα και έγινα έτσι? Εάν εγώ που έχω σταρένια επιδερμίδα κάηκα τόσο, μια με δέρμα ποιο ανοιχτό από εμένα πως θα γινόταν δηλαδή?

Το μωρό μου, είναι καλός σε ότι καταπιάνεται. Είναι απόλυτα συγκεντρωμένος σε αυτό που κάνει και εγώ απλά προσπαθώ να μην κλάψω από τον πόνο που αισθάνομαι σε κάθε κίνηση του. Τρελαίνομαι γιατί ξέρω τι μπορούν να κάνουν αυτά τα επιδέξια δάχτυλα του υπό άλλες συνθήκες.

«Ορίστε τελείωσα» Με ενημερώνει και παίρνω μια κοφτή ανάσα. «Κάθισε λίγο όρθια να στεγνώσει καλά η κρέμα και μετά βάλε εσώρουχα. Πάω να σου ετοιμάσω και το σκονάκι εκείνο που μας έδωσε ο γιατρός. Είπε πως θα βοηθήσει το δέρμα σου να ενυδατωθεί από μέσα»

«Αχιλλέα...Δεν νομίζω πως μπορώ να φορέσω κάτι.» Κοιτά το σώμα μου και μετά το πρόσωπο μου. Παίρνει μια έκφραση τρόμου.

«Όχι όχι αυτό ξέχασε το. Όσο και αν πονάς θα φορέσεις εσώρουχα. Βάλε ένα φανελάκι δικό μου από πάνω έστω, αλλά έτσι γυμνή εδώ μέσα δεν θα τριγυρνάς.» Έξαλλος είναι. Έχει και ένα δίκιο πάντως του το αναγνωρίζω. Το σπίτι είναι γεμάτο τζαμαρίες και ίσως κάποιος με δει. Τι θα κάνω? Πως θα ταξιδέψω αύριο και κυρίως τι θα κάνω με την δουλειά, τα ταξίδια, τις συναυλίες ? Ο γιατρός ήταν ξεκάθαρος θέλω μια εβδομάδα τουλάχιστον για να μην πονάω.

«Κάθισε στο καπάκι της λεκάνης για μισή ώρα , πάω να σου φέρω κάτι να φορέσεις και να παραγγείλω φαγητό» Μου λέει ψυχρά.

«Αχιλλέα? Συγνώμη» Ψελλίζω «Δεν ήθελα να καώ, ούτε να θυμώσεις μαζί μου ήθελα. Πέρναγα τόσο όμορφα, δεν ήθελα να χαλάσω την τελευταία μας μέρα εδώ...» Με παίρνει το παράπονο και βουρκώνω

«Σοφία, ποτέ δεν ακούς πάντα κάνεις του κεφαλιού σου.»

«Ναι , αλλά πάει έγινε τώρα, κάηκα, δεν μπορείς να το ξεπεράσεις και να πάμε παρακάτω?» Του λέω με κατεβασμένο κεφάλι

«Σοφία , μάθε ότι οι πράξεις μας έχουν και συνέπειες. Πως θα παραβρεθείς στις συναυλίες όταν δεν μπορείς να φορέσεις ούτε εσώρουχα? Τι θα γίνει με την δουλειά σου? Το σκέφτηκες αυτό? Ξέρεις ότι δεν θα μπορείς να βγεις από το ξενοδοχείο και θα μείνεις μέρα νύχτα στο δωμάτιο?»

«Θα προχωρήσω την βιογραφία. Εννοώ ότι θα έχω χρόνο να γράψω περισσότερο.»

«Ναι αλλά θα χάσεις τουλάχιστον δυο σταθμούς»

Σηκώνω το κεφάλι μου και τον κοιτώ έντρομη «Τι εννοείς πως δεν θα έρθω εγώ στην Φρανκφούρτη και στην Βιέννη?»

«Αυτό κατάλαβες ? Θα έρθεις φυσικά μωρό μου και θα έρθεις, όμως θα μπορέσεις να παρακολουθήσεις τις πρόβες? Τις συναυλίες ? Θα μπορέσουμε να γυρίσουμε τα αξιοθέατα? Έλεγες και ξαναέλεγες πόσο ανυπομονείς να δεις την Βιέννη. Έχεις αγοράσει μέχρι ταξιδιωτικό οδηγό. Θα πάμε για ποτό? για φαγητό? ΟΧΙ. θα είσαι μέρα νύχτα κλεισμένη μέσα στο δωμάτιο και όλα αυτά γιατί είσαι ξεροκέφαλη και με γράφεις στο μουνι σου όταν μιλάω»

«Μάλιστα , φτάσαμε και στην πηγή του εκνευρισμού σου. Σου χάλασα την διασκέδαση. Μην φοβάσαι δεν θα αναγκαστείς να με νταντεύεις. Μπορείς να βγεις σε κάθε σταθμό να μπεκροπιείς με τους φίλους σου. Μην σου στερήσω την διασκέδαση.»

«Φεύγω , γιατί εάν μείνω θα γίνουμε κώλος. Δεν κατάλαβες λέξη από όσα είπα, δεν έχεις καταλάβει πόσο έχω αγχωθεί που πονάς. Δεν έχεις καταλάβει πως ενδιαφέρομαι για να περνάς εσύ καλά. Εγώ έχω δει τα πάντα από αυτές τις χώρες . Δεν ήταν η δική μου πρώτη επίσκεψη. Εσύ δεν είχες φύγει από το κέντρο του Λονδίνου... Φεύγω πριν πούμε κι άλλα.»

Ναι ναι φύγε. Βλάκα.






Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top