Κεφάλαιο 25
Κεφάλαιο 25
Μαδρίτη-Ισπανία
Επιστρέφω στο ξενοδοχείο και ανεβαίνω επάνω στο δωμάτιο μου. Προχωρώ στο εσωτερικό με τρεμάμενα πόδια και βλέπω τον Μπράιαν να κάθεται στον καναπέ της σουίτας έχοντας τους αγκώνες του επάνω στα πόδια του και το πρόσωπο του κρυμμένο μέσα στις παλάμες του. Έχει αλλάξει ρούχα. Δεν φορά τα χαλαρά ρούχα που φορούσε πριν στο στάδιο. Τα γνώριμα υφασμάτινα παντελόνια και πουκάμισα κάνουν την εμφάνιση τους. Μόλις καταλαβαίνει ότι δεν είναι μόνος κατεβάζει τα χέρια του από το πρόσωπο του και με προσεκτικές κινήσεις παίρνει τα γυαλιά του από το τραπέζι , όπου τα είχε ακουμπήσει. Με κοιτά σταθερά στα μάτια και ανταποδίδω, αυτό που βλέπω με στενοχωρεί. Όλη η πίκρα του καθρεπτίζεται στο πρόσωπο του. Δεν είναι ο δικός μου συγκροτημένος και σταθερός Μπράιαν, αυτός ο άνθρωπος που βλέπω μπροστά μου.
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είναι σφιγμένα δεν λέει κάτι μόνο με κοιτά σαν να πονά. Σαν να ξέρει τι θα πω και με ικετεύει να το σκεφτώ ξανά πριν το κάνω. Να το σκεφτώ πριν πω πράγματα που θα είναι μη αναστρέψιμα. Κάνω μερικά βήματα και κάθομαι απέναντι του στην πολυθρόνα.
«Έβαλα ένα ποτό με το που ήρθα και... ήμουν ταραγμένος, κατέληξε όλο επάνω στα ρούχα μου, αντί για το στομάχι μου...έκανα ένα ντουζ και άλλαξα» Μου δικαιολογεί την αλλαγή στην εμφάνιση του, λες και αυτό είναι τώρα που μας απασχολεί.... Δεν μιλάμε μόνο κοιταζόμαστε μετά από την δήλωση του. Σοβαρά τώρα, συμπεριφερόμαστε σαν να μην βλέπουμε τον ελέφαντα στο δωμάτιο?
«Μπράιαν εγώ...» Σταματάω δεν συνεχίζω. Πως θα το πω? Θέλω αλλά δεν ξέρω πως?
«Από την στιγμή που ήρθα φέρεσαι περίεργα, ήρθα γιατί φερόσουν περίεργα στο τηλέφωνο και αυτά που διάβαζα στα περιοδικά δεν μου άρεσαν καθόλου. Πίστευα ότι ήταν υπερβολές αλλά και πάλι ζήλεψα» Γελά και με ξαφνιάζει, αλλά από την άλλη για γέλια και για κλάματα είμαστε έτσι που τα έχω κάνει. «Ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχω ζηλέψει άλλο ανθρώπινο πλάσμα. Ομολογώ ότι είναι ένα συναίσθημα που απεύχομαι να νιώσω ξανά. Δεν είναι κολακευτικό και θεωρώ την ζήλια σαν την κατώτερη μορφή συναισθήματος. Είναι κατώτατη μορφή πνεύματος. Είναι ποταπό , είναι ελεεινό , χαρακτηρίζει τις μάζες και τους ανθρώπους χωρίς επίπεδο και παιδεία. Είμαι πεπεισμένος πως μόνο οι αδαείς , έχουν τέτοια ένστικτα. Δεν θέλω να νιώσω έτσι ποτέ ξανά στην ζωή μου.» Δεν μιλάω. Δεν λέω τίποτα τον αφήνω να συνεχίσει.
«Θέλω μια εξήγηση, θέλω να μάθω τι στο καλό σημαίνουν όλα αυτά. Όλα όσα διάβασα όλα όσα άκουσα και είδα απόψε.»
Ναι το ξέρω ότι θέλει να μάθει, του αξίζει η αλήθεια. Ακόμα και αν δεν προχωρήσει με τον Αχιλλέα η ιστορία μετά το σημερινό φιάσκο, το σίγουρο είναι πως δεν μπορώ να είμαι με τον Μπράιαν. Όλοι είχαν δίκιο τελικά, δεν ταιριάζαμε , μόνο εγώ δεν το έβλεπα, είχα κολλήσει και επέμενα πως μπορούμε να είμαστε μαζί. Εάν είμασταν καλά δεν θα τον απατούσα ποτέ με τον Αχιλλέα. Δεν θα τίναζα την ζωή μου στον αέρα για ένα απωθημένο.
«Μπράιαν σε παρακαλώ... Εγώ... Αφού...»
«Με παραλαλάς γιατί? Να σου το κάνω πιο εύκολο? Να σε χωρίσω εγώ? Να πω εγώ τέλος ? Να βγάλω εγώ το φίδι από την τρύπα? Για τι ακριβώς με παρακαλάς Sophie? Πες μου να ξέρω σε τι θέλει σήμερα στήριγμα η καλή μου η Sophie? Σε τι θέλει να γίνω το δεκανίκι της? Γιατί παρακαλάς απόψε? Αποκούμπι για ποιο πράγμα χρειάζεσαι σήμερα, απόψε? Είμαι όλος αυτιά» Πετάγεται όρθιος και έρχεται προς το μέρος μου, με πιάνει από τους καρπούς και με σηκώνει όρθια.
«Λέγε σε ακούω. Θέλω μια εξήγηση. Την απαιτώ, στέκομαι εδώ απέναντι σου και μου αξίζει γαμώτο μια ξεκάθαρη απάντηση μια καθαρή ντόμπρα εξήγηση. » Το σώμα μου αρχίζει να τρέμει. Προσπαθώ να ελέγξω τους φόβους μου. Θέλω να του πω την αλήθεια χωρίς να τον πληγώσω. Ξέρω πως αυτό δεν γίνεται γι αυτό χαμηλώνω το κεφάλι και το ξεστομίζω. Μια και έξω σκέφτομαι σαν τσιρότο που το τραβάς με δύναμη να το απομακρύνεις από πάνω από το δέρμα σου.
«Είμαι ερωτευμένη με το Αχιλλέα.»
«Ορίστε? Ποιος διάολο είναι πάλι αυτός ? Πόσους έχεις? Εμένα τον ελεεινό τραγουδιστή και τώρα εκείνον με το άθλιο αρχαίο Ελληνικό όνομα? Δεν σου έφτανα εγώ? Ήθελες τρείς? Σε όργια συμμετέχεις?» Γκαρίζει έξαλλος και με ταρακουνά.
«Ο Mason. Ο Mason είναι, γι αυτόν σου μιλάω . Τον ερωτεύτηκα σαν Αχιλλέα Ξενάκη, πολύ πριν γίνει Mason» Του λέω την αλήθεια μου.
«Όλα αυτά τα χρόνια με κοροϊδεύεις ? Μίλα» Μου λέει ταρακουνώντας με άγρια. Σαστίζω από την βίαιη συμπεριφορά του. Δεν τον έχω δει ποτέ έτσι. Αρχίζω να φοβάμαι και να θεωρώ πως ήταν κακή ιδέα να του πω τα πάντα απόψε. Έπρεπε να περιμένω να τα πω αύριο που θα υπήρχε κόσμος στο όροφο μας .
«Όχι . Όχι το ξέρεις πως δεν έβλεπα άλλους όσο καιρό ήμουν ζευγάρι μαζί σου. Με εκείνον είμασταν μαζί στα 18 μας. Ήταν μια εφηβική ρομαντική σχέση, χωρίσαμε για λόγους που είναι ανώφελο να σου πω αυτήν την στιγμή. Το θέμα είναι πως βρεθήκαμε πριν λίγο καιρό όταν ανέλαβα το βιβλίο του. Δεν θα σε κορόιδευα χρόνια, τι λόγο θα είχα?»
Τον βλέπω να ηρεμεί, αφήνει τα χέρια μου και κάνει μερικά βήματα μακριά μου.
«Δεν είναι τίποτα, αυτό μωρό μου, τίποτα. Ένα απωθημένο είναι και θα σου περάσει. Ναι ναι αυτό είναι, συμβαίνει σε πολλούς να νομίζουν πως δεν ξεπέρασαν κάποια παλιά σχέση. Ειδικά εάν μου λές πως η σχέση σας ήταν ρομαντική... Αυτό είναι ένα απωθημένο. Εμείς θα παντρευτούμε και θα φτιάξουμε την οικογένεια μας και όλα αυτά θα είναι ένα μακρινό αστείο. Να δεις που θα το θυμόμαστε το περιστατικό αργότερα και θα γελάμε. Ναι μωρό μου? Μάζεψε τα πράγματα σου να φύγουμε ναι? Και θα δεις όλα θα μοιάζουν κακόγουστο αστείο μόλις απομακρυνθείς από αυτή την παρακμή και βρεθείς σπίτι. » Μονολογεί και έρχεται προς το μέρος μου να με αγκαλιάσει. Όχι δεν μπορώ , δεν θέλω την αγκαλιά του.
«Κοιμήθηκα μαζί του» Βλέπω το σοκ να μετατρέπεται σε τρόμο και μετά βλέπω κάτι που θα με στοιχειώνει για καιρό. Βλέπω τον απόλυτο πόνο να είναι χαραγμένος στο πρόσωπο του.
Αλλάζει πορεία... Παραπατά μέχρι τον καναπέ και κάθεται άτσαλα. Τρίβει τους κροτάφους του. Βγάζει μια στιγμή τα γυαλιά του και τρίβει με μανία τα μάτια του. Τα φορά ξανά και με κοιτά με ένα ανεξιχνίαστο ύφος που με τρομάζει και κάνει το δέρμα μου να ανατριχιάσει. Όλο αυτό μου φωνάζει κίνδυνος ...
«Τι έκανες είπες ?» Δεν θα επαναλάβω την προδοσία μου. Το άκουσε καθαρά και την πρώτη φορά. Έκανα τόσο κόπο να το πω μια φορά δεν υπάρχει περίπτωση να το επαναλάβω.
«Θέλω να ξέρεις πως λυπάμαι. Θέλω να ξέρεις ότι το μισώ που σε στεναχώρησα Μπράιαν. Θα ήθελα όλο αυτό να μπορώ να το κάνω ανώδυνο για σένα , αλλά μέρες τώρα έψαχνα τον τρόπο και... δεν υπάρχει κανένας τρόπος καμία λέξη που να κάνει την πράξη μου αρεστή» Λέω γιατί πραγματικά λυπάμαι. Πλησιάζω και αφήνω το μονόπετρο στο τραπεζάκι μπροστά του.
Κοιτά το μονόπετρο και μετά εμένα. Σφίγγει τα χείλη σε μια ευθεία γραμμή «Μιλάς σοβαρά τώρα?» Με ρωτά σιγανά και η ερώτηση ακούγεται περίεργη στα αυτιά μου.
«Λυπάμαι δεν είχα σχεδιάσει κάτι, απλά μου συνέβη, προσπάθησα να το καταπολεμήσω αλλά όλο αυτό ήταν πάνω από της δυνάμεις μου. Αντιστάθηκα όσο μπορούσα αλήθεια, αλλά είμαι ερωτευμένη μαζί του.»
Κουνά απογοητευμένος το κεφάλι «Ακούς τι λες ? Προσπάθησες αλλά δεν τα κατάφερες? Δεν είχες σχεδιάσει να κοιμηθείς μαζί του? Ο άνθρωπος κάθε βράδυ είναι με άλλη, το έχεις σκεφτεί ότι μόλις πάρει αυτό που θέλει από σένα θα σε παρατήσει όπως έκανε με τόσες και τόσες άλλες? Τι το διαφορετικό νομίζεις πως έχεις καημένη μου επάνω σου που θα τον κάνει να σε κρατήσει? Θα σε πετάξει σαν στημένη λεμονόκουπα. Δεν τον είδες δεν δίστασε να σε ξεφτιλίσει. Αυτό θες να είσαι μια τελευταία ξεφτιλισμένη. Εγώ σε μάζεψα γιατί σε αγάπησα. Δεν είχες κανέναν. Κανένας δεν σε ήθελε καημένη. Ούτε γονείς ούτε συγγενείς και από φίλους? Μια ηλίθια όλη και όλη. Εγώ σε έκανα αυτό που είσαι με την επιμονή μου να γίνεις καλύτερη με την αγάπη που σου έδειξα. Εάν δεν είχες εμένα ένα τίποτα θα ήσουν ακόμα ένα πλάσμα γεμάτο ανασφάλειες. Εγώ σε έκανα άνθρωπο. Εγώ σε έκανα άξια να διεκδικήσεις πράγματα , εκεί όπου εσύ πίστευες πως δεν ήσουν αρκετή » Γελάει πικρόχολα και ξεροκαταπίνω , είμαι μουδιασμένη από την πρωτόγνωρη επίθεση του «Και μάντεψε κοριτσάκι, δεν ήσουν αρκετή, εγώ σε έκανα να μπορείς να σταθείς επάξια σε όλους αυτούς που είχες απέναντι σου. Και έρχεται η μέρα που με κοιτάς και χωρίς ίχνος ντροπής μου λες τι?»
Δεν θυμώνω, τον αφήνω να ξεσπάσει , καταλαβαίνω πως όλα όσα λέει τα λέει από την πικρία που νιώθει. Άσχετα με όσα είπε ο Γουίλ πριν στο στάδιο ,για να τον υπερασπιστεί, εγώ ξέρω πως τα ωμά λόγια του Μπράιαν είναι τα σωστά. Βαθιά μέσα μου ξέρω ότι θα έχω την ίδια κατάληξη με τις άλλες. Ναι συμφωνώ σε αυτό με τον Μπράιαν. Δεν μπορώ όμως να μην το ζήσω. Θα το ζήσω και ας καώ. Θα το ζήσω και όσο κρατήσει. Θα το ζήσω και θα είμαι ευτυχισμένη. Δεν θα βάλω ημερομηνία λήξης, όσο κρατήσει.
«Τον αγαπάς ?» Με ρωτά και η φωνή του σπάει από την ερώτηση. Τώρα που ξέσπασε έχω μπροστά μου τον παλιό καλό εαυτό του.
«Ναι»
«Εμένα?»
«Είσαι ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ζωή μου και σε αγαπώ πολύ, αλλά όχι με τον τρόπο που πρέπει να σε αγαπούν. Χρειάζεται να βρεις μια γυναίκα που θα αγαπά εσένα και μόνο εσένα. Αποκλειστικά. Για αυτό που είσαι , με τα καλά σου και τα κακά σου. Με τα στραβά σου και με της παραξενιές σου. Εγώ... Εγώ πολύ πριν συναντήσω εκείνον είχα αρχίσει να ασφυκτιώ στην σχέση μας...» Παραδέχομαι πρώτη φορά σε κάποιον την αλήθεια. Όλοι αυτοί οι περιορισμοί το πρόγραμμα και η τάξη , είχαν αρχίσει να με πνίγουν . Ανακάλυψα πως μου έλειπε ο αυθορμητισμός , πως το αυστηρό πρόγραμμα του είχε κάνει το παιδί που κρύβω μέσα μου να κρυφτεί σε μια γωνία και να μην μπορεί να βγει από την κρυψώνα του από φόβο.
«Σε εμπιστεύτηκα γαμώτο. Πίστεψα σε εσένα. Πίστεψα πως είσαι η γυναίκα της ζωής μου. Επένδυσα σε εμάς.»
«Μπράιαν εγώ...» Ξεκινάω να λέω αλλά δεν έχω τι να πω. Δεν ξέρω τι να πω για να του το κάνω πιο εύκολο όλο αυτό.
«Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω πως ξέπεσες τόσο. Πως έχασες την αξιοπρέπεια σου. Μια μέρα μακριά σου και την έπεσε στην τραγουδίστρια που είχε πάνω στην σκηνή μαζί του. Δεν τον είδες? Ένα στάδιο γεμάτο τον είδε παρακολούθησε τις κινήσεις του. Τι θα κάνεις θα τον ακολουθείς σαν πιστό σκυλί για να μην σε κερατώσει? Ή δεν έχεις θέμα τελικά με το κέρατο? Θέλω να πω, ότι αφού εσύ κεράτωσες εμένα έπειτα από τόσα χρόνια σχέσης , ίσως η αποκλειστικότητα τελικά να μην είναι για σένα τόσο αυστηρό όριο...»
«Είναι, ότι και αν λες τώρα , το λες επειδή είσαι πληγωμένος , το ξέρεις πως δεν θα δεχόμουν μια ελεύθερη σχέση.»
Σφίγγω τα μάτια και προσεύχομαι να μην ρωτήσει. Να μην ρωτήσει. Σε παρακαλώ μην ρωτήσεις λέω και ξαναλέω από μέσα μου όλη αυτή την ώρα...
«Σε παρακαλώ πες μου ότι όσο ήμουν εδώ , δεν πήγες μαζί του» Ρώτησε...έκανε την ερώτηση που δεν θέλω να απαντήσω . «Πες μου σε παρακαλώ ότι δεν με ξεφτίλισες τόσο»
«Συγνώμη» Ψελλίζω και ξέρω ότι ότι και αν πω δεν πρόκειται να με συγχωρήσει ποτέ. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μου και τα σκουπίζω άτσαλα με την ανάστροφη της παλάμης μου.
«Πότε? Χθες βράδυ που υποτίθεται δούλευες? Όταν το κορόιδο πήγε για ύπνο εσύ βρήκες ευκαιρία να πας σε αυτόν? Εγώ κοιμόμουν τον ύπνο του δικαίου και εσύ έτρεχες σαν ξαναμμένη σκύλα σε οίστρο σε αυτόν?»
Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου και τον βλέπω να ανακουφίζεται «Σήμερα στο καμαρίνι, μετά το διάλειμμα» Δεν ξέρω γιατί του τα λέω όλα αυτά γιατί τον πληγώνω περισσότερο. Θα μπορούσα απλά να πω πως τίποτα δεν συνέβη και να πάμε παρακάτω...
«Του έκατσες κατά την διάρκεια της συναυλίας ? Τον πήδηξες μέσα σε ένα στάδιο γεμάτο κόσμο? Δεν μπορώ να το πιστέψω γαμώτο, το πόσο φτηνή τσούλα κατάντησες» Τον αφήνω να με βρίζει για να ξεσπάσει.
«Λυπάμαι πολύ. Απλώς συνέβη. Δεν ήθελα να συμβεί, αλλά είναι... είναι ο Αχιλλέας, ο δικός μου Αχιλλέας ». Το λέω λες κι έτσι θα καταλάβει τα πάντα. «Τον αγαπούσα από τα εφηβικά μου χρόνια.»
«Δεν τον είχες δει πάνω από δεκαπέντε χρόνια, γαμώτο. Και μόλις τον είδες άνοιξες τα πόδια σου σαν καμία τελειωμένη γκρούπι? Τόση ξεφτίλα πια?»
«Σου έδωσα τα πάντα! Σε αγάπησα , σου χάρισα τόσα χρόνια από την ζωή μου. Σε εμπιστεύτηκα! Θα σου πρόσφερα ό,τι έχω! Σου έδωσα την καρδιά μου, που να πάρει η οργή! Ήθελα να σε παντρευτώ! Να κάνω οικογένεια μαζί σου, που να πάρει η και να σηκώσει. Είδα στο πρόσωπο σου την τέλεια σύντροφο και μητέρα των παιδιών μου. Κάναμε σχέδια μαζί...» Έρχεται προς το μέρος μου ξανά και με κοιτά με έκδηλη περιφρόνηση.
«Κι όλα αυτά χάθηκαν επειδή είσαι μια φτηνή τσούλα που δεν μπορεί να πει όχι σε ένα ροκ σταρ και μόλις τον είδε άνοιξε τα πόδια της να τον βολέψει μέσα της. Δεν περίμενα πως είσαι μια τσούλα θαυμάστρια. Για να ακριβολογώ μια τελειωμένη τσούλα θαυμάστρια. Ναι τώρα είναι η περιγραφή ολοκληρωμένη.».
Με κοιτάζει με απόλυτη αηδία και περιφρόνηση. Και μου αξίζει , γιατί εγώ κατέστρεψα την σχέση μας. Εγώ μας πρόδωσα.
«Συγνώμη», λέω. «Δεν ήθελα να συμβεί κάτι τέτοιο. Αγαπούσα τον Ξενάκη πολύ πριν γίνει αυτός που είναι σήμερα, τον αγαπούσα από τα παιδικά μου χρόνια...» επαναλαμβάνω μουδιασμένη τα προηγούμενα λόγια μου. Ξέρω πως δεν βγάζω κάτι με την επανάληψη μου αυτήν αλλά το κάνω έτσι και αλλιώς .
«Δε θέλω άλλες γαμημένες δικαιολογίες» Ωρύεται και μένω αποσβολωμένη να τον κοιτώ δεν τον έχω ακούσει να βρίζει άλλη φορά. Στα τόσα χρόνια που είμαστε μαζί τον έχω δει μόνο ήρεμο και συγκροτημένο, όποια αναποδιά και αν του είχε συμβεί...Σήμερα είναι μια αποκάλυψη για μένα.
«Από τον διάδρομο ακούγονται φωνές και γέλια. Επέστρεψε το συγκρότημα και από ότι φαίνεται δεν είναι μόνοι τους. Ακούγονται και γυναικείες ομιλίες. Σε αντικατέστησε κιόλας? Και πολύ σε κράτησε. Τι να σε κάνει τόσο ανέραστη και παγοκολόνα που είσαι? Μόνο εγώ σε άντεχα» Μορφάζω. Εγώ εδώ καταστρέφω την ζωή μου και εκείνος ετοιμάζεται για πάρτι.
Το πρόσωπό του είναι παραμορφωμένο από την οργή. Δεν τον έχω ξαναδεί έτσι. Με προσπερνά και φτάνει στην πόρτα του δωματίου.
«Που πας?» των ρωτά ακολουθώντας τον. Ανοίγει την εξωτερική πόρτα του δωματίου και βγαίνει στον διάδρομο με απότομες, θυμωμένες κινήσεις.
«Πού πας;» ρωτώ ξανά και μέσα στον πανικό μου προσπαθώ να τον κάνω να σταματήσει να κινείται. Τον αρπάζω από το μπράτσο αλλά το τινάζει απότομα.
«Να τον τσακίσω στο ξύλο τον αγαπητικό σου εκεί πάω» Μου δηλώνει και με σπρώχνει μακριά του
Τον ακολουθώ τρέχοντας από πίσω του. Έχει ήδη απομακρυνθεί από κοντά μου, προπορεύεται στοδιάδρομο, και χτυπά όλες τις πόρτες που είναι γύρω μας σαν δαιμονισμένος. Φωνάζω τρέχοντας πίσω του να σταματήσει αλλά αυτόν τον έχει πιάσει αμόκ.
Η πόρτα του Σμίθ ανοίγει και ακούω φωνές από μέσα, αφού οι άλλες παρέμειναν κλειστές μάλλον έχουν μαζευτεί όλοι εδώ. Σπρώχνει στην άκρη τον σαστισμένο Σμίθ και προχωρά στο σαλόνι που είναι όλοι μαζεμένοι. Ο Αχιλλέας σηκώνεται από την θέση και κοιτάζει ανήσυχος τον Μπράιαν πρώτα και μετά εμένα που τον ακολουθώ ασθμαίνοντας .
Όλα συμβαίνουν πολύ γρήγορα. Ο Μπράιαν πέφτει πάνω του και του ρίχνει μια γροθιά στο πρόσωπο.
«Αχιλλέα πρόσεχε» φωνάζω αλλά δεν προλαβαίνω.
Σταματώ απότομα και παρακολουθώ έντρομη τον Αχιλλέα να χάνει την ισορροπία του και να πέφτει πίσω στον καναπέ κρατώντας το μάγουλο του.
«Νόμιζες πως θα πηδούσες το κορίτσι μου και δε θα το μάθαινα; Ότι δε θα έκανα τίποτα; » του φωνάζει ο Μπράιαν και φαίνεται να είναι εκτός εαυτού. «Δε δίνω δεκάρα ποιος είσαι, θα σε σπάσω στο ξύλο θα σε σαπίσω κερατά, αδιαφορώ για το ότι είσαι κάποιος. Που και τι είσαι δηλαδή? ένα τελειωμένο πρεζάκι είσαι που μια μέρα ο κόσμος θα σε θυμάται γιατί σε βρήκαν πεθαμένο με μια βελόνα καρφωμένη επάνω σου και όχι για τα σαχλά τραγούδια που νομίζεις πως τραγουδάς.» Γυρίζει και με κοιτά «Όσο για σένα. Δες τον. Με αυτόν τον τελειωμένο με απάτησες. Τον βλέπεις? Βλέπεις ότι μόλις γύρισες την πλάτη την έπεσε σε άλλη?» Μου δείχνει την κοπέλα που κάθεται δίπλα στον Αχιλλέα και παγώνω. Την έφερε εδώ για να την πηδήξει?
Ο Μπράιαν είναι κόκκινος οι φλέβες στο λαιμό του έχουν φουσκώσει επικίνδυνα και τρέμει. Ναι τρέμει ολόκληρος. Το κορμί του τραντάζεται.
Ο Αχιλλέας παίρνει το χέρι του από το μάγουλο και βλέπω το αίμα να στάζει από την άκρη του χειλιού του. Κοιτάζει το χέρι του και το σκουπίζει από το μαύρο τζιν που φοράει, μετά γλείφει το ματωμένο χείλι του και μορφάζει. Πρέπει να πονάει αρκετά.
«Σε άφησα να ρίξεις την πρώτη, ηλίθιε, αλλά όχι τη δεύτερη και οπωσδήποτε όχι την τελευταία. Σήμερα εάν μου δοθεί η ευκαιρία, εάν δεν με σταματήσει κανένας θα σε πάρουν από δω μέσα με φορείο.» Ο Αχιλλέας ακούγεται ανησυχητικά ήρεμος.
Σηκώνεται αστραπιαία από τον καναπέ και χτυπά τον Μπράιαν δυνατά στο πρόσωπο. Είναι μια πολύ γρήγορη και απρόσμενη κίνηση.
«Όχι!» φωνάζω ξανά. «ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ, ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ!»
Ο Μπράιαν παραπατά προς τα πίσω και προσπαθώ να τον βοηθήσω, να τον σταθεροποιήσω, αλλά δεν προλαβαίνω. Τον ακουμπώ για να τον βοηθήσω και πετάγεται σαν να τον τσίμπησε δηλητηριώδες φίδι, με χτυπά στο πρόσωπο και με σπρώχνει με δύναμη μακριά του. Από την δύναμη της σφαλιάρας και το δυνατό του σπρώξιμο χάνω την ισορροπία μου και πέφτω προς τα πίσω. Κάτι σκληρό υπάρχει πίσω μου, χτυπώ το κεφάλι μου με πάταγο. Ακούγεται ένας έντονος ήχος από την πρόσκρουση του κεφαλιού μου στον τοίχο και ο πόνος είναι έντονος. Κλείνω στιγμιαία τα μάτια και όταν τα ξανανοίγω βλέπω τον Αχιλλέα κόκκινο από οργή.
Αρπάζει τον Μπράιαν από τον γιακά του πουκαμίσου του και τον χτυπά με το κεφάλι του, τον χτυπά δυνατά, τον ρίχνει στο δάπεδο και πέφτει με φόρα από πάνω του και συνεχίζει να τον χτυπά ασταμάτητα.
Σηκώνομαι άτσαλα στα γόνατα και βρίσκω τη φωνή μου για να ουρλιάζω «ΟΧΙ ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ. Αχιλλέα θα τον σκοτώσεις Adam κάνε κάτι τι κοιτάς ?»
Ο Adam ξυπνάει ξαφνικά από τον λήθαργο και σκουντάει τον Κίθ. Μαζί προσπαθούν να τραβήξουν τον Αχιλλέα από τον Μπράιαν.
«Μαλάκα θα τον σκοτώσεις , σταμάτα» Φωνάζει ο Κίθ
Ο Σμίθ εμφανίζεται κι εκείνος στο οπτικό μου πεδίο την ώρα που οι άλλοι δύο έχουν καταφέρει να τραβήξουν τον Αχιλλέα από το σώμα του Μπράιαν. Ο Σμίθ αναλαμβάνει να κρατήσει τον Μπράιαν.
Ο Αχιλλέας σπρώχνει τους δύο φίλους του φωνάζοντας και απειλώντας να τον αφήσουν να τον χτυπήσει κι άλλο. Οι άλλοι δύο δεν τον αφήνουν , επειδή φαίνεται τρελός αυτή τη στιγμή, σαν να είναι έτοιμος να σκοτώσει τον Μπράιαν.
Δεν έχω ξαναδεί τον Αχιλλέα τόσο θυμωμένο, τόσο άγριο. Είναι εκτός εαυτού.
Μία από της κοπέλες που βρίσκονται στο δωμάτιο με πλησιάζει και σκύβει να με βοηθήσει να σηκωθώ. Τυλίγει το χέρι της γύρω μου και με κρατά κοντά της.
«Είσαι καλά?» Με ρωτά η άγνωστη
«Ναι ναι, χτύπησα λίγο, πολύ λίγο. Πιο πολύ τρόμαξα»
Ο Σμίθ σηκώνει τον πρώην μου από το πάτωμα. Τον κρατά δυνατά μην τυχών και προσπαθήσει να επιτεθεί ξανά στον Αχιλλέα. Αν και κρίνοντας από την κατάσταση του αυτό είναι δύσκολο να συμβεί. Είναι γεμάτος αίματα, το χείλη του φαίνεται σκισμένο και το μάτι του πρήζεται ήδη. Δεν μπορώ να συγκρατήσω το λυγμό που ξεφεύγει από τα χείλη μου. Εγώ φταίω για όλα. Δεν του αξίζει τίποτα από όλα αυτά. Έπρεπε να τον είχα χωρίσει από το τηλέφωνο. Εάν το είχα κάνει τίποτα από όλα αυτά δεν θα συνέβαινε
Ο Μπράιαν τραβά απότομα το χέρι του και χτυπά τα πόδια του προσπαθεί να ελευθερωθεί από το κράτημα του Σμίθ. Εκείνη την ώρα δυο έντρομοι σωματοφύλακες που πρέπει να άκουσαν τον χαμό μπαίνουν τρέχοντας στο σαλόνι της σουίτας του Σμίθ και ακινητοποιούν τον Μπράιαν παίρνοντας τον από τον Σμίθ.
«Δηλαδή χρειάζεσαι το σωματοφύλακά σου και τα άλλα πρεζάκια τους μουσικούς σου για να κερδίζεις τις μάχες σου;» φωνάζει ο Μπράιαν στον Αχιλλέα.
Δεν έχω ξαναδεί έτσι τον Μπράιαν. Φαίνεται σαν ένα άλλο άτομο. Ένα άτομο που δεν αναγνωρίζω.
Βλέπω τα μάτια του Αχιλλέα να μισοκλείνουν και κάνει ένα βήμα μπροστά, αλλά ο Κίθ τον σπρώχνει πίσω πάλι με δύναμη και ο Adam τον πιάνει από τους ώμους.
«Όχι, δικέ μου. Ξέχασέ το. Δεν σε αφήνω να του ρίξεις άλλες ,αν και εδώ που τα λέμε, ο τύπος δεν φάνηκε να το πήρε το μάθημα του.» Του λέει ο Adam
«Πρέπει να φύγεις», λέει σταθερά ο ένας σωματοφύλακας στον Μπράιαν. «Πάρε τα πράγματά σου από το δωμάτιο της κυρίας και φύγε. Διαφορετικά, θα σε βγάλω έξω ο ίδιος και να ξέρεις πως δεν θες να γίνει αυτό. Γιατί εγώ σε αντίθεση με τους μουσικούς που μόλις έβρισες , είμαι επαγγελματίας... Και αυτό σημαίνει πως με μια μου κίνηση θα σε κάνω να βλέπεις τους τοίχους του νοσοκομείου για μήνες.»
Ο Μπράιαν στρέφει τα γεμάτα μίσος μάτια του επάνω μου. «Είσαι για φτύσιμο. Σε αγάπησα. Θα έκανα τα πάντα για σένα. Πόσο έξω έπεσα; Είσαι μια φτηνή τσούλα και εκείνος ένα τελειωμένο πρεζάκι. Αξίζετε ο ένας τον άλλο.» Μου λέει και από το μίσος που βλέπω στο πρόσωπο του μένω άφωνη. Κοιτά τον Αχιλλέα «Εμείς οι δύο δεν έχουμε τελειώσει» Τον ενημερώνει και , τρομάζω, αυτό μου ακούστηκε ξεκάθαρα σαν απειλή.
Τον βλέπω να κάνει μεταβολή και απομακρύνεται σαν σίφουνας. Ο Κιθ με προσπερνά, και ακολουθεί τον Μπράιαν που προφανώς επιστρέφει στην σουίτα μου για να ετοιμάσει τα πράγματα του. Τρέμω σύγκορμη. Όλοι έγιναν μάρτυρες του γεγονότος ότι κοιμόμουν με τον Αχιλλέα πίσω από την πλάτη του αρραβωνιαστικού μου. Αυτές οι κοπέλες που είναι εδώ αύριο με μια δήλωση τους στις εφημερίδες θα κάνουν γνωστή την σχέση μας.
Παρ' όλο που πιθανότατα το ήξεραν ήδη όλοι οι συνεργάτες, δεν έχω νιώσει πιο πρόστυχη στην ζωή μου όσο αυτή τη στιγμή.
Ο Αχιλλέας δεν έχει πάρει τα μάτια του από πάνω μου το καταλαβαίνω, αλλά δε
βρίσκω τη δύναμη να τον κοιτάξω.
«Έλα», μου λέει ο Adam. «Δεν μπορείς να μείνεις εδώ, θα σε πάω στο δωμάτιο του Αχιλλέα μέχρι να φύγει ο φιλαράκος μας.»
Τα πόδια μου είναι σαν μολύβι καθώς με οδηγεί στη σουίτα του Αχιλλέα . Εκείνος κάνει πίσω για να περάσω.
Ο Adam κλείνει την πόρτα πίσω μας, και με ακολουθεί στο σαλόνι. Κάθομαι στον καναπέ και κάθεται δίπλα μου.
Απόλυτη σιωπή επικρατεί στο δωμάτιο. Η μεγαλύτερη σιωπή αμηχανίας που έχω βιώσει ποτέ.
«Έλα πήγαινε να πλυθείς θα σε περιμένω εδώ για να μιλήσουμε» Δείχνει με το κεφάλι προς την κατεύθυνση του μπάνιου σπάζοντας τη σιγή.
«Δεν θέλω» ψελλίζω και νιώθω το κορμί μου να τρέμει
« ΟΚ , Θα σου φέρω λίγο νερό.» Σηκώνεται και επιστρέφει γρήγορα με ένα μπουκάλι νερό και ένα κουτί χαρτομάντιλα. Μου δίνει και τα δυο. Σκουπίζω το πρόσωπό μου με τα χαρτομάντιλα και αφήνω το μπουκάλι δίπλα μου στον καναπέ.
«Πώς το έμαθε;» με ρωτά χαμηλόφωνα ο Adam. Tον κοιτάω στα μάτια και μετά κατεβάζω τα δικά μου στο πάτωμα.
«Εγώ του το είπα. Ήξερε πως κάτι δεν πήγαινε καλά μέρες τώρα. Η συμπεριφορά μου είχε αλλάξει , περίμενα την διακοπή της περιοδείας για να επιστρέψω σπίτι και να του το πω από κοντά. Η επίσκεψη του απλά επίσπευσε τα πράγματα. Είχα αποφασίσει ότι αύριο πριν φύγει θα του πω όλη την αλήθεια, δεν μπορούσα να του πω ψέματα όμως απόψε...μετά από το τραγούδι»
«Έκανες το σωστό».
«Ναι, αλλά στην αρχή έκανα λάθος. Τα κατέστρεψα όλα. Φάνηκα σαν κάποια του δρόμου. Δεν είμαι εγώ έτσι.» Σκύβω και χώνω το πρόσωπο στα χέρια μου, καθώς τα
δάκρυά κυλούν ξανά.
«Έκανες μερικά λάθη, αλλά είσαι ένας εκπληκτικός άνθρωπος. Και είναι φανερό πως είσαι ερωτευμένη με τον μαλάκα.»
Στρέφομαι και τον κοιτάζω. «Το ξέρω πως είμαι ερωτευμένη. Δεν το αρνούμαι. Απλά δεν έπρεπε να δεχτώ την πρόταση γάμου του Μπράιαν, αφού είχα αμφιβολίες και έπρεπε να τον χωρίσω πριν ξεκινήσω κάτι με τον Αχιλλέα. Τώρα φάνηκα ανήθικη. Ήμουν ανήθικη απέναντι του.»
«Πράγματι, αλλά τώρα δεν αλλάζουν τα πράγματα». Χώνει τα μαλλιά μου πίσω από το αυτί μου. «Και τώρα πρέπει να σκεφτείς τι θα κάνεις από εδώ κι εμπρός.»
Εννοεί τι θα κάνω με τον Αχιλλέα....
Εάν μπορώ και θέλω, να είμαι μαζί του μετά από όλα αυτά που συνέβησαν απόψε...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top