Κεφάλαιο 21


Κεφάλαιο 21

Παρίσι-Γαλλία

«Πού πάμε? Χάθηκες? Το στάδιο είναι από την άλλη πλευρά»

Μου ρίχνει μια ειρωνική ματιά, ο κακοφωνιξ και με νευριάζει.

«Τι? Αχιλλέα πας καλά? Που πας από δω?»

«Ηρέμισε δεν χάθηκα»

«Πού πάμε τότε? Έχεις υπόψιν σου ότι σε λίγες ώρες είναι η συναυλία?»

«Σοφία. Ξέρω καλύτερα από εσένα το πρόγραμμα. Θέλω να απλά να πάρω κάτι που έχω παραγγείλει εδώ και λίγες ημέρες και μετά θα πάμε στο στάδιο»

Μου λέει και με απαλές κινήσεις στρίβει δεξιά στο φανάρι και μπαίνουμε στην Champ Elysees. Καθώς το αυτοκίνητο προχωρά αντιλαμβάνομαι ότι εδώ υπάρχουν μερικά από τα ακριβότερα καταστήματα του Παρισιού. Ένα τεράστιο κτήριο άκρως επιβλητικό στεγάζει την Louis Vuitton, πιο κάτω η Chanel , Oscar de la Renta, Hermes...Θεέ μου είναι ο παράδεισος της μόδας.

Το αυτοκίνητο μας σταθμεύει έξω ακριβώς από την Cartier. Ένας παρκαδόρος με μπορντό στολή σπεύδει να μου ανοίξει την πόρτα ενώ ένας άλλος μπαίνει στην θέση του οδηγού και αναλαμβάνει να παρκάρει το αυτοκίνητο μας.

Ο Αχιλλέας με πλησιάζει και γελά σαν παιδί που ετοιμάζεται να κάνει σκανδαλιά. Πλέκει τα χέρια μας και με τραβά προς την είσοδο του θρυλικού κοσμηματοπωλείου.

«Τι δουλειά έχουμε εδώ?»

«Σου το είπα και πριν , έχω κάνει μια ειδική παραγγελία και πριν λίγο με ειδοποίησαν ότι έχει έρθει στο κατάστημα αυτό που παρήγγειλα. Έλα μην καθυστερείς πάμε» Μου λέει και με σπρώχνει μέσα στο πολυτελές κοσμηματοπωλείο.

«Καλός ορίσατε. Είμαι ο Μιτσεμ» Μας καλωσορίζει ένας γοητευτικότατος νεαρός ντυμένος στην τρίχα. Φορά ένα εκπληκτικό μαύρο κουστούμι και κοιτά τον Αχιλλέα με δέος. «Είναι χαρά μας να σας έχουμε στο κατάστημα μας. Απαγορεύσαμε την είσοδο στους υπολοίπους πελάτες μας, να ξέρετε πως μπορείτε να κάνετε τα ψώνια σας ανενόχλητοι.»

«Ευχαριστούμε. Με ειδοποίησαν ότι είναι έτοιμη η παραγγελία μου»

«Μα ναι και βέβαια κ Mason. Ελάτε από δω εάν θέλετε. Το έχουμε μέσα στο χρηματοκιβώτιο. Εάν θέλετε την γνώμη μου είναι ένα αριστούργημα, το γούστο σας πραγματικά είναι εξαιρετικό.»

«Σοφία μπορείς να χαζέψεις τριγύρω, μέχρι να παραλάβω το πακέτο μου.»

Δεν χρειαζόταν να μου το πει έχω ήδη χαθεί από την πολυτέλεια. Τα αστραφτερά κοσμήματα με έχουν αφήσει άφωνη. Περπατώ και κοιτώ κοσμήματα όμοια με έργα τέχνης. Βραχιόλια φτιαγμένα για αυτοκράτειρες, ωρολόγια γεμάτα με ζαφείρια και ρουμπίνια. Χαζεύω λίγο ακόμα γύρω μου, και μπροστά από τους φωτεινούς πάγκους το βλέπω...και μαγεύομαι...ένα δαχτυλίδι. Όχι ένα δαχτυλίδι, αυτό  είναι ΤΟ δαχτυλίδι. Το απόλυτο δαχτυλίδι. Είναι από ροζ χρυσό και έχει επάνω του το ποιο όμορφο λευκό διαμάντι που έχω δει στην ζωή μου.

Αντανακλαστικά βάζω το χέρι μου στην τσέπη να κρύψω το μονόπετρο του Μπράιαν. Δεν ξέρω γιατί το κάνω. Ντρέπομαι που το φοράω τόσες μέρες. Πρέπει να το πάρω απόφαση και να το βγάλω. Δεν συμβολίζει τίποτα για μένα τώρα πια...

Το ακούω να με φωνάζει... Αγόρασε με , αγόρασε με... Κοιτώ επίμονα στην βιτρίνα ψάχνοντας την τιμή του. Δεν υπάρχει και απογοητεύομαι.

«Σας άρεσε κάτι δεσποινίς?» Μου λέει ένας αρκετά ευγενικός κύριος

«Το ροζ μονόπετρο είναι πολύ όμορφο»

«Μα έχετε εξαιρετικό γούστο. Είναι εμπνευσμένο από το μονόπετρο της Γκρέις Κέλλυ»

«Ωωωω» Είναι το μόνο που καταφέρνω να πω

«Είναι ένα εξαίρετο διαμάντι , σπάνιας κοπής και καθαρότητας. Είναι αρκετά σπάνιο οφείλω να ομολογήσω. Είμαστε πολύ χαρούμενοι, περήφανοι, που το έχουμε στην κατοχή μας.»

«Φαντάζομαι είναι αρκετά ακριβό»

Χαμογελά με το σχόλιο μου. «Έχει μια...αρκετά ενδιαφέρουσα τιμή» μου λέει ευγενικά

«Θα θέλατε να το δοκιμάσετε?» Με ρωτά πολύ ευγενικά, παρόλο που βλέπει τον δισταγμό μου.

«Εεεε εγώ...» Θα ήθελα αλλά μετα δεν θα μπορούσα να το βγάλω από πάνω μου

«Σοφία όλα καλά?» Με τραβά στην αγκαλιά του ο Αχιλλέας και για μια στιγμή παγώνω από την τρυφερή του κίνηση. Δεν με έχει συνηθίσει σε τέτοιες χειρονομίες. Δηλαδή η αλήθεια είναι πως εάν τον άφηνα θα το φώναζε σε όλο τον κόσμο ότι είμαστε μαζί, ζευγάρι , απλά όσο δεν έχω ξεκαθαρίσει την σχέση μου με τον Μπράιαν δεν μπορώ να εμφανιστώ δίπλα του σαν ερωμένη του, κοπέλα του ή ότι είμαι τέλος πάντων για εκείνον.

«Η δεσποινίς θαύμαζε ένα δαχτυλίδι μας. » Σπεύδει να τον ενημερώσει ο πωλητής.

«Μωρό μου είδες κάτι που σου άρεσε?» Με ρωτά τρυφερά, ο Αχιλλέας.

«Εεεε όχι. Πάμε?» Δεν θέλω να του πω πόσο έχω ξεμυαλιστεί με ένα δαχτυλίδι που κοστίζει προφανώς ένα αστρονομικό ποσό. Πάω να κάνω ένα βήμα , αλλά με τραβά πάλι πίσω στην αγκαλιά του. Με φιλά μπροστά σε όλους και με αποπροσανατολίζει. Αυτός ο άντρας θα με παθαίνει, εάν με ένα φιλί του μπορεί να με κάνει να χάσω το μυαλό μου, να ξεχάσω που είμαι και τι θέλω, τότε φοβάμαι πως στο τέλος θα είμαι τρελή για εκείνον.

«Δείξε μου.» Με προστάζει. Δεν έχω σκοπό να το κάνω. Δεν θέλω να είμαι μια από αυτές που τον πλησιάζουν για τα χρήματα του, για τα δώρα του και τα πέντε λεπτά διασημότητας.

«Δεν ήταν τίποτα ειλικρινά» Τον κοιτώ έντονα και ανταποδίδει το βλέμμα στα ίσια. Ελπίζω να το πιάσει το υπονοούμενο και να φύγουμε. Χαμογελά στραβά. Εμένα τώρα αυτό γιατί δεν μου αρέσει?

«Λοιπών κύριε, όπως βλέπετε δεν έχει σκοπό να μου πει, τι της άρεσε. Μήπως θα μπορούσατε να με ενημερώσετε εσείς?» Ρωτά τον υπάλληλο που δεν έχει απομακρυνθεί ούτε βήμα από κοντά μας , ενώ εξακολουθεί να κοιτά εμένα με νόημα του στιλ έχω τρόπο να μάθω...

«Εεεε ε λοιπόν κύριε» Ξεροβήχει ο υπάλληλος «Η κυρία θαύμαζε ένα δαχτυλίδι από την σειρά της Γκέις Κέλλυ.»

«Ναι? Ποιο ακριβώς ?» Ρωτά με ενδιαφέρον ο Αχιλλέας και επιτέλους παίρνει τα μάτια του από πάνω μου. Εγώ εντωμεταξύ έχω γίνει κόκκινη από την ντροπή μου. Ανάθεμα την ώρα που άνοιξα το στόμα μου. Ανάθεμα. Ειλικρινά θα ήθελα να τον περίμενα στο αμάξι, παρά να νομίζει πως επίτηδες τσέκαρα κοσμήματα, έχοντας κάποιο απώτερο στόχο.

Ο υπάλληλος δε είναι άκρως εξυπηρετικός και κατατοπιστικός. Εκθειάζει συνεχώς το δαχτυλίδι.

«Είναι ένα πολύ όμορφο κόσμημα...Πήρες αυτό που θες?» Τον ρωτάω επιτακτικά γιατί πραγματικά θέλω να φύγουμε.

«Ναι μωρό μου» Μου δείχνει την κόκκινη σακούλα με τα χρυσά ανάγλυφα γράμματα που κρατά τόση ώρα στα χέρια του και που δεν είχα προσέξει ως τώρα, μέσα στην ταραχή μου.

«Πάμε τότε? Δεν νομίζω πως μπορούμε να καθυστερήσουμε άλλο»

«Πάμε» Τον ακολουθώ προς την έξοδο του κοσμηματοπωλείου και μόλις βγαίνουμε από τις θωρακισμένες πόρτες του καταστήματος βλέπω το αμάξι να μας περιμένει. Ο Λάντ συνοδεύει τον Αχιλλέα στο αμάξι ενώ ένας άλλος σωματοφύλακας ακολουθεί εμένα. Δεν μπορώ να καταλάβω τον λόγο που επιμένει να έχω μαζί μου κάποιον σωματοφύλακα.

Μπαίνω στο αμάξι και κουμπώνω την ζώνη μου. Νιώθω κάτι στα πόδια μου. Κοιτώ και βλέπω την κόκκινη σακούλα να ξεκουράζεται επάνω μου. Στρέφω το απορημένο μου βλέμμα επάνω του.

«Σου πήρα κάτι» Χαμογελά σκανδαλιάρικα, όπως την ώρα που ερχόμασταν και τώρα καταλαβαίνω το γιατί.

«Γιατί?» Ψελλίζω

«Γιατί ήθελα» Είναι απόλυτος.

«Δεν μπορώ να το δεχτώ» Του λέω

«Σε παρακαλώ άνοιξε το»

«Τι είναι?»

«Εάν δεν το ανοίξεις, δεν θα μάθεις ποτέ. Εάν δεν το ανοίξεις θα μείνουμε εδώ μέχρι το βράδυ, μέχρι να υποχωρήσεις και να ξετυλίξεις το δώρο σου. θα χάσουμε την συναυλία» Με μαλώνει μισό σοβαρά μισό αστεία

Ανοίγω την σακούλα και βγάζω από μέσα ένα τετράγωνο κουτί τυλιγμένο σε άσπρο χαρτί. Τις άκρες του χαρτιού, τις συγκρατεί με κόκκινο βουλοκέρι, η σφραγίδα του καταστήματος.

«Άνοιξε το» Μου λέει με σαγηνευτική φωνή ο Αχιλλέας. Σηκώνω τα μάτια μου στιγμιαία από το πακέτο που κρατώ και βλέπω να με κοιτά με αγωνία. Εστιάζω την προσοχή μου πάλι στο πακέτο που κρατώ στα χέρια μου, και με πολύ προσεκτικές κινήσεις ανοίγω το βουλοκέρι προσπαθώντας να μην καταστρέψω την σφραγίδα.

Ξετυλίγω το λευκό χαρτί και μπροστά στα μάτια μου εμφανίζεται ένα κόκκινο τετράγωνο κουτί με σκαλισμένα χρυσά γράμματα ίδιο ακριβώς με την σακούλα. Σηκώνω το καπάκι και βλέπω το ποιο όμορφο ρολόι που έχω δει στην ζωή μου. Φοβάμαι να το ακουμπήσω. Είναι από πλατίνα και όλο του το καντράν έχει διαμάντια.

«Πες κάτι... »

Σιωπή. Δεν μπορώ να μιλήσω. Ο λαιμός μου έχει κλίσει από την συγκίνηση.

«Πες κάτι...Οτιδήποτε...Εάν δεν σου αρέσει θα το αλλάξουμε, θα πάρει λίγες μέρες βέβαια για να γίνει ακριβώς όπως το θέλω, αλλά δεν με πειράζει. Αρκεί να σου αρέσει.»

Εξακολουθώ να κοιτώ σαν χαμένη το δώρο του.

«Μωρό μου με τρομάζεις. Εάν δεν σου αρέσει...»

«Μου αρέσει» Ψελλίζω «Για την ακρίβεια δεν έχω δει πιο ωραίο ρολόι στην ζωή μου»

Στρέφω τα δακρυσμένα μου μάτια επάνω του. Συγκινήθηκα όχι γιατί μου πήρε κάτι ακριβό. Συγκινήθηκα από την χειρονομία. Εκείνος που είναι μαζί μου ελάχιστα, εκείνος σκέφτηκε να μου πάρει κάτι , ενώ ο άλλος με τον οποίο είμαι τόσα χρόνια μαζί, τα δώρα τα θεωρούσε υπερεκτιμημένα. Έλεγε πως είναι μια άχρηστη ανταλλαγή χρημάτων.

«Εεεειιιι...Τι έπαθες τώρα?» Σκουπίζει ένα δάκρυ μου που ξέφυγε.

«Ειλικρινά , δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω για αυτή σου την χειρονομία. Να ξέρεις ότι αυτήν σου η κίνηση με συγκίνησε όχι γιατί υποθέτω πως δώρο σου κόστισε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Έχω συγκινηθεί για άλλο λόγο , καθαρά προσωπικό. Δεν μπορώ να το κρατήσω, αλλά ειλικρινά η χειρονομία σου με έχει γονατίσει»

«Το πήρα για σένα» Μου λέει θυμωμένα

Ακουμπάω το χέρι μου στο μάγουλο του και τον πλησιάζω. Ανασηκώνομαι λίγο στο κάθισμα μου και τον φιλώ στα χείλη. Δεν με νοιάζει ποιος θα μας δει. Αδιαφορώ. Θέλω να του δείξω πόσο σημαντικός κατάφερε να είναι για μένα μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.

«Δεν μπορώ να το κρατήσω» Επιμένω «Γιατί εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να ανταποδώσω ένα τέτοιο δώρο. Δεν μπορώ να το κρατήσω γιατί εγώ θέλω εσένα, είμαι εδώ για σένα και όχι για την πολυτέλεια που μπορείς να μου προσφέρεις »

«Μωρό μου» Ψελλίζει επάνω στα χείλη μου «Το πήρα για σένα, εάν σημαίνω κάτι για σένα θα το βάλεις και δεν θα το βγάλεις ποτέ. Είναι σημαντικό για μένα να το φοράς πάντα. Κάνε μου αυτό το χατίρι και δεν θα ζητήσω ποτέ τίποτα άλλο. Σε παρακαλώ» Δεν ξέρω γιατί είναι τόσο σημαντικό για εκείνον όμως...

Με πείθει ... το βλέπω πως λυγίζω μπροστά στις απαιτήσεις του. Ξέρω πως δεν θα σταματήσει να ζητά και εγώ να υποχωρώ αλλά ειλικρινά δεν έχω άλλες δυνάμεις να του αντισταθώ. Συναινώ και μου χαρίζει ένα φωτεινό χαμόγελο.

«Φόρεσε το μέχρι να πω κάτι στον Λάντ.» Με προστάζει μαλακά και με φιλά με πάθος. Η γλώσσα του εισβάλει με ευκολία στο στόμα μου. Σπάει πρώτος το φιλί και με αφήνει ξέπνοη να τον κοιτώ να φεύγει από κοντά μου και να μιλά στον προσωπικό του σωματοφύλακα.

«Πάμε» Μου ανακοινώνει μόλις μπαίνει μέσα και φοράει την ζώνη του.

«Ο Λάντ?» Τον ρωτάω γιατί τον βλέπω να στέκεται στο πεζοδρόμιο δίπλα μας χωρίς να κάνει καμιά κίνηση να μπει στο αμάξι πίσω μας.

«Μην σε απασχολεί , θα κάνει μια δουλειά και θα έρθει σε λίγο» Με ενημερώνει και ξεπαρκάρει. «Το φόρεσες?» Με ρωτά και ρίχνει κλεφτές ματιές στο χέρι μου

«Ναι» Λέω χαμογελώντας θαμάζοντας το υπέροχο κόσμημα στο χέρι μου.

«Θεώρησα δίκαιο να εκπροσωπηθώ και εγώ στο χέρι σου» Μου πετά την γνωστή μπηχτή. Επιμένει να βγάλω το μονόπετρο

«Τι θέλεις? Ειλικρινά γιατί θέλεις να με στεναχωρείς? Έχεις παράπονο από μένα? Δεν έκανα ότι ζήτησες? Δεν σου υποσχέθηκα ότι σε λίγες εβδομάδες θα το τελειώσω?»

Δεν απαντά. Έχει εκνευριστεί. Φαίνεται από το σφίξιμο που κάνουν τα χέρια του στο τιμόνι.

«Μωρό μου είμαι πολύ ερωτευμένη μαζί σου» Του δηλώνω για ακόμα μια φορά. Θα του το λέω μέχρι να το εμπεδώσει. Δεν απαντά ξεφυσά και ξεκινά μόλις το φανάρι ανάψει πράσινο.

Το νέο κούρεμά του, αυτό που απαίτησε χθες να κάνει, τονίζει το δυνατό σαγόνι του, που μερικές φορές φαίνεται πολύ σέξι όταν δεν έχει ξυριστεί για κάνα δυο μέρες. Τα μάτια του έχουν το πιο απίθανο χρώμα, πολύ κοντά στο χρώμα της καραμέλας, αλλά είναι μελαγχολικά. Καταλαβαίνω πόσο τον πληγώνω με την στάση μου. Αν ήξερε πόσα σημαίνει για μένα δεν θα είχε αυτήν την μελαγχολία.

(...)

Αλλάζω στο καμαρίνι του Αχιλλέα την ώρα που εκείνος δίνει συνέντευξη τύπου. Συνήθως τα παιδιά δίνουν συνέντευξη μετά την συναυλία, αλλά αύριο θα φύγουμε χαράματα για Μαδρίτη και άρα με το που τελειώσει η συναυλία θα πρέπει οι τεχνικοί να ξεστήσουν την σκηνή και τον ήχο και έτσι δεν θα μπορεί να δοθεί η συνέντευξη. Ο Τόμι γνωρίζοντας από πριν το πρόγραμμα κανόνισε μια ώρα πριν το άνοιγμα της συναυλίας τα παιδιά να μιλήσουν για την περιοδεία και να προωθήσουν το νέο τους άλμπουμ , το οποίο για να λέμε αλήθεια σκίζει.

Νιώθοντας σέξι με το καινούριο μαύρο τζιν και το ασορτί φανελάκι μου που αφήνει όλη την πλάτη μου έξω. Με αυτό το ντύσιμο αποφάσισα ότι θα ταίριαζαν οι ψηλοτάκουνες μαύρες λουστρίν γόβες μου. Σήμερα ντύνομαι φορώντας το αγαπημένο του χρώμα. Ελπίζω και εύχομαι να του αρέσω. Βάφομαι έντονα και φοράω το κόκκινο κραγιόν μου. Η εμφάνιση διαφέρει από ό,τι φορώ συνήθως, δηλαδή πιο σπορ και φαρδιά που είναι άνετα, αλλά μάλλον όχι και τόσο θηλυκά. Η αποψινή εντύπωση που αφήνω είναι σκέτο σεξαπίλ και ροκ εντ ρολ και εύχομαι να κάνω έναν συγκεκριμένο ροκά να παραμιλάει!

Στέκομαι στο πλάι της σκηνής και περιμένω το σαπόρτ γκρούπ να τελειώσει.

«Μαντεύω πως απόψε θα είσαι Μεγάλος Μπελάς με δυο Μ κεφαλαία». Ακούω τον Γουίλ να λέει δίπλα μου και στρέφομαι να τον κοιτάξω.

Ανασηκώνω το φρύδι μου ερωτηματικά «Που σημαίνει?»

«Που συναίνει, ότι ευτυχώς που απόψε δεν θα βγούμε για ποτό αφού πετάμε για Ισπανία αξημέρωτα, γιατί εάν βγαίναμε ο Mason ίσως και να πλακωνόταν στο ξύλο με όποιον τολμούσε να σε κοιτάξει» Γελάει «Τι ίσως? Δηλαδή ένα είναι βέβαιο, εάν βγαίναμε απόψε το ξημέρωμα θα τον έβρισκε στο κρατητήριο»

Μου λέει και με αποστομώνει. Ξέρω πως όλοι γνωρίζουν, απλά δεν έτυχε να μου το δείξει ξεκάθαρα κανείς τους. Δεν τον παρεξηγώ τον Γουίλ. Τον Αγαπά πολύ τον Αχιλλέα και όλες αυτές τις μέρες που είμαι εδώ στην περιοδεία προστατεύει και εμένα όταν χρειάζεται.

Κοιτώ το πλίθος που έχει κατακλίσει το στάδιο για να τους ακούσουν και γεμίζω δέος από την αγάπη του κόσμου. Τα μακό μπλουζάκια, οι κονκάρδες, οι αφίσες και το πάθος που δείχνουν όλοι για το συγκρότημα με κάνει να χαμογελώ υπερήφανα.

Η μουσική που παίζει από τα ηχεία σταματά και ο χώρος σκοτεινιάζει. Είναι η στιγμή που το συγκρότημα ετοιμάζεται να πάρει θέση στην σκηνή. Η καρδιά μου αρχίζει να χορεύει με έξαψη στο στήθος μου.

Με ένα δυνατό ρολάρισμα στα ντραμς, επικρατεί απόλυτη ησυχία. Ο Adam βρίσκεται στα τύμπανά του και μετρά αντίστροφα δυνατά, μέσα στο πνιχτό σκοτάδι. Χαμογελώ.

Δεν μπορώ να δω, αλλά ξέρω πως ο Σμίθ , ο Κιθ και τέλος ο Τζέισον Mason βρίσκονται στη θέση τους και περιμένουν το σόλο των ντραμς Adam που ανοίγει την συναυλία. Το κοινό ξεφωνίζει και με παρασέρνει, ζητωκραυγάζω μαζί με όλους τους άλλους. Όπως το έχω δει τόσες φορές στο παρελθόν, ένας προβολέας πέφτει στον Mason, και τώρα τον βλέπω ξεκάθαρα έχει μεταμορφωθεί και πάλι στον ροκ σταρ που γνωρίζω, δεν είναι ο Αχιλλέας , για λίγες ώρες θα έχω μπροστά μου τον διάσημο ροκά.

Στέκεται στο κέντρο της σκηνής, η κιθάρα του κρέμεται ανάποδα στην πλάτη του και τα χέρια του πιάνουν το μικρόφωνο με τον προκλητικό τρόπο που τον έκανε μεγάλο αστέρι.

Η φωνή του ακούγεται πάνω από τις κραυγές την ώρα που καλωσορίζει το πλήθος. Τα κορίτσια αρχίζουν να κλαίνε και τα αγόρια να φωνάζουν.

Η χροιά της φωνής του είναι καταπληκτική οι στοίχοι των τραγουδιών του εκπληκτικοί. Ο Adamβρίσκεται στο πίσω μέρος, φορώντας γυαλιά ηλίου, ο ρυθμός του είναι καταιγιστικός και επιβλητικός, κάτι που κανένας άλλος ντράμερ δεν μπορεί να μιμηθεί Ενώ ο Κιθ χοροπηδά παίζοντας την ηλεκτρική του κιθάρα. Ο Mason ξεκινά να τραγουδά και εγώ κλείνω τα μάτια και τους αφήνω να με παρασύρουν στον ξέφρενο ρυθμό τους.

Σε λίγο θα κάνουν το πρώτο και μοναδικό διάλειμμα. Φεύγω από το πλάι της σκηνής και κατευθύνομαι στο σαλονάκι που υπάρχει έξω από τα καμαρίνια των παιδιών. Έχουν ένα πλήρες μπαρ εκεί πίσω. Δεν πίνουν πια πριν ή κατά τη διάρκεια μας συναυλίας, αλλά τους αρέσει να ξέρουν πως μετά μπορούν να δροσιστούν, αν το θελήσουν. Φτιάχνω ένα ποτό και κάθομαι αναπαυτικά στον καναπέ. Η πόρτα ανοίγει και τα παιδιά μπαίνουν μέσα ένας ένας. Ο Adam χαμογελά όταν με βλέπει υπεροπτικός και ενοχλητικά σέξι. Είμαι σίγουρη ότι απόψε πάλι θα τον ονειρευτούν ένα σωρό κορίτσια. Είμαι ακόμα σίγουρη πως τα όνειρα τους θα είναι πολύ πολύ πονηρά. Οι υπόλοιποι με χαιρετούν πριν σκορπιστούν σε διαφορετικά μέρη της αίθουσας.

Ο Γουίλ μιλάει στο τηλέφωνο και κάνει νόημα στον Αχιλλέα να πάει κοντά του. Μόλις πλησιάσει κάτι του λέει ψιθυριστά και του δίνει το κινητό. Γυρίζει πλάτη σε μένα και μιλά. Είναι έντονος . Τον βλέπω να κουνά τα χέρια του αλλά μιλά χαμηλόφωνα κανείς δεν μπορεί να ακούσει τι λέει. Ο Κιθ μπαίνει στο καμαρίνι του κι ο Σμίθ κάθεται στον καναπέ και ανεβάζει τα πόδια του επάνω στο τραπέζι μπροστά μας.

Ο Adam κάθεται δίπλα μου με ένα αναψυκτικό στο χέρι. Κατεβάζει μια μεγάλη γουλιά.

«Το κοινό απόψε είναι πολύ θερμό. Οι Γάλλοι μας λατρεύουν πραγματικά. Κάθε φορά με αφήνει έκπληκτο η αγάπη τους»

«Και εσείς δεν πάτε πίσω. Απόψε τα έχετε δώσει όλα»

«Όλα καλά εδώ» Ρωτά ο Αχιλλέας την ώρα που κάθεται δίπλα μου. Τα χαρακτηριστικά του είναι σφιγμένα και πιστεύω πως οφείλεται στο τηλεφώνημα που είχε. Δεν μπορώ να ρωτήσω όμως με ποιον μίλαγε. Δεν ξέρω εάν έχω αυτό το δικαίωμα.

«Έλεγα πόσο καλοί είστε απόψε» Προσπαθώ να τον εγκωμιάσω γιατί πραγματικά δεν ξέρω τι άλλαξε και τον έκανε να είναι τόσο εκνευρισμένος. Καλά δεν τον λες και τέρας ευτυχίας, αλλά η μουτζουφλία του έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.

«Είσαι μεθυσμένη;» Με ρωτά, κοιτάζοντάς με σταθερά

Ακουμπώντας πίσω το κεφάλι μου, απαντώ «Λίγο».

«Μη γίνεις τύφλα... ακόμα. Θέλω να είσαι νηφάλια όταν επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο». Σηκώνεται και κατευθύνεται προς την πόρτα. Αλλά σταματά για να κοιτάξει τον καθρέφτη και να χτενίσει με τα δάχτυλα τα μαλλιά του που πετάνε προς όλες τις κατευθύνσεις από τις φορές που έχει περάσει τα χέρια του μέσα κατά την διάρκεια του πρώτου μέρους της συναυλίας. Μου ρίχνει μια ανεξιχνίαστη ματιά και φεύγει συνοδευμένος από ένα σωματοφύλακα που δεν είναι ο Λάντ.

«Γουίλιαμ? Τι συμβαίνει?» Ρωτώ τον προσωπικό του γραμματέα όταν μένουμε μόνοι μας.

«Δεν σε καταλαβαίνω» Μου απαντά χωρίς να με κοιτά και καταλαβαίνω πως όσο και να προσπαθήσω δεν θα πάρω κουβέντα από το στόμα του.

(.....)

Μπαίνουμε στο δωμάτιο του στο ξενοδοχείο. Κλείνει την πόρτα και ακουμπά επάνω της. Εξακολουθεί να με κοιτά αινιγματικά

« Τι? Μίλα επιτέλους»

Καγχάζει «Τι ντύθηκες? Ξέκωλο?»

«Όλο αυτό για τα ρούχα μου?»

«ΤΗΝ ΠΟΥΤΑΝΑ ΜΟΥ ΜΕΣΑ. ΣΟΥΤΙΕΝ ΔΕΝ ΦΟΡΑΣ. Η ΠΛΑΤΗ ΟΛΗ ΕΙΝΑΙ ΕΞΩ ΠΟΥΣΤΗ ΔΙΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΖΙΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΚΟΛΗΤΟ ΠΟΥ ΑΜΦΙΒΑΛΛΩ ΕΑΝ ΦΟΡΑΣ ΕΣΩΡΟΥΧΟ» Γκαρίζει και αρχίζει να πηγαινοέρχεται στο διάδρομο του δωματίου , βγάζοντας καπνούς από τα αυτιά ο βλάκας

«ΦΟΡΑΩ» φωνάζω με την σειρά μου.

«ΜΗΝ ΦΩΝΑΖΕΙΣ ΤΗΝ ΤΡΕΛΑ ΜΟΥ ΜΕΣΑ ΓΑΜΩ. ΦΩΡΆΣ ΒΡΑΚΊ ? ΣΟΒΑΡΑ? ΤΩΡΑ ΘΑ ΔΕΙΣ ΤΙ ΘΑ ΠΑΘΟΥΝ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΣΟΥ.»

«Δεν σε πιστεύω ότι κάνεις τέτοιο χαμό για μια μπλούζα. Το παλαιολιθικό σου μυαλό μπορεί να θεωρεί προκλητικό ακόμα και τον τρόπο που πλένω τα δόντια μου ή τον τρόπο που μασάω το φαγητό μου ας πούμε. Άσε το νερό , εκεί δε γίνομαι μια πραγματικά πρόστυχη γυναίκα , όταν πίνω νερό να ξεδιψάσω στους 40 βαθμούς εκεί τα δίνω όλα...»

«Εάν καταφέρω να συγκρατηθώ και να μην σε βουτήξω από το μαλλί απόψε θα είναι υπέρβαση για μένα να το ξέρεις.»

«Ναι? Να σου δώσουμε μετάλλιο αύριο. Παράσημο αυτοελέγχου.»

«Δεν είμαι κανένας άγγελος Σοφία έχω συλληφθεί και έχω υπάρξει χαμένο κορμί για λίγο.. Τώρα είμαι ένας απόλυτα νομοταγής πολίτης, αν και όχι τόσο κύριος όσο ο κάλος σου ο ξενέρωτος αρραβωνιαστικός, που τόσο εκτιμάς και σέβεσαι. Σταμάτα όμως να με προκαλείς γιατί δεν το έχω σε τίποτα να κάνω πράξη αυτό το μαλλιοτράβηγμα που ανέφερα πριν λίγο.»

«Σταμάτα πρώτος εσύ να με κοροϊδεύεις για όλα»

«Κι εσύ σταμάτα να με προκαλείς.»

«Σε προκαλώ;» δοκιμάζω να τον σπρώξω από μπροστά μου, μόνο και μόνο για να διαπιστώσω ότι μου είναι αδύνατο να μετακινήσω όλους αυτούς τους μύες έστω και κατά, μισό χιλιοστό. «Δεν μπορώ φανταστώ ούτε έναν τρόπο με τον οποίο θα μπορούσα εγώ να προκαλέσω εσένα! Είναι φανερό πως έχεις συνηθίσει να... να...»

«Ναι για πες μου να μάθω τι έχω συνηθίσει? Να ξέρω τι γνώμη έχεις για την ζωή και τις συνήθειες μου.» Με τραβά προς το μέρος του και με κοιτά έξαλλος «Πες το μου, γλυκιά μου. Τι ακριβώς έχω συνηθίσω να κάνω εγώ που κάνει εσένα να με αντιμετωπίζεις σαν να είμαι ο ψυχάκιας της γειτονιάς σου? Ο τρελός του χωριού... Πες μου!» Με διατάζει ταρακουνώντας με. «Θέλω πολύ μα μάθω. Έχω κάθε δικαίωμα να ακούσω τις σκέψεις σου, απ' τη στιγμή που γίνομαι συνεχώς αντικείμενο τις πικρίας σου. Θέλω πολύ να μάθω τι θα έκανες εσύ εάν εγώ κυκλοφορούσα έξω σχεδόν γυμνός. Τι θα ένιωθες εσύ εάν ανέβαινα επάνω στην σκηνή και όλες από κάτω μπορούσαν να διακρίνουν το κορμί μου και να φαντάζονται πόσο προικισμένος είμαι. Αλλά τι λέω ούτε αυτό θα τους αφήνω στην φαντασία αφού θα φροντίσω τα τζιν μου να είναι τόσο κολλητά που θα διαγράφουν τα πάντα. Για πες μου γλυκιά μου πόσο ψύχραιμα θα το αντιμετώπιζες κάτι τέτοιο το δικό σου προοδευτικό μυαλό »

«Θα έλεγα απλά πως έχεις συνηθίσει να βλέπεις τις γυναίκες να πέφτουν στα πόδια σου... Αυτό ήταν που ήθελα να πω και όχι όλες τις βλακείες που σκέφτεσαι εσύ» Ξεστομίζω τελικά

«Ωραία εικόνα έχεις για μένα.»

«Κάνω λάθος? Έχεις συνηθίσει να μην ακούς όχι, να σου γίνονται όλα τα χατίρια χωρίς αντιρρήσεις.»

«Στο θέμα μας»

«Το οποίο είναι?»

«Τα ρούχα σου. Θα αλλάξεις τρόπο ντυσίματος?»

Τον κοιτώ, έπειτα κοιτώ τον καθρέπτη απέναντι μας, βλέπω να καθρεπτίζεται μια κομψή και σέξι κοπέλα... Μειδιώ και στρέφω το βλέμμα μου επάνω στα μάτια του που πετάνε φωτιές

«Τσου...»

«Εεεε δεν τρώγεσαι με τίποτα» Τον ακούω να μου λέει και για δεύτερη φορά με φορτώνει στον ώμο του.

«Που με πας? Είσαι σοβαρός τώρα? Άσε με αμέσως κάτω γαμώτο, δεν είμαι σακί με πατάτες» Τον χτυπάω με τις γροθιές μου στην πλάτη, αλλά το κάθαρμα είναι τόσο γυμνασμένο που αμφιβάλω αν αισθάνεται έστω και την παραμικρή ενόχληση.

Ανοίγει την πόρτα του μπάνιου και όπως είμαι φορτωμένη στον ώμο του αρχίζω να εύχομαι να μην κάνει πράξη αυτό που υποπτεύομαι... Το κάθαρμα, ο γελοίος ο άντρας ανοίγει το νερό και με στήνει στα πόδια μου μέσα στο ντουζ . Εγώ εξακολουθώ να τον χτυπάω με τις γροθιές μου, όπου βρω.

«Σταμάτα γαμώτο γιατι θα με αναγκάσεις να σε δέσω.» Με προστάζει με βλέμμα έξαλλο και με τραβάει κάτω από το καυτό νερό. «Είδες? Τώρα λύθηκε το πρόβλημα... Σου είπα μωρό μου να τα βγάλεις με το καλό, άλλο εσύ ακούς ποτέ? Ποτέ... Κάνεις μόνιμα το δικό σου.»

Έχω μείνει αποσβολωμένη... «Θα με δέσεις? Τι λες? Έτσι θα γίνεται από δω και πέρα? Εσύ θα διατάζεις και εγώ θα εκτελώ?| Γιατί ας το ξεκαθαρίσουμε για μια φορά ακόμα, εγώ, δεν...»

«Δεν έχω τέτοια απαίτηση» Με διακόπτει πριν ολοκληρώσω την σκέψη μου. «Απλά ρε Σοφία βάλε που και που νερό στο κρασί σου και εσύ»

«Θα με έδενες?»

«Δεν θα μάθεις ποτέ...» Μου κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι και αρχίζει να αφαίρει με προσοχή ένα ένα τα ρούχα μας σκορπώντας υγρά φιλιά σε όλο μου το σώμα, κάθε φορά που βγάζει και πετά στο πλάι κάτι δικό μου. Στεκόμαστε απέναντι γυμνοί και μουσκεμένοι και ξέπνοοι από τα φιλιά μας.

Τον κοιτάω και κάθε τι επάνω του με τρελαίνει , το σώμα του το μυαλό του το όμορφο πρόσωπο του όλα. Θα μπορούσε να με πείσει να κάνω τα πάντα ακόμα και να με δέσει. Αυτό είναι τρέλα είναι ένας εθισμός και δεν ξέρω εάν πρέπει να νιώθω περήφανη που μου συμβαίνει ή να αρχίσω αμέσως την απεξάρτηση από τον τρελό ροκ σταρ που απειλεί κάθε μέρα το μυαλό και την καρδιά μου.

«Θέλω τόσο μα τόσο πολύ να σε πάρω από παντού, σε κάθε στάση που μπορώ να φανταστώ» Μου δηλώνει και εγώ δεν τον αντικρούω. Ξέρω ότι θα μου προσφέρει ηδονή ότι και αν έχει σκεφτεί να μου κάνει.

Δαγκώνει αισθησιακά το αυτί μου και με γυρίζει απότομα. Βλέπω τα πλακάκια του τοίχου και η πλάτη μου ακουμπά στο στέρνο του. Το νερό σταμάτησε να πέφτει σαν καταρράκτης επάνω από τα κεφάλια μας, το έχει γυρίσει στο ντουζ. Τι σκατά έχει στο μυαλό του?

Το χέρι του που κρατά το ντουζ κατεβαίνει σιγά σιγά στο κορμί μου , περνά από το στήθος μου και κατηφορίζει στην κοιλιά μου, εκεί μένη για λίγη ώρα , κάνει υγρούς κύκλους. Κατεβαίνει λίγο ποιο κάτω και ξαφνικά αισθάνομαι μια ώθηση. Ο Αχιλλέας με κόλλησε στα πλακάκια της ντουζιέρας. Ακουμπά το στέρνο του στην πλάτη μου εγκλωβίζοντας με και κατεβάζει ταυτόχρονα το τηλέφωνο του ντουζ στην περιοχή μου. Καυτό νερό πέφτει επάνω μου. Καυτό νερό καίει την κλειτορίδα μου και ένα βογκητό βγαίνει από το στόμα μου.

«Γαμώτο Αχιλλέα τι μου κάνεις?» Ρωτάω και νιώθω την στύση του να με πιέζει όλο και περισσότερο.

«Σε πλένω μωρό μου» Μου απαντά και με δαγκώνει δεξιά του λαιμού μου.

Το ελεύθερο του χέρι , έχει παιδεύει την μια μου θηλή. Την τραβά την μαλάσει και μόλις τελειώνει το μαρτύριο αρχίζει να παιδεύει το άλλο μου στήθος . Νομίζω θα πεθάνω απόψε...

Βογκάω και τρίβομαι επάνω του. Θέλω να τελειώσω θέλω να εκτονωθώ, γίνομαι ξεδιάντροπη και τρίβω τα οπίσθια μου επάνω στην στύση του.

|Οι ατμοί έχουν γεμίσει το μπάνιο και έτσι ευτυχώς δεν βλέπω το ξεδιάντροπο πλάσμα στο οποίο έχω μεταμορφωθεί...

«Αχιλλέα...» Κλαψουρίζω , θέλω να μου δώσει κάτι ακόμα κάτι που θα με κάνει να εκτονωθώ.

«Δεν θα τελειώσεις με το γαμημένο νερό. Εγώ θα σε γαμήσω. Ο πούτσο μου μόνο θα σε κάνει να τελειώνεις. Σκύψε και ακούμπα τα χέρια σου στον τοίχο» Με προστάζει και κάνει μερικά βήματα πίσω για να μου δώσει χώρο.

Τον θέλω τώρα. Τον θέλω μέσα μου τώρα. Τον θέλω να με κάνει να τελειώσω τώρα. Μετά θα συζητήσω όλα αυτά που μου είπε.

Βυθίζεται με δύναμη απότομα μέσα μου. Μετά μετά θα συζητήσουμε τα πάντα γιατί τώρα... Τώρα πεθαίνω , χάνομαι , σβήνω, σε κάθε έντονη και δυνατή ώθηση του.

«Δικιά μου. Πες το»

«Πες το γαμώ, δικιά μου»

«Δικιά σου» Επιβεβαιώνω , σα χαμένη

(...)

Η ώρα είναι τρείς . Ο Αχιλλέας έχει λίγα λεπτά που αποκοιμήθηκε . Εγώ φοβάμαι ότι εάν κλείσω τα μάτια δεν θα καταφέρω να ξυπνήσω σε μια ώρα για να ετοιμαστώ για το ταξίδι. Στις πέντε έχουμε αναχώρηση και εγώ σε λίγο πρέπει να πάω στο δωμάτιο μου για να ετοιμάσω την βαλίτσα μου.

Τον κοιτώ που κοιμάται ήρεμος . Αφού κατάφερε να περάσει το δικό του πάλι, χαλάρωσε. Ακουμπάω το μάγουλο μου στο στήθος του και ακούω την καρδιά του να χτυπά ρυθμικά. Τον φιλάω στο λαιμό και βολεύομαι καλύτερα στην αγκαλιά του.

Γαμώτο , γαμώτο το τηλέφωνο μου, χτυπάει. Ποιος στην ευχή παίρνει τέτοια ώρα? Σηκώνομαι προσεκτικά και εστιάζω στον ήχο. Προσπαθώ να καταλάβω από που ακούγεται. Ψάχνω στο σαλόνι και εντοπίζω την τσάντα μου στο πάτωμα. Από την μέρα που ξεκίνησε όλο αυτό μεταξύ μας τα πράγματα μου βρίσκονται μόνιμα στο πάτωμα.

Κοιτάω την οθόνη. Η Αντα? Αναρωτιέμαι δυνατά και απαντώ την κλήση της ενώ ταυτόχρονα βρίσκω το πεταμένο μπλουζάκι του Αχιλλέα και το περνάω από τον λαιμό μου.

«Άντα?» Λέω χαμηλόφωνα

«Γιατί ψιθυρίζεις?» Με ρωτά

Πλησιάζω την πόρτα που οδηγεί στην βεράντα την ανοίγω και βγαίνω έξω

«Εεε δεν ψιθυρίζω, απλά είχα ξαπλώσει και ίσως ακούστηκα κάπως. Τι έγινε γιατί με πήρες? Ξέρεις τι ώρα είναι?»

«Τι τρέχει με τον Mason?» Πετά την βόμβα της χωρίς να απαντήσει σε καμία ερώτηση μου

«Τι τρέχει μαζί του? Τι να τρέχει δηλαδή? Πως σου ήρθε ότι τρέχει κάτι?» Τι λέω γαμώτο? Τι βλακείες ξεστομίζω?

«Είστε μαζί? Έχει γίνει κάτι μεταξύ σας?»

«Τι είναι αυτά που λες ?»

«Άκου, Sophie είμαι παλιά στον χώρο, ξέρω να ξεχωρίζω τα ψεύτικα από τα αληθινά ρεπορτάζ. Και μην ξεχνάς ότι είμαι και μια έμπειρη γυναίκα, μπορώ να αναγνωρίσω και να αποκωδικοποιήσω την σημασία ενός βλέμματος. Και τα δικά σας στις φωτογραφίες , λένε πολλά, λένε ολόκληρη ιστορία»

Μου κόβονται τα πόδια. Νομίζω θα λιποθυμήσω. Τι λέει? Ποιο ρεπορτάζ? Σε ποιες φωτογραφίες αναφέρεται?

«Τι λες?»

«Με κοροϊδεύεις? Εδώ και τρείς ημέρες είστε το μόνιμο θέμα συζήτησης σε όλα τα κουτσομπολίστικα siteκαι περιοδικά»

Πιάνω το κάγκελο για να στηριχτώ να μην πέσω κάτω. Τρείς μέρες τώρα ζούσα στην φούσκα μου και δεν πήρα χαμπάρι τίποτα. Τι θα κάνω?

«Τι λένε?» Κάνω την ερώτηση που φοβάμαι

«Οι πρώτες φωτογραφίες που κυκλοφόρησαν είναι από ένα κέντρο διασκέδασης , χορεύεται αγκαλιά και σε ορισμένες φαίνεται ότι σε φιλά, αν και αυτό δεν είναι εκτατό της εκατό ευδιάκριτο.» Εφιάλτης. Έχω κοιμηθεί και βλέπω εφιάλτη. Κλείνω σφιχτά τα μάτια.

«Τι άλλο?»

«Τι άλλο να σου πω? Υπάρχουν και άλλες από το Λούβρο από την συναυλία απόψε με εκείνον να σε συνοδεύει και αρκετά άρθρα. Σε άλλα σε αναφέρουν σαν συνεργάτιδα του, αλλά τα περισσότερα λένε ότι είσαι η κατάκτηση αυτής της εβδομάδας »

Καταστροφή.

«Ο Μπράιαν» Ξεκινά να μου λέει διστακτικά. Θέλω να ακούσω την συνέχεια? Δεν είμαι και τόσο σίγουρη.

«Τι?» Ψελλίζω ξεψυχισμένα

«Πριν μια ώρα μου τηλεφώνησε έξαλλος . Φώναζε και απειλούσε να μάθει τι συμβαίνει από μένα γιατί όπως είπε εσύ τον αποφεύγεις μέρες τώρα. Στο τέλος απαίτησε να του πω τον επόμενο σταθμό σας.» Κάνει μια παύση «Με ακούς?» Ρωτάει και νεύω θετικά. Ξέρω ότι δεν με βλέπει γιαυτό βάζω όσο κουράγιο μου έχει απομείνει για να της απαντήσω.

«Ναι ακούω» Επιβεβαιώνω. Βήματα σταματάνε πίσω μου ακριβώς. Ξέρω ποιος είναι. Απλώνει το χέρι του και με ακουμπά. Με μια κίνηση με γυρίζει προς το μέρος του. Το βλέμμα του είναι βλοσυρό. Μόλις βλέπει το πρόσωπο μου, που είμαι σίγουρη ότι είναι άσπρο σαν πανί, το βλέμμα του αμέσως από βλοσυρό μετατρέπεται σε ανήσυχο.

«Πες μου Άντα σε ακούω» Επαναλαμβάνω για να του δώσω μια εικόνα για τον συνομιλητή μου. Ο ηλίθιος είμαι σίγουρη πως υπέθεσε τα χειρότερα για μένα. Πως ξυπνάω μέσα στην νύχτα και τηλεφωνώ κρυφά στον Μπράιαν.

«Του είπα ότι ζήτησε. Του είπα ότι αύριο θα είστε Μαδρίτη. Ζήτησε να μάθει που θα μείνετε και του είπα. Θεώρησα όμως σωστό να σε ενημερώσω για να προλάβεις να προετοιμαστείς.»

«Καλά έκανες . Σε ευχαριστώ» Απαντάω βραχνά

«Θα μου πεις , τι έχει γίνει? Μπορώ εύκολα να υποθέσω αλλά , θέλω να μάθω τα πάντα από σένα.»

«Όχι απόψε Άντα. Σε ευχαριστώ που με ενημέρωσες, ειλικρινά, δεν θα ήξερα τι να κάνω χωρίς εσένα. Με έχεις σώσει τόσες πολλές φορές, απλά σε λίγο πρέπει να φύγουμε από το ξενοδοχείο. Πρέπει να κάνω Check out. Σου υπόσχομαι όμως πως μόλις βάλω τα πάντα σε σειρά θα σου τα πω όλα» Την ευχαριστώ για ακόμα μια φορά και τερματίζω το τηλεφώνημα

«Τι έγινε?» Με ρωτά ο Αχιλλέας

Ανοίγω το στόμα μου και του εξιστορώ ότι μου είπε η Άντα με κάθε λεπτομέρεια για της φωτογραφίες για τα άρθρα των δημοσιογράφων, ενώ παράλληλα πληκτρολογώ στο google το ψευδώνυμο του Αχιλλέα και μόλις εμφανίζεται το πρώτο αποτέλεσμα πατάω το link για να διαβάσω το άρθρο.

Κοιτώ για μια στιγμή τον Αχιλλέα. Φαίνεται ψύχραιμος . Δεν φαίνεται ταραγμένος , σαν να μην τα ακούει όλα αυτά για πρώτη φορά.

«Το ήξερες » Δεν τον ρωτάω.

Δεν απαντά και αυτό μου δίνει θάρρος να συνεχίσω. «Το ήξερες και δεν έκανες τίποτα.» Τον κατηγορώ τώρα ανοιχτά

Η σιωπή του τα λέει όλα.

«Είσαι το χειρότερο είδος ανθρώπου. Είσαι χειριστικός είσαι απαράδεκτος»

«Γιατί επειδή εσύ δεν μπορούσες να πάρεις μια απόφαση και αναγκάστηκα να επέμβω?»

«Την είχα πάρει την απόφαση μου. Δεν χρειαζόταν να τον πληγώσεις.» Φωνάζω έξαλλη. «Ξέρεις τι είσαι? Ένα κακομαθημένο παιδί που αδιαφορεί για τους άλλους . Το χειρότερο είδος ανθρώπου»

Αρχίζω να απομακρύνομαι από κοντά του, και με μερικά βήματα τον προσπερνώ. Δεν κάνει καμία κίνηση να με σταματήσει. Πριν φτάσω στην πόρτα χωρίς να γυρίσω τον ενημερώνω για την επικείμενη άφιξη του Μπράιαν.

«Και εμείς?» Ρωτά

«Εμείς?» Καγχάζω και μπαίνω μέσα στο υπνοδωμάτιο χωρίς να μπω στον κόπο να εξηγήσω πως σήμερα με διέλυσε.

(...)

Μαδρίτη-Ισπανία

Κάθομαι σε ανάμενα κάρβουνα από την ρεσεψιόν με ενημέρωσαν ότι ο καλεσμένος μου μόλις έφτασε. Τους ζήτησα να τον συνοδεύσουν στο δωμάτιο μου, και από στιγμή σε στιγμή περιμένω την άφιξη του. Τι θα κάνω? Αναρωτιέμαι και μόλις ακούω τα χτυπήματα στην πόρτα, παίρνω μια βαθιά ανάσα και πλησιάζω για να την ανοίξω και να παίξω τον ρόλο μου...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top