ΕΠΙΛΟΓΟΣ- Ο ΚΥΚΛΟΣ ΕΚΛΕΙΣΕ
Επίλογος
Σιάτλ
Λίγα χρόνια μετά
Είμαι ένας τυχερός μπάσταρδος. Πάντα ήμουν και πάντα θα είμαι. Λένε πως την μέρα που γεννήθηκα έλαμπε το πιο φωτεινό αστέρι στον ουρανό και με το πρώτο μου κλάμα, του έκλεψα όλη του την λάμψη, αυτήν η λάμψη με ακολουθεί χρόνια τώρα. Ωωω ναι είμαι ένας τυχερός μπάσταρδος. Είχα έχω και θα έχω δίπλα μου ό,τι αγαπώ, ό,τι ποθώ, ό,τι μου αξίζει να έχω. Τα καλύτερα πάντα.... τα καλύτερα...
Σε λίγο θα πρέπει να ανέβω στην σκηνή. Σε λίγο έχουμε την τελευταία συναυλία της αμερικανικής μας περιοδείας. Σε λίγο θα τραγουδήσω στο στάδιο του Σιάτλ και θα αποχαιρετίσω τους θαυμαστές μας για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια.
Κουρδίζω την κιθάρα μου, ενώ κάθομαι στο πολυτελές καμαρίνι μου και σκηνές της κοινής μας ζωής περνάνε μπρος από τα μάτια μου σαν ταινία. Ίσως το άγχος μου με κάνει να μεταφερθώ πίσω στο παρελθόν, ίσως φοβάμαι για αυτό που πρόκειται να συμβεί σήμερα , δεν ξέρω, αυτό που ξέρω είναι πως θα πάψω να πολεμάω το ίδιο μου το μυαλό και θα το αφήσω να με πάει εκεί που θέλει...
Την πρώτη φορά που την είδα!
Αυτή η κοπέλα, αυτό το φως, μπήκε στη ζωή μου και έπρεπε να το ακολουθήσω. Με τραβούσε επάνω της και με αφόπλιζε. Στα δεκαεπτά της ήταν ήδη πολύ όμορφη. Είχε καστανά σκούρα μαλλιά με διάσπαρτες από τον ήλιο κόκκινες ανταύγες. Ήταν μακριά μέχρι την μέση της , λίγο ακατάστατα. Τα καστανά μάτια της μου προκαλούσαν δέος. Τα χείλη της ήταν ζουμερά και σαρκώδη και το φουστάνι που φορούσε ήταν σεμνό άλλα στα μάτια μου ήταν το αισθησιακότερο ρούχο που είχα δει στην έως τότε ζωή μου.
Δεν την ήξερα . Κοιτούσα αυτήν την καλλονή με την εξωτική ομορφιά με το σταρένιο δέρμα , τα μακριά πόδια και αναρωτιόμουν ποια είναι. Δεν γνώριζα τίποτα για εκείνη. Δεν ήξερα ποια είναι. Δεν ήξερα με ποιον είχε έρθει απόψε εδώ... Υποσχέθηκα όμως στον εαυτό μου πως θα μάθαινα. Θα μάθαινα τα πάντα για εκείνη πριν τελειώσει η βραδιά. Αυτό το πλάσμα με είχε μαγέψει.
Μου πήρε ώρα αλλά έμαθα τα πάντα. Την έλεγαν Σοφία, για μένα από εκείνη την στιγμή έγινε Σοφούλα, θα γινόταν σύντομα η Σοφούλα μου, το έβαλα πείσμα. Δεν άνηκε στην παρέα μας κατά τύχη ήρθε σε εκείνο το πάρτυ. Μια φίλη της της ζήτησε να την ακολουθήσει. Ήταν φανερό πως δεν άνηκε σε εκείνο το μπαρ, αλλά το κατέκτησε τη στιγμή που μπήκε μέσα, ανήλικη και γεμάτη αυτοπεποίθηση, γεμάτη ενέργεια γεμάτη ζωή.
Την παρακολουθούσα πίσω από το μικρόφωνο, κρατώντας την κιθάρα μου. Ήταν μοναδική στη μέση ενός πλήθους κοινότοπων και ρηχών ανθρώπων. Νομίζω εκείνο το βράδυ τραγούδησα μόνο για εκείνη. Την παρατηρούσα να μιλά , να ρίχνει πίσω το κεφάλι της και να γελά με κάποιο αστείο που της είπαν και αντί να μαγεύω τους συμμαθητές μου με την φωνή του Ξυλούρη με μάγευε αυτήν η μαυρομάλλα απέναντι μου. Καθώς έφερνε το καλαμάκι στο στόμα της, η ματιά μου τυλίχτηκε γύρω από τον καρπό της και φανταζόμουν να την τραβώ από αυτό το σημείο του κορμιού της . Να την τραβώ προς το μέρος μου για να τις κλέψω μερικά φιλιά. Όταν το συγκρότημα έκανε διάλειμμα, πήδηξα με ένα σάλτο από την σκηνή. Την πλησίασα και της συστήθηκα χωρίς ανούσιες περιστροφές. Άλλωστε είχα πάρει την απόφαση μου εδώ και ώρα. Η κοπέλα αυτήν μου ανήκει. Χαμογέλασε και χωρίς να μου πει πως την λένε, άκουσα την πρώτη αληθινή μελωδία της ζωής μου. Την φωνή της...
«Είσαι καλός. Σε παρακολουθώ ώρα να τραγουδάς... Σκέφτηκες ποτέ να παίξεις κάτι πιο ροκ; Νομίζω θα ταιριάζει στην χροιά της φωνής σου»
μετά από χρόνια...
Έχει γίνει κάτι σαν εθισμός, κάτι που δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι. Με τη ζωή που έκανα λίγο καιρό πριν, έχω γίνει ειδικός στους εθισμούς και στις εμμονές. Ξέρω τη διαφορά ανάμεσα σε έναν εθισμό και σε μια εμμονή και προς απογοήτευση του πανάκριβου ψυχολόγου μου, είμαι σε θέση να παραδεχτώ πως η Σοφούλα μου είναι το πρώτο και τελευταίο άτομο που συνδυάζει και τα δύο για μένα. Οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές εάν ποτέ την χάσω. Το ξέρω , το αναγνωρίζω.
Τώρα που με άφησε να μπω ξανά στη ζωή της, τώρα που δεν με πέταξε έξω από αυτή με την κλοτσιές δε θέλω να βγω ποτέ. Περίμενα πάρα πολύ καιρό για τούτη την ευκαιρία. Προσπαθώ να προσποιηθώ τον φυσιολογικό, αλλά είμαι εντελώς το αντίθετο όταν βρίσκομαι κοντά της. Τα κάνω όλα λάθος, ξανά και ξανά. Ζηλεύω, θυμώνω ανοίγω το στόμα μου και μιλάω άσχημα...Δε θέλω να την τρομάξω. Θέλω... θέλω... θέλω τόσα πολλά μαζί της, τόσα πολλά από εκείνη, δεν θέλω να την τρομάζω εάν όμως παραδεχτώ όλα όσα θέλω θα την κάνω να το βάλει στα πόδια. Έτσι το παίζω ψύχραιμος, κρατώντας τις πιο βαθιές σκέψεις για τον εαυτό μου. Είμαι καλός σε κάτι τέτοια, το μόνο που ως τώρα δεν έχω καταφέρει να χαλιναγωγήσω είναι η ζήλια μου.
Ζηλεύω τα πάντα ακόμα και το παρελθόν της. Την ζωή που έχει φτιάξει στην Αγγλία. Ζει μια υπέροχη ζωή λέει, μια καθημερινότητα που αγαπά, η ρουτίνα της, όπως τη λέει- και απλώς θέλω να είμαι εκεί, να είμαι κομμάτι της καθημερινής ρουτίνας της. Θέλω να έρθει να μείνει μαζί μου, να γίνω εγώ κομμάτι της ζωής της, να αγαπά μόνο εμένα. Εγώ και κανείς άλλος... Να της λείπω όσο μου λείπει, να ζητά να είναι κοντά μου, να πονά όσο πονάω όταν δεν είμαστε μαζί...
Εμμονικός.
Έχω γίνει εμμονικός. Μα πάντα δεν ήμουν? Πάντα με κυρίευαν οι εμμονές και πάθη...
Περίπου τέσσερα χρόνια μετά...
«Πού πάμε;» ρωτά ψιθυρίζοντας αν και είμαστε μόνοι μας μέσα στο ιδιωτικό μας ασανσέρ. Το λατρεύω να την βλέπω χαλαρή και ζαλισμένη.
«Στο σπίτι μας».
«Γιατί;» Ρωτά χαχανίζοντας και νομίζω πως ακούω την ωραιότερη μελωδία
«Δε σου είπα;» Ψιθυρίζω στο αφτί της «Θέλω να μείνω μόνος μαζί σου, θέλω να σε πάρω αγκαλιά, θέλω να βρεθώ μέσα σου, ξανά και ξανά.»
«Γιατί; Σου έχω λείψει?»
Ένα πονηρό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη μου. «Σε θέλω τόσο μα τόσο γαμημένα πολύ απόψε.»
Οι πόρτες του ασανσέρ ανοίγουν και βγαίνει χωρίς άλλες ερωτήσεις. Απλώνοντας πίσω το χέρι, πιάνει τον καρπό μου και με βγάζει στο διάδρομο. «Έλα μαζί μου» Με προστάζει με σαγηνευτική φωνή.
Δεν είναι πως θα έλεγα όχι ποτέ σε ερωτικό υπονοούμενο της Σοφίας μου!
Παίρνει το πρόσωπό μου ανάμεσα στα χέρια της σηκώνεται στις μύτες των ποδιών της και τα χείλη της λεηλατούν τα δικά μου κλέβοντας μου την αναπνοή.
Περνούν δυο δευτερόλεπτα πριν κλείσω τα μάτια και χαλαρώσω κάτω από το άγγιγμά της. Ανταποδίδω το φιλί.
«Σε θέλω» ψιθυρίζει.
Τα χείλη της πιέζουν τα δικά μου και την σπρώχνω προς τον τοίχο. Τα Χέρια μου κινούνται με ταχύτητα, βρίσκοντας το πίσω μέρος του σουτιέν της. Το ξεκουμπώνω και αρχίζω να χαϊδεύω την ραχοκοκαλιά της.
Θα κάνουμε σεξ πάνω στον τοίχο τέλος δεν προλαβαίνω με τίποτα να φτάσω στο δωμάτιο μας
«Μπιάχ! Τι κάνεις εκεί μπαμπούλη?» λέει ο γιός μας με αηδία στη φωνή του. Χωρίζουμε όπως τότε που ήμασταν έφηβοι και μας τσάκωσε η γειτόνισσα της να φιλιόμαστε σε μια γωνία. Η Σοφία μου ξεκολλά από τον τοίχο και με μάτια που γυαλίζουν, χαμογελά στον τετράχρονο γιό μας.
«Με... με βοηθούσε...παραπάτησα μωρό μου».
«Φαινόταν σαν να φιλιέστε» προσθέτει το παιδί μας μπερδεμένο.
«Φιλιόμαστε» ξεκινά ξανά η Σοφία με τρεμάμενη φωνή. «Καληνυχτιζόμαστε με ένα φιλί . Εσένα δεν σε φιλάω πριν πέσεις για ύπνο μωρό μου? Έτσι έδινα ένα φιλί και στον μπαμπά γιατί είναι αργά και...»
«Ναι αλλά εγώ τότε είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι μανούλα» Όσο μιλάει τόσο μπερδεύει το παιδί μας.
«Πράγμα που με κάνει να αναρωτηθώ» Σπεύδω να σώσω την κατάσταση «Γιατί είσαι ακόμα ξύπνιος ? θυμάμαι πολύ καλά την μανούλα να σε βάζει για ύπνο ώρες πριν.»
«Ξύπνησα» Μου ανακοινώνει με φυσικότητα και τον παίρνω στα χέρια μου.
«Πάμε φίλε για ύπνο. Δώσε φιλί στην μαμά» Πλησιάζουμε το κορίτσι μας και αφού πάρουμε ο καθένας το μερίδιο του , πάμε αγκαλιά στο δωμάτιο του.
Πίσω ξανά... στην πρώτη ημέρα που τον είδα, που τον κράτησα στα χέρια μου
Νομίζω ότι έμπλεξα άσχημα. Τον κράτησα στα χέρια μου και το συναίσθημα που ένιωσα μου έκοψε τα πόδια. Είναι δικός μου? Είναι δημιούργημα μου? Εγώ που φώναζα πως δεν θέλω παιδιά εγώ έχασα την μιλιά μου και έκλαψα, έκλαψα για όλα όσα είπα τότε για όλα όσα πέρασε αυτός ο δυνατός άνθρωπος η Σοφία μου εξ αιτίας μου. Προστάτεψε αυτό το πλάσμα με νύχια και με δόντια έγινε λέαινα για το παιδί μας την ώρα που εγώ έγινα ο μεγαλύτερος μπάσταρδος του κόσμου. Υπόσχομαι να σε προστατεύω μωρό μου, από όλους και από όλα.
Αμέσως μόλις μπαίνω στο σπίτι μας, κατευθύνομαι προς το μπαρ. Βάζω μπέρμπον με πάγο, το αγαπημένο μου ποτό και πίνω μια μεγάλη γουλιά. Χρειάζομαι την κάψα του αλκοόλ. Σερβίρω στον εαυτό μου άλλο ένα και κάθομαι με φόρα στην πολυθρόνα μου. Παρακολουθώ τα παγάκια που αρχίζουν να λιώνουν. Ξέρω ότι μπορώ να ελέγξω το ποτό, το τσιγάρο και όλα μου τα πάθη, πλέον. Το μόνο που δεν μπορώ να ελέγξω είναι το άγχος μου για την Σοφία μου και για το παιδί μας, που σήμερα έφερε στον κόσμο.
Κουνώ το ποτήρι με το κεχριμπαρένιο ποτό και ακούω τα παγάκια να χτυπούν στα τοιχώματα του κρυστάλλου.
Το αγαπώ αυτό το πλάσμα. Το συναίσθημα είναι ηδονικό, σχεδόν το ίδιο με αυτό που αισθάνομαι για την μητέρα του. Μια φλεγόμενη ευφορία με καίει. Αναδύεται από τα έγκατα της ψυχής μου.
Βγαίνω έξω στο μπαλκόνι, κάθομαι σε μια πολυθρόνα και αφήνω το ποτό μου επάνω στο μαρμάρινο τραπεζάκι. Βγάζω τα τσιγάρα μου από την τσέπη. Δεν καπνίζω πια μέσα στο σπίτι μας. Χρειάζεται να πάρω μερικά ρούχα, να κάνω ένα ντουζ, και να επιστρέψω στο πλευρό της στο μαιευτήριο.
Θα τα καταφέρω. Τους αγαπώ πολύ και τους δυο! Τα χέρια μου τρέμουν από το άγχος. Αλλά ξέρω πως πάντα πετυχαίνω τους στόχους μου. Θα γίνω ο καλύτερος πατέρας. Η Σοφούλα μου ήδη καλή μητέρα. Ζεστή. Τόσο ζεστή και γλυκιά όσο υπήρξε η δικιά μου μαμά.
Γαμώτο, ακόμα και αυτό μου αρέσει η γλυκύτητα του προσώπου της όταν κράτησε τον γιο μας. Ακόμα και το αυστηρό της βλέμμα όταν μου είπε πρόσεχε πως θα τον κρατήσεις, την ώρα που μου τον έδινε αγκαλιά.
Βαθιές ρουφηξιές ναι βαθιές και μεγάλες ρουφηξιές από το τσιγάρο μου, με ηρεμούν καθώς ακουμπώ τα χέρια στους μηρούς μου και κλείνω τα μάτια. Πρέπει να χαλαρώσω.
Στο εξοχικό μας μια καυτή βραδιά λίγο καιρό πριν
Ομορφη νύχτα. Δε ρίχνουμε μια βουτιά στην λίμνη μας?» Προτείνω κοιτάζοντάς την. Έχω ανασηκώσει τα φρύδια μου και ένα διαβολικό χαμόγελο τρεμοπαίζει στα χείλη μου.
«Δεν φοράω μαγιό, Αχιλλέα... Να πεταχτώ μια στιγμή ως το σπίτι να φορέσω? Δεν θα αργήσω»
«Μπορείς πάντα να κολυμπήσεις με τα εσώρουχά. Ή και γυμνή»
«Ή γυμνή? Αχιλλέα...» Κατσουφιάζω , μου χαλά την φαντασίωση μου «Καλά καλά, μωρό μου μην μουτρώνεις θα κολυμπήσουμε, αλλά νομίζω πως θα είμαι πιο ασφαλής με το σουτιέν και το εσώρουχο μου»
«Πιο ασφαλής? » Γελάω... Αχ μωρό μου δεν με έμαθες ακόμα...Βγάζω τα παπούτσια και ξεκουμπώνω το πουκάμισο μου. Το βγάζω εντελώς και το πετώ κάτω στην παρυφή της ιδιωτικής λιμνούλας μας .
Την τραβάω στην αγκαλιά μου και την φιλώ. Θέλω να χάσει το μυαλό της
«Ασφαλής, ασφαλής, ασφαλής. Για τι πράγμα κουβεντιάζουμε;» Με κοιτά αποσυντονισμένη. Γελάω
«Έλεγες πως θα ήταν πιο ασφαλές να κρατήσεις τα εσώρουχά σου.» Κοιτά λαίμαργα το γυμνό κορμί μου. Ναι αυτό είναι το κορίτσι μου!
«Θα γδυθείς τελικά?» Ρωτώ κλείνοντας της παιχνιδιάρικα το μάτι. Το ξέρω μωρό μου πως σε τρελαίνω. Σε τρελαίνω ακόμα μετά από τόσα χρονιά!
«Απολαμβάνω την παράσταση. Ίσως προτιμήσω να παρακολουθώ εσένα.» Με αποστομώνει το άτιμο θηλυκό που με παιδεύει χρόνια τώρα με τα καμώματα της.
«Βγάλε το μπλουζάκι σου, γυναίκα».
«Εντάξει, εντάξει». Βγάζει με την σειρά της όλα τα ρούχα και μένει μπροστά μου μόνο με τα εσώρουχα.
Ψαχουλεύω το κινητό μου και πατάω την λίστα με την μουσική που έχω φτιάξει. Ο Kurt μας τραγουδά και μας ρωτά που κοιμήθηκε το κορίτσι του το προηγούμενο βράδυ.
«Πάντα ήξερα ότι ήσουν κρυφός θαυμαστής των Νιρβάνα και ας έλεγες άλλα στην Αλεξάνδρα»
«Σσσσς γυναίκα μην φωνάζεις μπορεί και να σε ακούσει... Ποιος αντέχει την γκρίνια της μετά?»
Το δεξί μου χέρι με αγγίζει στο σημείο όπου τελειώνει το σουτιέν της και κατηφορίζει προς τη μέση της .
Βυθίζω τα δάχτυλα στα μαλλιά και η απόγνωσή μου είναι φανερή. Την θέλω. Την χρειάζομαι.
«Μωρό μου, είσαι ο μόνος άνθρωπος που με κάνει να τρελαίνομαι με ένα μόνο βλέμμα του»
«Γαμώ το. Δεν μπορείς να λες κάτι τέτοια και να περιμένεις να μείνω απαθής και να μην αντιδράσω» Της γκρινιάζω και τρέχω προς την λίμνη. Χρειάζομαι περισπασμό και ένα κρύο μπάνιο για να μην της ορμίσω. Πηδώ μέσα στο δροσερό νερό.
Βγαίνω στην επιφάνεια και την βλέπω να κάθεται στην άκρη της λιμνούλας επάνω στην τεχνίτη προβλήτα. Τα πόδια της έως την γάμπα είναι μέσα στο νερό.
Κολυμπώ κοντά της και αρπάζω τους αστραγάλους της . Στηρίζοντας το βάρος της την τραβάω αργά, μέχρι που το μπροστινό μέρος του σώματός της γλιστρά πάνω στο δικό μου. Την βάζω να ξαπλώσει επάνω στο νερό και την φιλω στο στομάχι καθώς επιπλέει στο κρύο νερό με μαλλιά ανοιχτά σαν βεντάλια γύρω της.
«Και τώρα?» Ρωτά ήρεμα και γλυκά
«Και τώρα? Σε θέλω, καρδούλα μου. Νομίζω ότι είναι ξεκάθαρο. Το πόσο σε έχω συνέχεια ανάγκη.»
Την αγαπώ ακόμα και στα άσχημα της
«Δεν αντέχω άλλο, έχω κουραστεί. Το καταλαβαίνεις? Μπορείς να βοηθήσεις? Η ζωή Αχιλλέα δεν είναι μόνο βόλτες . Δεν είναι μόνο καρδούλες και αρώματα. Κουράστηκα. Κάνε κάτι» Μου λέει ξαπλωμένη ακόμα στο κρεβάτι μας. Έχει ξημερώσει , έχουμε ξυπνήσει από ώρα, αλλά συνεχώς γκρινιάζει πως δεν ξεκουράζεται...
«Τι να κάνω?» Ρωτώ ξαπλωμένος στην δικιά μου πλευρά
«Δεν ξέρω, μάθε ποδόσφαιρο, για να μπορέσεις να μάθεις και στο παιδί. Απασχόλησε τον κάπως. Χρειάζομαι λίγο χρόνο για μένα και ξεκούραση. Από την κούραση έχω μόνιμους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια μου ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΖΩ ΕΤΣΙ ΑΚΟΥΣ?»
«ΑΚΟΥΣΑ» Λέω και σηκώνομαι, νομίζω άκουσα το παιδί να με φωνάζει...Ποδόσφαιρο. Ρουθουνίζω. Πότε είδα ποδόσφαιρο εγώ για να δω τώρα? Πότε έπαιξα εγώ με ένα πετσί για να παίξω τώρα?
Στέκομαι έξω από την πόρτα του εξάχρονου γιού μας «Σκέφτομαι να έρθεις μαζί μου στο στούντιο σήμερα , για να παίξουμε μαζί, με τις κονσόλες και τις κιθάρες μου. Μπορώ να σε μάθω μερικούς εύκολους ρυθμούς εάν φυσικά θέλεις. Πώς θα σου φαινόταν;»
«Πω πω φίλε...», απαντά και ο τόνος της φωνής του είναι πρόσχαρος. Πότε μεγάλωσε και μιλά έτσι? Θα με τρελάνει?
(...)
Όσο σκηνές από την κοινή μας ζωή περνάν μπροστά από τα μάτια μου, σιγοψιθυρίζω σαν μάντρα το μόνο ποίημα που έμαθα στην ζωή μου. Ο ίσως επειδή το αληθινό μου όνομα είναι Αχιλλέας ίσως επειδή η καθηγήτρια μου είχε εμμονή με αυτό δεν ξέρω... Το μόνο που ξέρω είναι πως ο Καβάφης έμεινε βαθιά χαραγμένος στην μνήμη μου.
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
«Ο ποιητής υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να περιμένουμε κέρδη απ' την Ιθάκη. Η Ιθάκη είναι απλά ο τερματικός σταθμός της ζωής και δεν έχει να μας δώσει κάτι άλλο. Μας έδωσε το κίνητρο και την αφορμή να ξεκινήσουμε προς την αναζήτησή της, για να κατακτήσουμε όλα τα πνευματικά αγαθά που συγκροτούν την πείρα ζωής. Μας πρόσφερε τη γνώση και την ηδονή. Η Ιθάκη όμως, δεν αποτελεί μονάχα προορισμό αλλά και στόχο. Και παρόλο που μπορεί το αποτέλεσμα να μην μας αφήσει ικανοποιημένους, δεν θα πρέπει ν' απογοητευόμαστε, γιατί ο στόχος επιτεύχθηκε αλλά και γιατί με την επίτευξη ενός στόχου, έρχεται ο επόμενος, μια νέα Ιθάκη μας καλεί να την εξερευνήσουμε!» Τα λόγια της δασκάλας μου στροβιλίζονται ξανά και ξανά στο κεφάλι μου.
«Mason σε πέντε βγαίνεις» Ακούω τον συνεργάτη μου να φωνάζει από την ανοιχτή πόρτα. Χαμογελάω... Η Ιθάκη μου για μένα είναι η οικογένεια μου, το σπίτι μου η γυναίκα μου ο γιός μας. Και απόψε, τα αγόρια θα κάνουμε αυτό που πρέπει...
(...)
Τώρα βρίσκομαι επάνω στην σκηνή, μαζί με την συνέχεια μου... Τον μονάκριβο μου τον γιο μου. Μαζί έχουμε ετοιμάσει μια έκπληξη στην γυναίκα της ζωής μας. Στην γυναίκα που κυριολεκτικά έδωσε πνοή στον γιό μας , και μεταφορικά σε εμένα.
Ανοίγω τα μάτια και ξεφυσώ αργά. Μπορεί να το κάνει. Το αγόρι μου ...είναι καλός!
Ο προβολέας πέφτει πάνω του και το πλήθος αρχίζει να ξεφωνίζει τόσο δυνατά, που στην αρχή είναι δύσκολο να τον ακούσεις.
«Παίξε με την καρδιά σου αγόρι μου» Λέω συνεχώς στον γιο μου
«Κι αν παίξω χάλια μπαμπά; Αν δεν είμαι καλός? Εάν γίνουν ρεζίλι?» Τα μάτια του...Τα μάτια της...
«Θα παίξεις Θεϊκά. Πιστεύω πολύ σε εσένα. Είσαι καλύτερος από ότι υπήρξα εγώ στην ηλικία σου. Με κάνεις πολύ περήφανο. Είμαστε οι δυο μας αγόρι μου. Μόνο εμείς, γιέ μου. Εγώ και εσύ. Όπως στο σπίτι. Απομάκρυνε το θόρυβο και εξουδετέρωσε τον εντελώς. Άκου την μελωδία γίνε ένα μαζί της και άφησε την να σε παρασύρει.»
Ξεκινάμε ένα τραγούδι που γράψαμε μαζί. Οι υπόλοιποι μας συνοδεύουν. Συνεχίζω να τραγουδώ και στο ρεφρέν σκύβω και ενώνω το μέτωπο μου με αυτό του παιδιού μου που παίζει απόψε για πρώτη φορά στα έξι του χρόνια μπροστά σε ένα ασφυκτικά γεμάτο στάδιο.
Τρία λεπτά από την αγάπη μας, εκτεθειμένη σε όλο τον κόσμο.
Το τραγούδι μας τελειώνει η σκηνή σκοτεινιάζει, αλλά το πλήθος εξακολουθεί να ζητωκραυγάζει. Ο γιός μας φεύγει όπως είχαμε συνεννοηθεί και εγώ τον ακολουθώ αδιαφορώντας για τους θεατές.
Με την άκρη του ματιού μου βλέπω την γυναίκα της ζωής μου να κλαίει από συγκίνηση. Δεν το γνώριζε. Δεν ήξερε τίποτα για το μικρό ρεσιτάλ που είχαμε σκοπό να δώσουμε πατέρας και γιος. Για εκείνη το κάναμε . Μόνο για αυτήν ζούμε και αναπνέουμε και οι δύο. Χαϊδεύω τα μαλλιά του γιού μου και εύχομαι μια μέρα να βγει, και να αγαπήσει μια γυναίκα τόσο καλή όσο η μητέρα του.
Τυλίγω το χέρι μου γύρω από τους ώμους της . «Ευχαριστώ που πίστεψες σ' εμένα, παραπάνω από μια φορά. Σε ευχαριστώ για όλα όσα είσαι.»
«Ήταν εύκολο να πιστέψω σ' εσένα. Σε αγαπούσα από πάντα ξέρεις» Με αποστομώνει.
«Όχι μωρό μου δεν ήταν εύκολο κι όμως εσύ το έκανες . Έμεινες όταν όλα σου φώναζαν να φύγεις μακριά. Έμενες εκεί ,ήσουν στο πλευρό μου όποτε σε χρειαζόμουν. Σου χρωστώ τη ζωή μου πάνω από μια φορά». Ένας τεχνικός παίρνει την κιθάρα μου από τα χέρια μου και αυτό με βοηθά. Χρειάζομαι και τα δυο μου χέρια για την συνέχεια που έχω στο μυαλό μου.
«Όμως ....Έχω ένα παράπονο... Από όλα τα χατίρια που μου έχεις χαλάσει μόνο ένα με πληγώνει ακόμα και σήμερα...»
«Αχιλλέα... Εγώ...» Ξέρει τι θέλω, γνωρίζει τι ζητάω.
«Νίκησες τους φόβους σου, Σοφία. Πάλεψες με τα θηρία και βγήκες δυνατή Παραμένεις το πιο δυνατό άτομο που ξέρω και είμαι περήφανος για εσένα» Το περιστατικό της απαγωγής είναι για μας παρελθόν. Η δυνατή μου σύντροφος , η ατρόμητη μου πολεμίστρια αντιμετώπισε τα πάντα!
«Πρέπει να φύγεις, οι θαυμαστές περιμένουν.» Προσπαθεί να με αποσυντονίσει
«Έχω χρόνο»
Πλησιάζω περισσότερο, σαν να έχω όλο το χρόνο του κόσμου, τα δάχτυλά μου βυθίζονται στα μαλλιά της και σκύβω για να την φιλήσω.
Ένας προβολέας έχει στραφεί πάνω μας. Όλος ο κόσμος μάς βλέπει πέφτω στο ένα γόνατο μπροστά της . Βάζω το χέρι μου στην πίσω τσέπη, και όταν το βγάζω κρατώ ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι.
«Σοφούλα μου, ήμουν όλα όσα δεν ήθελες ή όλα όσα περίμενες μια ζωή... Ξέρεις ποιος είμαι, ξέρεις ποιος ήθελα πάντα να είμαι, είδες τι μπορώ να κάνω όταν νόμιζα πως όλα ήταν χαμένα. Έμεινες και πάλεψες γιατί είσαι το πιο δυνατό άτομο που έχω γνωρίσει στην ζωή μου. Έδωσες στην ψυχή μου τον παλμό που αναζητούσα. Κράτησες με τα δύο σου χέρια δυνατά το τιμόνι και μας πήγες εκεί που έπρεπε. Δεν φοβήθηκες. Δεν δείλιασες ακόμα και όταν όλα σου φώναζαν πως είμαι σκάρτο εμπόρευμα. Ρίσκαρες μαζί μου και μου εμπιστεύτηκες την καρδιά σου. Τώρα είμαι εδώ μπροστά σου και σου ζητώ να πάρεις το μεγαλύτερο ρίσκο που υπάρχει. Θα με παντρευτείς; Στο έχω ζητήσει κι άλλη μια φορά. Δεν έγινε τότε σε παρακαλώ δέξου να γίνει τώρα...»
Πίσω μου, ακούω τον γιό μας να λέει την ατάκα του «Παντρέψου τον μπαμπά, μαμά! Σταμάτα να τον έχεις στην παρανομία. Τι παραδείγματα μου δίνεις?»
Δάκρυα κυλούν από τα ματάκια της. Ο γιός μας έρχεται πίσω της και την αγκαλιάζει. Σφίγγει τα χεράκια του γύρω από την μέση της .Είναι η τέλεια στιγμή μας . Η οικογένεια μας με τα καλά της και τα κακά της!
«Είμαστε ένα ρίσκο που είμαι πρόθυμη να πάρω και έτσι η απάντηση είναι ναι, Αχιλλέα. Θέλω να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου μαζί σου, μαζί σας.»
Σηκώνομαι, την αγκαλιάζω και τα χείλη μας συναντιούνται σε μια έκρηξη πάθους και αγάπης. Σε εκείνο το φιλί δεν ακούω το πλήθος, ούτε τους τεχνικούς, ούτε το χειροκρότημα γύρω μας. Σε εκείνο το φιλί περικλείω όλη μου την ΑΓΑΠΗ για εκείνη!
ΤΕΛΟΣ
Σε όλες εσάς που διαβάσετε το βιβλίο μου. Εύχομαι να βρείτε όλες σας την Ιθάκη σας.
Ιθάκη
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν' ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ' έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
Στα καβαφικά αυτοσχόλια ο ποιητής προσθέτει:
"Το νόημα του ποιήματος τούτου είναι απλούν και σαφές. Ο άνθρωπος εις την ζωήν του επιδιώκει ένα σκοπόν "Ιθάκην", αποκτά πείραν, γνώσεις και ενίοτε αγαθά ανώτερα του σκοπού του ιδίου. Κάποτε δε την Ιθάκην, όταν φθάνει στο τέρμα των προσπαθειών του, την ευρίσκει πτωχικήν, κατωτέρα των προσδοκιών του. Εντούτοις η Ιθάκη δεν τον γέλασε".
Με αγάπη
Πηνελόπη
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top