Το σκοτάδι

Ingrid's POV

<<Θα σε προστατέψω... Με όποιο κόστος>>.

Άκουγα αυτά τα λόγια του στο μυαλό ξανά και ξανά, από την στιγμή που έφυγε. Την πρώτη φορά, η καρδιά στο στήθος μου πετάρισε και χάρηκα τόσο πολύ που δεν πρόσεξε το ροδαλό χρώμα μου εμφανίστηκε στα μάγουλα μου.

Στην αρχή, νόμιζα ότι αυτή η ζεστασιά οφειλόταν στην θέρμανση που είχε ανάψει η γιαγιά μου, λόγω του κρύου. Αλλά του χτυποκάρδι μου, το οποίο δεν σταμάτησε για αρκετή ώρα, διέλυσε εντελώς αυτήν την θεωρία.

Επέμεινα ότι ήταν η ιδέα μου. Δεν υπήρχε περίπτωση να με συμβαίνει σε εμένα αυτό. Και για να μπορέσω να αποφύγω αυτού του είδους σκέψεις, αποφάσισα να απασχολήσω τον εαυτό μου με τις δουλειές του σπιτιού. Καθάρισα τα τζάμια όλων των δωματίων, ξεσκόνισα τις περισσότερες επιφάνειες των επίπλων, σκούπισμα και σφουγγάρισα τα πατώματα με απόλυτη προσοχή, για να μην μου ξεφύγει ούτε ένας λεκές. Άπλωσα και μερικά ρούχα που μόλις είχαν πλυθεί, αλλά αμφέβαλα αν θα στέγνωναν γρήγορα, εξαιτίας της κακοκαιρίας, η οποία είδα στις ειδήσεις ότι θα συνεχιζόταν για τις επόμενες μέρες.

Και όταν ήρθε νύχτα και τα μαύρα πέπλα της κάλυψαν κάθε άκρο της Νέας Υόρκης, εγώ πάλι ήμουν χαμένη στην άβυσσο των σκέψεων μου. Η γενική καθαριότητα δεν βοήθησε και πολύ, καθώς το ίδιο ερώτημα με βασάνιζε... Γιατί ένιωθα λες και η καρδιά μου θα έβγαινε έξω από το σώμα μου από στιγμή στιγμή;

Μου έβαζα κι' άλλα εμπόδια, ώστε να μην φτάσω σε κανένα συμπέρασμα, παρόλο που δεν υπήρχαν και πολλά για να προβληματιστεί κανείς.

Ασχολήθηκα και με τα πιάτα, μετά το δείπνο που ετοίμασε η γιαγιά. Ό,τι κι' αν μου είπε, δεν την άφησα να πλησιάσει στην κουζίνα. Πέρα από την δική μου μανία να αδειάσω το μυαλό μου, δεν μπορούσα να την αφήσω να κουράζεται στα γεράματα. Όσο κι' έλεγε πως είχε την δύναμη να κάνει πράγματα ακόμα, εγώ παρέμενα κάθετη σε αυτό το ζήτημα. Ωστόσο, δεν το έβαζε κάτω με τίποτα και αυτό με εκνεύριζε πάρα πολύ. Δεν ήταν λίγες οι φορές που την μάλωσα, επειδή είχε μείνει για πολύ ώρα όρθια στο μπάνιο και καθάριζε.

Και φυσικά, κάθε φορά το μετάνιωνα κλειστά. Με κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια και ύστερα έφευγε ήσυχα. Προσποιούνταν πως δεν την είχα πληγώσει, αλλά ήξερα πόση λύπη της είχα προκαλέσει. Οι λυγμοί της έφταναν στα αυτιά μου και αισθανόμουν ένα κέντρισμα ενοχής. Ευχόμουν με θέρμη να εία κρατήσει το στόμα μου κλειστό. Τόσα είχε κάνει για εμένα και εγώ της το ξεπλήρωνα με αυτόν τον τρόπο; Ήμουν τραγική.

Όμως ήταν δύσκολο να αλλάξουμε και οι δύο. Εκείνη πάντα θα με φρόντιζε και εγώ πάντα θα θύμωνα που ταλαιπωρούσε τον εαυτό της.

Ίσως... Ίσως αυτό να ήταν που μου είχε κάνει εντύπωση στον Ντράκο. Πρώτη φορά κάποιος είχε δείξει ανθρώπινο ενδιαφέρον για εμένα, πέρα από την γιαγιά και την Μιράντα, από όταν μετακόμισα στην Νέα Υόρκη. Για να ποιόν άλλο λόγο να μας επισκέφθηκε άλλωστε; Γνώριζε ότι δεν είχα κάτι άλλο, ουσιαστικό να του πω. Θα μπορούσε άραγε...;

Πήρα μια βαθιά ανάσα και έβαλα το τελευταίο πιάτο στην πιατοθήκη, ώσπου να στεγνώσει, ενώ παράλληλα, απώθησα αυτήν την ιδέα και την έθαψα.

Ήταν αδύνατον να ισχύει. Ήταν ένας αστυνομικός που έκανε απλά την δουλειά του. Μόλις τελείωνα όλα, θα με ξεχνούσε. Αλλά και να ήταν αλήθεια, δεν με ένοιαζε καθόλου. Δεν επιθυμούσα καμία σχέση. Κανένας άντρας δεν είχε θέση στην ζωή μου.

<<Θα σε προστατέψω...>>

Οι παλμοί μου αυξήθηκαν πάλι... Όχι, ήμουν σταθερή στις απόψεις μου. Δεν είχα καμία διάθεση να προσθέσω και τέτοια προβλήματα, όταν ήδη είχα πολλά να αντιμετωπίσω.

<<Ίνγκριντ; Είσαι καλά, γλυκιά μου;>>

Η φωνή της γιαγιάς μου με επανέφερε στο παρόν και οι βλεφαρίδες μου πετάρισαν. Συνειδητοποίησα ότι είχα μείνει σιωπηλή και μάλλον που μιλούσε τόση ώρα, αλλά εγώ ήμουν αφηρημένη... Αυτές οι τρεις λέξεις δεν με άφηναν ήσυχη.

<<Ναι... Ναι γιαγιακα μου, είμαι μία χαρά, μην αγχώνεσαι>>, την διαβεβαίωσα και άφησα τον πάγκο, το οποίο κρατούσα σφιχτά.

Γύρισα από την άλλη και είδα την ανησυχία να έχει αποτυπωθεί στο πρόσωπο της. Στεκόταν κάτω από το δοκάρι της πόρτας και με περίμενε υπομονετικά να τελειώσω αυτό που έκανα... Μόνο ένα πράγμα σήμαινε αυτό.

<<Θέλεις να έρθεις για λίγο στο σαλόνι να τα πούμε;>>

<<Είμαι κουρασμένη και νυστάζω λίγο, γιαγιά μου...>>, της απάντησα και κάλυψα με το χέρι το στόμα μου, για να κρύψω το χασμουρητό.

<<Ναι γλυκιά μου, έχεις δίκιο. Καθάριζες και όλη την ημέρα. Απλώς... Είσαι κλεισμένη στο δωμάτιο σου τρεις μέρες τώρα. Βγαίνεις μόνο για τουαλέτα ή φαγητό. Δεν έχουμε μιλήσει και πολύ και σκέφτηκα ότι ίσως θα ήθελες να μοιραστείς τις σκέψεις σου μαζί μου. Θα μπορούσαμε να πιούμε και λίγο γάλα, όπως κάναμε όταν ήσουν μικρή. Το θυμάσαι;>>

Χαμογέλασα, καθώς οι αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων κατέκλυσαν τον νου μου. Κυριακάτικα τραπέζια την άνοιξη, αλλά και γενικότερα οικογενειακές μαζώξεις σε γιορτές σε όλη την διάρκεια του χρόνου, νύχτες που η γιαγιά μου και εγώ ξενυχτούσαμε κρυφά από τους γονείς μου και μου έλεγε ιστορίες από τα νιάτα της και για τον μεγάλο έρωτα που έζησε, παρά τις λιγοστές της σχέσεις, ενώ πίναμε ζεστό γάλα, όλες οι φορές που πρόσεχε εμένα και τα αδέρφια μου, επειδή οι γονείς μου ήθελαν να βγουν ραντεβού... Και φυσικά, το καταπληκτικό μεσημεριανό που μαγείρευε για εμάς το μεσημέρι, αφού επιστρέφαμε από το σχολείο. Εκείνη και η μητέρα μου, έκαναν θαύματα στην κουζίνα, αλλά πού και πού, προτιμούσα τις γλυκιές αλχημείες τις γιαγιάς μου, που έκαναν όλο το σπίτι να μοσχοβολά.

Η καρδιά μου σφίχτηκε, όταν το αίσθημα της νοσταλγίας αντικατέστησε η συνειδητοποίηση πως αυτοί οι καιροί, είχαν περάσει. Με άφησα να ταξιδέψω πάλι στο παρελθόν και να χαρώ, χωρίς να σκεφτώ ότι η σκληρή πραγματικότητα θα μου το υπενθύμιζε αυτό. Ότι το κενό μέσα μου, δεν θα γέμιζε ποτέ με τις μνήμες. Εξάλλου, είχαν περάσει οχτώ χρόνια, μα αυτές ήταν ακόμα νωπές. Μόνο λύπη μου έφερναν.

Είχα όντως απομονωθεί αυτές τις ημέρες. Πίστευα ότι αν έμπαινα κάτω από τα σκεπάσματα και με έκρυβα από το σκοτάδι, αυτό σταδιακά θα υποχωρούσε και ο εφιάλτης θα τελείωνε. Κανείς δεν θα μπορούσε να μου κάνει κακό. Θα ήμουν ασφαλής από όλα τα τέρατα που ήθελαν να με βλάψουν... Μέχρι που κατάλαβα ότι ούτε το δωμάτιο μου αποτελούσε πια καταφύγιο, γιατί ήρθε ο Ντράκο. Δεν έφταιγε εκείνος. Απλά σκέφτηκα ότι αφού με βρήκαν στο νοσοκομείο, θα με έβρισκαν οπουδήποτε.

Ωστόσο, μου έλειπε η γιαγιά μου... Ανεξάρτητα από τις συνθήκες που με ανάγκασαν να έρθω ξανά στο σπίτι της και να αφήσω το πανεπιστήμιο για ένα διάστημα, μου άρεσε που ήταν ξανά κοντά μου. Και αισθανόμουν την ανάγκη να της πω τόσα πολλά... Κανείς δεν μπορούσε να μου πει άλλωστε πόσο χρόνο είχα μαζί της. Κανείς δεν μπορούσε να μου πει πότε θα έφευγε και εκείνη από κοντά μου. Οπότε, έπρεπε να εκμεταλλευτώ αυτές τις στιγμές... Όσες κι' αν ήταν.

Το χαμόγελο παρέμεινε στο πρόσωπο μου. Της έγνεψα θετικά και κατευθύνθηκα προς το ψυγείο. Πήρα το μπουκάλι με το γάλα και γέμισα μέχρι πάνω τις αγαπημένες μας κούπες. Ύστερα, τις έβαλα στο φουρνάκι και τις άφησα να ζεσταθούν για ενάμιση λεπτό περίπου. Τις πήρα στα χέρια και πλησίασα την γιαγιά μου, προσφέροντάς της την μία.

Πήγαμε στο σαλόνι και βολευτήκαμε στον καναπέ. Ήπιαμε και οι δύο μία γερή γουλιά και μετά κοιταχτήκαμε, έτοιμες να ανοίξουμε συζήτηση... Για τα πάντα.

<<Πώς νιώθεις, αγάπη μου;>>

<<Δεν ξέρω... Αλήθεια. Από τη μία θέλω να κλαίω όλη την ώρα και από την άλλη, τα μάτια μου έχουν στεγνώσει. Νιώθω πως ακόμα και εδώ, μέσα σε αυτούς τους τοίχους, οποιοσδήποτε μπορεί να με βρει. Διαρκώς έχω την εντύπωση πως κάποιος με παρακολουθεί, όταν έχω γυρισμένη την πλάτη... Φοβάμαι πάρα πολύ. Δεν έχω ιδέα πώς να διαχειριστώ την κατάσταση... Τρέμω και μόνο στην σκέψη ότι μπορεί να μην ξυπνήσω αύριο το πρωΐ...>>, ψέλλισα και συγκράτησα τα δάκρυα που συσσωρεύτηκαν στα μάτια μου. <<Αλλά πιο πολύ, στεναχωριέμαι για την Μιράντα. Είναι τόσο άδικος ο τρόπος που έφυγε. Είχε τόσα πολλά όνειρα για την ζωή της. Με σε εμένα είχε μιλήσει. Ήθελε να βρει τον έρωτα, να αποκτήσει παιδιά με την γυναίκα που θα παντρευόταν και να έκανε μια απλή δουλειά για να ζήσει... Τίποτα από όλα αυτά δεν θα γίνει... Δεν πρόλαβε να τα κυνηγήσει...>>, είπα, πιο σιγανά από πριν.

Αισθάνθηκα πάλι ένα βάρος στο στήθος μου. Το ίδιο με δέκα χρόνια πριν, εκείνη την μοιραία νύχτα του Φλεβάρη. Τότε που τα πάντα τυλίχθηκαν στις φλόγες. Και το χειρότερο είναι πως μόνο εγώ επέζησα από τις στάχτες. Προτιμούσα μέχρι και σήμερα να είχα χαθεί εγώ και όσοι τα αγαπημένα μου πρόσωπα...

<<Κοριτσάκι μου... Να 'ξερες πόσο διαισθάνομαι τον πόνο σου. Και πόσο θα ήθελα να τον πάρω όλον εγώ, ώστε εσύ να προχωρήσεις επιτέλους παρακάτω. Δεν ειναι εύκολο να σταματήσει αυτός ο θρήνος...>>.

Άφησε την κούπα της πάνω στο τραπεζάκι και έκανα του. Με το κεφάλι της, μου έκανε νόημα να κάτσω κοντά της και εγώ υπάκουσα, χωρίς δεύτερη σκέψη. Ακούμπησα το κεφάλι μου στον στέρνο της και τα χέρια με αγκάλιασαν σφιχτά, δίνοντας μου απλόχερα την παρηγοριά που τόσο είχα ανάγκη.

Δεν πέρασαν πολλά λεπτά και τα δάκρυα και των δύο μας, κύλησαν στα μάγουλα μας. Δεν χρειάζεται να πρπσποιούμαι πως αντέχω μπροστά της... Και αυτό είναι ό,τι πιο σημαντικό στην σχέση μας.

<<Γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι, γιαγιά μου;>>, ρώτησα, σαν ένα μικρό παιδί που μόλις άρχισε να ανακαλύπτει τον κόσμο γύρω του...

Την απάντηση την γνώριζα, αλλά την έθαβα κάτω από όλα τα αρνητικά συναισθήματα και την σκέψη του πόσο άδικος ήταν ο θάνατος.

Εκείνη γέλασε θλιμμένα και χάιδεψε τα μαλλιά μου. <<Γιατί είναι κομμάτι της ζωής, Ίνγκριντ μου... Η απώλεια είναι ένα από τα πράγματα που οι άνθρωποι δεν μπορούν να ελέγξουν. Γι' αυτό, πρέπει να απολαμβάνουν αυτό το αγαθό που ονομάζεται ζωή. Σου φαίνεται μεγάλη, επειδή είσαι νέα, αλλά αυτό είναι ψέμα. Είναι πολύ πιο μικρή από όσο πιστεύουμε... Μην τη χαραμίζεις λοιπόν, κοριτσάκι μου>>, αποκρίθηκε και τα χείλη της άγγιξαν τα μαλλιά μου, φιλώντας τα απαλά.

<<Ναι, μα... Πώς είναι δίκαιο αυτό; Γιατί κάποιος πρέπει να μένει μόνος του στον πλανήτη; Ποιός αποφασίζει;>>

<<Ίνγκριντ... Έχουμε κάνει πολλές φορές αυτήν την κουβέντα. Καταλαβαίνω πόσο πολύ υποφέρεις. Και εγώ έχασα πολλά άτομα που λάτρευα, ξέρω πώς είναι. Όμως ο Θεός έχει ένα σχέδιο για όλους μας. Οφείλουμε να το αποδεχτούμε... Όσο σκληρό κι' αν είναι κάποιες φορές, λουλούδι μου>>.

Ήξερα πως είχε δίκιο. Ήξερα πως ακουγόμουν σαν μικρό παιδί εκείνη την στιγμή... Αλλά η καρδούλα μου δεν ήθελε να φερθεί ώριμα.

Ψηλάφισα απαλά την αλυσίδα γύρω από τον λαιμό μου με τις άκρες των δαχτύλων μου και στη συνέχεια, έσφιξα με δύναμη την μικρή, χρυσή καρδιά που κρεμόταν από αυτήν με το γράμμα κάπα πάνω της, μαζί και το χρυσό τριαντάφυλλο που της κρατούσε συντροφιά, με το στρασάκι στο κέντρο του. Η καλύτερη παρέα για της πληγωμένες καρδιές τα λουλούδια, όπως της έλεγε η μητέρα της.

Τα είχε κάνει δώρο στην μητέρα μου και στην αδερφή της η δική τους μητέρα. Αφότου πέθανε η θεία μου, τα φυλούσε εκείνη, μέχρι την στιγμή που θα τα κληρονομούσαμε εγώ και η αδερφή μου. Είχα μαγευτεί από αυτά τα κοσμήματα, όπως και η ίδια. Ήταν εκθαμβωτικά. Ήμουν δεκαοχτώ, όπως εσύ και η Χλόη δέκα, όταν απέκτησα το κολιέ και αυτή το βραχιόλι, το οποίο χάθηκε μετά από εκείνο το βράδυ... Μαζί και το άλλο μου μισό

Λάτρευα τόσο πολύ τα μικρά, δίδυμα αδερφάκια μου. Δεν έπαυαν να μου λείπουν και ευχόμουν να είχα κάνει πολλά περισσότερα, για να τα σώσω τότε... Τόσο νέα παιδάκια, τόσο αθώα... Δεν το άξιζαν. Κανένα από τα μέλη της οικογένειας μου.

<<Μακάρι η Χλόη και ο Ντέιβιντ να είχαν επιβιώσει... Μακάρι όλοι να...>>.

Ίσα που άκουγα την φωνή μου. Έσβηνε σιγά σιγά, καθώς έβλεπα εικόνες που προσπαθούσα να ξεχάσω. Μερικοί λυγμοί βγήκαν από το στόμα μου και η γιαγιά μου με κράτησε πιο σφιχτά στα χέρια της.

<<Ηρέμησε, αγάπη μου... Όλα θα πάνε καλά. Το ξέρω πως ακόμα βασανίζεσε. Και όλα αυτά που βιώνεις τώρα, δεν βοηθούν την ψυχή σου να γαληνέψει.. Αλλά θα γίνει και αυτό. Σου το υπόσχομαι ότι θα ηρεμήσεις κάποτε, ψυχή μου...>>, ψιθύρισε τρυφερά στο αυτί μου και ένα μέρος από την συναισθηματική μου φόρτιση, άρχισε να υποχωρεί. Οι παλμοί μου επέστρεψαν στους κανονικούς τους ρυθμούς.

<<Δεν ξέρω αν θα κατορθώσω να φτάσω ποτέ εκεί, γιαγιά...>>. Ξεφύσηξα δυνατά και σκούπισα τις υγρές ραβδώσεις στα μάγουλα μου με ένα χαρτομάντιλο.

Είχα κουραστεί να παλεύω. Να πείθω τον εαυτό μου πως κάνω βήματα μπροστά, ενώ η αλήθεια ήταν πως βρισκόμουν χιλιόμετρα πίσω, καταλήγοντας πάλι στο σημείο μηδέν. Δεν πίστευα ότι είχε νόημα πλέον. Είχα χάσει κάθε ελπίδα.

Ήθελα να γίνω και ψυχολόγος, τρομάρα. Πώς θα βοηθούσα άλλους ανθρώπους, αν δεν είχα την διάθεση να αντιμετωπίσω τους δικούς μου δαίμονες πρώτα;

<<Όλοι οι άνθρωποι βρίσκουν το λιμάνι τους κάποια στιγμή, καρδούλα μου. Θα φτάσεις και εσύ στον προορισμό σου και είμαι απόλυτα σίγουρη πως θα είσαι ευτυχισμένη στο τέλος>>, αποκρίθηκε και έβαλε μία τούφα μαλλιών πίσω από το αυτί μου.

<<Δεν νομίζω...>>.

<<Θα δεις πως έχω δίκιο. Και όταν βρεθείς στην άκρη του γεμάτου με αγκάθια δρόμο στον οποίο βαδίζεις, θα δεις τον άνθρωπο σου να σε περιμένει>>, είπε και μου ξέφυγε ένα ξερό, σχεδόν σαρκαστικό γέλιο.

<<Αυτό είναι το τελευταίο που με νοιάζει, γιαγιά. Δεν έχω τέτοιου είδους βλέψεις για το μέλλον μου. Τουλάχιστον, όχι άμεσα. Το μόνο που επιθυμώ, είναι να γυρίσω στις σπουδές μου>>, της εξήγησα και πρόσεξα τα χείλη της που καμπύλωσαν σε ένα παιχνιδιάρικο μειδίαμα.

<<Ίνγκριντ μου, μπορεί να είμαι γριά, αλλά βάσει της εμπειρίας μου, είμαι ικανή να καταλάβω πολλά παραπάνω από όσα εσείς οι νέοι θεωρείτε>>, μου είπε και την κοίταξα με ανασηκωμένα φρύδια.

<<Τι θες να πεις, γιαγιά;>>

<<Δεν είσαι καθόλου χαζή, Ίνγκριντ... Εκείνος ο αστυνομικός ήταν γλυκούλης, δεν ήταν;>>.

Αν έβλεπα τον εαυτό μου στον καθρέφτη, θα αντίκριζα με βεβαιότητα ένα κατακόκκινο πρόσωπο.

<<Γιαγιά, τι είναι αυτά που λες; Ήρθε για να μιλήσουμε. Την δουλειά του έκανε>>. Οι λέξεις βγήκαν βιαστικά από το στόμα μου και αναγκάστηκα να πάρω ανάσα.

<<Πιο πολύ νευρικός που φάνηκε, παρά αποφασισμένος να κάνει την δουλειά του πάντως. Πιο πολύ τον ένοιαζε να δει εσένα. Εξάλλου, τους είπες όλα όσα είδες. Δεν υπάρχει κάτι καινούργιο. Εκτός κι' αν...>>. Δεν ολοκλήρωσε την πρόταση της.

<<Εκτός κι' αν;>>

<<Του έχεις πει για τότε;>>, με ρώτησε την στιγμή που έπινα κι' άλλες γουλιές από το γάλα μου και παραλίγο να πνιγώ.

Είχα ορκιστεί να μην μαθευτεί αυτή η ιστορία. Ποτέ. Κανείς δεν έπρεπε να ψάξει περαιτέρω. Μόνο η γιαγιά μου και η ψυχολόγος μου ήξεραν. Και έτσι θα έμενε για πάντα.

<<Όχι. Δεν υπήρχε λόγος να αναφερθώ σε όλα αυτά. Δεν συνδέονται με το παρόν ούτως ή άλλως. Γιατί να τα σκαλίζω;>>

<<Σωστά... Τότε, είμαι βέβαιη πως μας επισκέφθηκε από καθαρό ενδιαφέρον το παιδί. Νέος, όμορφος, ευγενικός και πιθανότατα ελεύθερος. Άρα;>>

<<Άρα τίποτα. Δεν με αφορά κανένα από τα χαρακτηριστικά που ανέφερες... Άσε αυτό το ύφος!>>, φώναξα και έσκασε στα γέλια.

<<Κορίτσι μου, δεν είναι κακό να φτιάξεις την ζωή σου>>.

<<Σου ξεκαθάρισα πως δεν έχω καμία τέτοια επιθυμία... Δεν χρειάζομαι κανέναν άντρα στην ζωή μου>>, αποκρίθηκε, παραλείποντας φυσικά την αναφορά τα αίτια που με οδήγησαν στην σημερινή φασίνα και τις σκέψεις που όλη μέρα απέφευγα.

<<Κανείς συνέχεια πράγματα για με με βοηθήσεις... Αλλά πρώτη φορά καθάρισες σχεδόν όλο το σπίτι και μάλιστα, χωρίς να κάνεις διάλειμμα. Μην πας να με κοροϊδέψεις λοιπόν, μικρή>>, με πείραξε και γαργάλισε τα πλευρά μου.

Τα χαχανητά μου ήχησαν σε όλο το χώρα και αναμείχθηκαν μαζί με τα παρακάλια μου να σταματήσει.

<<Γιαγιά, μη!>>, φώναξα απελπισμένα και γέλασα πάλι. Ευτυχώς, απομάκρυνε τα χέρια της.

<<Θα μου πεις τώρα την αλήθεια ή μήπως να συνεχίσω;>>, με απείλησε μεταξύ σοβαρού και αστείου και εγώ γύρισα τα μάτια μου απηυδησμένη προς τα πάνω, χωρίς να είμαι όντως εκνευρισμένη.

Το χτυποκάρδι επέστρεψε, αλλά το αγνόησα. Όσο γινόταν δηλαδή. Αισθάνθηκα την θερμότητα να καταλαμβάνει ξανά το σώμα μου και ξαφνικά, το καλοριφέρ που φαινόταν περιττό.

<<Δεν υπάρχει κάτι να σου πω. Σοβαρά>>, επέμενα, θέλοντας να πείσω και εμένα την ίδια πως τα εννοούσα αυτά τα λόγια.

<<Ίνγκριντ μου, κουβαλάω αμέτρητα χρόνια εμπειριών στις πλάτες μου... Και μπορεί να μην ανακαλώ πολλές σχέσεις, αλλά ποτέ δεν θα ξεχάσω το πόσο δυνατά και αληθινά ερωτεύτηκα τον παππού σου. Και εκείνος έτσι ένιωσε. Και ο έρωτας αυτός, εξελίχθηκε σε αγάπη. Ένα από τα λίγα προξενιά που ήταν επιτυχημένα εκείνες τις εποχές. Και φτιάξαμε μια υπέροχη οικογένεια μαζί>>.

Έλαμπε ολόκληρη όσο μιλούσε για τον παππού μου. Και παρόλο που μου την διηγούνταν ξανά και ξανά, δεν χόρταινα να ακούω την ιστορία της αγάπης τους ως παιδί και ύστερα ως έφηβη. Εξαιτίας αυτής, είχε θέσει πολύ υψηλές προσδοκίες για το πώς έπρεπε να είναι η σχέση μου με τον σύντροφο μου στο μέλλον... Προσδοκίες που ποτέ δεν επαληθεύτηκαν. Και τώρα, δεν είχα το κουράγιο να ελπίζω πως αυτό θα συνέβαινε.

Την κοίταξα και περίμενα να ολοκληρώσει. <<Μπορείς να το αρνηθείς όσο θες... Αλλά εγώ είδα την χαρά σου, όταν τον είδες. Μέσα σε αυτό το δυσάρεστο κλίμα, ήταν ευδιάκριτη. Σου αρέσει>>.

<<Γιαγιά...>>, πήγα να πω, αλλά με διέκοψε.

<<Δεν λέω ότι είσαι απαραίτητα ερωτευμένη... Αλλά πιστεύω ότι μετά από όλα όσα έχεις περάσει, το θεωρώ υπέροχο που επιτέλους η καρδιά μου χτυπάει για κάποιον. Τα συναισθήματά σου, αν και φοβισμένα ακόμα, υπάρχουν. Και πιστεύω πως είναι αμοιβαίο>>, είπε και εστίασα το βλέμμα μου πάνω της.

<<Γιατί; Σου είπε κάτι;>>, ρώτησα, με περισσότερη προσμονή από όση περίμενα.

<<Όχι κορίτσι μου, τι να μου πει; Με εσένα έκατσε πιο πολύ και αφού έκατσα μαζί σας, μερικές κουβέντες ανταλλάξαμε μόνο. Μα διέκρινα στα μάτια του κάτι παραπάνω από αίσθηση καθήκοντος. Αληθινό ενδιαφέρον. Ίσως και κάτι παραπάνω. Ξέρω τι σου λέω>>, μου απάντησε και πέρασα τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά μου, αφήνοντας μία ανάσα.

Τα βλέφαρα μου βάραιναν, παρά το ότι είχα κοιμηθεί ήδη πολλές ώρες. Τα άκρα μου με δυσκολία υπακούσαν στις εντολές του εγκεφάλου μου. Το κρεβάτι μου με καλούσε να χωθώ και πάλι κάτω από τα σκεπάσματα. Συν του ότι η συζήτησε δεν έβγαζε πουθενά και δεν είχα όρεξη να την συνεχίσω... Τουλάχιστον, όχι εκείνο το βράδυ.

<<Νομίζω θα πάω για ύπνο... Σε πειράζει;>>.

Γέλασε ξανά και κούνησε το κεφάλι της. <<Καθόλου, Ίνγκριντ μου. Πήγαινε πάνω. Κι' αν χρειαστείς κάτι, μην διστάσεις να με ξυπνήσεις μέσα στην νύχτα. Ξέρεις ότι δεν έχω πρόβλημα με αυτό>>.

Έγνεψα και χασμουρήθηκα, ενώ παράλληλα σηκώθηκα όρθια, όπως και εκείνη. Με αγκάλιασε ξανά, αυτήν την φορά λίγο παραπάνω από πριν και άφησε αμέτρητα φιλιά στα μαλλιά μου, υπενθυμίζοντας μου πόσο με αγαπούσε... Δεν ήμουν σίγουρη, αλλά αισθάνθηκα κάποια στιγμή τα μαλλιά μου να υγραίνονται, πιθανότατα από τα δάκρυα της... Πόσα είχε υποφέρει και εκείνη; Πόσους ανθρώπους είχε χάσει και ωστόσο, παρέμενε ένας χαρούμενος και γλυκός άνθρωπος;

Την θαύμαζα... Την λάτρευα απεριόριστα. Ήταν σε δεύτερη μητέρα για εμένα. Και ήμουν ευγνώμων που είχα κάποιον να βαδίζει δίπλα μου, παρά τα προβλήματα.

Μάζεψα τις κούπες και πήγα στην κουζίνα. Τις άφησα στον νεροχύτη, γεμίζοντάς τες με νερό και μετά κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο μου, ξεκινώντας να ανεβαίνω τα σκαλιά.

Ταυτόχρονα, αυτά που μου είπε, με είχαν επηρεάσει, έστω κι' αν δεν το παραδεχόμουν... Αλλά δεν είχε σημασία έτσι κι' αλλιώς όμως. Καμία εμπιστοσύνη δεν είχα στο αντίθετο φύλο και δεν πίστευα ότι αυτό μπορούσε να αλλάξει... Σωστά;

Ξάφνικα... Τα φώτα έσβησαν. Άκουσα πυροβολισμούς, οι οποίοι πέρασαν μέσα από τα μεγάλα παράθυρα, κάνοντας τα θρύψαλα. Είδα τα κομμάτια να σκορπίζονται στο πάτωμα. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, βρέθηκα να κρατιέμαι σφιχτά από την κουπαστή, ώστε να μην καταλήξω με δύναμη στο παρκέ. Τα δάχτυλα μου γλιστρούσαν πάνω στο ξύλο, λόγω του ιδρώτα.

<<Γιαγιά! Γιαγιά μου! Με ακούς;!>>, φώναξα ξανά και ξανά, μα την κάθε ήχος καλυπτόταν από τον κρότο του ή των όπλων... Δεν με απασχολούσε πόσοι ήταν απ' έξω εκείνη την στιγμή... Δυστυχώς, καμία απάντηση και αυτό με τάραξε.

Δεν έπρεπε να χάσω την ψυχραιμία μου όμως... Γιατί τότε, θα τελείωναν. Θα έκανα τα πάντα για να μας σώσω.

Ένιωσα ξαφνικά μία ζαλάδα, μα δεν θα την άφηνα με κερδίσει. Κατέβηκα ξανά τα λιγοστά σκαλιά, όσο οι πυροβολισμοί συνεχίζονταν... Και ήρθα αντιμέτωπη με την απόλυτη φρίκη!

Το οξυγόνο άδειασε από τα πνευμόνια μου και δεν εμπόδισα κανέναν λυγμό. Ξέσπασα σε δυνατό κλάμα, καθώς έβλεπα να σχηματίζεται μία λίμνη αίματος γύρω από το κεφάλι της γιαγιάς μου... Τα μάτια της ορθάνοιχτα και άψυχα, λες και είχε ήδη ξεψυχίσει... Όχι, δεν ήταν αλήθεια!

Επιχείρησα να συρθώ προς το μέρος της, μα τα γυαλιά και η αδιάκοπη επίθεση το έκαναν να μοιάζει ακατόρθωτο. Κάθε γυμνό σημείο του σώματος μου, μαζί και το πρόσωπο, γέμισε με γρατζουνιές και πληγές, από τις οποίες ήδη ανάβλυζε αίμα... Και πάλι, εγώ προχώρησα. Δεν ήθελα να μείνει μόνη της τα τελευταία δευτερόλεπτα της ζωής της...

Δάκρυα απογοήτευσης και πόνου κυλούσαν από τα μάτια στα μάγουλα μου. Η καρδιά μου έσπασε σε πολλά μικρά κομματάκια, όταν συνειδητοποίησα πως το στήθος της δεν ανεβοκατέβαινε. Δεν έβρισκα παλμό και τα χείλη της δεν κουνιούνταν.

Ούρλιαξα. Ούρλιαξα όπως δεν είχα ουρλιάξει ποτέ στην ζωή μου. Μα δεν ήταν μόνο η απόγνωση που με οδήγησε σε αυτό... Ήταν και κάτι, πολύ πιο βαθύ. Πολύ πιο δυνατό και ικανό να σκάσει όποτεδηποτε, ανεξάρτητα από τις συνθήκες... Οργή.

Η γιαγιά μου... Η γλυκιά μου γιαγιάκα... Δεν ήταν πια ζωντανή. Η τελευταία μου σύνδεση με την οικογένεια που είχα κάποτε, είχε πλέον χαθεί. Μαζί με αυτήν, και κάθε στάλα ελπίδας που είχα μέσα μου ότι ο κόσμος μπορούσε να γίνει καλύτερος. Ότι οι άνθρωποι θα σταματούσαν κάποτε να σκοτώνουν εν ψυχρώ... Ότι αθώοι σαν κι' εμένα, δεν θα υπέφεραν άλλο.

Δεν ήμουν σίγουρη σε τι οφειλόταν το τρέμουλο . Στον πανικό που με έκανε να παραλύσω; Μήπως στις αναμνήσεις που ήρθαν ορμητικά στο μυαλό μου και έκαναν το αίμα μου να παγώσει; Ή το γεγονός ότι μπροστά στα μάτια μου, είχε χαθεί ένας ακόμα άνθρωπος που λάτρευα;

Δεν θυμάμαι τι επακολούθησε μετά. Αφού παντού γύρω μου, κυριάρχησε το σκοτάδι. Αδυνατούσα να δω ή να αντιληφθώ γενικά το οτιδήποτε. Το ίδιο σκοτάδι που με κατάπιε και τότε, ξύπνησε πάλι κάτι σκοτεινό μέσα μου... Και εκείνη την στιγμή, ευχήθηκα να μην ξυπνούσα ποτέ ξανά.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top