Το πατρικό
Ingrid's POV
Κοιτούσε με βλέμμα απλανές τον τοίχο απέναντι μου, παραμένοντας καθισμένη στο κρεβάτι. Ο Ντράκο, που είχε βολευτεί δίπλα μου, έχει ολοκληρώσει την εξιστόρηση των όσων είχε να μου πει σχετικά με την Μιράντα.
Αρνιόμουν πεισματικά να τα πιστέψω όλα αυτά για εκείνη. Η Μιράντα ήταν η καλύτερη μου φίλη. Την ήξερα καλά. Μπορεί να επαναστατούσε και να μην υπακούσε στους κανόνες, αλλά ποτέ δεν θα έκανε τόσο ειδεχθή πράγματα. Σιχαινόταν την βία, από όλες τις απόψεις.
Από την άλλη, ο Ντράκο δεν είχε λόγο να μου πει ψέματα. Ούτε την πρώτη, ούτε την δεύτερη φορά, που μου μίλησε πιο αναλυτικά για την ζωή της Μιράντας Μπράουν... Που αυτό δεν ήταν καν το αληθινό της όνομα. Στην πραγματικότητα, την έλεγαν Άννα Μπλακ.
Αδυνατούσα να το πιστέψω... Η κολλητή μου, ο μόνος άνθρωπος που μπόρεσα να εμπιστευτώ, ήταν αυτή. Και τώρα μάθαινα, ότι συνέβαλε στο να πληγωθούν αθώοι άνθρωποι, ενώ σε εμένα έδειχνε ένα άλλο πρόσωπο. Ποιό από τα δύο άραγε ήταν το πραγματικό της;
Ο Ντράκο, τότε στο αμάξι, μου αποκάλυψε μόνο την κορυφή του παγόβουνο. Είχε πάθει κρίση πανικού όμως και δεν ήμουν σε θέση να ακούσω όλα τα υπόλοιπα. Η Μιράντα ή Άννα ή όπως αλλιώς ονομαζόταν, συμμετείχε σε διάφορες επιθέσεις κατά των πολιτών και είχε ανάμειξη σε εμπόριο ναρκωτικών.
Αλλά αυτά δεν αποτελούσαν τα μοναδικά εγκλήματα της. Με μία περαιτέρω έρευνα, η αστυνομία ανακάλυψε ότι ήταν μέλος μίας πολύ γνωστής συμμορίας, που είχε δυσκολέψει τις αρχές εκείνα τα χρόνια. Κάποια καλά κρυμμένα αρχεία στον υπολογιστή της, μάλλον από χάκερ, αποδείκνυαν την εμπλοκή της.
Κανείς δεν τιμωρήθηκε ποτέ για τις κτηνωδίες που διέπραξαν. Οι φήμες λένε ότι διαλύθηκε, μετά από μία καταστροφική επίθεση. Κανείς δεν έμαθε τί απέγιναν. Και δεν ασχολήθηκε ποτέ αρκετά, για να το κάνει.
Μου έδειξε μέχρι και φωτογραφίες του συμβόλου της οργάνωσης. Δύο όπλα, μου σχημάτιζαν ένα Χ, και μία νεκροκεφαλή στο κέντρο. Μπορεί να έμοιαζε απλό, όμως από πίσω έκρυβε ένα βαθύ νόημα τρομαχτικό. Και αυτό το πίστευα, γιατί αμέσως μόλις το είδα, μου φάνηκε πάρα πολύ γνωστό.
Μου πήρε λίγη ώρα για να θυμηθώ πού το είχα ξαναδεί. Όταν το κατάφερα, το αίμα στις φλέβες μου πάγωσε. Αισθάνθηκα πως ένας ογκόλιθος πίεζε το στήθος μου και εμπόδιζε την ροή του οξυγόνου στους πνεύμονες μου. Μία ανατριχίλα διαπέρασε την ραχοκοκαλιά μου και χρειάστηκε να επιβληθώ πολύ στον εαυτού μου, προκειμένου να πνίξω την κραυγή που παραλίγο να βγει από το στόμα μου.
Από εκείνη την ώρα, απλώς φορούσα ένα αδιάφορο προσωπείο, ενώ μέσα μου η μάχη δεν σταματούσε. Από τη μία, επιθυμούσα επιτέλους να βγάλω από μέσα μου αυτόν τον πόνο που μου κατέτρωγε τα σωθικά τόσα χρόνια. Να μοιραστώ με κάποιον αυτό το βάρος, που δεν με άφηνε να πάω παρακάτω στην ζωή μου.
Από την άλλη όμως... Οι ενοχές δεν με άφηναν να το κάνω. Το γνώριζα πως δεν έφταιγα εγώ για ό,τι έγινε εκείνη την νύχτα. Κι' όμως, κάθε φορά που παρατηρούσα με παρατηρούσε σε κάποιον καθρέφτη, ήταν αδύνατον μην μου απαγγείλω κατηγορίες. Λες και ήταν δικά μου σφάλμα που εκείνοι, με το έτσι θέλω, κατέστρεψαν την ζωή μου και παράλληλα, με έκαναν να σιχαθώ το σώμα μου.
Ντρεπόμουν πολύ να τα παραδεχτώ όλα αυτά ανοιχτά... Πόσο μάλλον, σε έναν άντρα. Μπορεί να ζούσαμε στον εικοστό πρώτο αιώνα, αλλά δεν ήταν λίγοι που έριχναν ευθύνες στο θύμα, επειδή προκάλεσε, και όχι στον δράστη.
Θα με πίστευε άραγε ο Ντράκο; Μετά το περιστατικό στις τουαλέτες του μαγαζιού, ένιωθα πως κάτι είχε σπάσει μέσα μου. Τον εμπιστευόμουν, αλλά ο φόβος μου απέναντι στο αντρικό φύλο, με δυσκόλευε να δω καθαρά. Το μυαλό και η καρδιά, βρίσκονταν σε μία διαρκή σύγκρουση και δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να κάνω.
Έτσι, επέλεγα να παραμείνω ένας παθητικός θεατής, σαν ένα τρίτο άτομο που παρακολουθούσε την ζωή μίας άλλης. Κι' ας ήξερα πως δεν ήταν έτσι.
<<Ίνγκριντ; Είσαι καλά;>>.
Τον άκουσα να με ρωτά, μα δεν απάντησα αμέσως. Γύρισα το κεφάλι μου και οι ματιές μας διασταυρώθηκαν ελάχιστα. Ήθελα να του πω τόσα πολλά, αλλά οι λέξεις είχαν κολλήσει στον λαιμό μου. Τα χείλη μου χωρίστηκαν, όμως μου ξέφυγαν μονάχα μερικά σκόρπια γράμματα.
Τα χαρακτηριστικά του μαλάκωσαν και η ανησυχία είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο του. Σήκωσε διστακτικά το χέρι του. Μάλλον για να αγγίξει τον ώμο μου.
Κανονικά, με απωθοησε και μόνο στην σκέψη, μετά την επίθεση εναντίον μου. Αυτός ήταν και ο λόγος που είχα ζητήσει να μείνω με την Βάλερι. Για να αποφύγω ένα πιθανό άγγιγμα μαζί του. Διότι αφενός τρόμαζα... Και αφετέρου, κρυφά το αναζητούσα.
Μου έλειπε η αίσθηση του χεριού του πάνω στο δέρμα μου και πόση ασφάλεια με έκανε να νιώθω. Τον είχα κοντά μου και αυτό με κρατούσε ήρεμη, έστω και λίγο. Παρά τα όσα είχαν συμβεί ανάμεσα μας, εξακολουθούσε να είναι ένα στήριγμα για εμένα.
Δεν μου άρεσε που τον κρατούσα σε απόσταση. Είχα βαρεθεί να το κάνω. Είχα βαρεθεί να τρέχω μακριά από αυτά που πιθανόν μου προκαλούσαν ευχαρίστηση, μόνο και μόνο λόγω των ανασφαλειών μου.
Πριν ξεκινήσει αυτό το ταξίδι, τα είχα παρατήσει όλα. Είχα παραδοθεί στην μοίρα μου και σε ό,τι επιφύλασσε το μέλλον. Είχα αποδεχτεί πως, αν πλησίαζε η ώρα μου να πεθάνω και εγώ, δεν θα το εμπόδιζα. Και αυτό γιατί είχα κουραστεί να κυνηγάω κάτι, το οποίο νόμιζα ότι ποτέ δεν θα το αποκτούσα.
Ξαφνικά όμως, δεν φαινόταν πια τόσο ακατόρθωτο. Χωρίς να κατάλαβα, μία αδύναμη φλόγα ελπίδας είχε ανάψει μέσα μου και με παρακινούσε να πάρω αυτό το μονοπάτι. Και εγώ το έκανα, σταδιακά και ασυνείδητα. Ένα χέρι με τραβούσε... Και αυτήν την φορά, είχα την αίσθηση ότι θα έκανε τα πάντα, για να μην βυθιστώ στο σκοτάδι.
Ρίσκαρα και έστριψα εντελώς το κεφάλι μου, καρφώνοντας το βλέμμα μου πάνω του. Και αυτή η οπτική επαφή, ήταν αρκετή για να προκαλέσε ένα έντονο κάψιμο σε ολόκληρο το κορμί μου.
Ήθελα να προσπαθήσω να αφεθώ. Να πάψω να λυπάμαι επιτέλους τον εαυτό μου και να του στερώ αυτά που απολαμβάνει όλος ο κόσμος. Έστω για μία φορά, να συμπεριφερθώ ως γυναίκα και όχι σαν μία κοπέλα που δείλιαζε να κάνει το παραμικρό βήμα, για να ζήσει.
Δεν τον απέτρεψα, όταν πήγε να με αγγίξει... Και μάλιστα όχι στον ώμο, αλλά στο μάγουλο μου. Τα δάχτυλα του περιπλανήθηκαν στην επιδερμίδα μου και οι πεταλούδες στο στομάχι μου, πετάρισαν πιο γρήγορα.
Πριν το καταλάβω... Με φίλησε.
Συνέβη τόσο ξαφνικά, που σχεδόν δεν είχα χρόνο να αντιδράσω. Δεν πρόλαβα ούτε καν να το επεξεργαστώ μέσα μου, πριν το βιώσω. Την μία στιγμή κοιτούσα τα σκούρα μάτια του πατούσα πάνω σε τεντωμένο σκοινί και την άλλη, τα χείλη του πίεζαν τα δικά μου με αυτοπεποίθηση. Ένιωσα μία οικεία αίσθηση σιγουριάς να κατακλύζει κάθε μόριο μου και να λιώνει τον εσωτερικό μου κόσμο. Το σώμα μου βούιζε με απροσδόκητη έξαψη και η καρδιά μου χοροπηδούσε σε έναν δικό της, ζωηρό χορό.
Στην αρχή, δεν έκανα τίποτα. Ούτε και εκείνος. Τα στόματα μας παρέμειναν ενωμένα για κάποια δευτερόλεπτα, χωρίς να κινούνται. Σκέφτηκα ότι μπορεί να περίμενε από εμένα κάτι. Να του δώσω την άδεια να προχωρήσει παρακάτω.
Έκλεισα τα μάτια μου. Ή θα το έκανα τώρα, ή ποτέ.
Διστακτικά, τα χείλη μου άρχισαν να λικνίζονται με τα δικά του. Χωρίστηκαν και έδωσα πρόσβαση στην γλώσσα του να τα προσπεράσει και να αγγίξει την δική μου, απαλά και με τρυφερότητα.
Θεέ μου, αυτό δεν ήταν σίγουρα το πρώτο μου φιλί. Είχα φιληθεί ως έφηβη με λίγα αγόρια στο λύκειο, ασχέτως που δεν εξελίχθηκαν σε κάτι παραπάνω αυτά τα φλερτ... Τότε γιατί όμως ένιωθα ότι δεν το είχα ξανακάνει ποτέ;
Ήταν τόσο όμορφο το συναίσθημα, που το μυαλό μου το καλωσόριζε με ανοιχτές αγκάλες. Το χέρι του έπιασε τον αυχένα μου και εμβάθυνε το φιλί...
<<Εσύ...>>, ώθηση. <<Θα την πληρώσεις...>>, ώθηση. <<Για όλα!>>. Μία πιο δυνατή ώθηση με έκανε να κραυγάσω από τον πόνο.
Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα, καθώς αυτή η ανάμνηση εισέβαλε βίαια στο μυαλό και με προσγείωσε απότομα στην πραγματικότητα. Την σκληρή πραγματικότητα, την οποία πίστεψα ότι μπορούσα να αμφισβητήσω.
Απομακρύνθηκα από κοντά του και έκρυψα το πρόσωπο μου ανάμεσα μου, νιώθοντας άξαφνα ανήμπορη να τον κοιτάξω. Ήμουν σίγουρη πως αν μπορούσε να με αντικρίσω στον καθρέφτη, θα έβλεπα μία ροζ λάμψη να στολίζει το πρόσωπο και το στήθος μου.
Και εκείνος πρέπει να συνειδητοποίησε μόλις τι είχαμε κάνει, γιατί σηκώθηκε όρθιος και αφουγκράστηκα τα βήματα του πάνω κάτω στο δωμάτιο.
Που να πάρει... Τι κάναμε;
<<Ίνγκριντ... Εγώ...>>.
Πόνος... Απόγνωση... Δύο λέξεις που περιέγραφαν άριστα την άθλια συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρισκόμουν, όσο αυτός ο άντρας μου χάριζε αναμνήσεις, οι οποίες θα στοίχειωναν για πάντα τις νύχτες μου...
<<Φύγε. Θέλω να μείνω μόνη μου>>, του είπα, πασχίζοντας να κρατήσω την φωνή μου σταθερή και να μην ξεχειλίσουν τα συναισθήματά μου.
<<Ινγκριντ, ξέρεις πως δεν–>>.
Δεν τον άφησα να ολοκληρώσει. Ενέδωσα στο κύμα θυμού που με κυρίευσε. <<Φύγε! Αυτό κάνουν οι άνθρωποι που με πλησιάζουν!>>.
Δεν θα καταλάβαινε τι εννοούσα... Καλύτερα.
Δεν τον είδα να φεύγει, όμως ο ήχος της πόρτας που κλείνει, φανέρωνε τον σεβασμό του απέναντι στην ανάγκη μου για απομόνωση.... Και του ήμουν ευγνώμων γι' αυτό.
Δεν έφταιγε εκείνος. Δεν έπρεπε να του μιλήσω απότομα. Στο κάτω κάτω, συνέναισα σε αυτό το φιλί και το ευχαριστήθηκα όσο και αυτός. Και πώς του το έδειξα; Του ζήτησα να φύγει μακριά μου...
<<Συγχαρητήρια, Ίνγκριντ Κουνσέν...>>, μουρμούρισα μέσα από τα δόντια μου και έπεσα με δύναμη πάνω στα μαξιλάρια.
Ένιωθα πως μέσα μου, μάχονταν δύο αντίθετες πλευρές. Στην μία, βρισκόταν εκείνη η γυναίκα που λαχταρούσε να απελευθερωθεί από τα δεσμά του παρελθόντος και να κάνει ένα νέο ξεκίνημα, χωρίς τις αμφιβολίες να την κρατούν πίσω... Και από την άλλη μεριά, στις σκιές, ένα κορίτσι με πολλά όνειρα για το μέλλον, φοβόταν να ρισκάρει, από το άγχος μήπως κάποιος της τα γκρέμιζε όλα ξανά.
Ήμουν τρελή, αυτό ήταν βέβαιο. Με έπειθα ότι εμπιστευόμουν, αλλά ίσχυε στα αληεθα αυτό; Ή μήπως κορόιδευα απλώς εκείνο το κοριτσάκι και του έδινα ψευφιμςς ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και κατευθύνθηκα προς το παράθυρο. Τράβηξε το τζάμι προς θα μέσα... Και μπροστά μου, ξεπρόβαλε ένα καταπράσινο τοπίο, τόσο οικείο, που αισθάνθηκα μια σουβλιά θλίψης.
Θα ήμουν χαζή, αν δεν το αναγνώρισα... Δεν είχαμε φτάσει ακόμα στην καρδιά του Τορόντο, όμως αυτή η εξοχή, μου θύμιζε πολλά.
Εισέπνευσα τον καθαρό αέρα, ευελπιστώντας να ηρεμήσω. Πήρα μερικές βαθιές ανάσες, νιώθοντας το βάρος στο στήθος μου να υποχωρεί σταδιακά, χωρίς ωστόσο να γαληνεύει εντελώς η ψυχή μου. Πέρασα τα δάχτυλα μου μέσα από τα μαλλιά, τραβώντας με λίγη παραπάνω δύναμη από όσο θα ήθελα και μου ξέφυγε ένα επιφώνημα πόνου. Δυστυχώς όμως, ούτε αυτό ήταν αρκετό για να ξεχάσω όσα προηγήθηκαν πριν από λίγα λεπτά.
Ένα ρίγος με έκανε να ανατριχιάσω και αγκάλιασα τον εαυτό μου, γνωρίζοντας πως αυτό δεν θα με προστατέψει από ψυχρό κρύο. Πέρα από το ότι ο χειμώνας δεν ήταν κατά διάνοια κοντά στο να τελειώσει, ο ήλιος είχε περάσει την νοητή γραμμή ανάμεσα στον ουρανό και την γη. Δεν φαινόταν τίποτα πια στον ορίζοντα.
Συνήθως, από ό,τι είχα ακούσει, ο καιρός έπαιζε πολύ μεγάλο ρόλο στην ψυχολογία ενός ανθρώπου. Ανάλογα με αυτόν, επηρεάζεται και η διάθεση. Για πρώτη φορά στην ζωή μου, μπορούσα να το επιβεβαιώσω, αν συνδύαζα αυτή τη θεωρία με αυτά που γίνονταν εκείνη την περίοδο.
Ύψωσα το βλέμμα μου και το άφησα. να αγναντέψει την ομορφιά της φύσης. Μπορεί να είχε νυχτώσει, όμως ακόμα και αυτό είχε την ομορφιά του. Η νύχτα είχε απλώσει τα μαύρα της πέπλα πάνω από τις αμέτρητες, συστάδες των δέντρων, τα οποία δέσποζαν επιβλητικά και αποτελούσαν άγρυπνους φρουρός μέσα στο σκοτάδι. Τα φύλλα λικνίζονταν στον χαλαρό ρυθμό του αγέρα.
Αυτή η θέα και αίσθηση που απέπνεε το μέρος, με βοήθησαν να αισθανθώ μία οικειότητα. Οι μυς μου χαλάρωσαν. Μακάρι να έμενα στην απόφαση μου να φύγω από την πόλη και να ζήσω σε κάποιο σπίτι στην εξοχή. Το προτιμούσα ανέκαθεν. Ωστόσο, σε μία μεγάλη πόλη, όπως η Νέα Υόρκη, μπορούσα να κρυφτώ καλύτερα από τους δαίμονες μου... Πραγματικούς και μη.
Το να βρίσκομαι στο σπίτι μου, ήταν ωραίο και παράλληλα, με πονούσε. Πυροδοτούσε αναμνήσεις που νόμιζα ότι είχα θάψει.
Κοίταξα τον δρόμο. Που να πάρει, πόσο ήθελα να τρέξω εκεί και να χαθώ στο παρελθόν. Τότε, που εγώ και τα αδέρφια μου παίζαμε ξυπόλυτοι στην φύση...
Από το πουθενά, μία ιδέα πέρασε από το μυαλό μου. Όμως παραήταν ριψοκίνδυνο. Και κανένας, πόσο μάλλον ο Ντράκο, δεν θα με άφηνε να φύγω. Ειδικά ασυνόδευτη. Ήμουν βέβαιη πως εκείνη την στιγμή, στεκόταν έξω από το δωμάτιο και περίμενε να υποχωρήσω, επιτρέποντας του να μπει ξανά μέσα. Ή ανέμενε την ευκαιρία να μπουκάρει μόνος του, με την πρόφαση ότι ήρθε για να με προστατέψει. Όχι ότι αυτό θα ήταν ψέμα.
Έπρεπε να τον αντιμετωπίσω αργά ή γρήγορα. Δεν ήθελα να αφήσω το γεγονός να περάσει, χωρίς να το συζητήσουμε.
Ανεξάρτητα από τις τελείως ακατάλληλες συνθήκες κάτω από τις οποίος επιλέξαμε και οι δύο να κάνουμε αυτό το βήμα... Ήταν και πρακτικά αδύνατο. Εκείνος ήταν αστυνομικός και εγώ μία απλή πολίτης. Η ζωή μαζί του, μόνο δυσκολίες θα έφερνε. Το ήξερα, γιατί και ο πατέρας μου έκανε το ίδιο επάγγελμα.
Όσο κι' αν αγαπούσε την μητέρα μου –και αυτή αντίστοιχα–, οι καυγάδες τους είχαν χαραχτεί στην μνήμη μου. Δεν χώρισαν ποτέ, αλλά θυμόμουν χαρακτηριστικά τις στιγμές που η μητέρα μου πέθαινε από την αγωνία της και το φιλοκάρδι της έτρεμε, επειδή ακούστηκε το όνομα του στις ειδήσεις και εκείνος δεν γύρισε το βράδυ στο σπίτι μας.
Ένα παγωμένο αεράκι χάιδεψε απαλά την επιδερμίδα μου. Ένιωσα να ανατριχιάζω. Επέστρεψα μέσα και φόρεσα το μπουφάν μου.
Απελευθέρωσα μία ανάσα. Το μυαλό μου κόντευε να σπάσει. Είχα ανάγκη να ξεφύγω από αυτήν την τρέλα... Έστω και για λίγο.
[...]
Περιπλήθηκα για αρκετή ώρα στους δρόμους της παλιάς μου γειτονιάς. Συλλογιζόμουν ασταμάτητα τα γεγονότα των τελευταίων ημερών και προσπαθούσα να φτάσω στην άκρη του νήματος... Και πίστεψα ότι μία βουτιά στο παρελθόν, θα ήταν χρήσιμη.
Σοκαρίστηκα, όταν βρέθηκα μπροστά σε εκείνη την εικόνα... Τα πάντα είχε αλλάξει. Και ταυτόχρονα, είχαν μείνει ίδια.
Το κυρίαρχο στοιχείο παρέμενε αυτό της φύσης. Πράσινο και ευχάριστο. Τα σπίτια που υπήρχαν τότε, είχαν παραμείνει. Ωστόσο, δίπλα σε μερικά από αυτά, είχαν χτιστεί καινούργια, πιο μοντέρνα και εξελιγμένα. Λογικό να τα έφτιαχναν μετά από οχτώ χρόνια. Ήταν ένα μεγάλο διάστημα όσο να πει κανείς.
Οι δρόμοι, τα μαγαζάκια με τα γλυκά και τα ρούχα, ακόμα και το καφενείο στην κεντρική πλατεία... Όλα ήταν εκεί. Άθικτα. Όπως τα άφησα πίσω μου, αφού εγκατέλειψα αυτήν την κωμόπολη στο Τορόντο μαι μετακόμισα στην Νέα Υόρκη, στο σπίτι της γιαγιάς μου.
Ένα συναίσθημα ανέβηκε στον λαιμό μου. Παρόλα αυτά, βρήκα το κουράγιο να συνεχίσω.
Είδα τα παιδιά που ζούσαν εκεί να παίζουν στην πλατεία και τρώνε τις λιχουδιές από τα καταστήματα με τα γλυκά. Οι περαστικοί σταματούσαν, για να ακούσουν την μουσική από τους δύο τρεις πλανόδιους μουσικούς που έπαιζαν για τους γύρω τους.
Και εγώ το έκανα παλιά αυτό. Είχαμε και αγαπημένους, μιας και πολλοί από αυτούς ερχόντουσαν αρκετά συχνά σε αυτό το μέρος. Μία φορά στην πρώτη Λυκείου, ένα κορίτσι με είχε καλέστε στο πάρτυ της και αντί για τραγούδια από το διαδίκτυο, είχε φέρει έναν από αυτούς. Προτιμούσε την ζωντανή μουσική.
Πριν το καταλάβω, σταμάτησα μπροστά από ένα σπίτι, με κεραμίδια για σκεπή. Ενώ στο ύψος ήταν σχετικά χαμηλό, το μεγάλο πλατό ισοστάθμιζε αυτό το μειονέκτημα.
Πήρα μία βαθιά ανάσα, προτού ανοίξω το μικρό πορτάκι και περάσω μέσα. Τα υπερυψωμένα χόρτα να γαργάλησαν τις γάμπες μου, αλλά δεν γέλασα από αυτήν την αίσθηση.
Τα χώματα είχαν σχεδόν ξεθωριάσει. Ο αφρόντιστος κήπος, μου προκάλεσε μια βαθιά θλίψη, δεδομένου ότι έπαιζα για ώρες σε αυτόν κάποτε. Τα φυτά έχουν καταστραφεί εντελώς, ενώ τα χορτάρια έχουν φτάσει στο ύψος του φράχτη, ο οποίος είχε σπάσει.
Διέσχισα το δρομάκι μέχρι το σπίτι και ανέβηκα τα πέτρινα σκαλάκια, πατώντας πάνω τους με προσοχή. Σίγουρα δεν θα κατέρρεε το υλικό, αλλά εγώ και πάλι έτρεμα. Υπήρχαν ρωγμές σε όλη την προέκταση των τοίχων. Έλειπαν κάποια κομμάτια μάλιστα. Ήμουν βέβαιη πως το ίδιο ίσχυε και για την οροφή, όμως ήταν τόσο σκοτεινά, που ήταν αδύνατον να το διακρίνω.
Αν και ήταν προφανές ότι κανένας δεν ζούσε πλέον εκεί, από συνήθεια, χτύπησα την πόρτα. Όσο και αν δεν μου άρεσε, αποδέχτηκα τι γεγονός ότι κανείς δεν θα ήθελε να ζήσει σε αυτό το μέρος, έτσι όπως κατάντησε. Και η ιστορία του από, απωθούσε από μόνη της κάθε πιθανό αγοραστή. Ποιός θα επιθυμούσε να ζήσει σε ένα σπίτι, όπου κάποτε άνθρωποι έχασαν την ζωή τους τόσο απάνθρωπα, και χωρίς ποτέ να συλληφθούν οι δράστες;
Έτσι, το εγκατέλειψαν, με τα φαντάσματα του. Γιατί κάποτε, έσφιζε από ζωή το σπίτι της οικογένειας Κουνσέν... Αλλά ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Μπορούσα να μπω μέσα, χωρίς να θεωρηθώ διαρρήκτρια. Το έψαξα πριν έρθω. Το συγκεκριμένο κομμάτι της, δεν ανήκε σε κανέναν.
Δεν πήρα απάντηση. Αναμενόμενο. Χτύπησα ξανά, με λίγη παραπάνω δύναμη. Πήγα να την σπρώξω και μέσα σε δευτερόλεπτα, βρέθηκε στο πάτωμα, με έναν εκκωφαντικό ήχο.
Πέρασα το κατώφλι του πατρικού μου και ξαφνικά, ένιωσα όλη μου την ζωή, ως παιδί και αργότερα ως ενήλικη, να περνάει μπροστά από τα μάτια μου, σαν ταινία. Όλα τα συναισθήματα με χτύπησαν κατάστηθα και μπορούσα να δω καθαρά ένα κοριτσάκι να τρέχει πάνω κάτω μέσα στο σπίτι, παίζοντας κυνηγητό με την μαμά της. Ύστερα, αυτό το κορίτσι ήταν έφηβη και έπαιζε το ίδιο παιχνίδι, μαζί με τα αδέρφια της, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ετοίμαζαν το κυριακάτικο μπάρμπεκιου.
Όλοι γελούσαν. Ήταν ευτυχισμένοι και ξέγνοιαστοι... Πριν έρθει η καταιγίδα και διαλύσει το σπίτι.
Λες και μπορούσα να αφουγκραστώ τις φωνές μας. Εγώ και η μητέρα μου, οι δυό μας. Εγώ και τα αδέρφια μου. Εγώ και ο πατέρας μου, όταν με βοηθούσε στο διάβασμα. Εγώ και οι φίλοι μου, όταν κοιμούνταν στο σπίτι μου τα βράδια... Σαν να έγιναν χθες όλα. Τίποτα δεν άλλαξε, εκτός από εμένα και το σπίτι εξωτερικά.
Τα μάτια μου έτσουζαν, καθώς προχωρούσα πιο βαθιά στο πατρικό μου. Ήθελα να κλάψω, από την άλλη όμως, κάτι με εμπόδιζε. Η καρδιά σφυροκοπούσε στο στήθος μου, αλλά δεν το άφησα να με κατευθύνει. Αν έχανα την αυτκκυριαρχία μου, θα τρελαινόμουν και θα πνιγόμουν σε εκείνο το μέρος, από τις αναμνήσεις.
Τα πάντα ήταν καλυμμένα με λευκά πανιά, τα οποία είχαν σχιστεί σε πολλά σημεία. Τα τράβηξα πάνω από τα έπιπλα και ένα κύμα σκόνης σηκώθηκε και γέμισε την ατμόσφαιρα. Προσγειώθηκε στο πάτωμα, ενώ κάποιοι κόκκοι κατέληξαν πάνω μου.
Παρατηρώντας τα πάντα γύρω μου, ένιωσα πως γύρισε ο χρόνος πίσω. Ψηλάφισα απαλά την χρυσή αλυσίδα γύρω από τον λαιμό μου. Έσφιξα με δύναμη την μικρή, χρυσή καρδιά που κρεμόταν από αυτήν με το γράμμα κάπα πάνω της, μαζί και το χρυσό τριαντάφυλλο που της κρατούσε συντροφιά εδώ και δεκαετίες. Η καλύτερη παρέα για της πληγωμένες καρδιές τα λουλούδια, όπως της έλεγε η μητέρα της, στην οποία το δώρισε η μαμά μου στα γενέθλια της ενηλικίωσής της. Το βραχιολάκι, το είχε πάρει η αδερφή της, με την οποία είχαν οχτώ χρόνια διαφορά.
Αφότου πέθανε η θεία μου, τα φυλούσε εκείνη, μέχρι την στιγμή που θα τα κληρονομούσαμε εγώ και η αδερφή μου. Είχα μαγευτεί από αυτά τα κοσμήματα, όταν τα αντίκρισα πρώτη φορά. Εκθαμβωτικά και παράλληλα, λιτά.,
Εκείνο το βράδυ που έκλεισα τα δεκαοχτώ, απέκτησα το κολιέ και η Χλόη το χρυσό βραχιόλι, το οποίο χάθηκε μετά από το μακελειό στα γενέθλια μου.
Έναν χρόνο μετά, δεν ξέρω πώς, αλλά βρήκα το κουράγιο να επιστρέψω. Ήθελα να το βρω και να το κρατήσω. Έψαξα παντού. Ή τέλος πάντως, σε ό,τι απέμεινε από αυτό που κάποτε αποκαλούσα σπίτι μου. Δεν ανακάλυψα όμως τίποτα κάτω από τα χαλάσματα και τις στάχτες. Το μόνο που είχε βρει τότε, ήταν πόνος και εικόνες, οι οποίες θα με ακολουθούσαν σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου.
Συνέχισα να περπατάω. Είχα δίκιο. Κομμάτια της οροφής έχουν φύγει από την θέση τους. Αναστέναξα... Δεν ξεχνούσα την περηφάνια του πατέρα μου, όταν διηγούνταν την ιστορία για το πώς το έχτισε με τα χέρια του, ώστε να εξασφαλίσει ένα καλό σπιτικό για την οικογένεια του στο μέλλον. Θα απογοητευόταν, αν έβλεπε αυτό το θέαμα.
Ήμουν απορροφημένη στις σκέψεις μου για αρκετή ώρα, μέχρι που πάτησε πάνω σε κάτι και επανήλθα στην πραγματικότητα. Έσκυψα πάνω από το βουναλάκι της σκόνης και την έδιωξα με τα δάχτυλα μου, για να βρω ένα μικρό κουκλάκι... Το αγαπημένο λαγουδάκι της αδερφής μου!
Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω άλλο τα δάκρυα μου. Έτσι απλά, άρχισαν να κυλούν στα μάγουλα μου, σαν ορμητικός χείμαρρος. Ήταν ξεκάθαρο πλέον ότι δεν είχα κανέναν έλεγχο πάνω στα συναισθήματα μου. Οι λυγμοί έβγαιναν από το στόμα μου, χωρίς καμία ντροπή. Και γιατί να ντραπώ; Ήμουν μόνη μου, στο πατρικό μου, το οποίο μου θύμιζε τόσο πολλά.
<<Ίνγκριντ...>>
Ήταν λες και άκουγα την φωνούλα της... Της γλυκιάς της φωνούλα... Με καλούσε να πάω κοντά, για να παίξουμε...
<<Ίνγκριντ...>>.
Να το πάλι!
<<Ίνγκριντ...>>.
Το αίμα στις φλέβες μου πάγωσε... Δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας!
Σηκώθηκα όρθια, κρατώντας το λαγουδάκι σφιχτά στην αγκαλιά μου.
Γύρισα από την άλλη, αργά... Μόνο και μόνο για να δω νιώθω το κορμί μου να τρέμει από τον τρόμο!
Το σύμβολο... Το σύμβολο της οργάνωσης, στην οποία έμαθα νωρίτερα το πρωΐ πως ανήκε η Μιράντα.
Οι αναμνήσεις ήρθαν ορμητικά στο μυαλό μου. Το ίδιο σύμβολο που με στοίχειωνε εδώ και οχτώ χρόνια, είχε ζωγραφιστεί με αίμα πάνω στον τοίχο!
Οι παλμοί μου αυξήθηκαν και πάλι, ενώ ολόκληρο το κορμί μου άρχισε να τρέμει. Η όραση μου θόλωσε και ξαφνικά, το να στέκομαι όρθια μου φαινόταν άθλος... Ο λαιμός μου με πονούσε, σαν να είχε δεθεί σε ένα σφιχτό κόμπο και δυσκόλευε την αναπνοή μου. Ένιωθα λες και ένα δυσβάσταχτο φορτίο είχε κάτσει στο στήθος μου και δεν μπορούσα να το ξεφορτωθώ. Το δωμάτιο μου... Μου έμοιαζε από το πουθενά μικρό. Οι τοίχοι, το ταβάνι... Όλα έκλειναν...
Ήρθαν να με σκοτώσουν...
Ήθελα να τρέξω μακριά, μα τα πόδια μου είχαν στηλωθεί στο πάτωμα. Και πού να πήγαινα δηλαδή; Θα προλάβαιναν να με σκοτώσω, προτού προλάβω να κάνω ένα βήμα έξω από το σπίτι.
Άκουσα βήματα. Πλησίαζαν όλο και περισσότερο... Ώσπου διαισθάνθηκα την παρουσία ενός δεύτερου ατόμου στο δωμάτιο.
Το βλέμμα μου σταμάτησε στην πόρτα.
<<Συγγνώμη για την ενόχληση. Ήρθα να πάρω αυτά>>, είπε και έβαλε μια τούφα καστανών μαλλιών πίσω από το αυτί της.
<<Ναι ναι, φυσικά. Κάνε την δουλειά σου>>, αποκρίθηκα ευγενικά και πλησίασα το κρεβάτι.
Εκείνη... Προσπάθησε να με σκοτώσει. Και ήμουν βέβαιη ότι η ίδια βρισκόταν πίσω από την επίθεση, που παραλίγο να με σκοτώσει.
<<Ώστε... Συναντιόμαστε ξανά, Ίνγκριντ Κουνσέν>>.
Με πλησίασε, αλλά έκανα μερικά βήματα προς τα πίσω.
<<Φύγε μακριά μου>>, της είπα, αποτυγχάνοντας να κρύψω το τρέμουλο στην φωνή μου και να φανώ δυνατή. Τα χείλη της τρεμόπαιξαν σε ένα μειδίαμα... Το οποίο μόνο χαρούμενο δεν ήταν.
Δεν ήξερα τι ήταν πιο τρομακτικό... Η απειλητική ατμόσφαιρα που δημιουργούσε ή το ανατριχιαστικό της γέλιο;
<<Και γιατί να το κάνω αυτό; Σε έψαχνα τόσο καιρό... Και επιτέλους σε έχω απέναντι μου>>.
Παραπάτησα, αλλά ευτυχώς δεν έπεσα στο πάτωμα. <<Τι θέλετε από εμένα επιτέλους;!>>, φώναξα, χωρίς να ξέρω από πολύ προήλθε αυτό το θάρρος.
Γέλασε πάλι. <<Προσωπικά; Εγώ δεν θέλω τίποτα. Όμως έκανες κακό σε έναν πολύ κοντινό μου άνθρωπο. Και αυτό δεν πρόκειται να το αφήσω να περάσει έτσι>>.
Η πλάτη μου χτύπησε πάνω στον τοίχο. <<Δεν έχω ιδέα για ποιό πράγμα μιλάς>>.
Μία θυμωμένη έκφραση αλλοίωσε τα χαρακτηριστικά του προς στιγμήν, τελικά όμως φάνηκε να ελέγχει τον εαυτό της... Όχι για πολύ, δυστυχώς. <<Εγώ νομίζω ότι ξέρεις πάρα πολύ καλά>>.
Πρόσεξα το μαχαίρι, το οποίο πετούσε από το ένα χέρι στο άλλο, σαν να έπαιζε με κάποιο μπαλάκι... Τότε ήταν που το είδα και η καρδιά μου έπαψε να χτυπά για ένα λεπτό. Κοκάλωσα στην θέση μου για ακόμα μία φορά. Δεν έβλεπα τον εαυτό μου, αλλά σίγουρα είχα χλωμιάσει, σαν να είχε ρουφήξει κάποιος την ζωή από μέσα μου.
Ήθελα να ουρλιάξω... Μα η κραυγή είχε παγιδευτεί μέσα μου.
Τα υπόλοιπα έγιναν μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου.
Πήδηξε προς το μέρος μου. Απέφυγα την επίθεση. Επιχείρησα να τρέξω, όμως με έπιασε από τον ώμο και με έριξε κάτω με δύναμη. Έπεσε πάνω μου και το μαχαίρι κατευθύνθηκε προς το μέρος μου, αλλά τελευταία στιγμή έγειρα το κεφάλι μου προς τα δεξιά. Η λεπίδα έσκισε λίγο το αυτί μου... Δεν είχα χρόνο όμως να ασχοληθώ με τον πόνο ή το αίμα.
Εκμεταλλεύτηκα τον εκνευρισμό που πιθανότατα θόλωνε την κρίση της. Με όσο κουράγιο που απέμεινε, κατόρθωσα να βάλω τα χέρια μου στον στέρνο της να την διώξω μακριά μου.
Σηκώθηκα όρθια και έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ρισκάρωντας βέβαια. Αποκλείεται να είχε έρθει μόνη της έως εκεί.
Ο μορφή του Ντράκο εισέβαλε στις σκέψεις μου. Ξαφνικά, ευχόμουν να ήταν εκεί όσο τίποτα άλλο. Να με κρατήσει στην αγκαλιά του και να μου υπενθυμίσει πως πάνε καλά, αρκεί να είχα πίστη. Τον εμπιστευόμουν, παρά τα όσα είχαν προηγηθεί. Ο πρώτος άντρας που με έκανε να πιστέψω στο αντρικό φύλο ξανά, έστω και λίγο.
Δεν έπρεπε να φύγω, χωρίς να τον ενημερώσω. Θα με έψαχνε σαν τρελός... Και δυστυχώς, δεν μπορούσε να με εντοπίσει με κανέναν τρόπο πια. Διότι δεν ήξερε. Δεν του είχα πει τίποτα για το παρελθόν μου. Και αυτή η επιλογή, θα ήταν ο θάνατος μου.
Ήμουν έτοιμη να βγω από την εξώ πόρτα. Μία δρασκελιά χώριζε εμένα από την ελευθερία μου... Μέχρι που ένιωσα κάτι αιχμηρό να διαπερνά το δέρμα μου και σκίζει την σάρκα μου.
Κοκάλωσα για κάποια δευτερόλεπτα. Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα και ο μόνος ήχος που έφτανε στα αυτιά μου, ήταν οι χτύποι της καρδιάς μου. Το αίμα κυλούσε πάνω μου με τόση ορμή, που αισθανόμουν την ζωή να εγκαταλείπει το σώμα μου σταδιακά, ενώ κάθε όμορφη στιγμή περνούσε μπροστά από τα μάτια μου και άφηνε μια γλυκόπικρη αίσθηση.
Η γέννα της Χλόης και του Ντέιβιντ...
Τα πάρτυ με τους κολλητό φίλους μου...
Οι οικογενειακές διακοπές και συγκεντρώσεις...
Τα χαμόγελα...
Το φιλί... Το φιλί μου με τον Ντράκο...
Καθώς τα γόνατα μου άγγιξαν το χώμα και στην συνέχεια, όλο το σώμα μου, ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου... Γιατί τα είχα καταφέρει. Έστω και για λίγο, ένιωσα σαν έναν φυσιολογικός άνθρωπος, που είχε ενδώσει τρυφερά του συναισθήματα για έναν άλλον άνθρωπο.
Δεν ήξερα αν θα εξελισσόταν σε κάτι παραπάνω εκείνο το φιλί. Παρόλα αυτά, είχα ζήσει τον έρωτα, ακόμα και στην πιο απλή μορφή του. Κάποιος μου είχε δείξει την καλή πλευρά του και ήμουν ευγνώμων.
Τα βλέφαρά μου βάρυναν. Τελικά, έκλεισαν και το τελευταίο που άκουσα ήταν ένας πυροβολισμός, προτού με καταπιεί το σκοτάδι. Και αυτήν την φορά, το καλοδέχτηκα.
Τουλάχιστον... Έφευγα χαρούμενη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top