Τέλος οι προσπάθειες
Ingrid's POV
Οι βλεφαρίδες μου πετάρισαν αρκετές φορές, μέχρι που τα μάτια μου άνοιξαν εντελώς. Περιπλανήθηκαν στο χώρο για λίγο και έμεινα έκπληκτη, όταν συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν στο δωμάτιο μου. Αν και οι σκέψεις μου αποτελούσαν ένα μπερδεμένο κουβάρι εκείνη την στιγμή, ήμουν σίγουρη πως για κάποιον λόγο κατέληξα στο κρεβάτι μου, κουκουλωμένη ως τον λαιμό.
Ανακάθισα στο κρεβάτι, περνώντας μέσα από τα μαλλιά το χέρι μου. Ύστερα, το μετακίνησα στο στήθος μου και ένιωσα τους χτύπους της καρδιάς μου, οι οποίοι ευτυχώς ήταν φυσιολογικοί. Κι όμως, αυτό αντί να με ευχαριστήσει, με άγχωσε περισσότερο. Διότι ήξερα ότι δεν θα κρατούσε πολύ. Αυτή η ησυχία ήταν προμήνυε κάτι πολύ χειρότερο. Τα μαύρα ρούχα, μου επιβεβαίωσαν ότι δεν ονειρευόμουν.
Έτριψα τους κροτάφους μου και έκανα ένα μορφασμό. Το κεφάλι μου με πονούσε φριχτά, λες και με χτυπήσει με χίλια μικρά σφυριά. Κόντευε να σπάσει και το μόνο που ήθελα, ήταν να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπο μου, για να συνέλθω. Είχε μουδιάσει ολόκληρη... Τι είχε συμβεί;
Και τότε θυμήθηκα. Θυμήθηκα το μακελειό στο σπίτι μου. Τα αίματα και τα γυαλιά που γέμισαν το πάτωμα, λόγω των πυροβολισμών. Το άψυχο σώμα της γιαγιάς μου στο παρκέ. Τις ώρες μου κυλούσαν βασανιστικά, γεμάτες κλάμα και πόνο. Την οργάνωση της κηδείας, στην οποία συμμετείχαν ελάχιστα ως καθόλου. Οι φίλες της γιαγιάς μου ασχολήθηκαν πιο πολύ, αφήνοντας με στο πένθος μου... Και φυσικά, την στιγμή που αναγκάστηκα να σταθώ πάνω από τον τάφος της και να την αποχαιρετήσω, ρίχνοντας μέσα λευκά γαρίφαλα. Τις φωνές, δύο δυνατά χέρια να τυλίγονται γύρω μου και μία ένεση πάνω στο δέρμα μου.
Όλα είχαν τελειώσει. Προσευχόμουν τόσα χρόνια να ηρεμήσω επιτέλους, μα ο Θεός μάλλον δεν με άκουγε πια. Με είχε ξεχάσει. Γιατί, αντί να μου χαρίσει αυτό που τόσο επιθυμούσα, πήρε μακριά το τελευταίο άτομο που μου είχε απομείνει. Το μοναδικό άτομο που με βοηθούσε να διατηρήσω κάποια επαφή μέσα μου με το κορίτσι που ήμουν τότε. Αλλά πλέον, εκείνη είχε χαθεί. Μαζί με κάθε λόγο για να είμαι χαρούμενη.
Τα δάκρυα συσσωρεύτηκαν και έπεσαν πάνω στα σεντόνια. Προσπάθησα να τα διώξω, αλλά μάταιος κόπος. Έτσι, απλώς πέταξα τα σκεπάσματα και κατέβασα τα πόδια μου, βυθίζοντας τα μέσα στις παντόφλες μου. Στο πάτωμα έπεφταν οι αχτίδες του ήλιου, δίνοντας λίγο φως στο δωμάτιο. Ανέβασα τα στόρια και είδα πως ο ήλιος κόντευε να δύσει στον ορίζοντα. Είχε φτάσει σχεδόν στη μέση της διαχωριστική γραμμή που χωρίζει την γη από τον ουρανό.
Μία μείξη χρωμάτων, τα οποία κυριαρχούσαν. Το πορτοκαλί και το κόκκινο, δημιουργούσαν έναν πανέμορφο συνδυασμό, που θύμιζε εικόνα, βγαλμένη από παραμύθι. Μία εικόνα, που θα ενέπνεε έναν καλλιτέχνη να ζωγραφίσει έναν καμβά μοναδικό. Μία εικόνα που θα μπορούσε να συγκινήσει τον οποιονδήποτε, ακόμα κι' εμένα... Μόνο που η διάθεση μου με εμπόδιζε να το απολαύσω.
Το ηλιοβασίλεμα συμβόλιζε την ελπίδα. Και εγώ είχα χάσει πλέον την δική μου. Αντ' αυτού, ένιωθα πιο μόνη και αδύναμη από ποτέ. Δεν είχα κουράγιο να κάνω το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Μου φαινόταν τόσο ανούσιο.
Παρόλα αυτά, πίεσα τον εαυτό μου να κινηθεί, έστω και μηχανικά. Βγήκα από το δωμάτιο μου και πήγα στο μπάνιο. Στηρίχθηκα στον νιπτήρα και έριξα μπόλικο νερό στο πρόσωπο μου, ελπίζοντας να συνέλθω. Μα ήταν ανώφελο. Λίγο νερό δεν θα μπορούσε να διώξει την μοναξιά, ούτε να απαλύνει τον πόνο μου.
Σήκωσα το κεφάλι μου και έκανα ένα βήμα προς την πόρτα, έτοιμη επιστρέψω στην σχετική ασφάλεια του δωματίου μου και να μην ξαναβγώ από εκεί, αλλά σταμάτησα, όταν έπιασα μια φευγαλέα εικόνα μου στον καθρέφτη της τουαλέτας. Περιεργάστηκα την αντανάκλαση μου στο γυαλί.
Είχα τα χάλια μου. Η οδύνη ήταν χαραγμένη στο πρόσωπο μου. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια μου ήταν τόσο έντονοι, που κανένα κονσίλερ δεν θα με έσωζε. Τα χείλη μου είχαν πληγές, εξαιτίας του ότι πίεζα συνεχώς τα δόντια μου πάνω τους, σε μία απόπειρα να διοχετεύσω εκεί το άγχος ή να εμποδίσω τον εαυτό μου από το ουρλιάξει. Υπήρχε ήδη μία πληγή με ξεραμένο αίμα. Δύο μεγάλα σπυριά είχαν εμφανιστεί στα μάγουλα μου, τα οποία όμως είχαν σχεδόν γίνει ένα με τα κόκαλα μου. Ήταν τόσο ευδιάκριτα, που τρόμαξα. Μου υπενθύμισαν πως είχα πολύ καιρό να φάω. Με όσα συνέβησαν, είχα ξεχάσει να φροντίσω τον οργανισμό μου.
Ένιωσα μια σουβλιά θλίψης και ένας κόμπος στάθηκε στον λαιμό μου... Έδειχνα τόσο αποκρουστική, κάτι που αυτόματα, σήμαινε απαγορευτικό. Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να βγω από το σπίτι και φυσικά, να μην αφήσω κανέναν να με δει σε αυτήν την κατάσταση. Θα έδινα και έναν ακόμα λόγο στον κόσμο να με κατακρίνει...
Έφυγα γρήγορα από εκεί μέσα. Δεν άντεχα να με βλέπω. Ήθελα να χουχουλιάσω στην κουβέρτα μου και μην αποχωριστώ ποτέ αυτήν την ζεστασιά. Από το πουθενά όμως, άκουσα έναν δυνατό ήχο, ο οποίος προερχόταν από ισόγειο. Κοκάλωσα στην θέση μου και ήταν σαν να έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου. Έτρεμα ολόκληρη κι' αν δεν ακουμπούσα στον τοίχο, θα είχα καταρρεύσει. Δάγκωσα πάλι το κάτω χείλος μου με δύναμη. Αγνόησα την μικρή σταγόνα αίματος που διέτρεξε το σαγόνι μου, όπως και τις επόμενες.
Αυτό ήταν. Η ώρα να πεθάνω, είχε φτάσει. Το τέλος μου έφτασε και δεν είχα προλάβει να κάνω τίποτα από όσα ονειρευόμουν. Ωστόσο, βαθιά μέσα μου αναρωτιόμουν κατά πόσο με ένοιαζε κιόλας. Είχε σημασια; Ποιός ήταν εκεί για να χαρεί μαζί μου ή να με παρηγορήσει στις λύπες μου; Κανείς. Ήμουν ολομόναχη. Τι νόημα είχε λοιπόν η καθυστέρηση του αναπόφευκτου; Εξάλλου, δεν ήταν και κάποιος εκεί για να με προστατεύσει. Κούφια υποσχέσεις της αστυνομίας... Και εκείνου.
<<Θα σε προστατέψω>>.
Αμφέβαλλα πλέον για την πίστη μου στην δικαιοσύνη... Και βέβαια, για την εμπιστοσύνη μου στον Ντράκο. Το καρδιοχτύπι που είχε κατακλύσει τις σκέψεις μου δύο μέρες πριν, δεν με ενδιέφερε καθόλου.
Ξαφνικά, μία γυναικεία φωνή έφτασε στα αυτιά μου και επανήλθα στην πραγματικότητα. Μου φάνηκε γνωστή και σίγουρα, καθόλου απειλητική. Σαν να συνομιλούσε με κάποιον... Αν κάποιος είχε εισβάλει στο σπίτι για να με σκοτώσει, θα το είχε ήδη κάνει. Δεν θα έπαιζε παιχνίδια με ήχους και ομιλίες.
Ωστόσο, με διστακτικότητα, άρχισα να κατεβαίνω την σκάλα, κρατώντας γερά την ξύλινη κουπαστή. Οι ανάσες έβγαιναν κοφτές από το στόμα μου και μπορούσα να αισθανθώ τον ιδρώτα πάνω μου, ο οποίος δεν οφειλόταν στην θέρμανση. Ένας φυσιολογικός άνθρωπος θα ήθελε το πολύ ένα λεπτό. Εγώ είχα την εντύπωση πως πέρασαν αιώνες, έως ότου καταλήξω στο ισόγειο.
Οι παντόφλες μου άγγιξαν το παρκέ και τότε, είδα μια ψηλή γυναίκα να περιφέρεται στο σαλόνι, μιλώντας στο τηλέφωνο... Κάπου την ήξερα. Η φυσιογνωμία της μου ήτα γνωστή.
Τα ίσια, κόκκινα μαλλιά πλαισίωναν το προωσπο της και έπεφταν χαλαρά στους ώμους της. Στο πρόσωπο της δεν διέκρινα κανένα ίχνος μακιγιάζ, κι' όμως η φυσική ομορφιά της ήταν απερίγραπτη. Το ροδαλά μάγουλα της πρόσδιδαν μια γλυκύτητα, η οποία ταίριαζε απόλυτα με το σοβαρό και παρουσιαστικό. Φορούσε ένα μαύρο, γυναικείο κοστούμι και μαύρες γόβες. Φαινόταν πως είχε αυτοπεποίθηση, από τον τρόπο που βημάτιζε και από τον τόνο της φωνής της.
Ήταν εκθαμβωτική... Σε αντίθεση με εμένα. Πώς θα εμφανιζόμουν μπροστά της σε αυτά τα χάλια; Θα έτρεχε μακριά μου.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και βγήκα από την κρυψώνα μου. Στην αρχή δεν με είδε, μα όταν πλησίασαν λίγο παραπάνω, τράβηξα την προσοχή της. Τ βλέμμα της έπεσε πάνω μου και θυμήθηκα από πού την ήξερα, αν και μου διέφευγε τον όνομα της.
Ήταν εκείνη η αστυνομικός που με βοήθησε να συνέλθω, την ημέρα που δολοφονήθηκε η Μιράντα. Και μετά, την είχα δει και στην κηδεία της γιαγιάς μου το πρωΐ, δίπλα στον Ντράκο... Τι έκανε στο σπίτι μου; Ίσως μπορούσε να λύσει την απορία μου για το πώς βρέθηκα εδώ.
Κάτι μουρμούρισε στο ακουστικό του κινητού της και τερμάτισε την κλήση. Ύστερα, στράφηκε προς το μέρος μου και η έκφραση της, από σοβαρή, έγινε τόσο ζεστή, που για μία στιγμή ξέχασα πως ήταν αστυνομικός και σκέφτηκα πως θα μπορούσαμε να γίνουμε καλέ φίλες. Αλλά υπενθύμισα στον εαυτό μου πως αυτός ο κύκλος έκλεισε για εμένα.
<<Γειά σου, Ίνγκριντ. Πως είσαι;>>, με ρώτησε και ακούμπησε το χέρι της στον ώμο μου.
Αποτραβήχτηκα γρήγορα και έδιωξα μακριά το χέρι της. Σίγουρα ήταν αγενές αυτό από μέρους μου, όμως το τελευταίο που με ένοιαζε πια, ήταν οι καλοί τρόποι.
Ωστόσο, εκείνη δεν παρουσίασε κανένα σημάδι προσβολής. Ίσα ίσα, με κοίταξε απολογητικά και διατήρησε αυτήν την τρυφερή έκφραση.
Ένιωσα ένα κέντρισμα ενοχής και πήρα μια βαθιά ανάσα. Στο κάτω κάτω, δεν μου έδωσε αυτή κούφιες υποσχέσεις πως όλα θα πήγαιναν καλά, ούτε με είχε πείσει ότι θα βάσανα μου θα λάμβαναν τέλος σύντομα. Εξάλλου, ήμουν βέβαιη πως και η ίδια απλώς εκτελούσε εντολές του Ντράκο, όπως ο άλλος συνεργάτης του, ο Ματ. Δεν ήταν δικός τους λάθος το αν αυτός χειριζόταν λάθος την υπόθεση.
Έτσι, πίεσα τις άκρες των χειλιών μου να ανασηκωθούν και να σχηματίσουν ενα μειδίαμα, το οποίο μου ανταπεδσωσε.
<<Καλα είμαι>>. Το ψέμα ήταν προφανές. Η εμφάνιση μου ήταν η πρώτη απόδειξη.
<<Κοίτα... Μπορείς να είσαι ειλικρινής μαζί μου. Σε κάθε έρευνα, βοηθάω σε οποιαδήποτε αναζήτηση, αν μου ζητηθεί, αλλά η κύρια δουλειά μου, είναι να έρχομαι σε επαφή με άτομα σαν κι' εσένα. Ποτέ δεν κρίνω τους συγγενείς και φίλους των θυμάτων>>.
Για κάποιον λόγο, μου ενέπνεε εμπιστοσύνη αυτή η γυναίκα... Και πάλι όμως, εγώ ακόμα δείλιαζα να ανοιχτώ εντελώς. Το είχα κάνει τόσες φορές και δεν είχε καλό τέλος. Οι άνθρωποι αυτοί, στους οποίους έδινα κομμάτια της ψυχής μου, είτε πέθαιναν, είτε με πρόδιδαν. Αυτός ήταν ένας ακόμα παράγοντας που τα τελευταία χρόνια, δεν κατάφερνα να κάνω φίλους. Οι αμφιβολίες... Από τις δεν θα απαλλαγόμουν ποτέ.
Μάλλον κατάλαβε τους ενδοιασμούς μου, γιατί βιάστηκε να αλλάξει θέμα. <<Θες να σου φτιάξω κάτι, για να χαλαρώσουν τα νεύρα σου;>>, με ρώτησε και αισθάνθηκα πιο άσχημα. Να με εξυπηρετούν ξένοι στο ίδιο μου το σπίτι;
<<Δεν είναι ανάγκη. Εγώ πρέπει να σε κεράσω κάτι. Σπίτι μου είστε άλλωστε>>, απάντησα και ξέσπασε σε δυνατά γέλια.
<<Γιατί χρησιμοποιείς πληθυντικό καλέ; Δεν έχουμε και τόσο μεγάλη διαφορά ηλικίας. Με λένε Βάλερι. Βάλερι Στόουν. Πιθανότατα δεν το θυμάσαι, αλλά δεν πειράζει>>.
Η καλή της διάθεση και αυτή η ευγένεια... Έφεραν στον νου μου τα αδέρφια μου. Τον Ντέιβιντ και την Χλόη. Τόσο καλά παιδιά, τόσο καλοσυνάτα και γεμάτα ενέργεια. Έτοιμα να προσφέρουν βοήθεια σε όποιον την χρειαζόταν. Οι γονείς μας είχαν χαρεί τόσο πολύ όταν γεννήθηκαν. Ποτέ δεν ζήλεψα όμως. Γιατί οι δικοί μου φρόντισαν να μην ξεχάσω ποτέ ότι η αγάπη τους δεν μοιράστηκε, αλλά πολλαπλασιάστηκε.
Μία οικογένεια ενωμένη...
Κούνησα το κεφάλι μου, ευελπιστώντας να φύγουν αυτές οι σκέψεις. Ήδη είχα πολλούς λόγους για να στεναχωριέμαι.
<<Θες να φτιάξουμε μαζί καφέδες; Ίσως να γνωριστούμε και καλύτερα>>, πρότεινα, σε μία προσπάθεια να ακουστώ φιλική.
Έγνεψε θετικά, με το χαμόγελο να παραμένει στο πρόσωπο της και με ακολούθησε στην κουζίνα. Της έδειξα που ήταν οι κούπες, ενώ παράλληλα συγκέντρωνα όλα τα υπόλοιπα.
Καθώς τους ετοιμάζαμε, συζητούσαμε περί ανέμων και υδάτων. Όσο πιο πολλά λέγαμε, τόσο πιο άνετα ένιωθα. Δεν ανάγκαζα τον εαυτό μου να επινοήσει κάποιο θέμα και οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα μου χωρίς άγχος. Απέφευγα βέβαια την σωματική επαφή. Και θα έπρεπε να περάσει πολύς καιρός, μέχρι να μπορέσω να την αποκαλέσω φίλη μου.
Αφού τελειώσαμε, γυρίσαμε στο σαλόνι και βολευτήκαμε στους καναπέδες.
<<Καλύτερα;>>, με ρώτησε, πίνοντας μία γερή γουλιά από την κούπα της.
<<Λίγο... Όσο μπορώ δηλαδή>>, της απάντησα και τύλιξα μία κουβέρτα γύρω μου, προτού πιω και εγώ από την δικιά μου.
<<Καταλαβαίνω. Δεν είναι εύκολο να χάνεις κάποιον που αγαπάς>>.
Τα δάχτυλα του ενός χεριού μου ψηλάφισαν την χρυσή αλυσίδα που κρεμόταν από τον λαιμό μου. Το τριαντάφυλλο ήταν δίπλα στη καρδιά σταθερά, ό,τι κι' αν συνέβαινε.
Πριν από εκείνη την νύχτα, ποτέ μου δεν πίστεψα ότι οι άνθρωποι που φεύγουν, συνδέονται με τα αγαπημένα τους αντικείμενα, τα οποία αφήνουν στους δικούς τους, όταν πεθάνουν. Αντιθέτως, οι ψυχές τους στοιχειώνουν τις αναμνήσεις μας. Δεν μένουν στα αντικείμενα, αλλά στις καρδιές μας. Έτσι, ποτέ δεν ξεχνάμε ότι αυτοί που χάσαμε, υπήρξαν στις ζωές, στο μυαλό και στην καρδιά μας. Δεν χρειάζεται κανένα αντικείμενο για να διατηρηθεί η μνήμη κάποιου.
Τώρα, μπορούσα να κατανοήσω όλους αυτούς που κρατούσαν παλιά κοσμήματα ή βιβλία ή φωτογραφίες... Δεν υπήρχε λογική σ' αυτό. Ήταν απλώς ένα συναίσθημα. Μία ανάγκη που συγκρατούσε κάποιον από το να τρελαθεί.
Αυτό το κολιέ ήταν το τελευταίο δώρο της μητέρας μου... Δεν θα το αποχωριζόμουν ποτέ. Γιατί αλλιώς, φοβόμουν ότι ίσως την ξεχνούσα.
<<Δεν νομίζω ότι καταλαβαίνεις... Και μακάρι να ήταν μόνο κάποιος στην περίπτωση μου>>.
Δεν θύμωσε καθόλου με τον απότομο τόνο μου. Συνέχισε να χαμογελάει και να μιλάει. <<Κι' όμως. Ξέρω τι περνάς... Έχω βιώσει και εγώ την απώλεια>>.
Για πρώτη φορά, την κοίταξα κατάματα... Και αναγνώρισα την σκιά της θλίψης στο βλέμμα της.
<<Ήμουν πέντε χρόνων, όταν έχασα τους γονείς μου σε δυστύχημα. Αρκετά μικρή για να καταλαβαίνω κάποια πράγματα, μα και αρκετά μεγάλη για να νιώσω το κενό στην καρδιά μου. Σαν να ξερίζωσε κάποιος ένα κομμάτι της>>.
Η φωνή της αργόσβηνε, καθώς μου διηγούνταν αυτήν την στενάχωρη ιστορία.
<<Λυπάμαι πολύ, Βάλερι>>. Ήθελα να της πιάσω το χέρι... Μα το μετάνιωσα το λεπτό που ήμουν έτοιμη να κουνήσω το χέρι μου.
<<Στην αρχή, πίστεψα αυτό που μου έλεγαν όλοι. Ότι πήγαν ένα μακρινό ταξίδι. Ότι βρίσκονταν σε ένα καλύτερο μέρος, δίχως προβλήματα, δίχως δυστυχία. Και ότι με φρόντιζαν από τον ουρανό με όλη τους την αγάπη. Σύντομα όμως επικράτησε μέσα μου η αίσθηση του άδικου. Ο καιρός περνούσε και έβλεπα τα άλλα παιδιά στο σχολείο να έχουν γονείς που τα περίμεναν, ενώ εγώ έμενα πάντα τελευταία κάποιον συγγενή να έρθει να με πάρει. Έκλαιγα και φώναζα συνέχεια. Όσο κι' αν χαιρόμουν που οι γονείς μου ήταν ευτυχισμένοι στο νέο τους σπίτι, εγώ ήμουν μόνη σε αυτόν τον κόσμο. Μου έλειπε το μητρικό χάδι. Μου έλειπαν τα αστεία του μπαμπά μου... Ακόμα που λείπουν>>.
Πήρε μία βαθιά ανάσα και ήπιε κι' άλλο καφέ, προτού ολοκληρώσει. <<Δεν δεχόμουν καμία βοήθεια στην αρχή. Ασυνείδητα, δεν μου επέτρεπα να βγει από αυτό το πένθος για ένα μεγάλο διάστημα... Μέχρι που συνειδητοποίησα ότι οι γονείς μου θα ήθελαν να συνεχίσω>>.
Η καρδιά μου σφίχτηκε και οι τύψεις για την συμπεριφορά μου απέναντι της, φώλιασαν μέσα μου. Ήξερα ότι έλεγε αλήθεια. Γιατί όσο μιλούσε, δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ. Αν και λυπημένη, περιέγραφε τα πάντα, σαν να ήταν απλά ένας παρατηρητής των γεγονότων. Δεν θεωρούσα πως όσοι έκλαιγαν, ενώ αναβίωναν στο μυαλό τους αυτές τις στιγμές της ζωής τους, ήταν ψεύτες... Αλλά διέκρινα πότε κάποιος έλεγε ψέματα και πότε όχι.
<<Πώς... Πώς το ξεπέρασες;>>, την ρώτησα και χαμογέλασε πάλι, λυπημένα αυτήν την φορά.
<<Δεν το ξεπέρασα ποτέ. Αλλά με τον καιρό, έμαθα να ζω με την απώλεια. Ο χεονοα είναι ο καλύτερος γιατρός, έτσι δεν λένε; Εστίασα σε άλλα πράγματα. Στο να προστατεύω αυτούς που δεν μπορούσαν να προστατέψουν τον εαυτό τους, ας πούμε. Ίσως να μην μπορώ να εμποδίσω ένα πιθανό ατύχημα... Αλλά σίγουρα θα κάνω ό,τι πρέπει, προκειμένου να απαλύνω έστω και λίγο τον πόνο των μελών της υπόλοιπης οικογένεια. Αυτοί υποφέρουν και όχι όσοι φεύγουν από την ζωή. Είμαι της άποψης ότι οι νεκροί βρίσκουν την γαλήνη εκεί που πάνε μετά τον θάνατο... Μεγαλώνοντας, κατάφερα να συμφιλιωθώ με αυτήν την ιδέα. Είμαι βέβαιη πως σταδιακά, θα κάνεις και εσύ το ίδιo. Δεν θα είσαι ποτέ το ίδιο άτομο που ήσουν κάποτε ως έναν βαθμό, αλλά τουλάχιστον θα έχεις πάει παρακάτω. Θα βρεις την ευτυχία σου, όπως όλοι>>.
Έστρεψα το βλέμμα μου για λίγα δευτερόλεπτα, προτού το επαναφέρω σ' αυτήν.
Με ενοχλούσε η αλήθεια που έκρυβαν τα λόγια της. Είχαν περάσει οχτώ χρόνια από εκείνο το βράδυ. Είχα επισκεφτεί τους καλύτερους ψυχολόγους στον κόσμο, ακολουθώντας τις συμβουλές τους... Μα ποτέ δεν με βοήθησε καμία. Έκανα τα πάντα, αλλά το αποτέλεσμα δεν με δικαίωσε ποτέ. Πάλευα με τους δαίμονες μου για χρόνια και ακόμα, αναγκαζόμουν να κοιτάω πίσω από τον ώμο σε κάθε μου βήμα. Έβλεπα εφιάλτες στον ύπνο μου. Φοβόμουν μέχρι και την σκιά μου.
Η Βάλερι μπορεί να κατάφερε να ξεκινήσει από το μηδέν. Εγώ ήμουν εκεί... Και είχα χάσει πλέον τις ελπίδες μου ότι αυτό θα άλλαζε.
<<Τι σκέφτεσε;>>
Δεν απάντησα αμέσως... Προτίμησα την αίσθηση του καφέ και την σιωπή που επικράτησε στον χώρο. Παραδόξως, δεν ήταν άβολη και έτσι, την απόλαυσα, έως ότου της πω κάτι.
<<Όχι κάτι συγκεκριμένο... Απλά είμαι κουρασμένη. Έχω βαρεθεί να προσπαθώ. Για το οτιδήποτε>>.
<<Κατανοητό. Την σωστή στιγμή, θα νιώσεις έτοιμη να κάνεις το επόμενο βήμα...>>. Ξαφνικά, το ύφος της άλλαξε. Απέκτησε την σοβαρή έκφραση που είχε και πριν, όταν την βρήκα στο σαλόνι. <<Ίνγκριντ... Χρειαζόμαστε την βοήθεια σου>>.
<<Τι; Την δική μου; Τι άλλο μπορώ να κάνω, για να διευκολύνω την έρευνα σας; Σας έχω πει ό,τι ξέρω>>.
Οι άμυνες μου υψώθηκαν ξανά. Τύλιξα την κουβέρτα γύρω από το σώμα μου πιο σφιχτά. Με προετοίμασα για το χειρότερο... Υπήρχε όμως άραγε χειρότερο, μετά από όλα αυτά που είχαν συμβεί;
Πρέπει να αντιλήφθηκε την διστακτικότητα μου, γιατί σήκωσε τα χέρια της για να με καθησυχάσει. <<Ηρέμησε. Θέλουμε να μάθουμε τι ξέρεις για την Μιράντα Μπράουν>>.
Σήκωσα τα φρύδια μου, παραξενεμένη. <<Τι εννοείς;>>
<<Θα σου εξηγήσω. Πες μου πρώτα>>.
Αναστέναξα. <<Από όσο ξέρω, ξεκινήσαμε τις σπουδές μου την ίδια χρονιά. Δεν μου έδωσε ποτέ λεπτομέρειες της ζωής της πριν αυτό. Το μόνο που ξέρω, είναι ότι έφυγε από το σπίτι των γονιών της, όταν ανακάλυψε πως της άρεσαν οι γυναίκες. Για την ακρίβεια, οι γονείς της την έδιωξαν. Από τότε, δεν διατηρούσε καμία επικοινωνία μαζί τους. Φάνηκε και στην κηδεία της αυτό. Κανένας συγγενής της δεν εμφανίστηκε. Την είχαν ξεγράψει όλοι...>>.
Λέγοντας ξανά αυτά τα πράγματα, συνειδητοποίησα άξαφνα πόσα κοινά είχαμε. Και οι δύο αισθανόμασταν μόνες, αντιμετωπίζαμε πολλές δυσκολίες. Βρήκαμε μια φίλη στο πρόσωπο της άλλης και μπορούσαμε να μοιραστούμε το οτιδήποτε, δίχως το άγχος της περιθωριοποίησης ή της κριτικής.... Τουλάχιστον, αυτό ίσχυε από την δική μου μεριά. Διότι, όπως αποδειχτγκε, η Μιράντα δεν με έβλεπε απλώς ως μία καλή και σπουδαία φίλη.
<<Δεν έχεις κάποια ιδέα για το τι μπορεί να έκανε πριν την γνωριμία σας;>>
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. <<Όχι. Δεν μου εκμηστηρεύτηκε ποτέ κάτι εκείνη. Και εγώ φυσικά, δεν την πίεσα για να μάθω κάτι>>.
<<Παρατήρησες ποτέ κάτι περίεργο στην συμπεριφορά της;>>, με ρώτησε και στερέωσε μερικές τούφες κόκκινων μαλλιών πίσω από το αυτί της.
<<Τώρα που το λες... Κάποιες φορές, ήταν λίγο ανήσυχη. Λες και φοβόταν. Μην με ρωτήσεις τί ή ποιόν, δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Θυμάμαι μία περίοδο, ήταν συνέχεια κλεισμένη στο δωμάτιο μας. Δεν έβγαινε, εκτός κι' αν ήταν απολύτως απαραίτητο. Μιλούσε για ώρες στο λάπτοπ της>>.
<<Ξέρεις πού βρίσκεται τώρα αυτό το λάπτοπ; Και γενικά, γνωρίζεις αν διέθετε κάτι άλλο, το οποίο θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμο;>>
Το σκέφτηκα για λίγο. Αν έλεγα, θα ήταν σαν να παραβίαζα την ιδιωτικότητα της Μιράντας. Και ήμουν της άποψης πως δεν έπρεπε ποτέ να ανακατεύομαι στην ζωή των γύρω μου, παρά μόνο αν μου ζητηθεί. Από την άλλη, η Μιράντα είχε πεθάνει. Δεν θα την έβλεπα ξανά, ούτε θα έπρεπε να απολογηθώ γι' αυτήν την πράξη... Και η ίδια θα αναπαυόταν, μονάχα όταν οι ένοχοι θα έρχονταν ενώπιον της δικαιοσύνης.
<<Στο δωμάτιό μας ξέρω πως το είχε. Στο πανεπιστήμιο. Αλλά δεν μου έρχεται κάτι άλλο τώρα. Ημερολόγιο δεν είχε. Τουλάχιστον, εγώ δεν την είδα να γράφει ποτέ. Δεν ξέρω. Αν ψάξετε μόνοι σας, ίσως βρείτε κάτι παραπάνω... Αλλά μισό λεπτό, ήδη δεν το κάνατε αυτό;>>
Τα μάγουλα της κοκκίνισαν ελαφρώς και έτριψε την ράχη της μύτης της. Μπορεί να μου φάνηκε, αλλά έμοιαζε να ντρέπεται για κάτι... Πολύ πιθανόν για την ερώτηση που της έκανα.
<<Συγγνώμη. Δεν ήθελα να σε κάνω να νιώσεις άσχημα>>, απολογήθηκα και κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
<<Μην το σκέφτεσαι, όλα καλά. Είναι λογικό να έχεις απορίες. Μην ανησυχείς, όλα είναι υπό έλεγχο. Ο Ντράκο κάνει πολύ καλά την δουλειά του>>.
Μου ξέφυγε ένα ξερό γέλιο, σαν γάβγισμα. <<Είμαι σίγουρη γι' αυτό>>.
Η φωνή μου έσταζε ειρωνεία. Δεν με ένοιαζε. Αυτός ο άντρας με είχε απογοητεύσει, από όλες τις απόψεις. Μου υποσχέθηκε πως θα με προστατέψει. Μου υποσχέθηκε ότι κανένας άλλος δικός μου δεν θα πάθαινε κακό.... Βλακείες. Λέξεις, πίσω από τις οποίες δεν κρυβόταν καμία αλήθεια. Δεν ενδιαφερόταν καθόλου για εμένα, παρά μόνο για το καθήκον του. Τη θέση του και τίποτα παραπάνω. Και εγώ... Και εγώ ήμουν ηλίθια που πίστεψα ότι αυτό το ενδιαφέρον, ίσως σήμαινε κάτι περισσότερο. Και αυτό, όλως περιέργεως, με πονούσε πολύ.
<<Ίνγκριντ... Αυτή η δουλειά είναι πολύ δύσκολη. Είμαστε αστυνομικοί, αλλα πάνω από όλα, είμαστε άνθρωποι. Και έχουμε δικαίωμα στα λάθη. Είναι πράγματι στενάχωρο, όταν χάνονται ζωές εξαθρθςς αυτών... Όμως κάνουμε ό,τι μπορούμε. Έστω κι' αν οι επιλογές μας δεν φέρνουν πάντα το επιθυμητό αποτέλεσμα. Και πολλές φορές, πρέπει να πάρουμε δύσκολες αποφάσεις... Όπως αυτή που πήραμε για εσένα>>.
Εστίασα την προσοχή μου πάνω της και τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα... Τι εννοούσε με αυτό;
<<Τι αποφάσεις πήρατε για εμένα;>>
Πέρασε το χέρι της μέσα από τα μαλλιά της και μου εξήγησε. <<Καλό είναι να έχει έτοιμη μια τσάντα με πράγματα. Μέσα στο επόμενο διάστημα, θα φύγουμε από την Νέα Υόρκη>>.
Με το που ξεστόμισε αυτές τις λέξεις, παραλίγο να πνιγώ με τον καφέ μου. <<Θα φύγουμε; Και πού θα πάμε; Δεν γίνεται να σοβαρολογείς>>, είπα, ελπίζοντας να αστειεύεται.
<<Δυστυχώς, όχι. Δεν ξέρουμε ακόμα πότε. Θα είναι άμεσα όμως. Γι' αυτό, να είσαι σε ετοιμότητα... Εγώ θα πρέπει να φύγω τώρα. Μην ανησυχείς, δύο αστυνομικοί είναι απ' έξω. Να προσέχεις, εντάξει;>>.
Απλά κουνησα το κεφάλι μου, μην ξέροντας τι άλλο να πω.
Ύστερα, εκείνη έφυγε, αφήνοντάς με μόνη με τις σκέψεις μου.
Βολεύτηκα πιο βαθιά στον καναπέ. Ήπια ό,τι έμεινε από τον καφέ και βυθίστηκα στα μύχια του μυαλού μου. Ο χρόνους περνούσε γρήγορα, παρόλο που δεν έκανα απολύτως τίποτα. Μόνο όταν το σκοτάδι απλώθηκε στο σαλόνι, συνειδητοποίησα πως είχα μείνει αρκετές ώρες κάτω από την κουβέρτα. Ωστόσο, δεν μετακινήθηκα καθόλου. Ούτε όταν σκέφτηκα την πιθανότητα οι δολοφόνοι να αποπειραθούν να με σκοτώσουν ξανά. Εξάλλου, σε όποιο σημείο του σπιτιού κι' αν πήγαινα, θα με έβρισκαν.
Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, ξαφνικά πέρασαν μπροστα από το μυαλό μου, με μεγάλη ταχύτητα. Ένιωσα ένα βάρος στο στήθος μου και το μόνο που ήθελα, ήταν να κλάψω. Μα δεν το έκανα. Τα μάτια μου είχαν στεγνώσει. Και τότε κατάλαβα πως είχα παραδοθεί στην μοίρα και σε ό,τι μου επιφύλασε.
Δεν γνώριζα ποιό θα ήταν το τέλος μου. Δεν γνώριζα πού θα κατέληγα ή αν θα ήμουν ζωντανή, προκειμένου να φτάσω κάπου. Το βέβαιο ήταν πως δεν θα πάλευα άλλο για κάτι που δεν μπορούσα να κατακτήσω... Την ευτυχία μου. Τέλος οι προσπάθειες.
<<Καληνύχτα... Γιαγιά>>, ψιθύρισα με τρεμάμενη φωνή και αποκοιμήθηκα στον καναπέ... Με την ελπίδα πως οι εφιάλτες δεν θα με κρατούσαν ξάγρυπνη.
Γειά σας!!!
Πώς είστε;
Εγώ μία χαρά. Ετοιμάζομαι για την σχολή τον επόμενο μήνα❤️
Θέλω απλά να ενημερώσω πως υπάρχει μία πιθανότητα να μην ανέβει κεφάλαιο την επομένη εβδομάδα. Έχω κάποιες υποχρεώσεις αυτές τις ημέρες και δεν ξέρω αν θα βρω χρόνο να γράψω.
Σε κάθε περίπτωση, σας ευχαριστώ για την στήριξη σας👏🥰
Μέχρι το επόμενο...
Peace❤️💛✌️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top