Λίγο πριν το τέλος

Ingrid's POV

Ήταν το περίεργο να βλέπω το κουκλάκι της αδερφής μου κάτω από το φως, έστω κι' αν αυτό ήταν το αχνό του δωματίου που με κρατούσαν φυλακισμένη.

Καθώς το ψηλάφιζα με τα δάχτυλα μου, μου θύμιζε ακόμη περισσότερα πράγματα. Δεν με ένοιαζε η βρωμιά πάνω στο υλικό, ούτε τα μικρά σκισίματα στην άκρη. Εγώ μέσα από τα δικά μου μάτια, έβλεπα μόνο το παιχνίδι με το οποίο η μικρή μου αδερφή περνούσε ατέλειωτες ώρες παίζοντας. Ούτε κοιμόταν χωρίς αυτό. Μόνο εμένα άφησε να το αγγίζω και να το πλένω, γιατί ο Ντέιβιντ την πείραζε συχνά και φοβόταν μην της το πάρει.

Πάντα όμως ήμασταν αγαπημένα αδέρφια, παρά τις μικρούς, ανούσιους καυγάδες μας. Τότε δεν μου φαίνονταν έτσι βέβαια, αλλά σήμερα θα έδινα τα πάντα για να τους ξαναζήσω. Φτάνει μόνο να είχα και τα δύο αδέρφια μου δίπλα μου.

Τώρα που ήξερα ότι η Χλόη ήταν ζωντανή, αυτή η ελπίδα μου είχε αναπτερωθεί. Ό,τι και να έλεγε εκείνη, όσο κι' αν με αμφισβητούσε, εγώ δεν θα έπαυα να της λέω την αλήθεια και όχι αυτά που ήθελε να ακούσει. Μπορεί να φοβόμουν για την ζωή μου, αλλά όχι αρκετά, ώστε να την σώσω με ψέματα. Και ήμουν σίγουρη πλέον ότι με πίστευε καταβάθος, παρά την άρνηση της. Γι' αυτό άλλωστε πήγε μέχρι το πατρικό μας.

Έπιασα την φωτογραφία και την παρατήρησα για λίγο. Θυμόμουν ακόμα αυτήν την μέρα, που βγάλαμε αυτήν την φωτογραφία. Ήταν καλοκαίρι, λίγους μήνες πριν από εκείνο το βράδυ των γενεθλίων μου. Ήταν το πρώτο ταξίδι που κάναμε ως οικογένεια στο εξωτερικό και η χαρά μας ήταν απερίγραπτη. Οι γονείς είχαν κλείσει το καλύτερο το δωμάτιο, του καλύτερου ξενοδοχείου και κουβαλούσαμε πάντα μαζί μας μία φωτογραφική κάμερα και ένα τρίποδο. Βγάζαμε φωτογραφίες, όπου κι' αν βρισκόμασταν.

Αυτή που εγώ κρατούσα, ήταν η αγαπημένη μου. Δεν ήξερα γιατί. Κάθε φορά που την κοιτούσα και έβλεπα την οικογένεια μου τόσο ευτυχισμένη, αισθανόμουν μία ψυχική αγαλλίαση, όσα προβλήματα κι' αν είχα. Όπως και εκείνη την στιγμή, που ήμουν αλυσοδεμένη και δεν είχα ιδέα για το εάν θα ξαναέβλεπα ποτέ το φως του ήλιου.

<<Αν πεθάνω μαμά και μπαμπά, θα πεθάνω πιο χαρούμενη από ποτέ... Γιατί είδα ξανά την αδερφή μου... Είναι ζωντανή...>>, ψέλλισα, κλαίγοντας σιωπηλά.

Την γύρισα ανάποδα και είδα την αφιέρωση που είχαμε γράψει όλοι μαζί τότε.

Αν ήταν εδώ, θα ήξερα και οι δύο τί να κάνουν. Θα έβρισκαν έναν τρόπο να την πείσουν και να την ξαναφέρουν κοντά μας. Θα την ηρεμούσαν. Θα της έδειχναν την αληθινή αγάπη που στερήθηκε οχτώ χρόνια τώρα και θα την φρόντιζαν. Ήθελα και εγώ να το κάνω αυτό.

Ήλπιζα όσο τίποτα άλλο να έχω αυτήν την ευκαιρία... Να βγαίναμε τελικά ζωντανές από αυτήν την ιστορία και να γινόμασταν ξανά οικογένεια. Όσο μπορούσαμε δηλαδή.

7 χρόνια και λίγους μήνες πριν...

<<Φτάσαμε! Φτάσαμε στο Περού!>>, ουρλιάζει η αδερφή μου ενθουσιασμένη, χοροπηδώντας πάνω στο κρεβάτι των γονιών μας.

<<Χλόη, κατέβα κάτω. Μπορεί να χτυπήσεις>>, την παρακαλεί ο Ντέιβιντ, αλλάζοντας διαρκώς θέση γύρω από το κρεβάτι, έτοιμος να την κρατήσει σε περίπτωση που πέσει.

<<Αδερφούλη, έλα να παίξουμε!>>, του λέει εκείνη γελώντας.

Μου ξεφεύγουν μερικά χαχανητά, καθώς τακτοποιώ τα ρούχα μου στην ντουλάπα. Το δικό μου δωμάτιο είναι δίπλα στο δικούς τους και η πόρτα που τα χωρίζει είναι ανοιχτή, οπότε μπορώ να δω τί κάνουν και να ακούσω τί λένε. Για την ώρα, αντί να τακτοποιούν τα πράγματα τους, ώστε να μπορέσουμε να πάμε βόλτα αργότερα, κάθονται απλά και παίζουν, απολαμβάνοντας τις πρώτες ώρες των διακοπών τους, μετά το κλείσιμο των σχολείων.

Οι γονείς μας να κάνουν μερικά ψώνια που θα μας φανούν χρήσιμα τις μέρες της διαμονής μας εδώ και με άφησαν υπεύθυνη, να τους προσέχω. Άλλο που δεν ήθελα εγώ. Θεωρώ πως ο χρόνος που περνάω με τα αδέρφια μου, είναι πάντοτε πολύτιμος και δεν θα μπορούσα να είμαι πιο χαρούμενη.

<<Πλύνατε τα χέρια σας εσείς οι δύο;>>, τους ρωτάω, στηριζόμενη κάτω από το δοκάρι της πόρτας.

Η Χλόη πέφτει πάνω στα σκεπάσματα –ευτυχώς όχι με δύναμη–, και ύστερα ανακάθεται, κοιτώντας με. <<Μα γιατί να τα πλύνουμε; Αφού σε λίγο θα ξαναβγούμε. Ποιός ο λόγος; Το περιβάλλον δεν το σκέφτεται κανείς σας; Αν καταναλώνουμε συνέχεια νερό, πώς θα το προστατέψουμε;>>

Με το ζόρι συγκρατούσα τον εαυτό μου από το να βάλει τα γέλια. Μερικές φορές, για να αποφύγει κάτι ή αδερφή μου, ήταν ικανή να αναλύσει το οποιοδήποτε κοινωνικό ζήτημα. Είχε τόση πλάκα να την βλέπω και ταυτόχρονα, με έκανε να αισθάνομαι υπερήφανη. Πολλά παιδιά στην ηλικία της δυσκολεύνταν να εκφραστούν, πόσο μάλλον να υποστηρίξουν και τις απόψεις τους. Μόνο τους γονείς μας μπορούσα να κατηγορήσω γι' αυτήν την ικανότητα.

<<Να σου πω, φυστικάκι. Άσε για αργότερα τους μεγάλους λόγους και πήγαινε να πλύνεις τα χέρια σου. Το ίδιο και εσύ, Ντέιβιντ. Γιατί να μην είστε έτοιμοι όταν τα έρθουν οι γονείς, προκειμένου να πάμε κατευθείαν την πρώτη μας βόλτα στην πόλη;>>, τους ρωτάω με ένα χαμόγελο αποτυπωμένο στο πρόσωπο μου.

Ξεστομίζουν και οι δύο ένα <<Καλά>>, βαριεστημένα και μπαίνουν μαζί στο μπάνιο που θα μοιραζόμαστε οι τρεις μας, όσες μέρες μείνουμε εδώ. Οι δικοί μου έχουν ένα ξεχωριστό, στο δικό τους δωμάτιο.

Μετά από λιγα λεπτά, η αδερφή μου μόνο ξεπροβάλλει από μέσα και χασμουριέται μία φορά. <<Ο Ντέιβιντ ήθελε να πάει τουαλέτα. Μπορεί να αργήσει λίγο>>, λέει και κάθεται δίπλα μου στο κρεβάτι, ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο μου.

Αυτή η ξαφνική αδιαθεσία της, μου προκαλεί ανησυχία και δεν γίνεται να μην την ρωτήσω. <<Είσαι καλά μικρή μου; Πριν από λίγο, ήσουν μέσα στην τρελή χαρά>>.

Κουνάει καταφατικά το κεφάλι της. <<Ναι, Ίνγκριντ. Μην αγχώνεσαι... Απλά νιώθω ξαφνικά λίγο κουρασμένη, αυτό είναι όλο>>, μου απαντάει και χασμουριέται πάλι.

Δεν γίνεται να μην μειδιάσω ξανά. <<Λογικό μου φαίνεται, μετά από τόσες ώρες ταξίδι. Δεν έχεις συνηθίσει κιόλας. Είσαι ακόμα μικρή>>, της επισημαίνω στο τέλος για να την πειράξω.

<<Έι! Δεν είμαι τόσο μικρή! Σε δύο μήνες κλείνω τα δέκα>>, λέει με την κοριτσίστικη φωνούλα της και θέλω να της ζουλήξω τα κατακόκκινα μάγουλα της όσο τίποτα άλλο.

<<Για εμένα θα είσαι πάντα η μικρή μου αδερφή>>, λέω γλυκά και δίχως να απαντήσει, πηδάει στην αγκαλιά μου.

<<Και θα με αγαπάς για πάντα;>>

<<Εννοείται, φυστικάκι>>, της απαντάω και ακουμπάω την μύτη της παιχνιδιάρικα με τον δείκτη του χεριού μου και ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια.

Τώρα...

Η πόρτα που άνοιξε απότομα, με επανέφερε στην πραγματικότητα και ευθύς έκρυψα την φωτογραφία και το παιχνίδι από πίσω μου, αγχωμένη μην τα προσέξει όποιος μπήκε μέσα.

Είδα τον Μπρότζετ να έρχεται προς το μέρος μου. Εξεπλάγην όταν πρόσεξα την χαλαρή έκφραση του και κούνησα το κεφάλι μου, για να σιγουρευτώ πως δεν με ξεγελούσαν τα μάτια μου. Περίμενα ότι μετά από την σύντομη συνάντηση μου με την Πάουντερ, θα με επισκεπτόταν πιο σύντομα, με άγριες διαθέσεις και όχι με μία χαρωπή έκφραση, σαν να βρισκόμασταν σε πάρτυ για τσάι... Πολύ ανησυχητικό αυτό.

Ο τρόμος επέστρεψε, αυτήν την φορά όμως, ήμουν στα αλήθεια αποφασισμένη να μην αφήσω να φανεί. Δεν θα έβλεπε ούτε ένα ίχνος ευαλωτότητας από εμένα. Ας έκανε ό,τι ήθελε επάνω μου, αλλά δεν θα του έδινα ξανά την ευχαρίστηση να δει πόσο πολύ υπέφερα. Θα έδινα την μάχη μου, όποιο κι' αν ήταν το τέλος μου.

Έτσι, όταν έφτασε ακριβώς μπροστά μου, δεν μαζεύτηκα σε καμία γωνία, ούτε αγκάλιασα τα γόνατα μου. Αντιθέτως, έπιασα τον τοίχο και ρίχνοντας όλο το βάρος στα χέρια μου, μπόρεσα να σταθώ στα πόδια μου. Οι παλάμες μου μάτωσαν λίγο, μα αυτό ήταν το τελευταίο που με απασχολούσε.

Ύψωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα κατάματα. Είχε την ίδια ανόητη έκφραση, αλλά διέκρινα και κάτι άλλο, το οποίο προσπαθούσε να κρύψει. Πανικός; Άγχος; Δεν ήμουν βέβαιη. Τα ατημέλητα μαλλιά του πάντως και οι ελάχιστα ευδιάκριτοι κύκλοι κάτω από τα μάτια του, φανέρωναν ότι η ψυχραιμία και η λογική του είχαν χαθεί, έως έναν βαθμό.

<<Τα καταφέρνεις μία χαρά εδώ κάτω μόνη σου, από ό,τι φαίνεται. Μπράβο, χαίρομαι. Ίσως πρέπει και τον φτιάξουμε τον χώρο, εφόσον σκοπεύεις να μείνεις εδώ. Να βάψω τους τοίχους, να φέρω μερικά έπιπλα... Ωραία ιδέα, δεν συμφωνείς;>>, με ρώτησε μεταξύ σοβαρού και αστείου και έσφιξα τα χέρια μου σε δύο γροθιές, μπήγοντας τα νύχια μου στο δέρμα μου.

Επιστράτευσα όση συναισθηματική δύναμη είχα, για να μην του ρίξω μπουνιά. Δεν θεωρούσα πως ένα κάθαρμα σαν κι' αυτόν διέθετε έστω και λίγη ηθική μέσα του ή ότι είχε κάποιο επίπεδο, αλλά δεν σκόπευα να καταφύγω στην βία για χάρη του. Δεν το έκανα ποτέ για κανέναν. Δεν θα γινόμουν σαν αυτό το τέρας.

Τα φρύδια του έσμιξαν. <<Γιατί δεν μιλάς, μικρή μου Ίνγκριντ;>>

<<Μην με ξαναπείς έτσι!>>, του φώναξα και η απάντηση του ήταν ένα χαστούκι. Αντί να σκύψω, γύρισα το άλλο μου μάγουλο. <<Ρίξε και σε αυτό, αν τολμάς. Δεν με νοιάζει πια. Τί χειρότερη ζημιά μπορείς να μου κάνεις άλλωστε; Μου τα πήρες ήδη όλα; Πόσο περισσότερο να με πληγώσεις;>>

Ξαφνικά, με έπιασε από τον λαιμό και με κόλλησε πάνω στον τοίχο με δύναμη. Πίεσε με δύναμη τα δάχτυλα του γύρω από αυτόν, εμποδίζοντας με να αναπνεύσω φυσιολογικά. Ίσα που κατάφερνε να περάσει λίγο οξυγόνο μέσα από το στόμα μου.

<<Πρόσεχε πολύ καλά πώς μου μιλάς μικρή, γιατί αλλιώς–>>.

<<Αλλιώς τί... Ρε κάθαρμα;>>, είπα βήχοντας και ένιωσα το οξυγόνο να εγκαταλείπει σταδιακά τους πνεύμονες, ενώ ο πόνος μεγάλωνε.

Μετά από κάποια λεπτά, με πέταξε κάτω και το κεφάλι μου χτύπησε στο πάτωμα. Η όραση μου θόλωσε κάπως, όμως κατάφερα να δω την φιγούρα που μπήκε στον χώρο. Και όσο πλησίαζε, κατάλαβα πως ήταν η Πάουντερ... Η Χλόη. Η μικρή μου αδερφή.

Ωστόσο, δεν θύμισε σε τίποτα το κορίτσι που μίλησα και μου εξέφρασε τόσες απορίες. Έδειχνε πιο... Σκληρή. Σαν να είχε ξεχάσει την κουβέντα που κάναμε.

<<Χλόη... Χλόη, αδερφή μου...>>, ψέλλισα από την συγκίνηση.

Εκείνη πάτησε τα δάχτυλα των χεριών μου και απελευθέρωσα μία κραυγή πόνου. Άκουσα ένα κρακ. Πρέπει να μου έσπασε τα δάχτυλα, αλλά δεν ήταν αυτό στο οποίο εστίαζε ο εγκέφαλος μου εκείνη την στιγμή.

Δεν μπορούσα να καταλάβω τί την είχε πιάσει. Όχι ότι πριν ήταν φιλική και γλυκιά μαζί μου, όμως τουλάχιστον ήταν πρόθυμη να πιστέψει, αν δεν το είχε κάνει ήδη, και πραγματικά έδειχνε να αμφισβητεί τις αρχές και τις αξίες που της δίδαξε ο Μπρότζετ... Όχι πως ένας άνθρωπος σαν κι' αυτόν διέθετε αυτά τα δύο, ούτε κάποια ηθική.

Γιατί τώρα λοιπόν συμπεριφερόταν σαν να μην είχαν προηγηθεί όλα αυτά τα γεγονότα ανάμεσα μας;

Πρόσεξα μία μικρή τρύπα στον ώμο της. Κανονικά δεν θα έπρεπε. Όμως ήταν τόσες πολλές και ίδιες, που ήταν δύσκολο να μην τις παρατηρήσει κανείς. Σαν να έβλεπα ένα μεγάλο τραύμα.

Ένιωσα ολόκληρο το κορμί μου να ανατριχιάζει και η καρδιά μου έσπασε... Τί της έκανε αυτό το κάθαρμα;

<<Τί της έκανε;! Τί έκανες στην αδερφή μου, ρε μαλάκα;!>>

Δεν θυμόμουν να είχε ξαναβγεί αυτή η λέξη από το στόμα μου πότε. Τόσο πολύ είχα θυμώσει. Τόσο γρήγορα είχα ξεπεράσει τον φόβο μου για τον θάνατο. Μέσα μου είχε κυριαρχήσει η οργή και ήθελα απεγνωσμένα να τον εκδικηθώ για όσα της έκανε. Να τον κάνω να πληρώσει για όσα στέρησε και από εμένα, και από εκείνη. Κατέστρεψε τόσες ζωές και δεν είχε αντιμετωπίσει τις συνέπειες για καμία από τις πράξεις του και αυτό έπρεπε να αλλάξει.

Ήθελα εγώ να είμαι βέβαιη γι' αυτό... Ήθελα να είμαι εγώ αυτή που θα τον σκοτώσει και θα τον κάνει να πληρώσει για τα σφάλματα του.

Εκείνος δεν έδειχνε να πτοείται καθόλου από το ξέσπασμα μου. Αντιθέτως, μάλλον το διασκέδαζε. <<Εγώ; Εγώ τίποτα δεν της έκανα>>. Ήθελα απεγνωσμένα να διώξω με ένα χαστούκι εκείνο το υπεροπτικό ύφος  από το πρόσωπο του. Αντί γι' αυτό, ύψωσα το πιγούνι μου και συγκράτησα αυτήν την τόσο έντονη επιθυμία για τον εαυτό μου. Εξάλλου, η Χλόη έμοιαζε να είναι σε θέση ετοιμότητας. Θα με ξέσκιζε, πριν καν προλάβαινα να βαδίσω κοντά του.

<<Κόψε τις βλακείες και πες μου τί έκανες στην αδερφή μου!>>.

<<Αλήθεια σου λέω, τίποτα απολύτως δεν της έκανα. Απλώς την οδήγησα ξανά στον σωστό δρόμο. Και αυτήν την φορά, δεν πρόκειται να τον χάσει. Έτσι δεν είναι, Πάουντερ;>>, την ρωτάει και εκείνη του απαντάει με ένα θετικό νεύμα, χωρίς ωστόσο κανένας από τους δύο να πάρει το βλέμμα του πάνω μου.

Είχα την εντύπωση πως νόμιζαν ότι μπορούσαν να με κάψουν με ακτίνες Χ, ή κάτι τέτοιο. Ή έτσι ήλπιζαν, παρόλο που δεν το έβλεπαν να συμβαίνει.

Ένα μειδίαμα σχημάτισαν τα χείλη του και εκνευρίστηκα ακόμα περισσότερο. <<Δεν χρειάζεται να σε σκοτώσω μικρή Κουνσέν... Γιατί θα πεθάνεις εδώ κάτω μόνη σου. Εμείς θα φύγουμε και εκτός από την ομάδα, κανένας άλλος δεν γνωρίζει αυτό το μέρος>>.

Σοβαρολογούσε... Θα με άφηνε να σαπίσω εδώ κάτω και στη συνέχεια, θα πέθαινα εξαιτίας της πείνας και της έλλειψης νερού. Και μετά από πολύ καιρό, κάποιος θα ανακάλυπτε το πτώμα μου... Και μόνο η σκέψη με τρόμαζε.

<<Θα ξεχαστείς πολύ σύντομα>>.

Και με αυτά τα λόγια, εξαφανίστηκαν με τον ίδιο τρόπο που εμφανίστηκαν. Δίχως κάποια προειδοποίηση. Άκουσα μόνο την πόρτα να κλείνει απότομα... Ούτε υπερφυσικές δυνάμεις να είχαν.

Ανασηκώθηκα, αλλά δεν στάθηκα όρθια. Τα γόνατα μου άγγιξαν το κρύο πάτωμα και ένιωσα να παγώνω κι' άλλο, όμως μετά σκέφτηκα ότι δεν είχε κανένα νόημα πλέον να διαμαρτύρομαι για την χαμηλή θερμοκρασία. Κανείς δεν θα με άκουγε και ακόμα κι' αν το έκαναν, δεν θα μου έδιναν καμία απολύτως σημασία.

Μου το είπε άλλωστε. Αυτό το δωμάτιο, υπόγειο ή ό,τι ήταν τέλος πάντων, θα ήταν το μόνιμο σπίτι μου πλέον. Ποιός θα με ανακάλυπτε εκεί, εφόσον θα έφευγαν μακριά; Και να το έκαναν μετά από καιρό, και αυτό εντελώς τυχαία, εγώ θα είχα πεθάνει ήδη.

Το βλέμμα μου περιπλανήθηκε στον χώρο, ψάχνοντας μάταια να βγει κάποια διέξοδο. Καταβάθος το ήξερα ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον. Ο μόνος τρόπος διαφυγής από αυτούς τους τσιμεντένιους τοίχους, ήταν η πόρτα. Κι' όμως, η καρδιά μου σφίχτηκε, όταν αυτή η επίγνωση ρίζωσε βαθια μέσα μου.

Καυτά δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλα μου και να μουσκεύουν και τον λαιμό μου. Δεν είχε νόημα να κλαίω, αλλά δεν κατάφερα να τα εμποδίσω. Είχα κουραστεί πια να κρατώ τα συναισθήματα μου για τον εαυτό μου και να κρύβομαι διαρκώς, από φόβο μήπως κάποιος με εκμεταλλευτεί. Και εφόσον ήμουν μόνη πια, μπορούσα να εκφραστώ ελεύθερα.

Μόνη....

Όχι... Όχι, δεν ήμουν μόνη. Μπορεί να με είχαν απαγάγει και να με είχαν φυλακίσει, όμως εκεί έξω, γνώριζα πως υπήρχαν κάποιοι που νοιάζονταν πραγματικά για εμένα.

Ο Ματ με τα αστεία του, που έκανε να χαλαρώνω.

Η Βάλερι, που με βοηθούσε να μην χάσω τα λογικά μου... Από τότε που μας απήγαγαν και τις δύο, δεν είχα νέα της. Ζούσε; Την είχαν σκοτώσει; Ήλπιζα με όλη μου την καρδιά να ίσχυε το πρώτο.

Και ο Ντράκο... Ο άντρας που έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει τόσο γρήγορα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Κάτι που κανένας πριν δεν είχε επιτύχει, γιατί δεν μου είχε αποδείξει ότι οι προθέσεις τους ήταν αγαθές.

Ο Ντράκο με έπεισε, με τον δικό του τρόπο, πως δεν ήταν όλοι οι άντρες το ίδιο. Με έκανε να καταλάβω τί σήμαινε έρωτας. Και δεν είχε να κάνει αποκλειστικά με την σωματική. Όχι. Ήταν πολλα περισσότερα. Ήταν η έντονη επιθυμία να βρίσκεσαι κοντά σε κάποιον, μόνο και μόνο για να τον δεις και να περάσετε χρόνο μαζί. Ήταν το να κοιτάς κάποιον στα μάτια, χωρίς να του μιλάς, κι' όμως να επικοινωνείς μαζί του. Ήταν η άνεση να μοιράζεσαι τα πάντα μαζί του, χωρίς το φόβο της κριτικής.

Ο Ντράκο μπορεί να ήταν ταγμένος στην δουλειά του και να μην λάμβανε πάντα υπόψην τα συναισθήματα του άλλου, όμως έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να βοηθήσει. Και ακόμα περισσότερα από όσα μπορούσε. Γιατί δεν το άντεχε το άδικο. Έστω και ασυνείδητα, έκανε τον πόνο των ανθρώπων δικό του.

Ίσως αυτό ερωτεύτηκα σε εκείνον. Την ανιδιοτέλεια του. Διότι δεν ζητούσε ποτέ αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες του... Απλώς πρόσφερε.

Ήμουν βέβαιη πια πως ένιωθε ό,τι και εγώ. Δεν θα με έβρισκε ποτέ. Παρόλα αυτά, ναι μόνο η σκέψη ότι με έψαχνε, έκανε τον εσωτερικό μου κόσμο να λιώσει από την αγάπη που είχε φωλιάσει μέσα μου γι' αυτόν.

Θα τον έβλεπα από εκεί ψηλά και θα ήλπιζα να βρει την αληθινή ευτυχία, όσο εγώ θα απολάμβανα την επανένωση με τους ανθρώπους που είχα χάσει πριν οχτώ χρόνια.

<<Μαμά, μπαμπά... Έρχομαι επιτέλους κοντά σας...>>, ψέλλισα, με την φωνή μου να βγαίνει οριακά από το στόμα μου. Λες και είχα ήδη φύγει από τον κόσμο.

Ξάπλωσα ξανά στο πάτωμα και έκλεισα τα μάτια, περιμένοντας την στιγμή που θα περνούσα στην άλλη πλευρά.

[...]

Δεν είχα ιδέα πόση ώρα κοιμόμουν. Ήμουν σε μία κατάσταση ύπνου και ξύπνιου. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν ζούσα ή αν είχα πεθάνει. Τα όνειρά που έβλεπα με μπέρδευαν αρκετά. Αδυνατούσα να ξεχωρίσω το πραγματικό από το ψεύτικο.

Γιατί δεν μπορούσε απλά να τελειώσει το μαρτύριο μου; Είχα κουραστεί τόσο πολύ. Και σωματικά, αλλά κυρίως ψυχικά...

Ξαφνικά, άκουσα πυροβολισμούς να σχίζουν τον αέρα και πετάχτηκα όρθια, με γουρλωμένα μάτια. Βήματα κατευθύνονταν προς το δωμάτιο μου και ένιωσα τους παλμούς μου να αυξάνονται από το άγχος.

Καθώς πλησίαζαν, αντρικές φωνές έφταναν στα αυτιά μου. Ή πιο σωστά, κάποιοι φώναζαν από τον πόνο. Σαν να τους είχε σκοτώσει κάποιος ακαριαία.

Τα βήματα σταμάτησαν ακριβώς έξω από την πόρτα, ακριβώς όπως και οι πυροβολισμοί. Βέβαια, αποκλείεται να ήταν ο Μπρότζετ ή η αδερφή μου ή ο οποιοσδήποτε από την ομάδα. Αν ήθελαν να με σκοτώσουν από μόνοι τους, δεν θα περίμεναν να περάσει τόση ώρα. Θα το είχαν κάνει ήδη και δεν θα με παρατούσαν εδώ κάτω μόνη μου να σαπίσω.

Για κάποιον λόγο... Αυτή η πιθανότητα μου φάνηκε πολύ πιο τρομακτική. Διότι σήμαινε πως όποιος βρισκόταν απ' έξω, ήταν άγνωστος, όπως και οι προθέσεις του. Δεν είχα ιδέα τι είχε σκοπό να μου κάνει έτσι και με έπιανε στα χέρια του.

Δεν πρόλαβα να αναλύσω αυτήν την σκέψη, διότι ένας ακόμα πυροβολισμός έσκισε τον αέρα και μετά ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος από κάτι που σπάει. Ύστερα, κάποιος κλότσησε την πόρτα και δύο άντρες μπήκαν μέσα στο δωμάτιο. Ο ένας μάλιστα στήριζε και μία γυναίκα, η οποία δυσκολευόταν να περπατήσει.

Δεν τους αναγνώρισα αμέσως, αλλά μόλις πλησίασαν κάτω από το φως της λάμπας... Απελευθέρωσα έναν λυγμό και μία ανάσα ανακούφισης ταυτόχρονα. Λες και όλα είχαν μπει στην θέση τους, έστω και προσωρινά.

Τα μάτια του Ντράκο συνάντησαν τα δικά μου. Διέκρινα πολλά συναισθήματα, αλλά μόνο ένα αντικατόπτριζε αυτό ένιωθα και εγώ... Αληθινή χαρά.

Έπεσα στην αγκαλιά του. Τα αναφιλητά έβγαιναν ανεξέλεγκτα από το στόμα μου, όσο εκείνος χάιδευε απαλά τα μαλλιά μου, σαν να μην ήμουν ό,τι πιο πολύτιμο στον κόσμο γι' αυτόν.

Και εκείνη την στιγμή, το πίστεψα. Ξέχασα όλο τον θυμό και των λύπη που αισθανόμουν για το πρόσωπο του, επειδή με εγκατέλειψε τότε. Δεν με ένοιαζε πια. Σημασία είχε πως τώρα, που τον είχα ανάγκη περισσότερο από τότε, εκείνος βρισκόταν δίπλα μου. Και από την έκφραση του, κατάλαβα ότι δεν σκόπευε να με αφήσει, μέχρι να είμαι απολύτως ασφαλής.

<<Είσαι καλά; Σε χτύπησαν; Πες μου αγάπη μου, τι σου έκαναν;>>, με ρώτησε ανήσυχα και έλιωσα, όταν με αποκάλεσε έτσι.

<<Όχι, όχι πολύ... Ντράκο, πρέπει ναι–>>. Δεν με άφησε να ολοκληρώσω, γιατί έβαλε το δάχτυλο του πάνω στα χείλη μου.

<<Θα τα πούμε όλα άλλη στιγμή. Προς το παρόν, ώρα να σε βγάλουμε από εδώ. Εντάξει;>>, με ρώτησε και ένευσα.

Τότε, πρόσεξα μία ουλή που διέτρεχε το πιγούνι του και αίμα να τρέχει στο πρόσωπο του... Πόσο ξύλο δέχτηκε, προκειμένου να καταφέρει να φτάσει μέχρι εδώ;

<<Παιδιά, δεν θέλω να σας κάνω χαλάστρα, αλλά πρέπει να φύγουμε από εδώ το συντομότερο. Οπότε μήπως να χαρείτε την επανένωση σας αργότερα;>>

Γυρνάω το κεφάλι μου και βλέπω τον Ματ να κρατάει την Βάλερι στην αγκαλιά του... Θεέ μου, ευτυχώς είναι ζωντανή!

Τα χτυπήματα στο πρόσωπο της όμως, δείχνουν ότι δεν της φέρθηκαν καθόλου καλά... Τα καθάρματα...

<<Βάλερι... Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που σε βλέπω>>, της είπα και μου χαμογέλασε αδύναμα.

<<Εγώ να δεις. Φοβόμουν τόσο πολύ για εσένα>>.

Εγώ πιο πολύ για εκείνη. Εμένα κυνηγούσαν. Και αυτή διακινδύνευε την ζωή της, για να προστατεύσει εμένα. Την πλήρωνε μόνο και μόνο που συμμετείχε σε αυγών των ιστορία.

<<Να σας πω, θα γιορτάσουμε αργότερα!>>, επισήμανε ξανά ο Ματ και αφού ξεκλείδωσαν επιτέλους τις αλυσίδες γύρω από τους καρπούς μου, αρχίσαμε να τρέχουμε.

Επειδή και σε εμένα ήταν δύσκολο να κινηθώ τόσο γρήγορα, ο Ντράκο με σήκωσε στην αγκαλιά του. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του και τον κράτησα σφιχτά. Δεν θα με άφηνε ποτέ να πέσω, αλλά δεν μπορούσα να απαλλαγώ από το άγχος.

Ένας συναγερμός αντήχησε στον αέρα και ήμουν βέβαιη πια ότι μας είχαν καταλάβει.

Για μισό λεπτό... Δεν γινόταν να φύγουμε έτσι!

<<Μισό λεπτό! Δεν γίνεται απλά να φύγουμε!>>, φώναξα με όλη μου την δύναμη, για να με ακούσει.

<<Τί είναι αυτά που λες;!>>

<<Είναι εδώ η αδερφή μου! Πρέπει να την πάρουμε μαζί μας! Πρέπει να την βοηθήσω!>>, του απάντησα και δεν με κοίταξε, αλλά διέκρινα το σοκ στην έκφραση του.

<<Ίνγκριντ, τί λες; Από πότε έχεις αδερφή;!>>

Δεν υπήρχε χρόνος να του εξηγήσω την ιστορία της ζωής μου, ότι ποιά ήταν η σχέση των τωρινών γεγονότων με αυτήν. Και εκτός αυτού, δεν μπορούσαμε να φύγουμε άμεσα, διότι μερικοί άντρες με μαύρα ρούχα μας πυροβολούσαν και έπρεπε να φυλαχθούμε.

<<Κάλεσα ενισχύσεις πριν φτάσουμε! Ελπίζω να έρθουν γρήγορα!>>, μας είπε ο Ματ και με δυσκολία έπιασα τα λόγια του.

Μπήκαμε σε ένα δωμάτιο και ο Ματ έκλεισε την πόρτα με το πόδι του. Για την ώρα, μόνο εκεί μέσα ήμασταν ασφαλής.

Ο χώρος έμοιαζε με εργαστήριο και υπνοδωμάτιο μαζί... Ποιός στο καλό έμενε σε έναν τόσο ακατάστατο χώρο;

<<Τί θα κάνουμε τώρα;>>, ρώτησε η Βάλερι τρομαγμένη και ο Ματ την φίλησε τρυφερά στα μέτωπο, ψιθυρίζοντας της λόγια καθησυχαστικά.

Με τον Ντράκο ανταλλάξαμε ένα βλέμμα... Τα λόγια δεν ήταν απαραίτητα ανάμεσα μας. Τα μάτια μας έλεγαν όλα όσα θέλαμε να ειπωθούν.

<<Δεν θα πάτε πουθενά>>.

Το αίμα μου πάγωσε... Ήξερα πολύ καλά ποιός μας το είχε πει αυτό.

Γύρισα από την άλλη και είδα την Πάουντερ να μας σημαδεύει με ένα όπλο... Η Χλόη μου. Η μικρή μου αδερφή.

Ο Ντράκο με αφήνει κάτω και με βάζει πίσω από το σώμα του. Βγάζει το όπλο που και ετοιμάζεται να ρίξει, αλλά τον σταματάω.

<<Όχι! Ντράκο, είναι η αδερφή μου! Άσε με να της μιλήσω!>>, τον παρακάλεσα, αλλά ήταν πολύ επικεντρωμένος στον στόχο του, για να με ακούσει.

Το μόνο που μπορούσα να κάνω, ήταν να ακολουθήσω το ένστικτο μου. <<Χλόη, σε παρακαλώ! Μην το κάνεις αυτό! Αυτός ο άντρας σου λέει ψέματα! Ο Μπρότζετ είναι ένα κάθαρμα!>>, της είπα και μάλλον κάτι πέτυχα, επειδή η αμφιβολία και το άγχος ζωγράφιζαν τα χαρακτηριστικά της.

Έτρεμε ολόκληρη... Πιθανόν να είχε μεσολαβήσει κάτι ξανά, γιατί πριν δεν ήταν έτσι. Τώρα έμοιαζε σαν να περπατούσε πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Λες και δεν μπορούσε να αποφασίσει τί θα κάνει.

Πέρασα μπροστά από τον Ντράκο. <<Δεν χρειάζεται να τελειώσει έτσι...>>, είπα και έβγαλα το κουκλάκι από την τσέπη μου.

Την φωτογραφία δυστυχώς δεν πρόλαβα να την αρπάξω. Και δεν είχε σημασία. Οι αναμνήσεις υπήρχαν στο μυαλό, όχι σε ένα κομμάτι χαρτί.

Από πίσω της, ξεπρόβαλε ο Μπρότζετ... Μόνο που δεν είχε καμία σχέση με τον άντρα που με φοβέριζε πριν από λίγο. Τα μαλλιά του ήταν ανάκατα, τα ρούχα του τσαλακωμένα. Καμία ψυχραιμία, κανένας έλεγχος των συναισθημάτων του.

Αυτό που με σόκαρε όμως, ήταν η κάννη του όπλου στο κεφάλι της αδερφής μου. Μέχρι και η ίδια εξεπλάγην.

<<Μπρότζετ... Τί πας κάνεις...>>, τον ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.

Δεν ξεκολλούσε τα μάτια του από πάνω μας. <<Προτιμώ να βάλω τέλος στις ζωές μας... Παρά να την αφήσω να πέσει στα χέρια σας>>.

Το τέρας...

Τα είδα όλα κόκκινα. Δεν με ένοιαζε πια τίποτα. Μία φορά έχασα την οικογένεια μου. Ποτέ ξανά. Προτιμούσα να πεθάνω εγώ στην θέση της.

<<Άσε την αδερφή μου να φύγει>>.

<<Είναι δική μου!>>.

<<Δεν σου ανήκει! Σε κανέναν δεν ανήκει! Είναι η αδερφή μου!>>, ούρλιαξα με δάκρυα στα μάτια.

Όπλισε το περίστροφο. <<Αν δεν την έχω εγώ... Δεν θα την έχει κανείς>>.

Κοίταξα την Χλόη κατάματα και είδα ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλο... Και αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχύλισε το ποτήρι. Κάτι έσπασε μέσα μου. Ένα ρήγμα και με μιάς, όλα τα αρνητικά μου συναισθήματα βγήκαν έξω και να κυριαρχούν μέσα μου. Τα έβλεπα όλα θολά.

<<Και θα με αγαπάς για πάντα;>>

<<Εννοείται, φυστικάκι>>.

Δεν ενεργούσα εγώ. Δεν θυμόμουν καν πώς έγιναν τα πράγματα. Κάτι μέσα μου με παρακίνησε να αρπάξω το όπλο από το χέρι του Ντράκο, να στοχεύω τον Μπρότζετ... Και να πατώ την σκανδάλη. Δεν θυμόμουν καν αν τον πέτυχα ή όχι.

Ωστόσο, εκείνος στην συνέχεια έπεσε στο πάτωμα, σαν ένα αντικείμενο που είχα σπρώξει καταλάθος.

Μόνο τότε συνειδητοποίησα τί έκανα και το όπλο έπεσε από τα χέρια μου. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο γρήγορα, που νόμιζα ότι θα βγει έξω από το στήθος μου.

Το τελευταίο που θυμόμουν... Ήταν εμένα και την Χλόη να απελευθερώνουμε μία κραυγή και τις σειρήνες των περιπολικών να την καλύπτουν.










Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top