Η υπόσχεση
Draco's POV
Τρεις μέρες μετά...
Ήταν ξαπλωμένη στο νοσοκομειακό κρεβάτι, διασωληνωμένη. Γύρω της, υπήρχαν τα μηχανήματα, τα οποία έβγαζαν εκείνους τους χαρακτηριστικούς ήχους που έκαναν τους ανθρώπους να ανατριχιάζουν και να αγωνιούν για την ζωή του ατόμου που έδινε μάχη, ώστε να κρατηθεί στην ζωή.
Πήγα στο κρεβάτι και κάθισα σε μια καρέκλα. Κοιμόταν βαθιά. Δεν αντιλαμβανόταν τί συνέβαινε γύρω της. Συνέχιζε να αναπνέει και να απολαμβάνει τον ύπνο της, έχοντας πίστη ότι θα ξυπνήσει την επόμενη μέρα.
Οι γιατροί μου είπαν ότι αυτό οφείλεται σε μία ένεση που της έκαναν, όταν σιγουρεύτηκαν πως είχε διαφύγει τον κίνδυνο. Ούρλιαζε και έκλαιγε. Ήταν αδύνατον να κοιμηθεί φυσιολογικά, χωρίς εφιάλτες να την βασανίζουν. Οι νοσοκόμες με δυσκολίας την συγκρατούσαν από το να κάνει κακό στον εαυτό της. Χθες το βράδυ λοιπόν, η αναισθητοποίηση αποδείχτηκε η έσχατη λύση, για να αποφευχθούν πιθανά προβλήματα.
Παρατήρησα το πρόσωπο της για λίγο. Ήταν χλωμό και ταλαιπωρημένο. Και αυτό εξαιτίας της μεγάλης ποσότητας αίματος που έχασε, πριν την μεταφέρουν στον νοσοκομείο. Η περίπτωση της ήταν πολύ δύσκολη.
Κλείδα και ώμος, είπαν. Δεκαπέντε πόντους δεξιά και θα ήταν νεκρή, είπαν. Αν είχε καθυστερήσει έστω και λίγο, τώρα δεν θα ήταν ζωντανή, είπαν.
Όταν το άκουσα αυτό, νόμιζα πως η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο. Λες και η γη κάτω από τα πόδια μου είχε εξαφανιστεί. Το αίμα μου είχε παγώσει. Καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα για ώρες, μη έχοντας την παραμικρή ιδέα τι να κάνω. Ο Ντράκο που ήξερε πώς να αντιμετωπίζει όλα τα θέματα, είχε αντικατασταθεί από έναν πανικοβλημένο.
Ευτυχώς, το χειρουργείο για την αφαίρεση της σφαίρας ήταν επιτυχές. Κατάφεραν να σταθεροποιήσουν την κατάσταση της. Αφού με διαβεβαίωσαν ότι είχε διαφύγει τον κίνδυνο, οι παλμοί μου επανήλθαν στον κανονικό τους ρυθμό και μπόρεσα να ανασάνω ελεύθερα. Βέβαια, η ανησυχία για την ψυχική της υγεία δεν έφυγε τελείως, οπότε την κράτησαν για παρακολούθηση.
Αναδεύτηκε στον ύπνο της και οι βλεφαρίδες πετάρισαν λίγο, προτού αρχίσει να ξυπνάει. Αντικρίζοντας τα μάτια της, ένιωσα ένα μέρος του βάρους να φεύγει από τους ώμους μου και το άγχος του αν είναι ζωντανή να υποχωρεί. Ό,τι και να μου είχαν πει, δεν θα ησύχαζα, αν δεν σιγουρευόμουν από μόνος μου.
Κάποια στιγμές αργότερα, έχοντας επανέλθει πλήρως στην πραγματικότητα, αντιλήφθηκε την παρουσία μου. Σοκαρισμένη, κάλυψε το μισό πρόσωπο της με το σεντόνι.
Πίστευε πως θα της έκανε κακό... Οι προθέσεις μου δεν είχαν σημασία πια για εκείνη.
Την κοίταξα με μια γαλήνια έκφραση, γιατί δεν ήθελα να την τρομάξω. Όμως μέσα μου, έβραζα από οργή. Τα νεύρα μου είχαν ξεπεράσει το όριο και δεν είχα ιδέα πώς διατηρούσα την αυτοκυριαρχία μου ακόμη. Πρώτη φορά που φαινόταν ακατόρθωτο να ελέγξω τα συναισθήματα μου. Αλλά δεν θα τα άφηνα να κερδίσουν εκείνη την εσωτερική διαμάχη που με βάραινε το τελευταίο τριήμερο.
Τώρα, περισσότερα από ποτέ, έπρεπε να παραμείνω ψύχραιμος. Τα πράγματα είχαν χειροτερέψει κι' αν έχανα την ψυχραιμία, αυτή η ιστορία δεν θα είχε καλή κατάληξη. Ήδη είχαν γίνει πολλά.
Παρόλα αυτά, το τρομοκρατημένο πρόσωπο της δεν μου το έκανε καθόλου εύκολο... Τόσα χρόνια σε αυτήν την δουλειά. Τόσες υποθέσεις. Χιλιάδες ειδεχθή εγκλήματα και καθάρματα που ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με την δικαιοσύνη. Κι' όμως, πρώτη φορά ήθελα να σκοτώσω τους υπαίτιους τόσο πολύ.
<<Ίνγκριντ... Εγώ είμαι, ο Ντράκο. Δεν θα σε βλάψω. Το ξέρεις αυτό, έτσι δεν είναι;>>
Απομάκρυνε το σεντόνι αργά από πάνω της και ανακάθισε στο κρεβάτι της, χωρίς να μου απαντήσει κάτι. Για λίγα λεπτά, κανείς μας δεν μίλησε και βυθιστήκαμε σε μία άβολη σιωπή.
Οι καστανές τούφες των μαλλιών της στεφάνωναν το πρόσωπο της, πέφτοντας ανέμελα στους ώμους της. Έκρυβαν τα μάγουλα της, μέχρι που αποφάσισε να τα ρίξει πίσω από αυτούς. Οι μαύροι κύκλοι ήταν και πάλι εμφανής.
Πριν προλάβω να πω κάτι, άνοιξε το στόμα της. <<Τι θες εσύ εδώ;>>
Δεν με εξέπληξε απότομος τόνος. Ήξερα πως άξιζα αυτήν την συμπεριφορά.
<<Θέλω να μόνο να δω πώς είσαι... Και να μιλήσουν>>, της απάντησα και μου έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα.
<<Δεν θέλω να σε ακούσω. Σήκω και φύγε>>.
<<Ίνγκριντ... Σε παρακαλώ–>>.
<<Σου είπα όχι! Δεν θέλω να σε ακούσω! Δεν θέλω να πούμε τίποτα! Τόσο δύσκολο είναι για εσάς τους άντρες να δεχτείτε ένα απλό όχι;!>>, ξέσπασε και τα μάτια της πετούσαν φλόγες.
Τα δάχτυλα μου λύγισαν προς τις παλάμες μου, σχηματίζοντας δύο γροθιές. Όσο δίκιο κι' αν είχε, αν συνέχιζε έτσι, δεν θα βγάζαμε άκρη. Κατανοούσα τους λόγους που δεν άντεχε να με βλέπει μπροστά της, όμως αυτή της η επιμονή δεν βοηθούσε και πολύ.
<<Ίνγκριντ, πρέπει να με ακούσεις! Τα πράγματα είναι σοβαρά!>>, της είπα, πιο δυνατά από όσο ήταν σωστό.
Το να υψώσω τον τόνο μου, ήταν λάθος επιλογή... Διότι τώρα, δεν θα την έπειθα ποτέ να μου ανοιχτεί. Δεν ήξερα από πού πήγαζαν οι φοβίες, αλλά με κάποιον τρόπο, εγώ συνέβαλα στο να πυροδοτούνται. Είτε έμμεσα, είτε άμεσα.
Για μία στιγμή, φάνηκε θορυβημένη. Με κοιτάζει βουβή και έντρομη, πολύ σαστισμένη για να μιλήσει και ήμουν έτοιμος να τα πάρω όλα πίσω και να φύγω, προκειμένου να ηρεμήσει, αλλά η συνείδηση μου, μου υπενθύμισε ότι δεν μπορούσα να φύγω.
Δεν ήταν μόνο το καθήκον που με παρακινούσε να λειτουργώ με αυτόν τον τρόπο. Ήταν και κάτι άλλο, πολύ πιο βαθύ, το οποίο αδυνατούσα να προσδιορίσω... Ή καλύτερα, αρνιόμουν να του δώσω την απαραίτητη σημασία.
Σε κάθε περίπτωση, προείχε η ψυχική της ηρεμία.
<<Συγγνώμη, Ίνγκριντ. Ήταν λάθος ο τόνος μου. Λυπάμαι αν σε στεναχώρησα>>, απολογήθηκα και πήγα να της πιάσω το χέρι, αλλά το μετάνιωσα και αντίθετα, το πέρασα μέσα από τα μαλλιά μου, περιμένοντας την αντίδραση της... Η οποίο φυσικά, δεν ήρθε ποτέ. Απλά με κοίταξε εξεταστικά.
<<Είναι δύσκολη περίοδος. Για όλους μας και πολύ παραπάνω για εσένα. Όμως και εμείς έχουμε δυσκολευτεί αρκετά, όσον αφορά την έρευνα>>, παραδέχτηκα και το χέρι μου έξυσε νευρικά τον αυχένα μου... Ούτε στο λύκειο δεν αισθανόμουν έτσι. <<Δεν αποτελεί δικαιολογία αυτό σίγουρα. Παρόλα αυτά, να ξέρεις πως δεν τα παρατάμε. Λείπει σε όλους μας ύπνος, ειδικά στα άτομα που έχω αναθέσει την αναζήτηση πληροφοριών. Δεν σταματάνε, αν δεν βρουν κάτι χρήσιμο... Τέλος πάντων, προφανώς και δεν σε ενδιαφέρουν εσένα όλα αυτά. Έχεις τα δικά σου προβλήματα για να ανησυχείς>>.
Μου φάνηκε απίστευτο το γεγονός ότι απολογήθηκα για την δουλειά και τις μεθόδους μου. Δεν ήταν πανγα σωστοί, αλλά δεν με ένοιαζε ποτέ να δώσω εξηγήσεις σε κάποιον, επειδή πολύ απλά, δεν θα καταλάβαινε... Αλλά η Ίνγκριντ είχε κάτι το διαφορετικό πάνω της. Κοντά της, το να δείχνω πώς νιώθω δεν έμοιαζε τόσο ακατόρθωτο. Μου έβγαινε αφύσικα. Δεν χρειαζόταν να προσπαθήσω να πω κάτι πιο απλά. Γιατί εκείνη έπιανε το νόημα.
<<Δεν είμαι αναίσθητη, Ντράκο. Ούτε εγωΐστρια. Ξέρω ότι όλα όσα συμβαίνουν, μας επηρεάζουν όλους>>. Επιχείρησε να ανακαθίσει στο κρεβάτι, αλλά αποτυχημένα. Μόρφασε από τον πόνο και έπεσε πίσω, αγγίζοντας διστακτικά το τυλιγμένο με γάζες σημείο. Της ξέφυγε ένα βογγητό.
Σηκώθηκα και την πλησίασα. Τέντωσα το χέρι μου ξανά προς το μέρος της. Μα περίμενα να μου δώσει άδεια εκείνη, προτού προχωρήσω Με ένα αδύναμο νεύμα, μου επέστρεψε να ακουμπήσω την πλάτη και να την βοηθήσω να βολευτεί. Ανατρίχιασε, όμως δεν αποτραβήχτηκε.
Μόλις την άγγιξα... Ήταν λες και πάγωσε ο χρόνος. Ύψωσε το κεφάλι της απότομα και τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν και ξαφνικά, ζεστά κύματα μας τύλιξαν και τους δύο.
Κοιταζόμασταν για αρκετή ώρα και ήταν σαν να μπορούσαμε να δούμε τι σκεφτόταν ο άλλος. Οι ήχοι γύρω μας χάθηκαν. Είδα τα γλυκά, αθώα μάτια της, τα σουφρωμένα χείλη της, το ροδαλό χρώμα που είχε εμφανιστεί στα μάγουλα της, τα μεταξένια μαλλιά που είχαν απλωθεί στο μαξιλάρι... Τα πάντα σε εκείνη τράβηξαν την προσοχή μου και ζεστό κύμα έδιωξε από το πουθενά ένα μέρος της ψυχρότητας που υπήρχε μέσα μου. Ένιωσα κάτι που είχα να νιώσω εδώ και πολλά χρόνια. Πέρασε καιρός από την τελευταία φορά που η καρδιά μου χτύπησε τόσο δυνατά. Χάρηκα που δεν απομάκρυνθηκε ξανά, όπως τότε, που είχα πάει στο σπίτι της.
Ανοιγόκλεισα τα βλέφαρά μου, προκειμένου να αππδιώξω αυτές τις σκέψεις. Δεν έπρεπε να αισθάνομαι έτσι. Η δουλειά που έκανα, απέκλειε αυτόν δρόμο για εμένα. Μία φορά αποφάσισα να τον διανύσω και όταν έφτασα στο τέρμα, οι συνέπειες με συνέτριψαν. Έχασα ό,τι πιο σημαντικό είχα αποκτήσει μέσα σε λίγες ώρες, ζώντας μόνο κάποιες στιγμές ευτυχίας.
Δεν είχα δικαίωμα να καταστρέψω την ζωή ενός άλλου ανθρώπου, μόνο και μόνο για να καλύψω τα δικά μου κενά. Δεν είχα δικαίωμα να του στερήσω την ευκαιρία να διαλέξει κάτι καλύτερο... Εξάλλου, δεν είχα την δύναμη να βιώσω τον ίδιο πόνο.
Μόρφασε ξανά, αλλά με λίγο κόπο, μετακίνηθηκε. Έκατσε λίγο πιο πάνω και έβαλα ένα δεύτερο μαξιλάρι στην πλάτη της, για να είναι πιο άνετα.
<<Έχεις δίκιο που με κατηγορείς. Πολλά έπρεπε να γίνουν αλλιώς. Δεν στάθηκα στο ύψος των περιστάσεων και εστίασα σε άλλα πράγματα, ενώ εσύ έπρεπε να αποτελείς προτεραιότητα μας. Και ειλικρινά, λυπάμαι που δεν το συνειδητοποίησα νωρίτερα αυτό>>.
<<Δεν ξέρω αν έχουν νόημα αυτά που μου λες. Έχω ήδη χάσει ένα αγαπημένο πρόσωπο, λόγω των γεγονότων... Η γιαγιά μου δεν είναι εδώ πια...>>. Η μάσκα της σκληρότητας ράγισε. Τα μάτια της γυάλιζαν από τα δάκρυα, τα οποία συγκράτησε με κόπο. Πίεσε τα χείλη της μεταξύ τους, σχηματίζοντας μία ευθεία γραμμή. <<Πρέπει να το αποδεζτω επιτέλους... Έμεινα μόνη...>>.
Ένιωσα μια διαπεραστική σουβλιά λύπης. Δεν ήθελα να αισθάνεται έτσι, όσο κι' αν πίεζα τον εαυτό μου να συμπεριφέρεται επαγγελματικά.
<<Δεν ισχύει αυτό. Δεν πρόκειται να σε αφήσουμε μόνη. Τουλάχιστον, από εδώ και 'μπρος. Μα είναι ανάγκη να μας δειεξεις εμπιστοσύνη, Ίνγκριντ. Το γνωρίζω πως δεν σου είναι εύκολο, μετά από αυτά που πέρασες>>.
<<Τότε πώς μου το ζητάς, Ντράκο;>>, ρώτησε και τα δάχτυλα της έσφιξαν το σεντόνι, καθώς πάλευε να μην ξεσπάσει. Οι αρθρώσεις της είχαν ασπρίσει.
Αναστέναξα. <<Σου το ζητάω, γιατί αλλιώς είμαι υποχρεωμένος να σε αναγκάσω. Και το ξέρεις πως με βάση τον νόμο, μπορούμε να το κάνουμε, αν θεωρηθεί απαραίτητο. Αλλά κανείς μας δεν το θέλει αυτό, Ίνγκριντ. Πόσο μαλλομ εγώ. Μόνο τους εγκληματίες αντιμετωπίζω έτσι>>, της εξήγησα και έκατσα ξανά στην θέση μου, δίνοντας της χρόνο να σκεφτεί τα λόγια μου.
<<Πώς μπορώ να σε εμπιστευτώ ότι δεν θα πάθω ξανά κάτι; Έχασα τα πάντα... Και κανείς δεν έχει κατηγορηθεί γι' αυτό.. >>, με ρώτησε φωνή μου αργόσβηνε και τα μάτια της φανέρωναν τον φόβο που την είχε κατακλύσει. Έτρεμε ολόκληρη και όχι λόγω του κρύου.
Ήταν θυμωμένη και απογοητευμένη μαζί μου, όμως ταυτόχρονα, νόμιζε πως δεν είχε κανέναν άλλον να στηριχθεί. Αγχωνόταν και μόνο στην ιδέα να μείνει μόνη.
Ένιωσα ένα κέντρισμα ενοχής... Εγώ έφταιγα που είχαμε φτάσει σ' αυτό το σημείο. Επικεντρώθηκα πιο πολύ στο ανακαλύψω τους ενόχους και ερευνήσω το παρελθόν και όχι στην προστασία της. Άφησα άλλους να αναλάβουν αυτήν την ευθύνη, ενώ της υποσχέθηκα πως εγώ θα την προστατέψω. Είχε δίκιο να με αμφισβητεί και να μην με θέλει κοντά της.
Την είχα προδώσει. Η αίσθηση της αποτυχίας, δεν με ενοχλούσε περισσότερο από αυτήν την πίκρα που ένιωθα για το κακό που προκάλεσε η επιμονή μου να κινηθώ προς την λάθος κατεύθυνση. Έπρεπε να δώσω πιο πολύ έμφαση στο να προσέχω την Ίνγκριντ και απλά να ενημερώνομαι για όλα τα υπόλοιπα.
Δεν είχε και πολύ νόημα ο απολογισμός μου. Δεν άλλαζε τίποτα. Η Ίνγκριντ είχε χάσει την γιαγιά της και τώρα, παραλίγο να χάσει και την ζωή της. Το μόνο που μου απέμενε, ήταν να μην κάνω άλλα λάθη και επιχειρήσω να διορθώσω αυτά που είχε ήδη κάνει... Όσο γινόταν.
<<Ξέρω ότι είμαι το τελευταίο άτομο που θα σκεφτόσουν να εμπιστευτείς μετά από ό,τι πέρασες. Όμως αυτήν την φορά, θα είναι διαφορετικά>>. Το κοίταξε μπερδεμένη και παράλληλα με δυσπιστία. Την καταλάβαινα, όμως δεν μπορούσα να το βάλω κάτω. <<Και ξέρεις γιατί; Γιατί από εδώ και πέρα, η προστασία είναι αποκλειστικά δική μου. Είτε είναι κάποιος άλλος κι' αν σε έναν χώρο μαζί μας, είτε είμαστε μόνο εσύ και εγώ, το βλέμμα μου δεν θα φεύγει από πάνω σου. Θα σε προσέχω εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Δεν θα μένεις μόνη. Κι' αν χρειαστεί να γίνει αυτό, η απόσταση μεταξύ μας δεν θα ξεπερνά ελάχιστα μέτρα. Θα πρέπει να περάσουν πάνω από το πτώμα, για να σε πιάσουν, Ίνγκριντ. Εντάξει;>>, την ρώτησα και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, δίχως δεύτερη σκέψη. Αυτό με ανακούφισε, αλλά είχαμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας.
Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Μόλις έβγαινε από το νοσοκομείο και στεκόταν πάλι στα πόδια της, θα προχωρούσαμε με το σχέδιο.
Η Βάλερι την είχε προετοιμάσει γι' αυτό, λέγοντας της πως είναι μια πιθανότητα, στην οποία ελπίζαμε να μην καταλήξουμε. Δεν θα της άρεσε μάλλον. Δυστυχώς όμως, πλέον δεν είχαμε άλλη επιλογή.
<<Τι θα γίνει τώρα;>>, με ρώτησε και έτριψε τους ώμους της, σε μία προσπάθεια να ζεσταθεί. Με αυτό το κρύο, το σεντόνι δεν ήταν και πολύ αποτελεσματικό.
Χωρίς να το σκεφτώ πολύ, έβγαλα το μπουφάν μου και το άφησα πάνω από τους ώμους της, προτού κάτσω ξανά. Το έπιασε από το γιακά του και το κράτησε πιο σφιχτά γύρω από το σώμα της. Έστρεψε το βλέμμα της πάνω μου. Οι μαύρες κόρες της, φωτίζονταν από ασυνήθιστη ένταση.
<<Εσύ δεν κρυώνεις; Δεν θέλω να πάθεις κάτι εξαιτίας μου>>, αποκρίθηκε και έβαλε μία τούφα πίσω από το αυτί της.
Μία κίνηση που έκανε την καρδιά μου να σκιρτήσει. Λες και δεν μπορούσε να βρει τον φυσιολογικό της ρυθμό. Ένιωσα ένα ρίγος να διαπερνά την σπονδυλική μου στήλη.
Ήταν αξιοθαύμαστο το γεγονός πως ακόμα νοιαζόταν, παρά τα όσα είχαν συμβεί. Δεν μπορούσε να το κρύψει, ήταν στον χαρακτήρα της να το κάνει. Γι' αυτό άλλωστε και επέλεξε να σπουδάσει ψυχολογία... Το πρώτο που έμαθα όταν διάβασα τις πληροφορίες που μου έδωσε η Βάλερι.
Δεν ήξερα πώς και γιατί.. Αλλά χαμογέλασα. Γιατί πίστευα πως έτσι, ίσως την ενθάρρυνα λίγο. <<Μην αγχώνεσαι για εμένα. Είμαι συνηθισμένος>>, απάντησα και πήρα μία βαθιά ανάσα. Είχε φτάσε η ώρα να της ανακοινώσω το σχέδιο μας... Και από τα λεγόμενα της Βάλερι, δεν θα της ήταν ευχάριστο.
<<Τι συμβαίνει;>>
Συγκεντρώσου, Ντράκο...
<<Άκου, Ίνγκριντ... Πλέον, δεν μπορούμε να ελέγξουμε εντελώς την κατάσταση. Έφτασαν στο σπίτι σου, για δεύτερη φορά, και κατάφεραν να πλησιάσουν αρκετά, για να σε πετύχουν. Όπως καταλαβαίνεις, εκείνο το σπίτι δεν είναι πια ασφαλές για εσένα. Όπως και κανένα άλλο στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, διότι θα σε βρουν. Το έχουν αποδείξει>>, της είπα ξεκάθαρα, δίχως υπεκφυγές. Η ωμή αλήθεια θα την τρόμαζε, μα ήταν καλύτερη από το να την καθησυχάσω ότι δεν γίνει ξανά κάτι τόσο τρομερό. Δεν θα ήταν ασφαλής, αν έμενε σταθερά σε ένα σημείο.
<<Τι; Και... Και τι θα κάνουμε τώρα; Που θα πάω, έως ότου τελειώσουν όλα;>>
Το ύφος μου σοβάρεψε. <<Πρέπει να φύγουμε; που την Νέα Υόρκη, Ίνγκριντ>>.
Τα μάτια της γούρλωσαν. <<Να φύγουμε; Και να πάμε πού;>>
<<Οπουδήποτε. Για ένα διάστημα, θα βρισκόμαστε συνέχεια στον δρόμο. Θα ταξιδεύουμε με προσοχή και θα κάνουμε στάσεις μόνο για ξεκούραση, και αυτό σε απομονωμένα μέρη, ώστε να μην μπορούν να μας εντοπίσουν με κανέναν τρόπο>>.
Και κάπως έτσι, όποια ένδειξη υπήρχε ότι η καλή της διάθεση επέστρεψε, εξαφανίστηκε. <<Μα... Δεν γίνεται αυτό. Εδώ είναι η ζωή μου. Οι σπουδές μου. Θα λείπω για ένα διάστημα μετά απλά θα γυρίσω; Είναι το τελευταίο έτος, δεν μπορώ να χάνω μαθήματα Ντράκο. Γενικά, δεν μπορώ απλά να τα παρατήσω όλα. Αυτό που ζητάς–>>.
<<Αυτό που σου ζητάω, Ίνγκριντ, είναι η μοναδική λύση που έχει απομείνει. Πίστεψε με, ούτε εμένα μου άρεσε που αναγκαζόμαστε να το κάνουμε αυτό. Αλλά ειλικρινά, δεν έχουμε άλλη επιλογή... Και δεν είναι παράκληση. Είναι η έσχατη λύση>>.
<<Μα... Εγώ δεν...>>.
Δεν μπορούσε να μιλήσει. Σαν να είχε ξεχάσει αυτήν την ικανότητα. Ξεστόμισε μερικά σκόρπια γράμματα και μερικά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα της.
Η καρδιά μου σφίχτηκε... Έπρεπε να κάνω κάτι, για να της ηρεμήσω. Και μόνο ένα πράγμα που ήρθε στο μυαλό, το οποίο ήμουν σίγουρος πως θα το μετάνιωνα.
Έπιασα το χέρια της και το κράτησα σφιχτά, με την ελπίδα ότι αυτό θα της έδινε κουράγιο. <<Ίνγκριντ, ηρέμησε. Καταλαβαίνω ότι βρίσκεσαι σε κατάσταση πανικού, όμως πρέπει να το κάνεις. Πάρε βαθιές ανάσες...>>. Το στήθος μου φούσκωσε από την εισπνοή. Απελευθέρωσα τον αέρα που είχα φυλακίσει εκεί και το επανέλαβα ξανά και ξανά, μέχρι που την είδα να κάνει το ίδιο. Λες και μάθαινα σε ένα μικρό παιδί μία βασική ανάγκη.
Όταν κατάφερε να χαλαρώσει, επανήλθε στην πραγματικότητα. Συνειδητοποίησε πως της κρατούσα το χέρι και για μία στιγμή, με κοίταξε σοκαρισμένη. Σαν να αδυνατούσε να πιστέψει πως την είχα αγγίξει... Και παρόλα αυτά, δεν άφησε το χέρι. Δεν το τράβηξε μακριά, φοβισμένη ότι μπορεί να την πειράξω.
Άλλο ένα δείγμα πως καταβάθος, δεν είχε χάσει ακόμα την πίστη της σε εμένα και στην προσπάθεια μου να την προστατέψω. Και αυτήν ήταν η μόνη επιβεβαίωση που χρειαζόμουν. Θα έκανα τα πάντα, για να μην το χάσω αυτό. Οπουδήποτε κι' αν χρειαζόταν να φτάσω.
Ο ήχος κλήσης του κινητού μου μας επανέφερε και τους δύο στο παρόν. Με καλούσε ο Ματ, μάλλον για να με ενημερώσει για τις εξελίξεις. Αυτό σήμαινε πως θα έπρεπε να φύγω από το πλάι της εκείνη την ημέρα.
Το ύφος μου έγινε απολογητικό, καθώς κατευθυνόμουν προς την πόρτα. Μα προτού βγω έξω για να απαντήσω και να επιστρέψω στο τμήμα, τα μάτια της έπεσαν πάνω της για μία τελευταία φορά. <<Σου υπόσχομαι πως θα σε προστατέψω... Με όποιο κόστος>>, της είπα και έφυγα, επιχειρώντας να ξεχάσω εκείνα τα μεγάλα, καστανά μάτια, γεμάτα προσμονή και άγχος.
Άλλαζα... Μπορεί σιγά σιγά, όμως άλλαζα. Κάτι ζεστό φώλιαζε μου, που παράλληλα με έριχνε στα βάθη της μνήμης μου. Εικόνες από το παρελθόν, τις οποίες δεν ήθελα να θυμάμαι. Ένιωθα ότι είχα βιώσει ξανά αυτήν την κατάσταση κάποτε. Ήταν οικεία και ταυτόχρονα παράξενη. Και όσο πάλευα να αποθήσω τις αναμνήσεις, αυτές τόσο επέμειναν.
Η σκέψη της Ίνγκριντ κυριαρχούσσε στο μυαλό μου. Και η προστασία της, έγινε ο πρωταρχικός μου στόχος.
Της έδωσα την ίδια υπόσχεση. Και δεν σκόπευα να την αθετήσω... Όχι ξανά.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top