Η σαπίλα της κοινωνίας
Φεβρουάριος 2024
Draco's POV
Τα χέρια μου έσφιξαν με τόση δύναμη το γόνατο μου, που οι αρθρώσεις στο χέρι μου άσπρισαν. Ο θυμός μέσα μου σιγόβραζε, σαν ένα καζάνι που είναι έτοιμο να ξεχειλίσει.
Το βλέμμα μου παρέμενε καρφωμένο στο κτήνος που είχα απέναντι μου και με πολύ κόπο συγκρατούσα τον εαυτό μου, για να μην αρπάξω το τραπέζι και να το πετάξω στον τοίχο. Ήθελα να τον πλησιάσω, να τυλίξω τα δάχτυλα μου γύρω από τον λαιμό του και να σφίξω τόσο πολύ το κράτημα μου, ώστε να του κοπεί η ανάσα και να μην ξαναδεί το φως της ημέρας έξω από αυτούς τους τέσσερις τοίχους, οι οποίοι πάντα ήταν σιωπηλοί μάρτυρες των όσων συμβαίνουν εδώ μέσα.
Από αυτό το δωμάτιο, είχαν περάσει όλων των ειδών οι εγκληματίες. Από μικρούς απατεώνες μέχρι και ψυχοπαθής δολοφόνους. Άθλια υποκείμενα, τα οποία προκειμένου να σώσουν το τομάρι τους, κάνουν τα πάντα. Εγώ και οι συνεργάτες μου κάναμε όλες τις ερωτήσεις που έπρεπε, για να φτάσουμε στην άκρη του νήματος κάθε υπόθεσης.
Τις περισσότερες φορές, πολλοί λύγιζαν μέσα στα πρώτα λεπτά και στην συνέχεια έλεγαν τα πάντα. Ξέσπαγαν σε λυγμούς και ομολογούσαν. Κάθε λεπτομέρεια των σχεδίων τους, αποκαλυπτόταν από τους ίδιους, σε μια προσπάθεια να μειώσουν την ποινή τους και να πέσουν στα μαλακά ή στο διεστραμμένο μυαλό τους, ακόμα και να γλιτώσουν από το γράμμα του νόμου. Όσο και αν ήθελα να τους ξεφορτωθώ, έπρεπε να βρίσκω τρόπους να φτάσω στην αλήθεια. Έτσι, κατέληγα σε συμβιβασμούς.
Έχουν υπάρξει βέβαια και εκείνοι, που όσο κι αν τους απειλούσε η αστυνομία, όσο κι αν εγώ τους πίεζα, κράταγαν το στόμα τους κλειστό. Έμεναν πιστοί είτε στο χέρι που τους τάιζε, είτε στον σκοπό, τον οποίο υπηρετούσαν μέχρι τον θάνατο τους.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν ήταν λίγοι αυτοί που πίστευαν πως ό,τι και να έκανε η αστυνομία, ήταν άσκοπο. Κανένας δεν μπορούσε να βγάλει άκρη ή να σκεφτεί κάποια πιθανή λύση, για να βγουν από το αδιέξοδο. Εξάλλου, δεν είναι πάντα εύκολο να φέρεις αυτά τα ρεμάλια στο δρόμο της δικαιοσύνης. Αν τα ρωτήσει κανείς, δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει αυτή η λέξη.
Δεν είχαν αυτοί το πάνω χέρι... Και δεν έπρεπε να το ξεχνούν.
<<Συγκρατήσου>>, ψιθύρισε ο Ματ στο αυτί μου, πιο πολύ ως παράκληση, παρά ως απαίτηση.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και χαλάρωσα το κράτημα μου. Οι παλμοί της καρδιά μου επέστρεψαν στον φυσιολογικό ρυθμό τους και το αίμα κύλησε ξανά κανονικά στις φλέβες μου. Όλες οι συγκεχυμένες σκέψεις εξαφανίστηκαν από το μυαλό μου και μπορούσα να δω και πάλι καθαρά.
Το κάθαρμα δεν θα πλήρωνε ποτέ για τα εγκλήματα του, αν εγώ έχανα τον έλεγχο. Κανένα από τα θύματα του δεν θα γυρνούσε πίσω στην οικογένεια του, οι οποίες έμαθα ότι θρηνούσαν ακόμα για τα αγαπημένα τους πρόσωπα της. Οι ψυχές όσων χάθηκαν, δεν θα δικαιώνονταν. Όχι, δεν θα του έκανα την χάρη να γλιτώσει τόσο γρήγορα την τιμωρία που ο νόμος έπρεπε να επιβάλλει. Διαφορετικά, θα ξέφευγε πολύ εύκολα και δεν θα πλήρωνε ποτέ για τα λάθη του. Ήταν καθήκον μου να διασφαλίσω ότι δεν θα γίνει αυτό. Αλλά θα το εκανα με τον σωστό τρόπο, χωρίς να θέσω σε κίνδυνο και την δική μου θέση.
<<Η ομολογία σου είναι περιττή. Είτε μιλήσεις, είτε όχι, εμείς έχουμε αρκετά στοιχεία, ώστε να μην βγεις ποτέ από την φυλακή. Ωστόσο, ίσως και να λειτουργήσει υπέρ σου>>, του εξήγησα, αν και ηλπιζα βαθιά μέσα μου ότι αυτό δεν θα ίσχυε στην δική του περίπτωση.
Ο Ματ δίπλα μου άνοιξε τον φάκελο που κρατούσε στα χέρια και έβγαλε από μέσα μερικές φωτογραφίες. Τις τοποθέτησε μπροστά του και ύστερα έγειρε πάλι πίσω στην καρέκλα του, σταυρώνοντας τα χέρια κάτω από το στήθος.
Ο άντρας απέναντι μας δεν αντέδρασε καθόλου, μόλις είδε τις εικόνες με τα θύματα. Όταν τα μάτια του ανοιγόκλειναν, ούτε τα χείλη του έτρεμαν. Τα μάτια του τις παρατηρούσαν παθητικά, επειδή ακριβώς δεν έβλεπε πρώτη φορά όλα αυτά. Ανέκφραστος και ήταν αδύνατο να καταλάβω τι ένιωθε. Κι όμως, πίσω από αυτήν την απάθεια, μπόρεσα να διακρίνω στα μάτια του περηφάνεια. Ευχαρίστηση, που επιτέλους έκανε αυτό που ήθελε, ανεξάρτητα από τις συνέπειες που αναγκαζόταν τώρα να αντιμετωπίσει... Και αυτό με εκνεύρισε περισσότερο και από την ανικανότητα του να παραδεχτεί τι είχε κάνει.
<<Θέλω να μιλήσω με δικηγόρο. Έχω και εγώ δικαιώματα>>.
Αυτό είναι το μόνο που είπε... Και φυσικά, δεν θα ξεστομούσε αυτές τις λέξεις, αν δεν ήταν ένοχος.
Ξεφύσηξα δυνατά και σηκώθηκα από την θέση μου. Βγήκα από το δωμάτιο, αφήνοντας τον Ματ να χειριστεί τα υπόλοιπα... Αρκετά με είχε εξοργίσει αυτό το τέρας, που είχε το θράσος να θεωρεί πως μπορεί να επικαλείται τα ανθρώπινα δικαιώματα του, όταν είχε καταπατήσει εκείνα των συνανθρώπων του. Βέβαια, δεν με εξέπλητε αυτή η αδιαφορία. Την είχα συνηθίσει μετά από σχεδόν δέκα χρόνια στην υπηρεσία. Είχαν πάψει πλέον να αγχώνομαι για το τι μπορεί να διαχειριστώ ως αστυνομικός. Τα μάτια μου είχαν δει πολλά πράγματα και ειλικρινά, οι άνθρωποι δεν με σόκαραν καθόλου.
Ακούμπησα πάνω στον τοίχο και πέρασα τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά μου, κοιτώντας επίμονα την πόρτα, μέχρι που αυτή άνοιξε και εμφανίστηκε ο Ματ. Έκανε νόημα σε δύο φρουρός να μπουν μέσα και να τον μεταφέρουν στο κελί του. Στη συνέχεια, με πλησίασε και έβγαλε τα γυαλιά του.
<<Δες και την θετική πλευρά. Τουλάχιστον άλλη μια υπόθεση έφτασε στο τέλος της>>, είπε ναι έτριψα την ράχη της μύτης μου.
<<Με ποιό κόστος όμως, Ματ;>>
<<Ντράκο, αυτή η δουλειά είναι απρόβλεπτη. Τώρα θα το μάθεις; Κάποιες φορές τους σώζουμε όλους... Και κάποιες άλλες όχι>>. Πόσο το σιχαίνομαι όταν έχει δίκιο... Αλλα έτσι είναι οι καλοί φίλοι. Λένε την αλήθεια, όσο φρικτή κι αν μπορεί να ακούγεται.
Ανεβήκαμε τα σκαλιά για το ισόγειο και μετά κατευθυνθήκαμε στο γραφείο μας, χαιρετώντας μερικούς συναδέλφους στην διαδρομή, οι οποίοι μας έδιναν συγχαρητήρια για άλλη μια επιτυχία.
Ο Ματ πέταξε τον φάκελο στην δρύινη επιφάνεια του επίπλου και έπεσε στην καρέκλα του, απελευθερώνοντας μια ανάσα. <<Κούραση...>>, μουρμούρισε και έκλεισε την μάτια του.
<<Έχουμε περάσει και χειρότερα>>, του είπα και του ξέφυγε ένα γελάκι, καθώς ανακάθισε στην θέση του, τακτοποιώντας τα αντικείμενα του.
Το δικό του γραφείο ήταν πάντα στην εν τέλεια. Όλα στην ίδια θέση και τοποθετημένα εκεί που πρέπει, ώστε εκείνος να μην διαταράσσεται. Ακόμα κι αν ένα στυλό ήταν λίγο στραβό, έσπευδε αμέσως να το φτιάξει. Αυτή η τελειομανία μπορούσε να γίνει πολύ εκνευριστική που και που, αλλά δεν αντιδρούσα, εφόσον η δική μου ακαταστασία ήταν πολύ χειρότερη.
<<Τι σχέδια έχεις για το βράδυ;>>, με ρώτησε και έπλεξε τα δάχτυλα του πίσω από το κεφάλι του.
<<Να μελετήσω ξανά τα στοιχεία σχετικά με την γνωστή υπόθεση>>, απάντησε και συνέχισα να πληκτρολογώ στον υπολογιστή μου. Λόγω της ανάκρισης, είχα αφήσει μία αναφορά στην μέση. Και δεν μου αρέσει να μην ολοκληρώνω τις υποχρεώσεις μου.
<<Ακόμα δεν σου έχουν βγει τα μάτια;>>
<<Με ξέρεις, Ματ. Αυτό το μυστήριο έχει παρατραβήξει>>
Και δεν είχα βρει την λύση. Με εξόργιζε πολύ αυτό. Η μοναδική υπόθεση που με παίδευε για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα...
Ένα χτύπημα στην πόρτα διέκοψε την συζήτηση και στρέψαμε τα βλέμματα μας προς τα εκεί. Πριν προλάβει κάποιος από τους δύο μας να μιλήσει, μπήκε μέσα η Βάλερι φουριόζα και τα μάτια της έπεσαν κατευθείαν επάνω μου, γεμάτα ανησυχία.
Σε αντίθεση με εμένα και τον Ματ, που συνεργαζόμασταν σε όλες τις περιπτώσεις, εκείνη συμμετείχε κάποιες φορές στην δική μας έρευνα, ως συνεργάτης. Οπότε, το δικό της γραφείο ήταν σε άλλο δωμάτιο. Παρόλα, αυτό δεν την εμπόδιζε να εισβάλει με κάθε ευκαιρία στο δικό μας, για να σιγουρευτεί ότι είμαστε εντάξει και δεν χρειαζόμαστε τίποτα.
<<Ο αρχηγός Γουΐλσον σε θέλει τώρα>>.
<<Για να του κάνει γλύκες, όπως πάντα υποθέτω>>, είπε περιπαικτικά ο Ματ. Και φυσικά, η δολοφονική έκφραση μου δεν ήταν αρκετή για να σβήσει εκείνη την διάθεση αστεϊσμού από το πρόσωπο του.
Σηκώθηκα από την καρέκλα μου και χαιρέτησα την Βάλερι κανονικά, βγήκα έξω. Πήρα το ασανσέρ για τον πρώτο όροφο και περίμενα υπομονετικά, ενώ η απάτη μουσική έπαιζε ασταμάτητα. Δεν είχα ιδέα ποιός πρότεινε αυτήν την ιδέα, αλλά ήμουν σίγουρος πως επιθυμούσα όσο τίποτα άλλο να τον βάλω μέσα σε ένα κελί για διατάραξη της ησυχίας στον χώρο εργασίας του. Αστυνομικό τμημα είναι εδώ, όχι κέντρο ψυχαγωγίας για να περνάει καλά ο κόσμος.
Η αυτόματη πόρτα άνοιξε και ένας τεράσττος διάδρομος απλώθηκε μπροστά μου. Το πάτωμα ήταν καλυμμένο με μια μπεζ μοκέτα, η οποίο έπνιγε τον ήχο των βημάτων μου, καθώς κατευθυνόμουν στο γραφείο του αρχηγού. Συνήθως, και από απόσταση, μπορούσε κανείς να αφουγκραστεί την φασαρία εκεί μέσα. Τηλέφωνο που χτυπούσε διαρκώς, ο εκτυπωτής που λειτουργούσε όλη την ώρα και βέβαια, η φωνή του αρχηγού, που έδινε εντολές σε κάποιον. Όλως περιέργως ωστόσο, σήμερα ςπιρκαγουσε απόλυτη ησυχία. Τίποτα που να δηλώνει ότι κάποιος ήταν μέσα. Και αυτό ήταν πολύ παράξενο.
Χτύπησα. Καμία απάντηση. Την δεύτερη φορά, μια μπάσα φωνή ακούστηκε, η οποία μου έδινε την άδεια να περάσω, το οποίο και έκανα αμέσως, για να έρθω αντιμέτωπος με το χάος.
Όπως πάντα, ο πανικός κυριαρχούσε παντού. Χαρτιά στο πάτωμα, ανοιγμένα βιβλία παντού και άδεια πακέτα φαγητού σε σχεδόν κάθε στερεή επιφάνεια και ένας πολύ αναστατωμένος αρχηγός βημάτιζε πάνω κάτω στον χώρο γοργά, ξεφυλλίζοντας τον φάκελο της γνωστής υπόθεσης, που μας βασανίζει τόσο καιρό... Μερικές φορές, αναρωτιόμουν αν αυτός ο άνθρωπος πήγαινε ποτέ σπίτι του.
<<Με ζητήσατε>>.
<<Ναι, Ναθάρα... Απαιτώ εδώ και τώρα να μου εξηγήσεις για ποιόν γαμημένο λόγο είμαστε στο ίδιο σημείο εδώ και δύο μήνες!>>, φωνάζει και χτυπάει το χέρι του εκνευρισμένος στο ξύλο του επίπλου.
Αναστέναξα, βρίζοντας τον εαυτό μου από μέσα μου. Ήθελα πολύ να τον διαψεύσω και να παραθέσω μια πληθώρα λογικών επιχειρημάτων και να τον πείσω για το αντίθετο, όμως οι λέξεις είχαν κάτσει στον λαιμό μου και αρνούνταν πεισματικά να βγουν από το στόμα μου.
Παρόλα αυτά, έδιωξα το άγχος από πάνω μου και φρόντισα να ανακτήσω τον έλεγχο των συναισθημάτων μου. Με την πάροδο του χρόνου, είχα μάθει πώς να μην χάνω την αυτοκυριαρχία μου, ειδικά σε θέματα δουλειάς. Κρατούσα πάντα μια απόσταση από όλα, προκειμένου να είμαι αντικειμενικός και να μην επηρεάζομαι. Ως αστυνομικός, όφειλα να μην δείχνω καμία αδυναμία. Μόνο έτσι κατάφερνα να είμαι αποτελεσματικός ναι μην θέτω ποτέ σε κίνδυνο την έρευνα. Σε αυτήν την δουλειά άλλωστε, δεν χωράνε ευαισθησίες και δεύτερες σκέψεις, ειδικά σε κρίσιμες περιστάσεις.
<<Κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε>>.
<<Δεν είναι αρκετό, Ντράκο! Πέντε θύματα! Πέντε που να πάρει!>>.
Τα μάτια μου έκλεισαν για κάποια δευτερόλεπτα, μόλις που θύμησε τον αριθμό των δολοφονημένων ατόμων. Βέβαια, πιο τραγικό από αυτό, ήταν η μεθοδολογία, με την οποία σκότωνε εκείνο το κτήνος τα θύματα του.
<<Με τον Ματ είμαστε μέρα νύχτα πάνω από την υπόθεση. Έχουμε ξενυχτίσει τόσα βράδια. Προσπαθούμε πολύ σκληρά>>, είπα και πέρασε το χέρι του από το πρόσωπο του, κουνώντας το κεφάλι του πέρα δώθε.
<<Δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται να μην έχουμε κάνει καμία πρόοδο; Εσύ γιατί έχεις κολλήσει; Ποτέ δεν σου παίρνει τόσο καιρό. Είσαι ένας από τους καλύτερους αστυνομικούς μου, Ναθάρα. Τι σου συμβαίνει;>>
Πήρα λίγο τον χρόνο μου, προτού απαντήσω. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω γιατί. Δεν υπήρχε κάποια λογική εξήγηση. Ήμουν αφοσιωμένος σε αυτό που έκανα και κάθε λεπτομέρεια, βρισκόταν στα χέρια μου, όσον αφορά αυτά τα εγκλήματα. Ήμουν απόλυτα σίγουρος πως δεν μου είχε ξεφύγει κανένα στοιχείο και σε καθημερινή βάση, κοιτούσα ξανά και ξανά αυτά που είχαμε ανακαλύψει με τον Ματ. Ήταν αδύνατον να είχαμε κάνει λάθος, παρά το γεγονός ότι ασχολούμασταν παράλληλα και με άλλες υποθέσεις που ξεπηδούσαν από το πουθενά.
Γιατί λοιπόν δεν είχα βρει ακόμα τη λύση του μυστηρίου;
<<Είναι δύσκολη η κατάσταση. Θα το έχετε διαπιστώσει και εσείς, αρχηγέ, διαβάζοντας το αρχείο>>, αποκρίθηκα και απελευθέρωσε μία ανάσα.
<<Έχεις δίκιο... Με συγχωρείς για τον τόνο μου, αλλά πιέζομαι πάρα πολύ. Ειδικά από τον Τύπο. Και ο κόσμος δεν πάει πίσω. Απαιτούν αποτελέσματα και δεν έχουν άδικο>>.
Και οι δύο ξέραμε πως οι άνθρωποι δεν θα μπλέκονταν τόσο στα πόδια, αν και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης δεν δημοσίευσαν διαρκώς άρθρα εναντίον μας. Θα έπρεπε να μας διευκολύνουν και να ψάχνουν τρόπους να αποσπάσουν πληροφορίες μέσα από την αστυνομία.
<<Πώς θέλετε να κινηθώ;>>, το ρώτησα και έξυσε νευρικά τον σβέρκο του.
<<Από σήμερα, η Βάλερι Στόουν θα είναι αποκλειστικά μαζί σας. Ένα επιπλέον ζευγάρι μάτια σας είναι απαραίτητο. Και εσύ δεν θα αναλάβεις οτιδήποτε άλλο, έως ότου να τελειώσει αυτή η ιστορία>>.
Έγνεψα θετικά. Ήμουν πολλά πράγματα, αλλά και όχι υπερόπτης, ούτε πεισματάρης. Όποτε χρειαζόμουν βοήθεια, την ζητούσα. Και η Βάλερι ήταν μία από τις πιο έξυπνες γυναίκες που είχα γνωρίσει στην ζωή μου.
<<Μάλιστα αρχηγέ>>.
<<Πολύ ωραία. Πήγαινε τώρα και αναμένω ενημέρωση σύντομα>>. Μου έκανε νόημα να φύγω και γύρισα από την άλλη. Μου του άγγιξα το χερούλι όμως, μου μίλησε ξανά.
<<Σου το έχω ξαναπεί, Ναθάρα. Πιστεύω σε εσένα και στις ικανότητες σου. Γι' αυτό και σου έδωσα την υπόθεση. Κανείς δεν ανταγωνίζεται την οξύνοια και το θάρρος σου... Μην κουράζεις άλλο το μυαλό σου με ό,τι έγινε πριν από τέσσερα χρόνια>>.
Σε αυτά τα λόγια, για λίγο ξέχασα το παρόν και το μυαλό μου χάθηκε στο παρελθόν. Εικόνες ξεπρόβαλαν μπροστά μου και διάφοροι, διάσπαρτοι ήχοι, με ταξίδεψαν και πάλι σε μία περίοδο της ζωής μου, την οποία επιδίωκα να ξεχάσω. Οι μνήμες ήταν νωπές... Και εάν μου επέτρεπα να χαθεί σε αυτές, τότε ήταν βέβαιο πως δεν θα μπορούσα να συγκεντρωθώ σε τίποτα άλλο.
Ο αρχηγός πρέπει να διαισθάνθηκε τον δισταγμό μου, γιατί άλλαξε αμέσως θέμα.
<<Θυμάμαι τους γονείς σου. Ήμασταν οι καλύτεροι φίλοι μεταξύ μας. Και τι δεν κάναμε μαζί. Έχεις πάρει και από τους δύο. Το θράσος του πατέρα σου και την αποφασιστηκότητα της μητέρας σου. Αγαπούσαν την δουλειά τους και το βλέπω ότι και εσύ κάνεις το ίδιο... Μην με απογοητεύσεις, Ναθάρα>>.
Δεν ήταν ανάγκη να τον κοιτάξω στα μάτια... Το βλέμμα του ήδη έκαιγε την πλάτη μου, όπως ο ήλιος έκαιγε μια μέρα του καλοκαιριού με φριχτό καύσωνα.
Τα εννοούσε αυτά που έλεγε. Παρά τις διαφωνίες μας, τον σεβόμουν και τον εκτιμούσα. Ήταν πάντα εκεί για εμένα μετά τον θάνατο των γονιών μου. Υπήρχαν στιγμές που με αντιμετώπιζε περισσότερο ως παιδί του, παρά ως μέλος της αστυνομίας.
Με αυτές τις σκέψεις έφυγα, αλλά με μία νέα, ισχυρή ώθηση, η οποία κάποτε θα με οδηγούσε στην αλήθεια.
[...]
Μπήκα στο διαμέρισμα μου, μετά από αυτήν την εξουθενωτική ημέρα, και με το που κλείδωσα, με υποδέχτηκε χαρωπά ο δεύτερος καλύτερος μου φίλος, κουνώντας την ουρά του ενθουσιασμένος. Στηρίχτγκε στα πίσω πόδια του και ακούμπησε τα άλλα δύο στα πόδια του, έχοντας βγάλει την γλώσσα του έξω, γλείφοντάς με στο πρόσωπο.
<<Τι είναι αγόρι μου; Σου έλειψα;>>, είπα γελώντας, καθώς τον χάιδευα και τον αγκάλιαζα.
Προχώρησα πιο βαθιά μέσα στο διαμέρισμα και εκείνος με ακολούθησε, περιμένοντας να του βάλω φαγητό για σήμερα. Πήρα την σακούλα από την νησίδα της κουζίνας και σκύβω πάνω από το μπολ του μικρού μου φίλου, ρίχνοντας μέσα την τροφή. Γέμισα ένα άλλο με νερό και τα τοποθέτησα το ένα δίπλα στο άλλο, αφήνοντας τον να απολαύσει το γεύμα του.
Επέστρεψα στην κουζίνα και είδα ένα κουτί πίτσας, με μερικά κομμάτια να έχουν περισσέψει από εχθές το βράδυ. Καταβρόχθισα το ένα μέσα σε λίγα λεπτά, μιας και δεν είχα φάει τίποτα από το πρωΐ.
Δεν ήθελα να αφήνω τον Ντιούκ τόσες ώρες μόνο του, αλλά δεν είχα επιλογή. Κανονικά δεν θα έπρεπε καν να έχω κατοικίδιο, αλλά όταν τον είδα να περιπλανιέται μόνος του ένα βροχερό βράδυ πριν δύο χρόνια δρόμους... Δεν μπορούσα να τον παρατήσω. Είχε ανάγκη από μία οικογένεια. Και εγώ, παρά την μοναχικότητά μου, τον λάτρεψα. Μία συντροφιά σαν κι αυτόν, με βοήθησε, ώστε να μην χάσω τα λογικά μου. Ευτυχώς, ο αδερφός μου θυμόταν να περνάει που και που και να τον ταΐζει, όταν εγώ έλειπα.
Ύστερα, πήγα στο γραφείο μου, το οποίο συνδεόταν και με το σαλόνι και με την κουζίνα. Ως αστυνομικός, ο μισθός μου δεν μου επέτρεπε πολυτέλειας. Δεν είχα την οικονομική δυνατότητα ούτε για μεγάλο σπίτια, ούτε να κατέχω ωραία αντικείμενα, τα οποία θα διακοσμούσαν τον χώρο. Το σπίτι μου, πέρα από αυτά που αναφέρθηκαν, αποτελούνταν και από ένα δωμάτιο και ένα μπάνιο. Δεν με πείραζε αυτή η απλότητα βέβαια. Έτσι κι αλλιώς, οι γονείς μου με μάθαιναν σε όλη μου την ζωή να είμαι ολιγαρκής και να μην ζητάω πολλά από αυτήν.... Διότι αλλιώς, ίσως έχανα και τα λίγα που είχαν πραγματική αξία.
Στάθηκα μπροστά από τον μεγάλο πίνακα στον τοίχο μου. Παρατήρησα όλα τα καρφωμένα σε αυτόν στοιχεία, εξετάζοντας κάθε άκρη της επίπεδης επιφάνειας. Κάθε φωτογραφία, κάθε νέα πληροφορία με νέα μέρη και ώρες, μάρτυρες που είχαν άμεση σχέση με τα θύματα και όλοι ήταν ύποπτοι, αλλά έως τώρα, δεν έβρισκα τίποτα το ενοχοποιητικό.
Αυτό το μυστήριο με μπέρδευε πολύ... Ένας δολοφόνος, που κάθε φορά έκανε το ίδιο πράγμα. Δεν έλειπε ποτέ κανένα μέρος του σώματος από τα πτώματα, ούτε άφηνε κάποιον συμβολισμό στο δέρμα τους, που σήμαινε ότι δεν ήθελε να περάσει κάποιο μήνυμα. Το μόνο που με προβλημάτιζε ήταν ότι έκανε επιθέσεις μόνο σε γυναίκες, ανεξαρτήτως εμφάνισης και μάλιστα, σε μικρές ηλικίες.
Πάντα υπήρχαν έντονα σημάδια στους καρπούς τους. Ο ιατροδικαστής ανακάλυπτε βαθιές τομές εκεί, οι οποίες είχαν πάντα το ίδιο βάθος και ήταν εντελώς ευθείες, κάτι που επιβεβαίωνε ότι δεν αυτοκτονούσαν.
Δεν είχαμε αποκλείσει την πιθανότητα να έχει συνεργούς, μιας και μώλωπες από πάλη ήταν εμφανής. Κάθε γυναίκα πάλευε για την ζωή της. Προσπαθούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της, προτού τελικά νικήσουν την μάχη αυτά τα τέρατα, που της στερούσαν την ζωή... Και ανάγκαζαν τις οικογένειες τους να βυθιστούν στο πένθος μία για πάντα.
Όποιοι ή όποιος κι αν ήταν υπεύθυνος, προκαλούσε πανικό και όλα έδειχναν ότι η ταυτότητα του δεν θα φανερωνόταν σύντομα. Όχι αν εγώ και η ομάδα μου δεν δρούσαμε γρήγορα.
Κλότσησα με δύναμη τον τοίχο, επιχειρώντας να καλμάρω τα νεύρα και έκανα μερικά βήματα προς το μπαρ. Σερβιρίστηκα λίγο ουΐσκι και κατέβασα το ποτό αμέσως. Η κάψα στο λαιμό μου προκαλούσε μία περίεργη αίσθηση, όμως την είχα συνηθίσει μετά από τόσα χρόνια κατανάλωσης αλκοόλ. Το ποτό με είχε συντροφεύσει αρκετές στιγμές, όταν έπρεπε να ξενυχτήσω, αναλογιστώ και να συγκρατήσω τον εαυτό μου από το να βγει στους δρόμους και να σφάξει όσους νόμιζαν ότι μπορούσαν να βάζουν πάνω από την ανθρώπινη ζωή τις φιλοδοξίες τους.
Ερχόμουν καθημερινά σε επαφή με την σαπίλα της κοινωνίας... Και θα την κυνηγούσα, μέχρι να εξελειφθεί πλήρως.
Έκατσα στον καναπέ και άνοιξα την τηλεόραση, μήπως και χαλάρωνα για λίγο πριν κοιμηθώ για απόψε. Μέχρι που ο χαρακτηριστικός ήχος που σηματοδοτεί την έναρξη του δελτίου ειδήσεων, τράβηξε την προσοχή μου.
<<Κυρίες και κύριοι, διακόπτουμε το πρόγραμμα μας για να σας ανακοινώσουμε μία έκτακτη είδηση. Πριν από λίγη ώρα, το άψυχο σώμα ενός νεαρού κοριτσιού βρέθηκε στο πανεπιστήμιο της ψυχολογίας–>>.
Πετάχτηκα όρθιος και την έκλεισα αμέσως... Πώς γίνεται να το έμαθαν πριν από εμάς;!
Το κινητό μου δονήθηκε και άρχισαν να καταφτάνουν απανωτά μηνύματα. Μπορούσα ήδη να φανταστώ τα φλας από τις φωτογραφίες και τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων, αλλά και την αμφιβολία στα μάτια των πολιτών, οι οποίοι θα αμφισβητούσαν ξανά το έργο της αστυνομίας.
<<Γαμώτο!>>, φώναξε εξοργισμένος και πέρασα ξανά στους ώμους του μπουφάν μου, ενώ έφευγα.
Το σκοτάδι άπλωσε και πάλι τα μαύρα του πέπλα, έτοιμο να καταπιεί οτιδήποτε στον διάβα του... Και μαζί του ένα ακόμα θύμα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top