Η επίθεση
Draco's POV
Μετά από μία πολύωρη και όχι και τόσο ευχάριστη συζήτηση με τον αρχηγό, ο Ματ και εγώ μπήκαμε στο γραφείο μας φουριόζοι. Περάσαμε μία πολύ δύσκολη μέρα και ειλικρινά, το μόνο που θα με ανακούφιζε, θα ήταν να μάθω όλα αυτά που είχε να μας πει σχετικά με την υπόθεση. Αδημονούσαμε από το πρωΐ γι' αυτήν την ενημέρωση και ήταν ο μοναδικός λόγος που και οι δύο δεν έχουμε πέσει κάτω ακόμα, λόγω της έλλειψης ύπνου.
Το γεγονός λοιπόν ότι δεν την βρήκαμε στο γραφείο να μας περιμένει... Πυροδότησε τα νεύρα μας. Ή τα δικά μου τουλάχιστον, γιατί ο Ματ, όπως πάντα, παρέμεινε ψύχραιμος.
<<Αν είναι δυνατόν!>>, φώναξα και έπεσα στην καρέκλα μου, εντελώς καταβεβλημένος.
<<Πάρε βαθιές ανάσες. Δεν θα έρθει πιο γρήγορα, αν εσύ εκνευρίζεσε>>, μου είπε και τον στραβοκοίταξα.
Ήμουν που ήμουν εκνευρισμένος, δε με βοηθούσε και πολύ να ηρεμήσω!
<<Μην με κοιτάς έτσι. Σε καταλαβαίνω, αλλά δεν θα αλλάξει κάτι, αν αρχίσεις να σπας ό,τι βρίσκεις μπροστά σου. Ούτε αν τα βάζεις με τη Βάλερι, η οποία παρεμπιπτόντως δεν είναι ούτε μια μέρα στην υπόθεση μαζί μας και ήδη τρέχει. Με τον αρχηγό έχεις θυμώσει. Μην ξεσπάς εκεί που δεν πρέπει. Πρώτον, γίνεσε άδικος και δεύτερον, δεν έχουμε χρόνο γι' αυτά>>, μου εξήγησε σε αυστηρό τόνο και για λίγα δευτερόλεπτα, αισθάνθηκα σαν ένα πεντάχρονο, που το μαλώνει ο πατέρας του.
Ωστόσο, γνώριζα πως είχε δίκιο. Πράγματι, είχα εξοργιστεί με τον αρχηγό. Αφού μας έκανε ένα ωραιότατο κήρυγμα για το ότι οι δημοσιογράφοι έφτασαν πολύ πριν από εμάς στην σκηνή του εγκλημαγος και ανακατεύτηκαν για άλλη μία φορά στην δουλειά μας, μας υπενθύμισε ότι ο χρόνος συνεχίζει να περνά, και μάλιστα όχι υπέρ μας. Το θεώρησε ανήκουστο να υπάρχει κι' άλλο θύμα, ενώ εμείς δεν ούτε καν μικρύνει την λίστα με τους υπόπτους, συμφωνούσα απείρως με αυτό, αλλά αυτήν την φορά, το παράκανε.
Μας κατηγόρησε πως αυτούς τους μήνες, δεν κάναμε απολύτως τίποτα και απλώς περιμέναμε από το σύμπαν να κάνει το θαύμα του. Και φυσικά, όσο εμείς καθόμασταν, ο αριθμός των οικογενειών που θρηνούσαν αυξανόταν
Δεν θυμώνω συχνά με κάποιον, μα όταν με αδικούν, τα νεύρα μου χτυπούν κόκκινο. Ευτυχώς, είτε είμαι μόνος τότε, είτε ο Ματ είναι μαζί μου, για να με συγκρατεί.
Κατανοώ την σοβαρότητα της κατάστασης και την αγανάκτηση του αρχηγού. Αλλά δεν μπορούσα να ανεχτώ το ότι μας αποκάλεσε ανίκανους, έστω και έμμεσα, όταν εμείς κάθε μέρα κάναμε παραπάνω πράγματα από όσα αντέχαμε.
Όμως, ο Ματ είχε δίκιο. Δεν έπρεπε να χάσω την ψυχραιμία μου. Ειδικά τώρα, που είχαμε μπει στην τελικά ευθεία. Ούτε φέρομαι άσχημα σε συναδέλφους, οι οποίοι ήθελαν να μας διευκολύνουν, όπως η Βάλερι. Δεν της άξιζε αυτό σε καμία περίπτωση.
Ξεκίνησα να κρατώ κάποιες σημειώσεις, όταν εισήλθε στο γραφείο η Βάλερι, κρατώντας τρία κύπελα με καφέ.
<<Με συγχωρείτε που άργησα παιδιά>>, απολογήθηκε και έδωσε στον καθένα μας από ένα κύπελο. <<Είχε πολύ κίνηση και με του που ήρθα, κατέβηκα κάτω, για να μιλήσω με τον ιατροδικαστή, ο οποίος με κράτησε επίσης για αρκετή ώρα>>. Άφησε την τσάντα και το μπουφάν της σε μία καρέκλα και ήπιε μία γερή γουλιά από τον καφέ της. <<Σκέφτηκα ότι θα μας χρειαστούν>>.
Τον μύρισα λίγο και ύστερα δοκίμασα. Ο ζεστός και αχνιστός καφές, κύλησε μέσα στο στόμα μου. Το κορμί της, αμέσως ζωντάνεψε κάπως και μία ηρεμία με κατέβαλε, βοηθώντας κάθε άκρο μου να χαλαρώσει λίγο. Το είχα ανάγκη και ο καφές, όπως πάντα, ήταν ο τέλειος τρόπος για να κάνω μια αρχή.
<<Δεν πειράζει. Μην το σκέφτεσε. Σημασία έχει ότι ήρθες>>, της είπε ο Ματ χαμογελώντας και εκείνη έγινε κατακόκκινη, αλλά γρήγορα μας γύρισε την πλάτη, μέχρι να επανέλθει το χρώμα της.
Η σχέση αυτών των δύο, ήταν ανέκαθεν περίπλοκη. Διαρκώς φλέρταραν διακριτικά ο ένας τον άλλον, από όταν ήρθε η Βάλερι πήρε μετάθεση στο αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης. Παρόλα αυτά, ποτέ δεν έχει γίνει κάτι παραπάνω μεταξύ τους. Ο Ματ πιστεύει πως αυτό οφείλεται στην επιθυμία τους να μην μπλέξουν τα επαγγελματικά με τα προσωπικά, κυρίως από την δική της μεριά όμως. Ο ίδιος είχε επίμονη μάλλον. Διότι δεν θα σταματούσε, μέχρι να την πείσει να βγουν ένα ραντεβού.
Ήταν ένα από τα λίγα πράγματα, για τα οποία μπορούσα να του κάνω πλάκα που και που.
<<Ας μην χάνουμε άλλο χρόνο. Βάλερι, ενημέρωσε μας σχετικά με την υπόθεση>>, της είπα με το πιο σοβαροφανές ύφος που διέθετα και αυτή έγνεψε.
Έβγαλε έναν φάκελο από την τσάντα της, τον άνοιξε και άρχισε να μιλά: <<Το θύμα λεγόταν Μιράντα Μπράουν. Εικοσιέξι ετών, φοιτήτρια στο τμήμα ψυχολογίας του πανεπιστημίου. Ξεκίνησε σπουδές στα είκοσι της. Μίλησε με τους φίλους της και μου είπαν πως ήταν ένας δυναμικός χαρακτήρας, με κάποιες σκληροπυρηνικές απόψεις, αλλά σε γενικές γραμμές ευγενική με όλους. Δεν είχε προσωπική κόντρα με κάποιον, αν εξαιρέσουμε καθημερινούς καυγάδες με τους συμφοιτητές της. Για εχθρούς... Κανείς δεν ήξερε κάτι να μου πει>>.
<<Είσαι σίγουρη ότι δεν είχε θέματα με κανέναν;>>, την ρώτησα και ο Ματ ξεφύσηξε, σταυρώνοντας τα χέρια του κάτω από το στήθος.
<<Γιατί κάθε φορά θεωρείς ότι κρύβεται κάτι περίεργο από πίσω, Ντράκο; Αποκλείεται η επιλογή των θυμάτων να είναι τυχαία; Και καταρχάς, για να έχουμε καλό ερώτημα, είμαστε σίγουροι ότι πρόκειται για τους ίδιους δράστες;>>
<<Δράστες; Μιλήσατε με την μάρτυρα;>>, μας ρωτάει η Βάλερι, υψώνοντας το ένα φρύδι.
<<Η μάρτυρας επιβεβαίωσε ότι είναι τρία τα άτομα. Δύο άντρες και μία γυναίκα. Έχουμε και τα σκίτσα τους έτοιμα, για να αρχίσει η αναζήτηση. Είμαστε πολύ πιο κοντά από όσο νομίζαμε>>, της απάντησε ο Ματ και αυτή τη φορά, εκείνη χαμογέλασε.
Αν δεν είχαμε πιο σοβαρά θέματα να ασχοληθούμε, θα φρόντιζα να εξαφανιστώ διακριτικά από τον χώρο, για να μείνουν μόνοι. Το ότι εγώ δεν προτιμούσα τις σχέσεις, δεν σημαίνει πως δεν επιθυμούσα την ευτυχία του φίλου μου... Κρίμα που έπρεπε να τους το χαλάσω.
<<Για την Ίνγκριντ Κουνσέν τι ξέρεις;>>, ρώτησα και από την αντίδραση τους, κατάλαβα ότι και πάλι είχαν χαθεί στον δικό τους κόσμο.
<<Αφού γνωρίζετε ήδη το όνομα, θα προχωρήσω παρακάτω>>, είπε, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να σταθεροποιήσει την φωνή της. <<Επίσης εικοσιέξι ετών, που πέρασε στο πανεπιστήμιο στα είκοσι. Και αυτή ψυχολογία σπουδάζει, αλλά κάνει το μεταπτυχιακό της αυτήν την στιγμή. Πριν έρθει στην Νέα Υόρκη, ζούσε με την οικογένεια της στον Καναδά. Στα δεκαοχτώ, μετακόμισε εδώ και εγκαταστάθηκε στο σπίτι της γιαγιάς της... Προς το παρόν, αυτά ξέρω μόνο>>.
Για σπουδές ήρθε στην Νέα Υόρκη λοιπόν... Ή μήπως για κάτι άλλο;
<<Σε τι κατάσταση βρέθηκε το θύμα;>>
<<Δεν έλειπε κανένα μέρος του σώματος της, ούτε άφηνε κάποιος συμβολισμός στο δέρμα της. Φαινομενικά, τίποτα κοινό με τα υπόλοιπα. Αλλά, υπήρχαν έντονα σημάδια στους καρπούς τους. Ο ιατροδικαστής ανακάλυψε ξανά βαθιές τομές εκεί, οι οποίες είχαν το ίδιο βάθος και ήταν εντελώς ευθείες. Επιπλέον, βρέθηκαν μώλωπες από πάλη πάνω της. Η κοπέλα δεν έμεινε άπραγη και προσπάθησε να σώσει τον εαυτό της...>>, είπε λυπημένα, χωρίς να ολοκληρώσει την πρόταση της για προφανής λόγους. Ο Ματ άγγιξε τον ώμο της καθησυχαστικά
Την καταλάβαινα... Αλήθεια. Ήταν πολύ άσχημο οι άνθρωποι να χάνουν καθημερινά την ζωή τους άδικα. Ειδικά οι νέοι που δεν είχαν ζήσει τίποτα. Οικογένειες βυθίζονταν στο πένθος για πάντα, παιδιά έμεναν ορφανά δίχως να φταίνε σε κάτι.
Στεναχωριόμουν για όλα αυτά. Περισσότερο από ό,τι άφηνα να φανεί στους γύρω μου... Όμως αυτήν ήταν η δουλειά μας και το είχα αποδεχτεί. Και σε έναν τόσο σκληρό κόσμο, όπου κάποιο μερικοί νομίζουν πως έχουν το δικαίωμα να στερούν την ζωή από κάποιους άλλους, δεν χωρούσαν συναισθηαματισμοί. Αυτή η δουλειά απαιτούσε αντικειμενικότητα και ακεραιότητα. Μπορεί να θύμωνα σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά ποτέ στο τέλος δεν επέτρεπα στην κρίση μου να θολώσει... Γιατί τότε, τι διαφορά θα είχα από αυτά τα καθάρματα;
<<Άρα τώρα, πρέπει να ξεκινήσουμε να τους ψάχνουμε. Άμεσα>>, άλλαξα θέμα και η Βάλερι κούνησε το κεφάλι της.
<<Δεν θα είναι εύκολο. Αποκαλύφθηκαν. Θα θέλουν να κυνηγήσουν την Κουνσέν, μέχρι να της κλείσουν το στόμα. Αλλά δεν θα γίνει άμεσα αυτό. Θα κρυφτούν για να ένα διάστημα και ταυτόχρονα, θα κινούνται στην πόλη με απόλυτη μυστικότητα, κάνοντας τα σχέδια τους>>, αποκρίθηκε ο Ματ και έτριψα την ράχη της μύτης, σκεπτόμενος τι έπρεπε να κάνουμε έπειτα.
<<Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα. Κρατάμε στον νου μας πως είναι ικανοί για όλα. Αρχικά, από σήμερα η Ίνγκριντ Κουνσέν μπαίνει σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων. Βάλερι, θέλω να ψάξεις και να δεις αν οι ένοχοι είναι στο σύστημα μας από παλιά. Γενικά, βρες οτιδήποτε μπορεί να μας φανεί χρήσιμο. Ο Ματ θα σε βοηθήσει αν χρειαστεί>>, της είπα και πήρα από τον φάκελο από τα χέρια της. Έκατσα ξανά στην καρέκλα μου.
<<Εσύ τι θα κάνεις;>>, με ρώτησε ο Ματ.
<<Θα ξαναδώ την υπόθεση από την αρχή... Έχω ένα προαίσθημα ότι κάτι μας διαφεύγει>>, του απάντησα, χωρίς να τον κοιτάω.
Μετά από λίγα λεπτά, έφυγαν, ενώ εγώ ετοιμαζόμουν για άλλο ένα ξενύχτι, μελετώντας αυτήν την υπόθεση.
Η Ίνγκριντ ήταν ασφαλής. Ένας αστυνομικός στεκόταν φρουρός έξω από το δωμάτιο της, ο οποίος άλλαζε κάθε τρεις ώρες. Συμφωνούσα με τον Ματ ότι δεν θα έκαναν κίνηση τόσο νωρίς, αλλά καλύτερα να ήμασταν σίγουροι, παρά να χτυπούσαμε αργότερα τα κεφάλια μας στον τοίχο.
Χαιρόμουν που δεν είχα και αυτήν την έννοια στο μυαλό μου.
Το μάτι μου έπεσε στην φωτογραφία του θύματος. Δεν ξέραμε τίποτα γι' αυτήν, πέρα από τον φριχτό τρόπο δολοφονίας της και κάποιες βασικές πληροφορίες για την ζωή της.
Το ίδιο ίσχυε και για την Ίνγκριντ... Αυτήν την κοπέλα την ήξερα μόλις λίγες ώρες, κι' όμως κάτι με τραβάει πάνω, σαν μαγνήτης. Δεν ξέρω γιατί, μα μου είχε εξάψει την περιέργεια και ήθελα να μάθω όσα περισσότερα γινόταν γι' αυτήν. Αισθανόμουν πως διαδραμάτιζε πολύ πιο σημαντικό ρόλο σ' αυτήν την ιστορία, από ό,τι έδειχνε.
Ένα χτύπημα στην πόρτα με έβγαλε από τις σκέψεις μου και έδωσα άδεια σε όποιον ήταν με περάσει.
Αλλά εξεπλάγην όταν είδα τον αστυνομικό που είχα στην φύλαξη της Ίνγκριντ να εμφανίζεται μπροστά μου.
<<Τι κάνεις εδώ; Σε μία ώρα αλλάζεις>>, του είπα και ήδη ένιωθα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
<<Μα κύριε, εσείς μου είπατε να γυρίσω. Πριν κάποια ώρα μιλούσαμε στο τηλέφωνο>>.
Ωχ όχι... Όχι, που να πάρει!
Πετάχτηκα όρθιος, σε κλάσματα δευτερολέπτου άρπαξα τα πράγματα και έτρεξα έξω από τον γραφείο, αφήνοντας τον να με κοιτάζει απορημένος.
Πολλές σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου... Αλλά εκείνο που ήλπιζα, ήταν να μην φτάσω πολύ αργά.
Ingrid's POV
Άνοιξα ελάχιστα τα μάτια μου και συνειδητοποίησα πως είχε νυχτώσει. Οι αχτίδες του ήλιου που έπεφταν στο δωμάτιο μέσα από το κενό των κουρτινών πριν λίγες ώρες, είχαν τώρα αντικατασταθεί το φως του φεγγαριού.
Η μικρή λάμπα στο κομοδίνο, έκαιγε αρκετές ώρες, μα δεν μπορούσα να την σβήσω... Στην πραγματικότητα, δεν ήθελα να το κάνω όμως. Γιατί φοβόμουν πως, αν έμενα με το σκοτάδι, αυτό θα με αιχμαλώτιζε. Θα με κρατούσε στον πάτο του για πάντα και εγώ θα αδυνατούσα να κάνω το οτιδήποτε, για να ξεφύγω. Διότι, άμα βυθιστείς στην άβυσσο, είναι πολύ δύσκολο να βρεθείς ξανά στην επιφάνεια, όσο κι' αν παλέψεις...
Ωστόσο, καταβάθος ήξερα ότι εκεί βρισκόμουν ακόμα. Στο μηδέν. Το κατάλαβα όταν είδα να δολοφονούν μπροστά στα μάτια μου την μοναδική φίλη που κατάφερα να κάνω όλα αυτά τα χρόνια. Το μόνο άτομο που δεν με έκρινε και στάθηκε στο πλάι μου, όσο εγώ αντιμετώπιζα τους δαίμονες μου. Δεν με εγκατέλειψε ποτέ, ακόμα κι' αν αυτό σήμαινε πως θα έπρεπε να πάει κόντρα σε όλους όσους προσπαθούσαν να την πείσουν να μείνει μακριά μου. Είχε στερηθεί τόσες εξόδους, τόσες βόλτες, μόνο και μόνο για να παρηγορήσει εμένα.
Και εγώ πώς της το ανταπέδωσα; Αφήνοντας την ολομόναχη τις τελευταίες στιγμές της ζωής της. Σίγουρα δεν θα μπορούσα να το ξέρω όταν την άφησα στο δωμάτιο μας, αλλά δεν είχα θυμώσει τόσο πολύ, αν είχα δείξει λίγη παραπάνω κατανόηση και δεν άφηνα την απογοήτευση μου να με παρασύρει, δεν θα είχα φύγει. Θα καθόμουν εκεί και θα τα είχαμε λύσει όλα. Δίχως φωνές και δάκρυα. Θα έμενα εκεί και θα με έπειθε να πάμε στο πάρτι, όπου σίγουρα οι δολοφόνοι δεν θα την σκότωναν μπροστά σε όλο το πανεπιστήμιο, το οποίο διασκέδαζε.
Με έναν βαρύ πόνο στο στήθος, συνειδητοποίησα πως εγώ την είχα εγκαταλείψει. Επειδή μου είπε την αλήθεια γι' αυτά που ένιωθε. Και στην συνέχεια, εξαιτίας της απόρριψης μου, στεναχωρήθηκε και με πλήρωσε με το ίδιο νόμισμα. Εγώ όμως έφταιγα.
Που να πάρει... Γιατί, γιατί, γιατί;! Γιατί πλήγωνα τους γύρω μου;! Γιατί επέτρεπα να χαθούν εξαιτίας μου;!
Σκούπισα τα δάκρυα, τα οποία δεν είχα πάρει είδηση ότι κυλούσαν στα μάγουλα μου και άλλαξα πλευρό στο κρεβάτι. Είδα την γιαγιά μου να κοιμάται σε μία καρέκλα. Μακάρι το ροχαλητό της να ήταν ο μόνος λόγος που δε μπορούσα να κάνω το ίδιο.
Ανακάθισα στο κρεβάτι και τέντωσα το χέρι μου όσο γινόταν. <<Γιαγιά; Γιαγιά μου, ξύπνα>>, της είπα γλυκά και την σκούντησα απαλά στον ώμο.
Κουνήθηκε λίγο και ύστερα, άρχισε να επανέρχεται στην πραγματικότητα. Βλεφάρισε και μετά από μερικά χασμουρητά, γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος μου και μου χαμογέλασε τρυφερά.
Κι όμως, η καρδιά μου σφίχτηκε, όταν παρατήρηση τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της και τον πόνο που έκρυβε πίσω από την χαρά της, η οποία έμοιαζε περισσότερο με ανακούφιση. Τα χέρια της έτρεμαν, καθώς χάιδευε ευλαβικά το δέρμα μου και με δυσκολία συγκρατούσε τους λυγμούς της. Ήθελα τόσο πολύ να την αγκαλιάσω και να της υπενθυμίσω πως είμαι καλά, μα δεν είχα το κουράγιο. Ούτε σωματικά, ούτε ψυχικά.
Φαινόταν τόσο κουρασμένη. Το πρόσωπό της ταλαιπωρημένο και ζαρωμένο, αλλά εκείνη δεν έφευγε για κανέναν λόγο από το πλάι μου. Παρά την δική της στεναχώρια, με φρόντιζε με αγάπη. Ειδικά από τότε που μείναμε μόνο εγώ και εκείνη και μετακόμισα στην Νέα Υόρκη, για να μείνω μαζί της.
Δεν άντεχα να την βλέπω να υποφέρει... Όχι για εμένα.
<<Γιαγιά μου, πρέπει να φύγεις μάλλον. Το επισκεπτήριο τελείωσε για σήμερα>>.
<<Ναι... Ναι παιδί μου, το ξέρω. Αλλά θα είσαι σίγουρα εντάξει μόνη σου;>>, με ρωτάει και τρίβει τα μάτια της.
<<Ναι γιαγιά. Είμαι ασφαλής. Οι αστυνομικοί θα με προσέχουν>>, της εξήγησα και μία σκιά πέρασε από τα χαρακτηριστικά της, ενώ σηκώθηκε όρθια.
<<Όπως έκαναν τότε; Είμαι σίγουρη, ναι>>.
<<Σε παρακαλώ, μην αρχίζεις... Την ξέρω την άποψη σου, αλλά δεν έχω διάθεση για συζήτηση...>>, μουρμούρισα μέσα από τα δόντια μου και μου ξέφυγε ένα χασμουρητό.
<<Έχεις δίκιο, συγγνώμη... Αλλά θα ξαναέρθω αύριο, εντάξει;>>
Της έγνεψα θετικά και ένα μειδίαμα αποτυπώθηκε στο πρόσωπο μου. Με αγκάλιασε και για λίγη ώρα, μείναμε έτσι. Με κρατούσε στα χέρια της, σαν να ήμουν ό,τι πιο πολύτιμο είχε στην ζωή της. Κάτι που ίσχυε βέβαια, δεδομένου ότι εδώ και οχτώ χρόνια, έτσι φερόταν... Σε όλους τους τομείς.
Αφού κατάφερε να με αφήσει, μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και έφυγε. Με τη άκρη του ματιού μου, πρόσεξα πως τελικά, τα δάκρυα είχαν νικήσει την μάχη και η αναπνοή έβγαινε με δυσκολία από το στόμα της. Ένιωσα ένα τσίμπημα ενοχής που για άλλη μία φορά, την έβαζα σε περιπέτειες, όπως τότε, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι εκείνη ποτέ δεν με κατηγόρησε.
Πάντως, σίγουρα θα είχα καταρρεύσει χωρίς εκείνη. Την θυμάμαι να με συνοδεύει σε όλα τα ραντεβού μου με τους γιατρούς, παρά την εξάντληση της λόγω ηλικίας, να ξαγρυπνά στο πλάι μου τις νύχτες που οι εφιάλτες με βασάνιζαν και αρρώσταινα, και να μου κρατά το χέρι παρηγορητικά, όταν τα αδιάκριτα βλέμματα των ανθρώπων μου προκαλούσαν αμηχανία.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και τελικά, κατέβασα τα πόδια μου από το κρεβάτι, βυθίζοντας στις παντόφλες που μου έφεραν νωρίτερα οι νοσοκόμες. Την στιγμή που πάτησα κάτω και όλο το βάρος του σώματος μου έπεσε σε αυτά, ένιωσα ξαφνικά μια ζαλάδα. Με πολύ δυσκολία παρέμεινα όρθια και με ακόμη μεγαλύτερη δυσκολία, πλησίασα την πόρτα του μπάνιου. Ευτυχώς δεν ήταν πολύ μακριά. Μόνο μερικές δρασκελιές. Όμως αναγκάστηκα στο τέλος της διαδρομής να πιάσω το χερούλι της πόρτας, για να μην βρεθώ στο πάτωμα.
Με το που μπήκα στο μπάνιο, στηρίχθηκα στον νιπτήρα και έριξα μπόλικο νερό στο πρόσωπο μου, ελπίζοντας να συνέλθω, αλλά ήταν μάταιο.
Σήκωσα το κεφάλι μου και ήμουν έτοιμη να επιστρέψω στην ζεστασιά του κρεβατιού μου, αλλά σταμάτησα, όταν έπιασα μια φευγαλέα εικόνα μου στον καθρέφτη της τουαλέτας. Περιεργάστηκα την αντανάκλαση μου στο γυαλί.
Μεγάλα χείλη. Εντυπωσιακά, καστανά μάτια. Μικρή μύτη, μα ντελικάτη. Αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, τα οποία κάλυπταν μακριά, επίσης καστανά μαλλιά μου... Όλα αυτά, θα μπορούσε να τα δει κανείς σε μία κοπέλα και να σκεφτεί πόσο χαριτωμένη και όμορφη είναι. Θα πίστευε πως έχει χιλιάδες κατακτήσεις και ότι είναι πολύ κοινωνική. Θα ήταν αδύνατον ένα τέτοιο κορίτσι να μην έχει καθόλου φίλους. Η ζωή της θα ήταν τέλεια και όλοι θα την ζήλευαν πολύ γι' αυτό.
Εγώ τότε, θα πήγαινα σε αυτόν και θα του έλεγα πόσο λάθος κάνει. Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν αλήθεια για εμένα. Δεν με θεωρούσα όμορφη, τα αγόρια μετά βίας μου έλεγαν καλημέρα ή με κορόιδευαν, η μόνη φίλη που είχε πεθάνει και η ζωή μου απείχε πάρα πολύ από το τέλειο. Αμφισβητούσα τα πάντα πάνω μου και όποτε μου απηύθυνε κάποιος τον λόγο εκτός μαθημάτων, πράγμα σπάνιο, το μυαλό μου μπλόκαρε και ξεχνούσα κάθε λέξη που είχα μάθει. Η ικανότητα της ομιλίας ή της ακοής δεν υπήρχε.
Φοβόμουν μέχρι και την σκιά μου... Πώς θα μπορούσα ποτέ να με συγκρίνω με τις άλλες γυναίκες που έκαναν θραύση στο πανεπιστήμιο με την εμφάνιση, αλλά και την εξυπνάδα τους;
Κοίταξα πάλι κατάματα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και η συνειδηποίηση με χτύπησε σαν κεραυνός. Ευθύς με κυρίευσε απογοήτευση...
Ήμουν ακόμα δέσμια των ανασφαλειών μου. Τόσος καιρός, τόσα συνεδρίες, τόσες συζητήσεις με ειδικούς... Και το μόνο που είχα κάνει, ήταν μία τρύπα στο νερό. Μία αποτυχία ήμουν. Μου έλεγα ψέματα κάθε φορά ότι προχωρούσα μπροστά, επειδή μετά από δύο χρόνια αποχής από το σχολείο, κατόρθωσα να μπω στο πανεπιστήμιο και να βάλω στόχους. Τελικά, τίποτε δεν ίσχυε.
Δάγκωσα με τόση δύναμη την γλώσσα μου, που δεν πήρε πολύ ώρα για να γευτώ την μεταλλική γεύση του αίματος στο στόμα μου. Ακούμπησα τα χέρια μου στο στόμα μου, γιατί πόνεσα, όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για να με απομακρύνει από τις αρνητικές σκέψεις.
<<Συγγνώμη αν σε... Εκνεύρισα πριν. Φαντάζομαι κάποιος να σε αγχώνει είναι το τελευταίο που χρειάζεσαι>>.
Άκουσα την φωνή εκείνου του αστυνομικού στο μυαλό μου, σαν βρισκόταν μπροστά μου. Και για κάποιον λόγο, αισθάνθηκα ένα μέρος της έντασης να υποχωρεί.
Με είχε τρομάξει στην αρχή με τον τρόπο που μιλούσε και την επιμονή του... Αλλά όταν απολογήθηκε για την στάση του, κάτι ζεστό φώλιασε μέσα μου και σταμάτησα να τρέμω. Παρά το γεγονός ότι ήταν ανέκφραστος και την μονοτονία του, διέκρινα κάποια στιγμή μία ζεστασιά στα μάτια του. Σαν να μπορούσε να με καταλάβει. Ενδιαφέρον να ακούσει την ιστορία μου, δίχως να νομίζει ότι είμαι περίεργη. Δεν με αγνοούσε όταν μιλούσα και σε σχέση με άλλους, ένιωσα λιγότερο άβολα.
Μα τι λέω; Αστυνομικός ήταν. Προφανώς και θα πρόσεχε κάθε μου λέξη, λόγω της έρευνας.
Άξαφνα, ένας ήχος με έβγαλε απότομα από τις σκέψεις μου και στράφηκα προς την πόρτα... Προερχόταν έξω από αυτήν. Οι παλμοί μου αμέσως αυξήθηκαν. Το άγχος με κατέκλυσε και μόνο στη σκέψη ότι κάποιος ήταν μαζί μου τόσο αργά στο ίδιο δωμάτιο.
Τότε, θυμήθηκα πως ο γιατρός μου είπε ότι εκείνη την ώρα, γινόταν έλεγχος στα δωμάτια. Πιθανότατα λοιπόν είχε έρθει η νοσοκόμα, για να πάρει και τον δίσκο μου με το φαγητό.
Αν είναι δυνατόν, Ίνγκριντ... Δεν θέλουν όλοι να σου επιτεθούν.
Βγήκα έξω και ευτυχώς, επιβεβαιώθηκα. Μία αρκετά νεαρή κοπέλα μάζευε τα υπολείμματα μου στον δίσκο.
<<Συγγνώμη για την ενόχληση. Ήρθα να πάρω αυτά>>, είπε και έβαλε μια τούφα καστανών μαλλιών πίσω από το αυτί της.
<<Ναι ναι, φυσικά. Κάνε την δουλειά σου>>, αποκρίθηκα ευγενικά και πλησίασα το κρεβάτι.
Γύρισα προς το παράθυρο και άφησα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί έξω, αγναντεύοντας τα φώτα της πόλης... Και πολύ πιθανόν να ήταν η τελευταία φορά που θα τα έβλεπα, αν δεν είχα προσέξει μέσα από το γυαλί το μαχαίρι που παραλίγο να καρφωθεί στον λαιμό μου.
Με λίγες δρασκελιές, βρέθηκα κολλημένη στον πλαϊνό τοίχο του δωματίου και αυτή έπεσε πάνω στο παράθυρο, σπάζοντας το ελάχιστα.
Ο τρόμος πάγωσε το αίμα μου. Παρέλυσε το σώμα μου και θα είχα μείνει εκεί, αν δεν την άκουγα να μουγκρίζει από τον πόνο. Πριν προλάβει να συνέλθει εντελώς, το έβαλα τα πόδια.
Η ένταση κατέβαλε κάθε μόριο του κορμιού μου. Η καρδιά σφυροκοπούσε στο στήθος και νόμιζα ότι από λεπτό σε λεπτό, θα έβγαινε έξω από αυτό. Ο εγκέφαλος μου, μου υπενθύμιζε ότι πρέπει να ξεφύγω. Ότι αν σταματούσε έστω και για ένα λεπτό, θα τελείωναν όλα.
Αυτή ήταν... Εκείνη η γυναίκα που είδα το προηγούμενο βράδυ να σκοτώνει την καλύτερη μου φίλη...
<<Βοήθεια!!! Σας παρακαλώ!!!>>, φώναξα όσο πιο δυνατά μπορούσα, όταν έφτασα στην υποδοχή του ορόφου, αλλά δεν υπήρχε κανένας εκεί.
Πώς ήταν δυνατόν;! Κανείς δεν έμενε μέχρι αργά;!
Ένα σατανικό γέλιο μου θύμισε την βίαιη πραγματικότητα που βίωνα και συνέχισα να τρέχω.
Άρχισα να ανασαίνω όλο και πιο γρήγορα και δάκρυα μαζεύτηκαν στα μάτια μου, καθώς διάφορες εικόνες εισέβαλαν στο μυαλό μου. Ουρλιαχτά, αίμα, λυγμοί και πόνος... Αναμνήσεις που πίστευα πως είχα θάψει στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Ένιωσα έναν κόμπο να ανεβαίνει στον λαιμό μου, ο οποίος επέτεινε την ανησυχία μου. Το αίμα μου είχε παγώσει και έκλαιγα, ήμουν σίγουρη γι' αυτό. Παρόλα αυτά, επικράτησε μέσα μου το ένστικτο της επιβίωσης και βαθιά μέσα μου, ήταν ξεκάθαρο ότι δεν ήθελα να πεθάνω. Παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζα, η λογική μου έλεγε ότι ο θάνατος θα αργούσε πολύ ακόμα.
Που να πάρει... Όσο και αν πάλευα, το οξυγόνο δεν έφτανε για να λειτουργήσουν τα πνευμόνια μου. Είχε μουδιάσει ολόκληρος ο εσωτερικός μου κόσμος. Όμως δεν είχα χρόνο να το αναλύσω άλλο, ούτε ούτε να επιτρέψω στον πανικό να κυριαρχήσει.
Συνέχισα να τρέχω, με το διαπεραστικό της γέλιο να αντηχεί.
Με κυνηγούσε. Και φώναζε πως αν υπάκουα, θα με σκότωνε με ανώδυνο τρόπο, σε αντίθεση με την Μιράντα. Εγώ απλώς ευελπιστούσα να γλιτώσω.
<<ΒΟΉΘΕΙΑ!!!>>, ούρλιαξα αυτήν την φορά και ο φόβος μου είχε φτάσει στο αποκορύφωμα.
Κατέβηκα μερικά σκαλιά και την είδα που έκανε το ίδιο. Ένας πυροβολισμός έσκισε τον αέρα, όμως και πάλι, εγώ προχωρούσα με ταχύ ρυθμό.
Ξαφνικά, σκόνταψα και συγκρούστηκα με το πάτωμα. Μέσα σε δευτερόλεπτα ωστόσο, σηκώθηκα ξανά και συνέχισα την πορεία μου, αδιαφορώντας για τον πόνο στα γόνατα μου.
Κι' άλλος πυροβόλισμος, ο οποίος συνόδευσε το ουρλιαχτό μου. Ένιωσα ένα ρίγος να διαπερνά την σπονδυλική μου στήλη.
Κρύφτηκα πίσω από έναν τοίχο. Και τότε, είδα την πυρασφάλεια. Χωρίς δεύτερη σκέψη, την πάτησα τόσο δυνατά, που παραλίγο να την σπάσω.
Άκουσα τον χαρακτηριστικό ήχο και ύστερα τις πόρτες των δωματίων να ανοίγουν. Ο κόσμος βγήκε στο διάδρομο πανικόβλητος και εμφανίστηκαν μερικές νοσοκόμες, για να τους οδηγήσουν όλους προς στην σωστή κατεύθυνση.
<<ΊΝΓΚΡΙΝΤ!!!>>.
Από το πουθενά... Αυτή η πολύ γνωστή φωνή έφτασε στα αυτιά μου. Και μόνο τότε άφησα τον εαυτό μου να αναπνεύσει ξανά. Ανακουφίστηκα τόσο πολύ, που δεν κρατιόμουν από τον τοίχο, θα είχε καταρρεύσει στο πάτωμα. Έκλαψα ελεύθερα και όχι σιωπηλά, δίχως την αγωνία μήπως με βρει. Αποκλειεταυ να έκανε κάτι μπροστά σε τόσο κόσμο και επίσης, τώρα που ήρθε η αστυνομία, εκείνη θα είχε ήδη εξαφανιστεί.
Βγήκα από την κρυψώνα μου και αμέσως τον εντόπισα ανάμεσα στο πλήθος. Άλλωστε, συγκριτικά με τους ηλικιωμένους, ήταν πιο ψηλός.
<<ΝΤΡΆΚΟ!>>, φώναξα και πήγα προς το μέρος του, μόλις με πρόσεξε.
Για πρώτη φορά, μετά από τόσο καιρό, επιθυμούσα εγώ ή ίδια την σωματική επαφή. Γιατί δεν πανικοβλήθηκα, όταν με έκλεισε στην αγκαλιά του και άρχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Δεν τρόμαξα, όταν το δέρμα του ακούμπησε πάνω στο δικό μου... Είχα ανάγκη κάποιος να μου υπενθυμίσει πως ήμουν ακόμη ζωντανή. Πως δεν είχα πεθάνει κατά την διάρκεια αυτού τους εφιάλτη. Χρειαζόμουν κάποιον να μου πει πως ήμουν ασφαλής, έστω και για λίγο. Να κερδίσει την εμπιστοσύνη μου και να ξέρω πως, ό,τι κι' αν γίνει, δεν θα μείνω μόνη μου να παλεύω.
<<Όλα καλά... Ησύχασε...>>, ψιθύριζε ξανά και ξανά, όσο εγώ ξεσπούσα.
Και όπως αποδείχτηκε, αυτά που οποιοσδήποτε άλλος θα έπρεπε να προσπαθήσει για πολύ καιρό, προκειμένου να μου το προσφέρει, εκείνος το πέτυχε μέσα σε μία μέρα... Ασφάλεια και σιγουριά.
Ακόμα φοβόμουν πάρα πολύ και δεν είχα ιδέα πως θα τελείωνε αυτή η ιστορία... Αλλά τουλάχιστον τώρα, κάποιος που έδινε λίγο κουράγιο, ώστε να μην τα παρατήσω.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top