Η αλήθεια
Μεριά συγγραφέα-αναγνώστη
Τα χέρια της έσφιξαν το τιμόνι του αυτοκινήτου του δυνατά, που οι αρθρώσεις των δαχτύλων της άσπρισαν. Παρόλη την συναισθηματική αναστάτωση όμως, συνέχισε κανονικά την οδήγηση. Τα μάτια της παρέμειναν καρφωμένα στον δρόμο, ενώ οι ρόδες του οχήματος κυλούσαν με σταθερό ρυθμό πάνω στην άσφαλτο.
Ο ήλιος μπορεί να είχε δύσει εδώ και αρκετή ώρα, όμως η ζέστη δεν είχε υποχωρήσει πλήρως. Έκανε ψύχρα και η θερμοκρασία είχε πέσει, αλλά όχι σε σημείο που το κρύο να ήταν τσουχτερό και να μην αντέχεται η κατάσταση. Γι' αυτό και δεν είχε χρειαστεί να ανοίξει την θέρμανση μέχρι τώρα.
Άλλωστε, με το άγχος που είχε και το συνεχές χτυποκάρδι της, το σώμα της μόνο κρύο δεν ένιωθε.
Πάρκαρε ακριβώς μπροστά από την παλιά κατοικία της οικογένειας Κουνσέν. Έσβησε την μηχανή και τράβηξε το κλειδί από την μίζα, αλλά δεν έκανε καμία κίνηση να βγει από το αμάξι. Έκατσε για λίγα λεπτά στο ίδιο σημείο και αναλογίστηκε όλα όσα είχαν προηγηθεί, παλεύοντας να βάλει τις σκέψεις της σε μία σειρά.
Είχε περάσει μόνο μία ώρα από την στιγμή που διάβασε τα γράμματα που έκρυβε ο Μπρότζετ σε εκείνον τον πίνακα και αδυνατούσε ακόμα να πιστέψει το περιεχόμενο τους.
Ο Μπρότζετ... Ο δικός της Μπρότζετ. Ο άνθρωπος που της δίδαξε όλα όσα γνώριζε. Ο άνθρωπος που της έμαθε να μην επιβιώνει και να διαβάζει τους άλλους γύρω της, χωρίς να βγει ούτε μία λέξη από το στόμα τους. Ο άνθρωπος που ήταν μέντορας και ταυτόχρονα πατέρας για την ώρα, βοηθώντας την όποτε το είχε ανάγκη... Και που της ορκιζόταν ότι ποτέ δεν της είχε πει ψέματα.
Αισθανόταν πως είχε γκρεμιστεί ο κόσμος της. Σαν να είχε ραγίσει μία γυάλα, μέσα στην οποία ζούσε τόσα χρόνια, και μέσα από αυτήν την ρωγμή είχε εισχωρήσει οξυγόνο. Με την διαφορά ότι, αντί για ζωή, την έπνιγε σαν θηλιά στον λαιμό. Λες και ένας τεράστιος ογκόλιθος είχε κάτσει στο στήθος της και εμπόδιζε την ροή του οξυγόνου στους πνεύμονες της.
Της ξέφυγε ένας λυγμός, όμως γρήγορα αποδίωξε τα δάκρυα από τα μάτια της και κατάπιε το συναίσθημα που ανέβηκε στον λαιμό της. Δεν ήθελε να καταρρεύσει εκείνη την στιγμή, ενώ είχε ακόμα πολλά πράγματα να κάνει... Και ένα από αυτά, ήταν να βρει απαντήσεις σε αυτό το μέρος, όπου πριν λίγες ημέρες επιτέθηκε στην Ίνγκριντ.
Πήρε μία βαθιά ανάσα και επιτέλους, μπόρεσε να ανοίξει την πόρτα. Παρόλο που αισθάνθηκε μία μικρή ζαλάδα, δεν έχασε την ισορροπία της και κατόρθωσε να σταθεί στα πόδια της. Ύστερα κλείδωσε το αυτοκίνητο και διώχνοντας μακριά την οποιαδήποτε αμφιβολία, ξεκίνησε να περπατάει, δεν πρόλαβε να κάνει πολλά βήματα βέβαια, καθώς η απόσταση δεν ήταν τόσο μεγάλη.
Στάθηκε έξω από το σχεδόν του κατεστραμμένο σπίτι, αδυνατώντας να πει την οποιαδήποτε λέξη. Ίσως όμως δεν χρειαζόταν να πει και κάτι. Δεν ταίριαζαν λόγια σε αυτήν την περίσταση. Σε ποιόν θα τα απηύθυνε άλλωστε; Ήταν μόνη της σε εκείνο το μέρος, χωρίς κανέναν, ώστε να εκφράσει τις σκέψεις και τους φόβους, οι οποίοι είχαν αρχίσει να υπερισχύουν σταδιακά της λογικής.
Πριν το μετανιώσει και γυρίσει πίσω στο αρχηγείο, διέσχισε την απόσταση από τον χάρτη μέχρι την εξώπορτα του σπιτιού, ή ό,τι είχε απομείνει τέλος πάντων αυτό.
Πέρασε μέσα από το κενό, στο οποίο βρισκόταν κάποτε η πόρτα και εισχώρησε πιο βαθιά στο σπίτι. Δεν της θύμιζε τίποτα αυτό που αντίκριζε. Τα αποκαΐδια μίας ξεχασμένης ζωής και οι γκρεμισμένοι τοίχοι, δεν της έλεγαν τίποτα.
Κι' όμως, κάτι την τραβούσε να εξερευνήσει περαιτέρω αυτό το τοπίο. Σαν μία αόρατη δύναμη να μην την άφηνε να σπάσει αυτόν τον περίεργο δεσμό που είχε ανάπτυξη με ένα παρελθόν, το οποίο φυσικά ήταν άγνωστο για εκείνη. Και πολύ πρόσφατα, άρχισε να ενώνει τα κομμάτια του παζλ μεταξύ τους... Μόνο που ο τρόπος ήταν πολύ άσχημος και ξέσκιζε τα σωθικά της.
<<Όχι, Μπρότζετ... Δεν μπορεί να το έκανες εσύ αυτό... Αρνούμαι να το πιστέψω...>>, ψέλλισε, με τα δάκρυα να συσσωρεύονται ξανά σιγά σιγά.
Ήξερε ότι ο Μπρότζετ μπορούσε να γίνει αυστηρός. Ή χειρότερα, αμείλικτος και πάρα πολύ σκληρός, όσον αφορούσε την δουλειά και όσους τον πρόδιδαν. Δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του, όταν φερόταν ως αρχηγός της οργάνωσης. Σε πολλά πράγματα ήταν απόλυτος και η αδιαλλαξία δεν ήταν ένα από τα καίρια χαρακτηριστικά του.
Ωστόσο, ποτέ δεν είχε συμπεριφερθεί άδικα σε κανέναν. Ποτέ δεν κατηγόρησε ανθρώπους που δεν τον είχαν βλάψει και σίγουρα, δεν τιμωρούσε όσους δεν το άξιζαν. Ακόμα και όταν έκανε λάθη, έβρισκε τρόπους να τα διορθώσει. Την ίδια, πάντα την αντιμετώπιζε με απεριόριστο σεβασμό και την εκτιμούσε τόσο πολύ, που την έκανε μέχρι και δεξί του χέρι για όλες τις υποθέσεις και τα προβλήματα που προέκυπταν.
Εκτός από εκείνη την μία φορά που νόμιζε ότι είχε σκοτώσει την Ίνγκριντ και τελικά απέτυχε, δεν της είχε φωνάξει ποτέ άλλοτε. Την αντιμετώπιζε με ωριμότητα και σοβαρότητα, παρά το νεαρό της ηλικίας της. Ήταν το πιο έμπιστο άτομο γι' αυτόν. Μόνο για εκείνη ήταν βέβαιος ότι δεν θα την πρόδιδε ποτέ, ό,τι κι' αν συνέβαινε.
Μόνο με εμένα... Μόνο με εμένα ήταν πάντα έτσι...
Η συνειδητοποίηση την σόκαρε, σαν να την είχε μόλις χτυπήσει κεραυνός. Το γεγονός ότι πάντα ήταν προστατευτικός μαζί της και της μιλούσε για πράγματα που δεν εκμυστηρευόταν σε κανέναν άλλον, κάποτε την ενθουσίαζε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ξαφνικά όμως, η επίγνωση αυτή της δημιουργούσε μία περίεργη αίσθηση, που την έκανε να νιώθει άβολα.
"Δεν πρέπει να μάθει με τίποτα η Πάουντερ την αλήθεια... Η Πάουντερ μου. Η κόρη μου. Για εμένα, αυτό είναι το αληθινό της όνομα. Δεν με νοιάζει κανένα παρελθόν, καμία ιστορία. Εγώ την μεγάλωσα. Εγώ της έδειξα τον δρόμο σε αυτήν την ζωή. Και φυσικά, όλους τους τρόπους για να προστατεύει τον εαυτό της. Και δεν θα πάψω να το κάνω... Μόνο όταν ο θάνατος με πάρει μακριά της. Γι' αυτό και θα φροντίσω να μην βρεθεί κανείς στον δρόμο της που θα την πάρει μακριά μου."
Θυμήθηκε αυτά που είχε διαβάσει στο συγκεκριμένο γράμματα. Ακόμα διαισθανόταν έντονα τον πόνο που την είχε πιάσει από εκείνη στιγμή και έπειτα.
Τελικά... Της είχε πει ψέματα. Δεν την ένοιαζε που είχε κοροϊδέψει τόσο κόσμο. Αλλά εκείνη;
Πληγώθηκε περισσότερο από όσα ήταν διατεθειμένη να παραδεχτεί. Όχι τόσο στους άλλους, αλλά κυρίως στον εαυτό της. Είχε πείσει τον εαυτό της ότι ήξερε πολύ καλά, σαν την παλάμη του χεριού, τον άντρα που είχε στο πλάι της τόσα χρόνια. Ήταν σίγουρη πως ποτέ δεν της είχε διαφύγει τίποτα για την προσωπικότητα του... Ήταν πεπεισμένη για πολλά πράγματα γενικώς, που νόμιζε ότι γνώριζε.
Τα μάτια μου έτσουζαν, καθώς προχωρούσα πιο βαθιά στο παλιό σπίτι, περνώντας σχεδόν από κάθε δωμάτιο, ή ό,τι είχε απομείνει από αυτό. Ήθελε να κλάψω, δεν είχε νόημα να το αρνείται άλλο μέσα της. Όμως κάτι την εμπόδιζε και έτσι, απλά το καθυστέρησε. Δεν θα άντεχε να ξεσπάσει εκείνη την στιγμή.
Η καρδιά σφυροκοπούσε στο στήθος της και όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο δύσκολο ήταν για την ίδια να μην την αφήσει να την κατευθύνει αυτή και όχι η λογική της. Χωρίς την αυτοκυριαρχία της εξάλλου, πώς θα κατάφερνε να πάει παρακάτω; Θα τρελαινόταν χειρότερα και ήδη είχε πολλά θέματα να ασχοληθεί.
Τα πάντα ήταν καλυμμένα με λευκά πανιά. Ή τουλάχιστον, τα έπιπλα που υπήρχαν ακόμη στον χώρο. Σε σχέση με το γραφείο του Μπρότζετ, ήταν περισσότερα και σε καμία περίπτωση η επιτομή της διακριτικότητας.
Συνέχισε να περπατάει, με αργό βήμα και τότε, πρόσεξε τα κενά στην οροφή, η περίμετρος των οποίων είχαν μαυρίσει, με το πέρασμα των χρόνων. Πέρασε μέσα από μία τρύπα στον τοίχο και βγήκε σε ένα δωμάτιο, το οποίο από την ταπετσαρία, κατάλαβε ότι μάλλον ανήκε σε κάποιο παιδί. Και συγκεκριμένα κορίτσι, κρίνοντας από τα ροζ χρώματα... Σε εκείνο το δωμάτιο αποπειράθηκε να σκοτώσει για άλλη μία φορά την Ίνγκριντ Κουνσέν, η οποία αντιστάθηκε κιόλας.
<<Σε αγαπώ μαμά!>>.
Πάλι αυτή η κοριτσίστικη φωνή, η οποία τον τελευταίο καιρό την κυνηγούσε τόσο στον ύπνο της, όσο και στον ξύπνιο της. Της φαινόταν ξένη και ταυτόχρονα, τόσο οικεία. Την άκουγε όλο και πιο συχνά και αισθανόταν ότι δεν απείχε πολύ ακόμα για να ξεπεράσει τα όρια της τρέλας... Αν δεν τα είχε ξεπεράσει ήδη.
Ήταν τόσο απορροφημένη στις πιο μυχίες σκέψεις της για αρκετή ώρα, μέχρι που καταλάθος σκόνταψε πάνω σε κάτι σχετικά μικρό και επανήλθε στην πραγματικότητα. Έσκυψε πάνω από το βουναλάκι της σκόνης που είχε σχηματιστεί στο πάτωμα και με μία απότομη κίνηση, το διέλυσε σε δευτερόλεπτα. Έβηξε μερικές φορές, καθώς λίγοι κόκκοι κατέληξαν στο πρόσωπο της. Στη συνέχεια, τα δάχτυλα της ψηλάφισαν πάνω στις σανίδες, μέχρι που άγγιξε κάτι μαλακό... Ένα μικρό λούτρινο, κουκλάκι... Ένα λαγουδάκι με χνούδια πάνω του, του οποίου το περίγραμμα ίσα ίσα που μπόρεσε να διακρίνει μέσα στα σκοτάδια. Έριξε λίγο φως με τον φακό του κινητού της. Το χρώμα ήταν μία μίξη μπλε και ροζ... Και στο κέντρο του παιχνιδιού, μία καρδιά δέσποζε.
<<Το καλύτερο δώρο γενεθλίων!>>, αναφώνησε το μικρό κορίτσι με ενθουσιασμό και αγκάλιασε σφιχτά τα αδέρφια και τους γονείς της.
Λίγο πιο δίπλα, διέκρινε μία φωτογραφία να κρύβεται ανάμεσα στις στάχτες. Την τράβηξε προς το μέρος της. Ήταν λίγο σκισμένη στις άκρες και τα χρώματα είχαν ξεθωριάσει κάπως, αλλά με το φως του φακού, μπορούσε να δει τί απεικόνιζε.
Αναγνώρισε την Ίνγκριντ, η οποία καθόταν στο κέντρο ενός καναπέ, ανάμεσα στους δύο γονείς. Στα γόνατα της, κάθονταν δύο παιδιά μικρότερα από εκείνη. Η εμφάνιση τους ήταν ίδια, οπότε ήταν δίδυμα.
Όλοι είχαν ένα πλατύ χαμόγελο αποτυπωμένο στα πρόσωπα τους και έμοιαζε τόσο... Ειλικρινές. Έδειχναν τόσο ευτυχισμένοι. Σαν μην είχαν κανένα πρόβλημα στην ζωή τους.
<<Θα είμαστε μαζί για πάντα>>, ρώτησε το κορίτσι και όλα τα μέλη γέλασαν με θέρμη, όσο η μεγαλύτερη αδερφή την έσφιξε στην αγκαλιά της.
<<Για πάντα, φυσικάκι>>, της ψιθύρισε, σαν να έλεγε ένα μεγάλο μυστικό, που μόνο οι δυό τους έπρεπε να το γνωρίζουν και να το φυλάνε καλά.
Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει άλλο τα δάκρυα της. Ένα ένα, ξέφυγαν από τα μάτια της και κύλησαν πάνω στα μάγουλα της, σαν ορμητικός χείμαρρος, που αν ήταν αληθινός, θα διέλυε τα πάντα στο πέρασμα του. Ήταν ξεκάθαρο πλέον ότι είχε χάσει τον έλεγχο που ασκούσε προηγουμένως στα συναισθήματα της. Οι λυγμοί έβγαιναν από το στόμα μου ασταμάτητα και δεν την απασχολούσε πια το αν αυτό ήταν ντροπή ή όχι. Κανείς δεν την έβλεπε να υποφέρει, επομένως, ήταν ελεύθερη να εκφραστεί όπως η ίδια επιθυμούσε, χωρίς το άγχος της κριτικής.
Ακούμπησε στο στήθος της το λαγουδάκι και η καρδιά της ράγισε, εξαιτίας της εισβολής των διαφόρων αναμνήσεων που την έπνιγαν.
Δεν ήταν όλες το ίδιο και σίγουρα, δεν υπήρχε καμία σύνδεση ανάμεσα τους. Την παρέπεμπαν σε άλλες χρονικές περιόδους.
Δεν ήξερε πια τί να πιστέψει. Ούτε πώς να διαχειριστεί αυτά τα καινούργια δεδομένα.
<<Άχρηστη... Δεν κατάλαβες τίποτα τόσα χρόνια!>>.
Ένιωθε το σκοτάδι να την περικυκλώνει ξανά και να την παγιδεύει στα δίχτυα, όσο αυτή η φωνή που συνέχεια της προκαλούσε πόνο, την πλήγωνε.
Αλλά όχι, δεν επρόκειτο να κάτσει να το ανεχτεί. Είχε πολύ πιο σοβαρά θέματα να ασχοληθεί. Δεν θα επέτρεπε σε κανέναν φόβο να τραβήξει την προσοχή της ή να την κάνει να χάσει τον στόχο της, που δεν ήταν άλλος από την αποκάλυψη της αλήθειας.
Γι' αυτό, κατέβαλε αρκετή προσπάθεια, έως ότου κατόρθωσε να αδειάσει το μυαλό της και να μπλοκάρει το οτιδήποτε αρνητικό, που θα μπορούσε να την αναστατώσει. Δεν θα κρατούσε για πολύ βέβαια, αλλά τουλάχιστον προσωρινά θα πετύχαινε τον σκοπό της.
Καταχώνιασε αυτά τα δύο αντικείμενα στην τσάντα πλάτη της και έφυγε από το σπίτι βιαστικά, με την έντονη επιθυμία να γυρίσει πίσω όσο πιο σύντομα γινόταν. Μπήκε στο αμάξι και ξεκίνησε να οδηγάει πάλι, πιο βιαστικά αυτήν την φορά.
Από θαύμα δεν τράκαρε με κάποιο άλλο αμάξι ή δεν χτύπησε κάποιον πεζό στον δρόμο της επιστροφής. Εκείνη την στιγμή όμως δεν την ένοιαζε. Το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει πίσω και να βάλει τέλος σε αυτήν την ιστορία, με όποιον τρόπο.
Τα πράγματα ακόμα δεν ήταν ξεκάθαρα στο μυαλό της. Δεν είχε πειστεί τελείως ότι η Ίνγκριντ Κουνσέν έλεγε την αλήθεια για το παρελθόν της.
Όμως σίγουρα κάτι πήγαινε στραβά. Ο Μπρότζετ της είχε κρύψει πράγματα και αυτό δεν θα το ανεχόταν... Όχι από εκείνον.
Δεν μπήκε στον κόπο να μπει στο προσωπικό πάρκινγκ του Μπρότζετ. Παράτησε το όχημα κάπου κοντά στο κτίριο και έτρεξε μέσα, με κατεύθυνση το υπόγειο. Και συγκεκριμένα, το δωμάτιο που κρατούσαν αλυσοδεμένη την Ίνγκριντ.
Δεν ήξερε τί άλλο περίμενε να ακούσει από αυτήν την κοπέλα, μα το ένστικτο της την καθοδηγούσε προς τα εκεί, και επέλεξε λοιπόν να υπακούσει.
Πήρε τα κλειδιά των δωματίων από τον φρουρό, με την πρόφαση ότι ήθελε να κάνει έναν έλεγχο και βρήκε αυτό που άνοιγε το δωμάτιο της Ίνγκριντ. Στάθηκε απ' έξω και χωρίς καμία δεύτερη σκέψη, ξεκλείδωσε και εισέβαλε μέσα, αδιαφορώντας για το αν ο δυνατός θόρυβος είχε ξυπνήσει την Ίνγκριντ.
Πρέπει όντως να το έκανε, γιατί εκείνη ανακάθισε στο πάτωμα τρομαγμένη και κοιτούσε τον χώρο γύρω της με φοβισμένο βλέμμα, με την ελπίδα ότι μπορεί αυτό να ήταν ένας απαίσιος εφιάλτης και όχι η ζοφερή πραγματικότητα.
Σε άλλη περίπτωση, η Πάουντερ θα απολάμβανε τον τρόμο που αντίκρισε στα μάτια της... Όχι όμως σήμερα.
<<Χλόη...>>, ψέλλισε η Ίνγκριντ και έβηξε έντονα, σημάδι ότι είχε να πιεί νερό αρκετές ώρες.
<<Αν με αποκαλέσεις έτσι ξανά, θα σου ξεριζώσω την γλώσσα και πίστεψε με, δεν έχω κανέναν ενδοιασμό. Μην το αναφέρεις αυτό το όνομα μπροστά μου. Κατάλαβες;>>, της είπε απειλητικά, ελπίζοντας να μην φανεί η επιρροή που είχε ασκήσει μέσα της το άκουσμα αυτού του ονόματος.
Το απέρριπτε αυτό το όνομα... Αλλά τουλάχιστον στον εαυτό της, δεν μπορούσε να αρνηθεί την επίδραση που ασκούσε στην ψυχή της.
Η Ίνγκριντ ένευσε θετικά, μην τολμώντας να φέρει καμία αντίρρηση. Ενθυμούμενη το χτυπήματα που δέχτηκε από αυτή την κοπέλα, δεν θα άντεχε να υπομείνει κάτι παρόμοιο ξανά. Τα μάγουλα της ακόμα πονούσαν πάνω από τα χαστούκια και το τραύμα της ακόμα την ενοχλούσε, λόγω της δυνατής κλωτσιάς... Δεν ήταν έτοιμοι να το βιώσει πάλι.
Γλίστρησε πάνω στον τοίχο και οι γλουτοί της άγγιξαν το πάτωμα. Κοίταξε την Πάουντερ, που την πλησίαζε. Μαζεύτηκε και αγκάλιασε τα γόνατα της. Όχι τόσο από φόβο... Αλλά περισσότερο για να καταπολεμήσει την επιθυμία να σφίξει την μικρή της αδερφή στην αγκαλιά της.
Γιατί ήταν πλέον σίγουρη πως αυτή ήταν η αδερφή της. Οι συμπτώσεις ήταν πάρα πολλές, για να παραμένουν απλές συμπτώσεις. Και όλα τα δεδομένα, της υποδείκνυαν αυτό. Η κοινή άφιξη στο πατρικό τους, το βραχιόλι και το κολιέ που ταίριαζαν απόλυτα από πάντα... Ακόμα και η αντίδραση της προηγουμένως, που την χτύπησε τόσο βίαια, ήταν πράξη άρνησης και όχι απόρριψης.
Επομένως, όχι, κανείς δεν μπορούσε πια να της το βγάλει από το μυαλό... Η μικρή, γλυκιά αδερφή της, η Χλόη.
Η Πάουντερ γύρισε τα μάτια της προς τα κάνω απηυδησμένη και έκανε έναν ήχο αποδοκιμασίας. Παρόλα αυτά, έκατσε οκλαδόν στο πάτωμα, απέναντι από την Ίνγκριντ και έγειρε ελάχιστα προς το μέρος της. Την κάρφωσε με τα μάτια της και ύστερα, άνοιξε την τσάντα της, για να βγάλει από μέσα το παιχνίδι και την φωτογραφία.
Η Ίνγκριντ ένιωσε δάκρυα συγκίνησης να συσσωρεύονται στα μάτια της, αλλά τα ανοιγόκλεισε γρήγορα για να τα διώξει και κατέπνιξε το συναίσθημα που ανέβηκε στον λαιμό μου. Ωστόσο, δεν μπορούσε να σταματήσει τις αναμνήσεις που είχαν εισβάλει στο μυαλό της και της δημιουργούσαν έναν πόνο στο στήθος.
Απόγνωση; Μπορεί. Νοσταλγία; Σίγουρα. Ποτέ δεν της είχε λείψει τόσο η οικογένεια της, όσο εκείνη την στιγμή. Ποτέ δεν είχα πεθυμήσει τόσο πολύ το μητρικό χάδι ή τις πατρικές συμβουλές.
<<Απαιτώ από εσένα μία λογική εξήγηση για όλα αυτά. Και μην αρχίσεις να μου λες τις μαλακίες που μου έλεγες νωρίτερα. Τα ψέματα σου δεν πιάνουν σε εμένα>>, της είπε σε απότομο τόνο... Όμως κάτι της φάνηκε παράξενο.
Ένιωσε ένα μικρό κέντρισμα... Ενοχής; Αδύνατον! Οι λέξεις τύψη και ενοχή, δεν ανήκαν στην γκάμα των λέξεων που χρησιμοποιούσε γενικά. Πολύ σπάνια τους έδινε σημασία και μάλιστα, μόνο για θέματα σχετικά με τον Μπρότζετ.
Η κοπέλα που την κοιτούσε με τόση λύπη και απελπισία, δεν άξιζε ούτε την συμπόνια της, ούτε και κανένα άλλο θετικό συναίσθημα που είχε νιώσει ποτέ... Σωστά;
<<Όσες φορές και να με ρωτήσεις... Δεν θα ακούσεις κάτι διαφορετικό. Σου είπα την αλήθεια και αυτή δεν αλλάζει>>.
Η Πάουντερ σήκωσε το χέρι της για να την χτυπήσει ξανά, αλλά κάτι στο θλιμμένο βλέμμα της Ίνγκριντ, την απέτρεψε τελικά από το να το κάνει.
Διέκρινε πολλά συναισθήματα μαζί, λες και το καθένα έδινε την δική του μάχη, ώστε να υπερισχύσει. Μα αυτό που διέκρινε αυτήν την φορά, σε σχέση με πριν, ήταν φόβος. Αγωνία και άγχος; Ίσως. Αλλά τίποτα που να δηλώνει ότι ήταν πια τρομοκρατημένη με την όλη κατάσταση.
<<Θα μπορούσα να σε σκοτώσω τώρα και κανείς δεν θα το καταλάβαινε. Θα σε εξαφάνιζα και κανείς δεν θα αναρωτιόταν τί απέγινες. Θα έμπαινε τέλος σε αυτήν την ιστορία και εσύ θα αποτελούσες παρελθόν>>.
Η Ίνγκριντ άγγιξε το τραύμα της, το οποίο είχε αρχίσει να την πονάει λίγο πιο έντονα. <<Και γιατί δεν το κάνεις;>>.
Η Ίνγκριντ δεν ήταν έτοιμη να πεθάνει. Σε καμία περίπτωση. Όχι τώρα, έχοντας γνωρίσει κάποια πράγματα, όπως ο έρωτας και ξαναβρεί μερικούς αληθινούς φίλους... Μα το κυριότερο ήταν πως είχε κοντά της την αδερφή της. Δεν είχαν χαθεί όλα εκείνο το βράδυ στην φωτιά.
Από την άλλη μεριά... Ίσως ο θάνατος να ήταν και η λύτρωση. Επιτέλους, η ψυχή της θα γαλήνευε και δεν θα υπέφερε άλλο. Θα βρισκόταν ξανά κοντά στους γονείς της.
<<Γιατί μόνο εσύ θα μου πεις την αλήθεια, Ίνγκριντ Κουνσέν... Και περιμένω να την μάθω τώρα>>.
<<Η αλήθεια είναι μία... Το πραγματικό σου όνομα είναι Χλόη. Δεν ξέρω τί συνέβη και επέζησες εκείνο το βράδυ από το μακελειό. Ούτε πώς σε βρήκε αυτό το τέρας που εκτιμάς τόσο πολύ. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σε έσωσε και δεν είναι αυτό που με απασχολεί τώρα... Σε μεγάλωσε με τον δικό του τρόπο. Μπορεί εσύ να πιστεύεις ότι είναι καλός, αλλά πίστεψε με, αυτό δεν ισχύει. Σε χρησιμοποιεί ως μέσο για τους δικούς του σκοπούς. Οποιαδήποτε θα μπορούσε να είναι στην θέση σου>>.
Τα λόγια αυτά έκαναν την Πάουντερ έξαλλη. <<Λες ψέματα! Ο Μπρότζετ με έκανε το δεξί του χέρι! Είμαι το μοναδικό άτομο σε αυτήν την γαμημένη οργάνωση που εμπιστεύεται τόσο πολύ!>>.
<<Αυτό δεν μπορώ να το εξηγήσω εγώ. Τα κίνητρα του μου είναι άγνωστα... Αλλά σίγουρα δεν έχει αγαθούς σκοπούς, σου το ξαναλέω>>.
Αρνιόταν να πιστέψει κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα αυτής της κοπέλας... Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. <<Δεν τον ξέρεις τόσο καλά όσο εγώ! Δεν... Δεν θα μου έλεγα ποτέ τόσο φριχτά ψέματα>>.
Η Ίνγκριντ έπιασε την φωτογραφία με τα χέρια της. Την παρατήρησε για μερικά λεπτά, προτού στρέψει ξανά τι βλέμμα της στην Πάουντερ. <<Αυτά τα βρήκες στο πατρικό μας, έτσι δεν είναι; Δεν θα πήγαινες ως εκεί, αν δεν πίστευες έστω και λίγα αυτά που σου λέω. Και το γεγονός ότι βρήκες το αγαπημένο σου κουκλάκι και αυτήν την φωτογραφία... Θυμάσαι ήδη κάποια πράγματα, έτσι δεν είναι;>>
Η Πάουντερ δεν απάντησε αμέσως. Πήρε για λίγο τον χρόνο της, να επεξεργαστεί αυτήν την ερώτηση.
Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει έναν αναστεναγμό, που δήλωνε εκνευρισμό. Όσο κι' αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, η Ίνγκριντ δεν είχε άδικο. Δεν θα έμπαινε σε όλη αυτήν την διαδικασία, ούτε θα έχανε τον χρόνο από κάτι άλλο, για να πάει σε ένα σπίτι που μέχρι πριν λίγο καιρό δεν γνώριζε την ύπαρξη του, αν δεν έβρισκε ένα μικρό δείγμα αλήθειας στα λόγια της.
Όμως και πάλι, υπήρχαν πολλά κενά ακόμα σε αυτήν την ιστορία.
<<Γιατί δεν τα θυμάμαι ακριβώς όλα αυτά τότε; Γιατί δεν έχω καμία ανάμνηση από την οικογένεια μ– σου;>>, είπε γρήγορα, πριν προλάβει να της ξεφύγει αυτό το μας ξανά.
Η Ίνγκριντ χαμογέλασε θλιμμένα. <<Δεν ξέρω... Δεν μπορώ να σου απαντήσω σε αυτό δυστυχώς. Κρίνοντας από τα γεγονότα όμως, κάποιο κόλπο θα σκαρφίστηκε αυτός που αγαπάς και εκτιμάς και τόσο πολύ, ώστε να τον υπερασπίζεσαι με τόση θέρμη>>.
<<Σου είπα πως δεν έχεις δικαίωμα να–>>.
Η Ίνγκριντ ξέχασε όλους τους ενδοιασμούς της και την διέκοψε, μιλώντας με θυμό. <<Έχω δικαίωμα να λέω ό,τι θέλω γι' αυτό το κάθαρμα! Μου κατέστρεψε την ζωή, όπως και την δική σου! Όλα αυτά που έχεις εδώ...>>. Έκανε μία παύση, δείχνοντας με τον δείκτη του χεριού τους το δωμάτιο, εννοώντας μαζί και όλο το μέρος όπου βρισκόταν. <<Είναι μία ψεύτικη ζωή, που σου προσφέρει αυτός. Και για αντάλλαγμα, εσύ κάνεις ό,τι σου ζητήσει>>.
Τα φρύδια της Πάουντερ έσμιξαν. <<Μου λέει τα πάντα. Μου εμπιστεύεται την κάθε λεπτομέρεια των σχεδίων του. Μόνο εγώ ικανοποιώ τις επιθυμίες του>>.
Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τον υπερασπιζόταν ακόμα, παρόλο που είχε ανακαλύψει ένα σωρό μυστικά του.
Ίσως ένα μικρό κομμάτι της, ευχόταν όλο αυτό να ήταν μία κακόγουστη φάρσα. Ήλπιζε ότι ο άντρας που την καθοδηγούσε όλα αυτά τα χρόνια και της έμαθε να επιβιώνει, δεν ήταν αυτό το τέρας που περιέγραφε η Ίνγκριντ... Γι' εκείνη, ήταν ο πατέρας που ποτέ δεν είχε.
<<Και με αυτόν τον τρόπο, σε κρατά στο σκοτάδι. Δεν το βλέπεις... Χλόη;>>.
Η καρδιά της σφίχτηκε ξανά. Όποια ιστορία επέλεγε να πιστέψει, ένα ήταν σίγουρο... Τα μάτια της Ίνγκριντ Κουνσέν δεν της έλεγαν ψέματα.
Τα συναισθήματα που τόσες ώρες πάλευε να συγκρατήσει... Ξεχύθηκαν ξαφνικά μέσα της.
Πριν προλάβει να το εμποδίσει το σώμα της, είχε σηκωθεί όρθια και έτρεχε έξω από το δωμάτιο, αγνοώντας τις φωνές της Ίνγκριντ.
Η λογική είχε κάνει φτερά... Τώρα η καρδιά είχε τα ηνία. Όπως και η προδοσία που ένιωθε και την πλήγωνε σαν ένα αγκάθι.
Δεν το σκέφτηκε πολύ. Απλώς εισέβαλε στο γραφείο του Μπρότζετ, με δάκρυα στα μάτια. Τράβηξε αμέσως την προσοχή του... Ωραία. Αυτό ήθελε.
<<Θέλω να μάθω την αλήθεια!>>.
<<Πάουντερ; Τί συμβαίνει;>>
Πρώτη φορά είχε εξοργιστεί τόσο πολύ μαζί του. <<Μην κάνεις τον ανήξερο Μπρότζετ! Ξέρω την αλήθεια! Ξέρω τί έκανες πριν οχτώ χρόνια στην οικογένεια Κουνσέν... Έκανες κακό σε αθώους ανθρώπους>>.
Τα μάτια του Μπρότζετ γούρλωσαν... Είχε μάθει λοιπόν.
<<Δεν ξέρω τί άκουσες, κόρη μου... Αλλά είναι όλα ψέματα>>.
<<Σταμάτα! Σταμάτα! Δεν αντέχω άλλο!>>, ούρλιαξε και αισθάνθηκε το σκοτάδι να την περικυκλώνει.
<<Πάουντερ...>>.
<<Πες μου την αλήθεια... Ποιά είμαι;>>, τον ρώτησε παρακλητικά, τρέμοντας.
Εκείνος την πλησίασε με βήμα γοργό και έκλεισε το πρόσωπο της ανάμεσα στις παλάμες του. Έδιωξε τις δάκρυα της με τους αντίχειρες του. Η έκφραση του φανέρωνε το πόσο ανησυχούσε... Και το πόσο έτρεμε να μην την χάσει.
<<Είσαι η κόρη μου... Και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Ποτέ>>.
Τότε, μία βελόνα τρύπησε το δέρμα της Πάουντερ και εκείνη σοκαρίστηκε. Αλλά πριν προλάβει να ουρλιάξει ή να αντιδράσει με άλλον τρόπο... Όλα γύρω της βυθίστηκαν σε εκείνο το σκοτάδι τελικά και όλα γύρω της χάθηκαν, βυθίζοντας την στον ύπνο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top