Εφιάλτες
Ingrid's POV
Τρεις μέρες μετά, φύγαμε από το ξενοδοχείο και συνεχίσαμε κανονικά το ταξίδι μας, έξω από την πρωτεύουσα της Νέας Υόρκης. Μείναμε για άλλα δύο βράδια σε ένα πανδοχείο, πολύ πιο μικρό κατάλυμα από το προηγούμενο, αλλά καλύτερο όσον αφορά την διανυκτέρευση. Οι ιδιοκτήτες ήταν πολύ ευγενικοί και εξυπηρετικοί. Και τις δύο νύχτες που κοιμηθήκαμε εκεί, μας άλλαξαν σεντόνια και μας έδωσαν καθαρές πετσέτες.
Ένα ηλικιωμένο, καλοσυνάτο ζευγάρι... Μου θύμισαν πολύ τους γονείς μου. Ο μπαμπάς μου έκανε πάντα την μαμά μου να γελάει και εκείνη αντίστοιχα, τον περιποιούνταν με τον πιο γλυκό τρόπο... Ευτυχώς, κανείς δεν πρόσεξε το ύφος μου τότε. Ήταν πολύ απασχολημένοι όλοι.
Η πρόθεση μας ήταν να βγούμε έξω από τα σύνορα της πολιτείας και να κρυφτούμε κάπου αλλού για ένα δθαστγα, άνευ απροόπτου. Έτσι λοιπόν, το πρωΐ της τέταρτης μέρας, αφήναμε πίσω μας την πόλη που φιλοξενούσε το Άγαλμα της Ελευθερίας.
Ειρωνεία, ε; Το άγαλμα αυτό, το δώρισαν οι Γάλλοι στους Αμερικάνους για την ανεξαρτησία τους, η οποίο υπογράφθηκε στις 4 Ιουλίου του 1776. Διαφώτιζε τον κόσμο με τον πυρσό στο δεξί χέρι και στο αριστερό, κρατούσε μία πλάκα, στην οποία αναγραφόταν η παραπάνω ημερομηνία. Δέσποζε στην νησίδα Λίμπερτυ εδώ και τουλάχιστον δύο αιώνες, υπενθυμίζοντας στους πολίτες ότι έπρεπε να παλεύουν καθημερινά και να διεκδικούν αυτά που τους ανήκουν, χωρίς κανέναν φόβο, ώστε να αλλάξουν τον κόσμο. Να μην ξεχνούν ότι είναι ελεύθεροι να ζήσουν.
Και παρόλα, μέχρι και την παρούσα φάση, είχαν γίνει ενα σωρό εγκλήματα. Κάποια τα συζητούσαν... Και κάποια άλλα ηταν τόσο ειδεχθή, που κανείς δεν είχε διάθεση να ασχοληθεί με τις φρικιαστικές λεπτομέρειες.
Αν ίσχυαν όλα αυτά περί ελευθερίας και δικαιοσύνης, εγώ δεν θα κινδύνευα να πεθάνω. Και το κυριότερο, οι υπαίτιοι της καταστροφής της ζωής μου πριν οχτώ χρόνια, θα είχαν τιμωρηθεί... Οπότε, γιατί να πίστευα και εγώ στους νόμους;
Κοίταξα έξω από το παράθυρο και αγνάντεψα το καταπράσινο τοπίο, όσο ο Ντράκο οδηγούσε με σταθερή ταχύτητα. Απολάμβανα όσο μπορούσα αυτήν την ηρεμία, γιατί δεν είχα ιδέα για πόσο ακόμα θα διαρκούσε. Μέχρι τώρα, κανείς δεν μας είχε ενοχλήσει. Αυτό πιο πολύ με τρόμαζε, παρά με καθησύχαζε. Κάθε μέρα, τη ένιωθα σαν μία απειλή.
<<Ίνγκριντ; Ίνγκριντ, σου μιλάω>>.
Ανοιγόκλεισα τα βλέφαρά μου αρκετές φορές, ενώ ο Ντράκο χτύπησε τα δάχτυλα του μεταξύ του μπροστά στο πρόσωπο μου για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι που επέστρεψα στο παρόν για τα καλά.
<<Συγγνώμη, τι μου είπες;>>, τον ρώτησα, εστιάζοντας την προσοχή μου πάνω του. Ήλπιζα η αφηρημάδα μου να μην τον εκνεύρισε, δεδομένου ότι πρέπει να μου έλεγε κάτι εδώ και τόση ώρα.
Αντ' αυτού, του ξέφυγε ένα γελάκι και το στόμα του στράβωσε σε ένα μισό χαμόγελο. <<Μάλλον σε έχει συνεπάρει το ταξίδι, γι' αυτό δεν δίνεις σημασία τους άλλους γύρω σου>>, με πείραξε και κοκκίνισα, όχι όμως από ντροπή.
<<Ναι, ταξίδι αναψυχής. Περνάω φανταστικά μέχρι τώρα. Να το κάνουμε πιο συχνά, αν επιβιώσουμε σε αυτό>>, αποκρίθηκα μεταξύ σοβαρού και αστείου.
Η σχέση μας είχε βελτιωθεί μετά από εκείνη την βραδιά στο ξενοδοχείο, που ζητήσαμε συγγνώμη ο ένας από τον άλλον. Δεν γίναμε και κολλητοί φίλοι, αλλά μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε σε ένα πιο ανθρώπινο επίπεδο και να συνεννοηθούμε για τα βασικά. Επιπλέον, ήταν πολύ πιο εύκολο πια να πιάσουμε συζήτηση περί ανέμων και υδάτων, οποιαδήποτε στιγμή, χωρίς το κλίμα να είναι αμήχανο. Ήταν και βοηθητικό έως έναν βαθμό, ώστε να αποφορτιζόμαστε και οι δύο από το άγχος που μας προξενούσε η όλη κατάσταση και να μην έχουμε ξανά παρόμοια ξεσπάσματα στο μέλλον.
Το είχα αποδεχτεί πλέον... Μου άρεσε πολύ αυτός ο άντρας. Από όλες τις απόψεις. Ήταν γοητευτικός, δυνατός και καταβάθος, πολύ γλυκός και καλός, παρότι το έκρυβε κάτω από την μάσκα του σκληρού αστυνομικού, που στοχεύει μονάχα στην απονομή της δικαιοσύνης.
Κυρίως όμως, μου άρεσε που είχα καταφέρει να τον εμπιστευτώ, έστω και λίγο. Παρά τις κακές μας στιγμές το τελευταίο διάστημα, έκανε τα πάντα για να με προστατεύσει και αυτό όφειλα να του το αναγνωρίσω... Είχα αρχίσει να αισθάνομαι ασφαλής κοντά του.
Παράλληλα, αυτή η διαρκώς αυξανόμενη οικειότητα ανάμεσα μας, με είχε τρομοκρατήσει. Μπορεί για την ώρα απλώς να μου άρεσε, αλλά με άγχωνε και μόνο η σκέψη να εξελιχθεί σε κάτι παραπάνω αυτό που ένιωθα. Δεν ήθελα να τον ερωτευτώ... Δεν ήθελα κανέναν άντρα στην ζωή μου. Δεν άντεχα να βιώσω και πάλι απογοητεύσεις και θλίψη.
Δυστυχώς, ήταν αδύνατον να τα αλλάξω όλα αυτά. Ωστόσο, ήταν στο χέρι μου να μην αφήσω να αναπτυχθούν αυτά τα συναισθήματα σε κάτι παραπάνω. Ήμουν σίγουρη πως η κατάληξη θα ήταν άσχημη και δεν μπορούσα να βυθιστώ ξανά σε αυτό το σκοτάδι.
Πέρασα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου και αποφάσισα να συνεχίσω την κουβέντα, για να μην σκέφτομαι τόσο αρνητικά πράγματα. <<Για πες, πού θα πάμε τώρα;>>, τον ρώτησα και έγειρα πάνω στο κάθισμα, ρίχνοντας του κλεφτές ματιές.
Δεν έπαιρνε το βλέμμα του από τον δρόμο. <<Σε λίγες ώρες, θα εδουμς φύγει από την πολιτεια. Αργότερα, θα περάσουμε την νύχτα στο πρώτο ξενοδοχείο που θα βρούμε μπροστά μας>>.
Κούνησα καταδαφιμα το κεφάλι μου. <<Κοίτα... Ξέρω ότι δεν μπορείς να πεις πολλά... Αλλα είχαμε κάτι καινούργιο, σχετικά με την υπόθεση;>>
Έσφιξε το τιμόνι, αλλά αντί για κάποιο ξέσπασμα, εισέπραξα ένα νεύμα. <<Δεν θα σου πω ψέματα, Ίνγκριντ. Έχουνε αλλάξει πολλά, λίγο πριν φύγουμε από την Νέα Υόρκη. Υπάρχουν όντως κάποια νέα στοιχεία, που μας βοηθούν να πάμε παρακάτω. Όμως δεν μπορώ να σου πω κάτι. Όχι ακόμα. Πρέπει να είμαι απόλυτα σίγουρος. Οφείλω να μην σου δώσω ψεύτικες ελπίδες>>, μου απάντησε και ζάρωσα στο κάθισμα μου.
Ήξερε πως δεν ρωτούσα από απλή περιέργεια. Με ενδιέφερε στα αλήθεια να μάθω. Στο κάτω κάτω, αυτή η έρευνα αφορούσε εμένα. Δεν ήθελα καμία εξειδικευμένη ανάλυση, μόνο την ειλικρίνεια του και να μου εξηγήσει πώς έπρεπε να κινηθούμε από εκεί και πέρα... Έπρεπε να μάθω για ποιόν λόγο παραλίγο να πεθάνω και αναγκάστηκα να φύγω από το σπίτι μου.
Μπορεί να δυσκολευόμουν να βρω τα πατήματα. Όμως είχα μία καθημερινότητα, η οποία με κρατούσε ζωντανή. Φοιτητική εστία, μαθήματα, επισκέψεις στην γιαγιά μου. Αυτό ήταν το πρόγραμμα μου. Και τώρα είχε ανατραπεί. Ένας Θεός ήξερε για πόσο καιρό... Εάν υπήρχε δηλαδή.
Πρέπει να αντιλήφθηκε την δυσαρέσκεια μου, γιατί οι πληροφορίες που μοιράστηκε μαζί μου, με σόκαραν. <<Η Μιράντα Μπράουν είχε κρυφή ζωή. Συμμετείχε σε διάφορες επιθέσεις κατά των πολιτών τα τελευταία χρόνια και είχε ανάμειξη σε εμπόριο ναρκωτικών>>.
Έπαψα να ακούω. Αν μου είπε κάτι άλλο, ήμουν πολύ αφηρημένη για να δώσω έμφαση. Το μόνο που έφτασε στα αυτιά μου, ήταν βουή του αίματος μου. Το μυαλό μου άρχισε να παιρνει χίλιες φορές. Όσο κι' αν προσπαθούσα να επεξεργαστώ αυτά τα λόγια, μου ηταν σχεδόν αδύνατον να το αποδεχτώ...
Η Μιράντα... Η καλύτερη μου φίλη. Ο άνθρωπος με τον οποίο είχα μοιραστεί όλη μου την ζωή. Μέχρι και αυτά που με είχαν σημαδέψει, προκαλώντας μου ανεπανόρθωτη ζημιά στην ψυχή. Η κοπέλα μου δεν φοβόταν να εκφράσει δημοσίως την άποψη της και να μιλήσει ανοιχτά για την σεξουαλικότητά της, δίχως ντροπή. Μία γυναίκα, που δεν δίσταζε να πάει κόντρα στην υπόλοιπη παρέα της, μόνο και μόνο για να υπερασπιστεί εμένα.
Όχι όχι, δεν μπορούσε να είναι αλήθεια. Δεν μιλούσαμε για την ίδια Μιράντα. Ο Ντράκο ή όποιος τέλος πάντων ανακάλυψε αυτά τα πράγματα, πρέπει να έκανε λάθος. Ναι, είχα μία συγκάτοικο αντισυμβατική, απείθαρχη στους κανονισμούς του πανεπιστημίου και αδιάφορα τελικά για ότι συσχετιζόταν με τις σπουδές και το μέλλον της. Όμως ήταν ταυτόχρονα τρυφερή, έδειχνε κατανόηση και μέσα της, πολύ ευαίσθητη. Ένα χαρακτηριστικό που με εκανε να την εμπιστευτώ πολύ γρήγορα, μετά της αρχή τγς γνωριμίας μας.
Πώς αυτό το κορίτσι να μπλέχτηκε στον κόσμο της νύχτας; Πότε έγιναν όλα αυτά; Εγώ δεν ήμουν εκεί; Δεν μπορούσα να καταλάβω...
Ένιωσα σαν να πίεζαν πολύ βράχοι μαζί το στήθος μου και εμπόδιζε την ροή του οξυγόνου στους πνεύμονες μου.
<<Σταμάτα το αμάξι>>.
<<Τι; Ίνγκριντ–>>.
<<Σε παρακαλώ!>>, φώναξα και αμέσως θορυβήθηκε.
Πάτησε φρένο. Το ίδιο έκανε και το αμάξι πίσω μας.
Έβγαλα την ζώνη μου με χέρια που έτρεμαν. Άνοιξα την πόρτα και καθώς τα πόδια μου πάτησαν στην κρύα άσφαλτο, έπρεπε να στηριχθώ πάνω της, για να μην φτάσω στην πλήρη κατάρρευση.
Προσπάθησα να κάνω μερικά βήματα, αλλά μάταιος κόπος. Ζαλιζόμουν πάρα πολύ. Δεν με βαστούσαν τα πόδια μου. Από την μία στιγμή στην άλλη, με εγκατέλειψαν και τα γόνατά μου, άγγιξαν το έδαφος με ορμή... Μα ο πόνος ήταν κάτι μικρό, σε σχέση με αυτά που έμαθα.
Ψέματα... Τα τελευταία οχτώ χρόνια της ζωής μου, ήταν επίσης γεμάτα ψέματα.
Άκουγα αμυδρά τις πανικοβλημένες φωνές των άλλων. Ανάμεσα τους, αυτή του Ντράκο, που μάλλον τους έλεγε τι είχε ειπωθεί στο αμάξι. Φυσικά, δεν έδινα και πολύ σημασία, διότι πάλευα να συγκρατήσω τα δάκρυα μου.
<<Καλύτερες φίλες για πάντα!>>
Είχα χάσει δύο κολλητές μέσα στα χρόνια. Και τις δύο άδικα... Και κανείς ποτέ δεν μου είπε γιατί. Έτσι απλα, εξαφανίστηκαν. Η ζωή μου στέρησε κάθε φίλο που απέκτησα, δίχως να μου δώσει το θάρρος να κάνω καινούργιες παρέες.
Το φράγμα στα μάτια μου έσπασε και τα δάκρυα ξεχύθηκαν. Μικρές σταγόνες κύλησαν στην επιδερμίδα μου, η μία μετά την άλλη. Ένας έντονος πόνος εξαπλώθηκε στο στομάχι μου. Λες και διπλώθηκε στα δύο. Υπήρχαν τόσες πολλές λέξεις που ήθελα να ουρλιάξω, αλλά τις εμπόδιζε ένας κόμπος στον λαιμό. Κυριολεκτικά, ένιωσα να πνίγομαι. Μόνο μερικά επιφωνήματα κατάφερα να βγάλω από το στόμα μου.
<<Χρόνια πολλά! Έλα, σβήσε το!>>, είπε σε εύθυμο τόνο και εγώ υπάκουσα σιωπηλά, γιατί θα της χάλαγα την διάθεση και δεν ήθελα. <<Να σε χαιρόμαι, φίλη μου!>>.
Μέσα στην θολούρα που είχαν προκαλέσει τα δάκρυα μου, αυτή η εικόνες περάσαν μπροστά από τα μάτια μου. Στα γενέθλια μου πριν κάποιες εβδομάδες, όταν μου έκανε μία μικρή έκπληξη... Η οποία ήταν φυσικά και η τελευταία.
Η Μιράντα... Η Μιράντα που πάντοτε με πρόσεχε και με υποστήριζε, ανεξάρτητα από το αν είχα δίκιο ή άδικο. Και τώρα, γκρεμιζόταν ό,τι γνώριζα γι' αυτήν. Η φιλία μας ήταν ένα ψέμα...
Πρέπει να έκλαιγα για αρκετή ώρα, γιατί από το πουθενά, αισθάνθηκα δύο δυνατά και γνώριμα χέρια με έπιασαν από τους ώμους και με κράτησαν σφιχτά, σαν να μην ήμουν κάτι εύθραυστο. Λες και θα σε έσπαγα σε χίλια κομμάτια στο έδαφος, αν με άφηναν να πέσω.
Ο Ντράκο έσκυψε δίπλα μου. Δεν συνειδητοποίησα πόσο επιθυμούσα την σωματική επαφή, μέχρι που με έκλεισε στην αγκαλιά του και άρχισε να μου χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά. Ψιθύρισε στο αυτί μου ενθαρρυντικά λόγια, που βοήθησαν έστω και λίγο τους παλμούς μου να φτάσουν σε έναν φυσιολογικό ρυθμό. Τον πόνο αντικατέστησε μία γλυκιά αίσθηση, που με ζέστανε ολόκληρη, παρά το τσουχτερό κρύο εκείνη την ημέρα.
Δεν τρόμαξα, όταν το δέρμα του ακούμπησε πάνω στο δικό μου... Είχα ανάγκη να μου θυμίσει πως ήμουν ζωντανή. Παράλληλα όμως εκείνη την στιγμή, ευχόμουν απεγνωσμένα να μην ζούσα και όλο αυτό το χάος να άνηκε σε έναν απλό εφιάλτη. Χρειαζόμουν να ισχύει κάτι τέτοιο... Επειδή δεν μπορούσα να αντέξω αυτό το αβάσταχτο φορτίο. Εκεί που νόμιζα ότι έκανα βήματα μπροστά και είχα μία ελπίδα να γαληνέψω την ψυχή μου, η πραγματικότητα με χτυπούσε σαν κεραυνός και μου υπενθύμιζε πως δεν είχα δικαίωμα στην ευτυχία. Χτυπήματα που με έφερναν πιο κοντά στο παρελθόν και όχι στο μέλλον.
<<Όλα καλά... Ησύχασε...>>, ψιθύριζε ξανά και ξανά, όσο εγώ ξεσπούσα.
Με την άκρη του ματιού μου, είδα τις ανήσυχες εκφράσεις του Ματ και της Βάλερι. Έδειχναν να θέλουν να πουν κάτι. Παρόλα αυτά, παρέμεναν σιωπηλοί και μου έδιναν χρόνο να συνέλθω. Αντιθέτως, ο τρίτος μας παρατηρούσε όλους με ένα απαθές βλέμμα. Σαν μην τον ένοιαζε τίποτα από όσα συνέβαιναν γύρω του.
Πίεσα το κεφάλι μου στον στέρνο του Ντράκο... Το μόνο ασφαλές μέρος, στο οποίο μπορούσα να καταφύγω, ό,τι κι' αν γινόταν στο εξής.
Ποτέ μου δεν φαντάστηκα... Ότι θα ένιωθα ξανά τόσο κοντά σε κάποιον.
[...]
Αφότου ηρέμησα λίγο, συνεχίσαμε το ταξίδι μας. Ο επόμενος προορισμός μας ήταν το Ρότσεστερ, έξω από τα όρια της πολιτείας. Ένα ακόμα ξενοδοχείο... Και μπορεί να αναγκαζόμασταν να αφήσουμε να την Κεντρική Αμερική, αν οι περιστάσεις μας υποχρέωναν.
Πέρα από τα γεγονότα, υπήρχε και κάτι άλλο που με τρόμαζε πάρα πολύ. Μία πιθανότητα, την οποία πάλευα να αποδιώξω από τότε που ο Ντράκο μου ανακοίνωσε την επερχόμενη αναχώρηση μας...
Αναστέναξα και βολεύτηκα καλύτερα στην καρέκλα μου. Είχαμε κάνει στάση σε ένα μαγαζί, για να φάμε κάτι και να πάρουμε δυνάμεις. Ειδικά αυτοί που οδηγούσαν. Ο Ντράκο δεν το έδειχνε, αλλά είχε κουραστεί πάρα πολύ. Ένα καλό και δυναμωτικό γεύμα, του ήταν απαραίτητο.
Χάρηκα που δεν ανέφερε κάτι για το ξέσπασμα μου νωρίτερα. Δεν είχα καμία όρεξη να το συζητήσω.
Επέστρεψε στο τραπέζι μας, με τις παραγγελίες μας στα χέρια του. Λίγο πιο δίπλα, οι άλλοι κάθονταν σε ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο και έτρωγαν το μεσημεριανό τους, ανταλλάζοντας που και που κάποιες κουβέντες.
<<Ορίστε>>.
Ακούμπησε μπροστά μου το κουτί, το οποίο ήταν γεμάτο μέχρι πάνω με τηγανιτές πατάτες, σε διάφορα σχέδια Άρπαξα το μπουκάλι της κέτσαπ και έριξα πάνω τους όση περισσότερη κέτσαπ μπορούσα. Την λάτρευα από μικρό κορίτσι, σε όλα τα φαγητά. Οι δικοί μου δεν μπορούσαν να κατανοήσουν την εμμονή μου αυτό το συγκεκριμένο υλικό. Ήταν το πρώτο πράγμα που ζητούσα από τους γονείς μου να μου αγοράσουν, κάθε φορά που πηγαίναμε για ψώνια.
Ο Ντράκο ξεκίνησε να τρώει το σάντουιτς του, κοιτώντας με παραξενεμένος και με ανασηκωμένο το ένα φρύδι. <<Δεν έχω ξαναδεί άνθρωπο να καταβροχθίζει με τόση θέρμη τις πατάτες... Οι οποίες κολυμπάνε στην κέτσαπ>>, αστειεύτηκε και μου έδωσε μια χαρτοπετσέτα.
<<Τι να την κάνω;>>, τον ρώτησα.
Μειδίασε αμυδρά. <<Έχεις λίγο... Εδώ>>, είπε και σκούπισε λίγη κέτσαπ στην άκρη του στόματός μου.
Ο αντίχειρας του άγγιξε καταλάθος το κάτω χείλος μου και αυτή η κίνηση, έκανε την ραχοκοκαλιά μου να ριγήσει.
Οι ματιές μας συναντήθηκαν για κάποια δευτερόλεπτα και ο κόσμος γύρω μας, έπαψε να υπάρχει. Ένας ηλεκτρισμός μας διαπέρασε και τους δύο. Μπορούσα να ακούσω τους χτύπους της καρδιά μου, η οποία σφυροκοπούσε στο στήθος μου. Φοβόμουν πως ίσως πεταγόταν από λεπτό σε λεπτό έξω.
Θα μέναμε έτσι για αρκετή ώρα, αν το κουδουνάκι πάνω από την πόρτα του μαγαζιού δεν χτυπούσε, ειδοποιώντας για την άφιξη ενός νέου πελάτη.
Απομακρυνθήκαμε γρήγορα, ελπίζοντας να μην πρόσεξαν οι άλλοι τρεις αυτήν την προσωρινή, προσωπική μας στιγμή.
Συνεχίσαμε να απολαμβάνουμε το μεσημεριανό μας. Ευτυχώς, η σιωπή δεν ήταν άβολη για κανέναν μας. Ανταλλάξαμε βλέμματα που και που, χωρίς την ανάγκη να αποφεύγουμε την οπτική επαφή. Αυτή η καστανή απόχρωση, αύξησε τις πεταλούδες που πετάριζαν στο στομάχι μου.
Μάλλον η ησυχία μας κούρασε και τους δύο, γιατί αποφάσισε να την σπάσει. <<Είναι περίεργο το γεγονός ότι δεν γνωρίζω τίποτα για εσένα>>.
<<Τι εννοείς; Γνωρίσεις πολλά πράγματα για εμένα>>.
<<Μόνο σχετικά με την υπόθεση... Αλλά θα μου άρεσε να ξέρω και κάτι που δεν θα έλεγες ποτέ σε κανέναν>>.
Το αίμα στις φλέβες μου πάγωσε. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, σκέφτηκα ότι μπορεί να εννοεί κάτι διαφορετικό. Να ζητάει να μάθει κάτι παραπάνω, εκτός από βασικές πληροφορίες, όσον αφορά τα ενδιαφέροντα μου.
Πέρασα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου και απελευθέρωσα μία ανάσα, υπενθυμίζοντας στον εαυτό μου πως αποκλείεται να ίσχυε κάτι τέτοιο. Ο Ντράκο δεν ήξερε τίποτα για εκείνη την νύχτα. Δεν ήξερε τίποτα γενικά για το παρελθόν μου. Επομένως, ενδιαφερόταν για το παρόν και τίποτα άλλο.
<<Όπως θα έχεις ήδη διαπιστώσει, αγαπώ τα βιβλία. Είμαι λάτρης όλων των ειδών και ιδιαίτερα των βιβλίων φαντασίας>>.
Ένα χαμόγελο τρεμόπαιξε στα χείλη του. <<Κατάλαβα. Σου αρέσουν οι ήρωες με δυνάμεις, μαγικοί κόσμου που κινδυνεύουν να βυθιστούν στο σκοτάδι, αν το καλό δεν νικήσει. Πολύ... Εντυπωσιακό>>.
Ανασήκωσα τους ώμους μου. <<Είναι και αυτοί λόγοι, ναι... Αλλά κυρίως, πάντα πίστευα ότι αυτές οι ιστορίες, διαθέτουν κόκκους αλήθειας. Έτσι δεν γίνεται και στην πραγματική ζωή; Το καλό και το κακό πολεμούν. Μία μάχη για επικράτηση>>, είπα και διέκρινα μία παιχνιδιάρικη λάμψη στα μάτια του.
Του ξέφυγε ένα γελάκι. <<Μου θυμίζεις πολύ την αδερφή μου. Και εκείνη για κάποιον ανεξήγητο λόγο λατρεύει τους άντρες που ξέρουν να χειρίζονται ένα σπαθί ή να είναι έξοχοι καβαλάρηδες δράκων>>.
Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα από το σοκ. <<Έχεις αδερφή;>>
Άφησε κάτω το πιρούνι του και αναστέναξε. Φάνηκε πως δεν του άρεσε η απάντηση, όμως πλέον ήταν αργά για να την πάρει πίσω. <<Ναι. Είναι η μικρότερη. Έχω και έναν αδερφό, ο οποίος είναι μεγαλύτερος από αυτήν>>.
<<Άρα εσύ είσαι...>>. Έκανα μία μικρή παύση, για να επεξεργαστώ τα καινούργια δεδομένα. <<Το μεγάλο παιδί της οικογένειας;>>
Έγνεψε θετικά. <<Ναι... Και αυτό σήμαινε πολλά πράγματα. Ήμουν υπεύθυνος για τα αδέρφια μου. Τα πρόσεχα, όποτε έβγαιναν έξω οι δικοί μου. Αρκετές υποχρεώσεις έπεφταν στους δικούς μου ώμους...>>.
Σταμάτησε να μιλάει. Το βλέμμα του σκοτείνιασε και οι σκιές που πέρασαν από τα μάτια του, αντικατέστησαν όλες τις λέξεις που μπορεί να έλεγε. Αυτή η παύση, έκρυβε κάτι, το οποίο εγώ μπορούσα να το κατανοήσω.
Όσο κι' αν αγαπούσα τα αδέρφια μου, δεν ήταν πάντα εύκολο να συνεννοηθώ μαζί τους. Λογικό, εφόσον ήταν οχτώ χρόνια μικρότερα από εμένα. Οι γονείς μου βασίστηκαν πολλές φορές πάνω μου, προκειμένου να εκπληρώσουν κάποια υποχρέωση εκτός σπιτιού ή απλώς επιθυμούσαν να περάσουν λίγο χρόνο οι δυό τους. Με τα αδέρφια μου κάναμε πράγματα μαζί, όμως μαλώναμε κιόλας.
Ο Ντέιβιντ και η Χλόη ήταν τα πιο γλυκά παιδάκια που είχα γνωρίσει ποτέ μου. Ποτέ δεν μας ξεχώρισαν... Αλλά συνήθως, μου έδιναν την εντύπωση ότι περίμεναν από εμένα περισσότερα από όσα ήμουν σε θέση να προσφέρω. Άθελά τους βέβαια, μα δεν το καταλάβαιναν πάντα.
<<Είχα και εγώ αδέρφια>>, ξεστόμισα, χωρίς να το συνειδητοποιήσω και κάλυψα το στόμα μου.
Με κοίταξε συνοφρυωμένος και έσμιξε τα φρύδια του. <<Τι πράγμα;>>
Γαμώτο, αυτό δεν έπρεπε να μου ξεφύγει! Σίγουρα θα είχε απορίες για εμένα μετά από αυτό. Και δεν ήξερα τι ήταν χειρότερο. Αυτό που του αποκάλυψα άθελά μου... Ή το γεγονός ότι χρησιμοποίησα παρελθοντικό χρόνο;
Συνέχισε να με κοιτάει επίμονα, αλλά εγώ απέφυγα το βλέμμα του. Ζητούσε σιωπηλά εξηγήσεις, τις οποίες δεν ήμουν διατεθειμένη να του δώσω... Δεν μπορούσα να το κάνω. Ήδη ήταν πολύ επίπονο να θυμάμαι. Το να διηγηθώ όμως τι συνέβη... Θα έσκιζε την καρδιά μου στα δύο, πριν προλάβω να ξεστομίσω το οτιδήποτε.
Του ζήτησα βιαστικά συγγνώμη και έτρεξα στις τουαλέτες. Προσωρινά, δεν αρνιόμουν να κουβεντιάσω οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με το παρελθόν μου. Ήμουν βέβαιη πως όταν θα μέναμε μόνοι, θα με ανάγκαζε να μιλήσω. Μέχρι τότε, θα σκεφτόμουν κάποια ιστορία να του πω, για να ξεχαστεί το όλο θέμα.
Ευτυχώς, οι τουαλέτες ήταν άδειες. Είχα τον χώρο και το χρόνο να ηρεμήσω. Δεν θα με ενοχλούσε κανείς για λίγο.
Πήγα προς τους καθρέφτες. Κοίταξα τον εαυτό μου μέσα από το θεωρητικά καθαρό γυαλί... Όσο οι μέρες περνούσαν, η εξάντληση άφηνε τα σημάδια της επάνω μου. Τα μάγουλα μου ήταν ωχρά, τα μάτια μου στεφανωμένα και από τους μαύρους κύκλους και τα μαλλιά μου κατσιασμένα και θαμπά. Τα χείλη μου ξεραίνονταν όλο και περισσότερο, παρά το ότι έπινα νερό σε καθημερινή βάση, μετά από πιεσςις που δεχόμουν από τον Ντράκο. Με την ίδια θέρμη φυσικά, επέμεινε να καταναλώνω και μεγαλύτερες ποσότητες φαγητού, για να πάρω μερικά κιλά.
Πρέπει να είχε συμμαχήσει και με τους συνεργάτες του ως προς αυτό. Η Βάλερι ας πούμε, όπου κάναμε στάσεις για καφέ ή για να πάμε τουαλέτα, πάντα μου αγόραζε κάτι για να τσιμπήσω. Ή ο Ματ με κερνούσε χυμούς και με διαβεβαίωνε πως όταν τελείωνε αυτή η ιστορία, θα με άφηνε να τον κεράσω όσες φορες θέλω.
Ένιωθα άνετα μαζί τους, παρά το γεγονός ότι η σωματική επαφή δεν με έλκυε καθόλου. Η Βάλερι ήταν πολύ συμπονετική και υπομονετική μαζί μου και ο Ματ είχε τρομερή αίσθηση του χιούμορ. Πρώτη φορά κατάφερα να γελάσω χωρίς άγχος και για λίγο, ξέχασα τί συνέβαινε γύρω μας.
Από την άλλη, ο τρίτος αστυνομικός που μας συντρόφευε σε αυτό το ταξίδι, ήταν πιο απόμακρος. Δεν συμμετείχε στις συζητήσεις και διαρκώς έψαχνε κάτι στο κινητό του. Μόνο όταν κάποιος του απηύθυνε τον λόγο μιλούσε. Και τότε όμως, οι απαντήσεις του ήταν πολύ λακωνικές.
Η στάση του δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Ντράκο. Ό,τι υποψίες και να είχε πάντως, δεν τις έδειξε. Εγώ το κατάλαβα, γιατί έκανα ακριβώς τις ίδιες σκέψεις. Ωστόσο, δεν είπαμε κάτι. Μπορεί να ήταν και η ιδέα μας στην τελική. Η κούραση μπορεί να μας έκανε να βλέπουμε πράγματα που δεν υπήρχαν καν.
Πήρα μία βαθιά. Οπλίστηκα με θάρρος και ετοιμάστηκα να πάω πίσω και να αντιμετωπίσω τις απορημένες ματιές όλων τους.
Ξάφνικα, ένα χέρι τράβηξε πάλι πίσω. Με κόλλησε στα πλακάκια και ύστερα, πίεσε το σώμα του πάνω στο δικό μου δύναμη.
Ένιωσα τον φόβο να διατρέχει την ραχοκοκαλιά μου. Δάγκωσα με δύναμη το εσωτερικό του μαγούλο μου, μα ούτε η μεταλλική γεύση του αίματος του στη γλώσσα μου δεν κατάφερε να αποδιώξει τον τρόμο που με κατέκλυσε. Αντιθέτως, υποβοηθούσε στην αύξηση του. Ένταση κατέβαλε κάθε μόριο του κορμιού μου. Η καρδιά πήγαινε να σπάσει στο στήθος μου από τον συνδυασμό αδρεναλίνης και άγχους.
Ήθελα να ουρλιάξω, όμως το χέρι του με εμπόδισε. <<Θα κάτσεις ήσυχα, σαν καλό κορίτσι που είσαι... Αν δεν αντισταθείς, το τέλος σου θα είναι ανώδυνο>>, ψιθύρισε και έγλειψε το αυτί μου.
Άρχισα να ανασαίνω όλο και πιο γρήγορα και δάκρυα μαζεύτηκαν στα μάτια μου. Προσπάθησα να ελευθερωθώ από το κράτημα του, αλλά με ακινητοποίησε ξανά.
Οι μνήμες με πλημμύρισαν και αισθάνθηκα ένα φορτίο να φράζει και πάλι τους πνεύμονες μου.
<<Εσύ...>>, ώθηση. <<Θα την πληρώσεις...>>, ώθηση. <<Για όλα!>>. Μία πιο δυνατή ώθηση με έκανε να κραυγάσω από τον πόνο.
Τα χέρια του ταξίδεψαν κάτω από την μπλούζα μου και με χάιδεψε με έναν τρόπο τόσο χυδαίο, που μου ήρθε αναγούλα. Από στιγμή σε στιγμή, θα ξερνούσα όλες τις πατάτες που είχα φάει.
Όχι... Όχι, δεν θα το βίωνα ξανά αυτό... Όχι χωρίς μάχη!
Όσο τρομοκρατημένη κι' αν ήμουν, επικράτησε μέσα μου το ένστικτο της επιβίωσης.
Δάγκωσα το χέρι του και αυτός βόγγηξε από τον πόνο. Ούρλιαξα με όλη την δύναμη της φωνής μου, ξέροντας πως οι άλλοι θα με ακούσουν. Ο τύπους πίσω μου πρέπει να φοβήθηκε, γιατί το βάρος του με ένιωθα πια το βάρος του πάνω μου. Έγινε καπνός... Όσο για εμένα, κατέρρευσα στο πάτωμα.
Σε δευτερόλεπτα, ο Ντράκο και οι άλλοι εισέβαλαν μέσα, κρατώντας τα όπλα τους, έτοιμη να επιτεθούν. Οι εκφράσεις τους ωστόσο άλλαξαν, όταν με είδαν πεσμένη στο πάτωμα να χτυπιέμαι και να κλαίω, θέλοντας να αποβάλω έστω και λίγη από την σύγχυση. Έτρεμε ολόκληρο το σώμα μου και το στομάχι μου είχε δεθεί κόμπος.
Ο Ντράκο έκανε κίνηση να με πλησιάσει, αλλά εγώ απομακρύνθηκα. Το πληγωμένο βλέμμα του με τσάκισε, όμως ήμουν πολύ απασχολημένη με το κουβάρι μέσα στο κεφάλι μου, για να αισθανθώ τύψεις. Γνώριζα ότι με νοιαζόταν και ότι ήθελε να μου σταθεί... Αλλά πίστεψα πως αν με άγγιζε, θα με διέλυσε τελείως.
Οι λυγμοί σίγουρα έφταναν σίγουρα μέχρι έξω, όμως δεν με ένοιαζε.
Η Βάλερι πρέπει να διαισθάνθηκε τί προκάλεσε αυτήν την αλλαγή, γιατί προσπέρασε τον Ντράκο, έσκυψε προς το μέρος μου και τύλιξε τα χέρια της γύρω μου, αφήνοντας με να ξεσπάσω. Έκανε νόημα στους άντρες να βγουν έξω, ώστε να μείνουμε λίγο μόνες. Ο Ντράκο δίστασε, μα τελικά υπάκουσε. Και του ήμουν ευγνώμων γι' αυτό. Πιο μετά, που θα είχα ηρεμήσει, ίσως ήμουν λίγο πιο άνετα...
Για την ώρα, δεν επιθυμούσα κανέναν που ανήκε στο αντρικό φύλο κοντά μου.
Κάποιος πήγε να με βιάσει. Και μετά, θα με σκότωνε. Δεν χωρούσε καμία αμφιβολία. Και εγώ στάθηκα αδύνατη να με υπερασπιστώ για άλλη μία φορά. Ένας άντρας πήγε να με εκμεταλλευτεί ξανά. Να μου προξενήσει αβάσταχτο πόνο.
Εκεί που νόμιζα πως είχε κάνει κάποια πρόοδο, κάτι γινόταν και όλα καταστρέφονταν. Σαν ένα κάστρο από τραπουλόχαρτα που έχτιζα μέσα στα χρόνια, ώσπου κάποιος φυσούσε από το πουθενά και τα γκρέμιζε όλα... Και τότε, ξανά από την αρχή.
Δεν μπορούσα να αναπτύξω σχέση με κανέναν άνθρωπο τόσο καιρό, εξαιτίας των ανασφαλειών μου Εκεί που θεωρούσα ότι κάτι κατάφερνα, κάποιο περιστατικό έβαζε φωτιά και τα έκαιγε όλα. Και τότε, ήμουνα και πάλι δέσμια των φόβων μου. Και φυσικά... Οι εφιάλτες δεν θα έπαυαν ποτέ να είναι συνοδοιπόροι μου σε αυτόν τον επώδυνο δρόμο που με ανάγκασαν να διανύσω μία φορά και έναν καιρό.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top