Επίλογος
Μεριά συγγραφέα-αναγνώστη
10 χρόνια μετά...
<<Θα σας βρω όπου κι' αν είστε>>, είπε η Ίνγκριντ χαιρέκακα, περπατώντας στις μύτες των ποδιών της.
Τον ήχο των βημάτων της απορροφούσαν τα χαλιά, όπου κι' αν πατούσε μέσα στο σπίτι, επομένως δεν θα την καταλάβαιναν, αν και όταν πλησίαζε στην κρυψώνα τους.
Έλεγξε το σαλόνι, την κουζίνα και το χολ, όπως και το δωμάτιο παιχνιδιού, τον αγαπημένο χώρο των παιδιών της. Παραδόξως, κανένα από αυτά δεν κρυβόταν κάτω από το πλαστικό τραπεζάκι, ούτε είχε χωθεί στα μικρά βουναλάκια που δημιουργούσαν τα πολλά παιχνίδια.
Της ξέφυγε ένα γελάκι και αποφάσισε να ψάξει τον επάνω όροφο, εφόσον δεν είχε καμία τύχη στο ισόγειο. Έπιασε την κουπαστή και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά με προσοχή αδημονώντας να ανακαλύψει τις κρυψώνες τους. Άλλωστε, το κρυφτό ήταν ένα από τα αγαπημένα οικογενειακά παιχνίδια και δεν έχαναν ευκαιρία να συμμετέχουν όλοι, όταν δεν έλειπες κανείς από το σπίτι.
Βρέθηκε στην αρχή του διαδρόμου και άρχισε να τον διασχίζει, ψάχνοντας παράλληλα μεσα σε όλα τα δωμάτια στον διάβα της. Ακόμα και στα δύο μπάνια, που θεωρητικά δεν αποτελούσαν κατάλληλες κρυψώνες.
Για το τέλος, άφησε την κρεβατοκάμαρα εκείνης και του Ντράκο. Σε σχέση με τα υπόλοιπα δωμάτια, η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και αυτό ήταν αρκετό, ώστε να κινήσει τις υποψίες της.
Το μυαλό της σκαρφίστηκε ένα έξυπνο σχόλιο, όμως το απώθησε αμέσως. Δεν ήθελε να την καταλάβουν, οπότε καλύτερα να έμενε σιωπηλή. Έτσι, συνέχισε να προχωράει αργά και κάνοντας απόλυτη ησυχία.
Σταμάτησε απ' έξω και οι άκρες των χειλιών της ανασηκώθηκαν, σχηματίζοντας ένα μειδίαμα. Τα δάχτυλα της έσπρωξαν απαλά την πόρτα και ευτυχώς δεν έτριξε προσ
δίδοντας την θέση της. Μπήκε μέσα και με δυσκολία κατόρθωσε να μην γελάσει.
Έσκυψε και σήκωσε το πάπλωμα, έτοιμη να κοιτάξει κάτω από το κρεβάτι και να τους πιάσει στα πράσα. Δεν είδε όμως ούτε τον μεγαλόσωμο άντρα της, ούτε τα μικρά σώματά των κοριτσιών της.
Έσμιξε τα φρύδια της. Δεν μπορούσε να καταλάβει που είχαν κρυφτεί. Είχε ψάξει όλο το σπίτι, σπιθαμή προς σπιθαμή. Δεν είχε ξεχάσει να ελέγξει κανέναν χώρο... Πού στο καλό βρισκόταν η οικογένεια της;
Ένα σκοτεινό προαίσθημα φώλιασε μέσα της, το οποίο της έκαιγε τα σωθικά. Η καρδιά της χτυπούσε σε έναν ακανόνιστο ρυθμό και για μία στιγμή, νόμιζε ότι θα βγει έξω από το στήθος της. Λες και έτρεχε μαραθώνιο. Παρατήρησε τα πάντα γύρω της και ένιωσε το άγχος να καταλαμβάνει κάθε μόριο του κορμιού της. Δεν μπορούσε να συντονίσει τις χιλιάδες, τρομακτικές σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό της.
Κοίταξε τα δάχτυλα της. Έτρεμαν από τον φόβο. Όπως και το φιλοκάρδυ της, μήπως έχουν πάθει κάτι οι δικοί της. Οι άνθρωποι που λάτρευε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Η καρδιά και η ψυχή της δεν θα το άντεχαν αυτό. Εδώ και αρκετό καιρό, είχε καταφέρει να αφήσει πίσω της αυτές τις φοβίες ως έναν βαθμό... Δεν ήξερε αν θα τα κατάφερνε ξανά.
Ήταν τόσο χαμένη στις πιο μύχιες σκέψεις της, που δεν κατάλαβε ότι η ντουλάπα άνοιξε από το πουθενά και από μέσα βγήκαν ο Ντράκο, μαζί με τις δύο κόρες τους.
Η Ίνγκριντ απελευθέρωσε μία μικρή κραυγή, όταν έπεσαν πάνω της και την έριξαν στο κρεβάτι. Πριν καν προλάβει να συνειδητοποιήσει τί συνέβαινε, και οι τρεις της επιτέθηκαν, γαργαλώντας την. Οι κραυγές γρήγορα μετατράπηκαν σε δυνατά γέλια και η ατμόσφαιρα έγινε πιο ανάλαφρη.
Ευθύς όλες οι ανησυχίες της εξαφανίστηκαν και επέστρεψε στον παλιό, καλό της εαυτό. Εκείνον που είχε μάθει πλέον να διαχειρίζεται καλύτερα τα συναισθήματα του και να μην φοβάται να πάρει ρίσκα. Εκείνον που κοινωνικοποιούνταν με μεγαλύτερη ευκολία, σε σχέση με το παρελθόν.
Όλος της ο κόσμος, ήταν εκεί, και την έκανε να γελά με τον πιο όμορφο. Κανένα αρνητικό συναίσθημα δεν είχε πια θέση μέσα της. Μπορεί πού και πού να αισθανόταν λίγη θλίψη, μα είχε πάψει να αφήνει της ανασφάλειες να καθορίζουν την ζωή της.
Εξάλλου, όντας πλέον η ίδια μία ψυχολόγος, όφειλε να δίνει διαρκώς έναν συναισθηματικό αγώνα, προκειμένου να στηρίξει τα παιδιά που έδιναν τον δικό τους.
<<Όχι τη μαμά, κορίτσια!>>, φώναξε γελώντας και προσπάθησε να απομακρύνει τα χέρια τους από πάνω της, μάταια όμως.
<<Επίθεση στην μαμά, κόρες μου>>, είπε ο Ντράκο παιχνιδιάρικα και τσίμπησε τα μάγουλα της συζύγους του.
Το σώμα της Ίνγκριντ είχε αρχίσει να συσπάται από τα γέλια. <<Αγάπες μου, φτάνει!>>, φώναξε ξανά και επιτέλους, οι κόρες της και ο Ντράκο σταμάτησαν να την γαργαλάνε.
<<Μαμά, μαμά! Ο μπαμπάς μας βοήθησε να διαλέξουμε ρούχα για το τραπέζι σήμερα>>, της είπε με ενθουσιασμό η μικρότερη κόρη της, η Άννα και έπαιξε με τις δύο κοτσίδες της.
<<Αλήθεια, μικρές μου; Χαίρομαι πολύ. Το σημερινό τραπέζι είναι σημαντικό και θέλω να είστε όσο πιο ήρεμες μπορείτε. Εντάξει;>>
Η κατά έναν χρόνο μεγαλύτερη από την Άννα κόρη της, η Έλσα, ένευσε καταφατικά. <<Μην ανησυχείς μαμά. Θα είμαστε καλά κορίτσια... Να δοκιμάσουμε τα φορέματα και να σου τα δείξουμε;>>, ρώτησε την μαμά της και μαζί με την αδερφή της, κοίταξαν επίμονα την μητέρα της, περιμένοντας μία απάντηση. Ήθελαν πολύ την άποψη της.
<<Και το ρωτάτε αγάπες μου; Άντε, πηγαίνετε. Εμείς εδώ θα είμαστε>>.
Οι μικρές έτρεξαν έξω από το υπνοδωμάτιο των γονιών τους και μπήκαν κατευθείαν στα δικά τους, για να αλλάξουν.
Η Ίνγκριντ, μόνη πια με τον πολυαγαπημένο της σύζυγο, γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του και άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει. <<Ώστε τις βοήθησες, ε;>>, τον ρώτησε και του χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο.
Της το ανταπέδωσε σε κλάσματα δευτερολέπτου. Σήκωσε το χέρι του και έπιασε μία τούφα από τα καστανά μαλλιά της, τυλίγοντας την γύρω από τον δείκτη του. Έπαιξε λίγο μαζί της και ύστερα, την τοποθέτησε πίσω από το αυτί της. Χαίδεψε το μάγουλο της γυναίκας του με τον αντίχειρα του και έσκυψε προς το μέρος της, φιλώντας την απαλά και με απόλυτη τρυφερότητα.
Η Ίνγκριντ χώρισε τα χείλη της και άφησε την γλώσσα του να τα προσπεράσει, ώστε να αγγίξει την δική της. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα ξανά, αλλά για εντελώς διαφορετικό λόγο. Καλωσόρισε αυτήν την οικεία έξαψη και συνέχισε να φιλάει τον αγαπημένο της σαν να μην υπάρχει αύριο.
Κάποτε φοβόταν και μόνο στην σκέψη να αναλάβει κάποια πρωτοβουλία. Όταν ξεκίνησαν να είναι μαζί, ήταν πολύ προσεκτική -και διστακτική σε ό,τι αφορούσε την σχέση τους. Αγχωνόταν για κάθε κίνηση που έκανε και έτρεμε μήπως πει κάτι άλλο και τον διώξει μακριά της. Τον πρώτο καιρό, περπατούσε πάνω σε τεντωμένο σκηνή, θεωρώντας πως η αγάπη τους ήταν πολύ εύθραυστη... Μέχρι που ο Ντράκο την έπεισε ότι θα την αγαπούσε, χωρίς να ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο, πέρα από εκείνη.
Στον διάβα του χρόνου λοιπόν, είχε γίνει μία γυναίκα που αποδεχόταν τις επιθυμίες του κορμιού της και της εξέφραζε, όποτε της δινόταν η ευκαιρία. Άλλωστε, λάτρευαν ο ένας τον άλλον και δεν ξεχνούσαν ποτέ ότι εκτός από γονείς, ήταν και σύζυγοι.
Τα χείλη τους χωρίστηκαν, αλλά η απόσταση ανάμεσα τους παρέμεινε πολύ μικρή.
<<Πάντα θα είμαι εκεί γι' αυτές... Εξάλλου, δεν μπορώ να τους αντισταθω. Είναι πιστά αντίγραφα σου>>, της είπε και εκείνη γέλασε.
<<Μου το χρωστούσαν. Εννιά μήνες τις κουβαλούσα στην κοιλιά μου>>, τον πείραξε και αγκάλιασε τον λαιμό του.
Τα χείλη του τρεμόπαιξαν σε ένα χαμόγελο, καθώς τα χέρια του έπιασαν την κοιλιά της. Δεν είχε φουσκώσει ακόμα, αλλά ήδη ένιωθε την χαρά του να φουντώνει. <<Μπορεί να μου μοιάζει ο γιός μας>>.
<<Τόσο σίγουρος ότι θα είναι πάλι αγόρι;>>
<<Αν προστεθεί άλλη μία γυναίκα στην οικογένεια, δεν ξέρω ποιά θα είναι η αντίδραση μου>>, της είπε για πλάκα και χαχάνισε, βλέποντας το απορρημένο βλέμμα της.
<<Α, σου είμαστε βάρος δηλαδή τρεις γυναίκες;>>, τον ρώτησε, δήθεν θυμωμένη.
Του ξέφυγε ένα γελάκι, όταν είδε αυτός το ύφος και ακούμπησε για ένα δευτερόλεπτο το κάτω χείλος της. <<Το καλύτερο βάρος που έχω σηκώσει ποτέ μου. Δεν θα μπορούσα να ζητήσω για τίποτα περισσότερο ή λιγότερο... Όλα είναι ακριβώς όπως τα θέλω>>, της απάντησε και την φίλησε ξανά. Δεν ήταν τόσο μεγάλη η διάρκεια αυτού, αλλά ήταν εξίσου όμορφο και έκανε τις πεταλούδες να πεταρίσουν πιο έντονα.
Άκουσαν βήματα να πλησιάζουν ξανά και γρήγορα διέκοψαν την τρυφερή στιγμή τους, περιμένοντας τις κόρες τους να εμφανιστούν. Αντάλλαξαν βέβαια ένα πονηρό βλέμμα πριν γίνει αυτό.
Σκόπευαν αργότερα να συνεχίσουν. Το βράδυ, που τα κορίτσια τους θα είχαν αποκοιμηθεί. Για καλή τους τύχη, το σπίτι που είχαν διαλέξει πριν πέντε χρόνια να αγοράσουν, είχε καλή ηχομόνωση και η απόσταση μεταξύ των δωματίων, ήταν αρκετή, για να αισθάνονται πιο ασφαλής στις ιδιαίτερες στιγμές τους.
<<Πώς είμαστε;>>, ρώτησε η Άννα και έκανε και οι δύο μία στροφή.
Η Ίνγκριντ δεν μπόρεσε να κρύψει την συγκίνηση της, βλέποντας τις κόρες της τόσο περιποιημένες και χαρούμενες. Δεν την ενδιέφερε τόσο η εμφάνιση τους στην πραγματικότητα. Καθόλου βασικά. Πιο πολύ αγχωνόταν μήπως νιώσουν άβολα και στο τέλος, δεν αποδεχτούν την νέα κατάσταση.
<<Είστε κούκλες, αγάπες μου>>, τους είπε η Ίνγκριντ και άνοιξε διάπλατα τα χέρια της, για να τις αγκαλιάσει.
Οι μικρές κούρνιασαν στην αγκαλιά, χαχανίζοντας. Δύο πράγματα λάτρευαν πιο πολύ: τα παιχνίδια τους και τις αγκαλιές των γονιών τους.
Ο Ντράκο έσκυψε και τύλιξε τα χέρια τους γύρω από τις γυναίκες της ζωής του, νιώθοντας πια ολοκληρωμένος.
Ήταν πεπεισμένος κάποτε ότι ποτέ δεν θα αποκτούσε ξανά οικογένεια. Ούτε ότι θα ξεχείλιζε με τόση αγάπη η καρδιά του, κάθε φορά που θα βρισκόταν μαζί με τον έρωτα της ζωής του και τα παιδιά του. Ποτέ δεν φανταζόταν ότι αισθανόταν ξανά τόσο ευτυχισμένος. Η ζωή του είχε δώσει μία δεύτερη ευκαιρία και ήταν πολύ χαρούμενος που είχε τότε το μυαλό, ώστε να την αξιοποιήσει.
[...]
Η Ίνγκριντ κούμπωσε και το τελευταίο κουμπί από το πουκάμισο της. Ύψωσε το κεφάλι της και περιεργάστηκε την αντανάκλαση της στον καθρέφτη, για με επιβεβαιωθεί πως η εμφάνισή της ήταν εντάξει.
Είχε αποφασίσει να ντυθεί απλά, αλλά και ταυτόχρονα καλά, για την περίσταση. Ήθελε να είναι περιποιημένη, για όταν θα την έβλεπε ξανά. Τόσο καιρό σε εκείνο το μέρος, είχε μάθει να ζει ήρεμα. Η Ίνγκριντ λοιπόν θεώρησε ότι μία ουδέτερη εμφάνιση, δεν θα την αναστάτωνε. Άλλωστε, έχοντας διαβάσει πολλά πράγματα όσον αφορά τις ψυχικές διαταραχές, το μυαλό του ανθρώπου έπαιζε πάντα περίεργα παιχνίδια, όσο κι' αν είχε παρέμβει η επιστήμη.
Παράλληλα, ήθελε να δημιουργήσει και μία ατμόσφαιρα οικειότητας. Να της δείξει πως τίποτα δεν είχε αλλάξει όλον αυτόν καιρό και πως θα την καλωσόριζε με στοργή και αγάπη.
Επομένως, είχε αρκεστεί στο να φορέσει ένα λευκό πουκάμισο, ένα τζιν που άνοιγε ελάχιστα από το γόνατο και κάτω, και ένα ζευγάρι που μπαλαρίνες που της είχε κάνει δώρο η Βάλερι τα περασμένα της γενέθλια... Αν δεν είχε και εκείνη να την στηρίζει, δεν είχε ιδέα τι θα έκανε.
Πέρασε το χέρι της πάνω από το μέτωπο της, παρασέρνοντας και μερικές σταγόνες ιδρώτα. Ούτε μου είχε συνειδητοποιήσει την ύπαρξη τους εκεί. Τόσο χαμένη στον κόσμο της ήταν πια, όλη μέρα;
<<Αγάπη μου; Είσαι καλά;>>, άκουσε την φωνή του συζύγου της και κάνοντας μία πλήρη στροφή, στάθηκε απέναντί του.
Η απόσταση ανάμεσα τους ήταν πολύ μικρή. Τόσο μικρή, που μπορούσε να αισθανθεί κάπως την ανάσα του στο πρόσωπο της. Και αυτό ήταν αρκετό ως έναν βαθμό, για να την ηρεμήσει. Η επίγνωση ότι είχε κοντά της τον άνθρωπο της, ήταν πολύ σημαντική για την ψυχολογία της.
Έβαλε τα χέρια της στο στήθος του και απελευθέρωσε μία ανάσα, κοιτώντας τον κατάματα. <<Ναι. Όχι. Βασικά... Δεν ξέρω. Από την μία, έχω πάρα πολύ άγχος. Δέκα χρόνια τώρα περίμενα αυτήν την στιγμή να έρθει και τώρα που επιτέλους έφτασε, φοβάμαι ότι στο τέλος δεν θα καταφέρω να το διαχειριστώ όπως πρέπει. Και από την άλλη... Το μόνο που επιθυμώ είναι να την κρατήσω στην αγκαλιά μου. Όσο τίποτα άλλο. Να της προσφέρω μία ζωή, γεμάτη μονάχα όμορφες στιγμές. Να νιώσει την αληθινή αγάπη, που δεν πήρε κάποτε. Αν όμως το κάνω λάθος;>>, τον ρώτησε, χωρίς να μπορεί να κρύψει την αγωνία της.
Ο Ντράκο, αντί να επηρεαστεί, απλώς έκλεισε το πρόσωπο της στις παλάμες του και τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της, κάνοντας την να σωπάσει για λίγα δευτερόλεπτα. Όταν χωρίστηκαν, δεν πήρε τα χέρια του από πάνω της. <<Είσαι ο πιο δυνατός άνθρωπος που έχω γνωρίσει αγάπη μου. Παρά τα δικά σου προβλήματα, διαρκώς κουβαλάς στις πλάτες σου και τα θέματα πολλών άλλων ανθρώπων, βοηθώντας τους να βρουν τον δρόμο τους. Ξέρεις πόσο σοβαρό είναι αυτό; Είναι ένα έργο που λίγοι θα είχαν την δύναμη να κάνουν... Είσαι έξυπνη, συμπονετική και θες να κάνεις πάντα το σωστό, ό,τι κι' αν σημαίνει αυτό. Δεν εγκαταλείπεις ποτέ όσους σε έχουν ανάγκη... Δεν θα το κάνεις ούτε και τώρα. Γιατί είσαι υπέροχη, αγάπη μου>>.
Δάκρυα συσσωρεύτηκαν στα μάτια της Ίνγκριντ. Ήταν αδύνατον να μην φανεί η συγκίνηση που ένιωθε. Όλο το πρόσωπο της είχε κοκκινίσει και στο στήθος εξαπλώθηκε ένα ζεστό συναίσθημα. Τα γόνατα της θα την είχαν προδώσει πολύ ώρα τώρα, αν εκείνος δεν της κρατούσε ήδη γερά από τους ώμους, για να μην πέσει.
Παρόλο που είχε αυτοπεποίθηση και αγαπούσε τον εαυτό της πολύ περισσότερο σε σχέση με το παρελθόν, πάντα τέτοια λόγια έκαναν τον εσωτερικό της κόσμο να λιώνει από ευτυχία.
<<Ξέρεις πάντα τί να πεις για να με εμψυχώσεις, έτσι δεν είναι;>>, τον ρώτησε σιγανά και μύτη της ακούμπησε ελάχιστα την δική του.
Χάιδεψε τα μάγουλα της. <<Μόνο επειδή σε αγαπώ τόσο πολύ και θέλω να σε βλέπω χαρούμενη. Εσύ, τα κορίτσια μας και το παιδί που κουβαλάς στην κοιλιά τώρα, είστε όλη μου η ζωή... Ο λόγος της ύπαρξής μου. Θα κάνω τα πάντα, αρκεί να είστε καλά>>.
Αν και είχε εξελίξει την ικανότητα της αυτοσυγκράτηση της μέσα στα χρόνια και είχε μάθει να ασκεί έλεγχο στα συναισθήματα της, δεν κατάφερε να συγκρατήσει το ένα δάκρυ που ξέφυγε και κύλησε στο μάγουλο της.
Ακόμα και μετά από τόσο καιρό, ένα κομμάτι της αδυνατούσε να πιστέψει ότι είχε βρει έναν τόσο υπέροχο σύζυγο και μαζί, είχαν δημιουργήσει μία τόσο υπέροχη οικογένεια. Ήταν μαζί με έναν άντρα που την υποστήριζε σε κάθε της βήμα και να την αγαπούσε ανιδιοτελώς. Την εμπιστευόταν τυφλά και μοιράζονταν τα πάντα μεταξύ τους.
Και να ήθελαν να κρύψουν κάτι ένας από τον άλλον, αυτό ήταν αδύνατον. Ότι δεν ειπωνόταν από τα στόματα τους, το αποκάλυπταν τα μάτια τους. Οι εκφράσεις τους φανέρωναν κάθε συναίσθημα. Και πολλές φορές, κατέληγαν να συζητάνε ολόκληρα βράδια για αυτά που τους απασχολούσαν, στην αγκαλιά του άλλου. Αυτό ήταν και το θεμέλιο στην σχέση τους. Έτσι λειτουργούσαν.
<<Είσαι τέλειος, το ξέρεις;>>
Γέλασε. <<Τέλειος δεν ξέρω αν είμαι. Όμως σίγουρα προσπαθώ να ζούμε την καλύτερη ζωή>>, της είπε, αφήνοντας ένα φιλί στα μαλλιά της.
Ξεφύσηξε και σκούπισε τα μάτια της. <<Πρέπει να φύγω. Πέρασε η ώρα. Δεν θέλω να περιμένει πολύ ώρα... Ούτε και εγώ>>.
Ο Ντράκο κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. <<Καλά λες. Πήγαινε... Και μην ανησυχείς για εδώ. Θα τα τακτοποιήσουμε όλα τα κορίτσια και εγώ>>.
Αντάλλαξαν ένα ακόμη φιλί, προτού η Ίνγκριντ φορέσει το μπουφάν της, περάσει την τσάντα της στον ώμο και βγει από το σπίτι, έτοιμη να κάνει αυτό που περίμενε εδώ και δέκα χρόνια, για να κάνει.
Έφτασε στο αμάξι. Έκατσε στην θέση του οδηγού και προτού το βάλει μπροστά, επιασς σφιχτά το τιμόνι. Οι αρθρώσεις των δαχτύλων της άσπρισαν.
Τόση νευρικότητα δεν ένιωθε ούτε την μέρα του γάμου της... Κι' όμως, έπρεπε να την κάνει στην άκρη. Σημασία είχε η επερχόμενη συνάντηση και τίποτα άλλο.
<<Ας το κάνουμε>>, μονολόγησε και έβαλε το κλειδί στην μίζα.
[...]
Πάρκαρε σε μία από τις κενές θέσεις που παρέχονταν στους επισκέπτες. Βγήκε έξω με αργές κινήσεις και κλείδωσε το όχημα. Ύστερα γύρισε από την άλλη και άρχισε να περπατάει προς την κατεύθυνση του κέντρου αποκατάστασης.
Αυτά τα δέκα χρόνια, η αδερφή της Ίνγκριντ βρισκόταν σε κλινική και πάλευε με τους δικούς της δαίμονες. Φαρμακευτικές αγωγές, δικαστήρια για τους φόνους που είχε διαπράξει, συνεδρίες με ειδικούς... Μόλις δύο χρόνια τώρα είχε καταφέρει κάπως να ηρεμήσει και έτσι, την μετέφεραν σε ένα άλλο κτίριο της μονάδας, όπου κυρίως μιλούσε με γιατρούς και λάμβανε πιο ήπιες θεραπείες.
Κάθε φορά που την επισκεπτόταν η Ίνγκριντ, έβλεπε κάποια πρόοδο, από ένα σημείο και μετά. Στην αρχή, όταν της επέτρεψαν να την βλέπει μετά από αρκετό καιρό, η αντιδράσεις της αδερφής της ποίκιλαν και πού και πού, αισθανόταν ότι αν δεν ήταν κάποιος υπεύθυνος εκεί για να τους προσέχει, θα την είχε σκοτώσει. Όχι η ίδια, αλλά ο άλλος εαυτός της. Αυτός που έχανε τον έλεγχο, χωρίς να το καταλάβει ναι μπορούσε να βλάψει κάποιον οποιαδήποτε στιγμή.
Ωστόσο, ποτέ δεν έπαψε να την αγαπά και να ελπίζει για το καλύτερο. Γιατί ήταν βέβαιη ότι η αδερφή της θα κατόρθωνε να βγει νικήτρια από αυτόν τον πόλεμο. Τουλάχιστον, ως έναν βαθμό.
Σκεπτόμενη όλα αυτά, δεν πήρε χαμπάρι ποτέ ήταν ακριβώς έξω από την είσοδο. Οριακά δεν χτύπησε το πρόσωπο της πάνω στο τζάμι. Τότε, εκείνο σύρθηκε προς τα δεξιά και αμέσως την χτύπησε ένα κύμα ζέστης, το οποίο κρατούσε το κρύο του Φλεβάρη. Γρήγορα μπήκε μέσα αμέσως χαλάρωσε.
Πριν καν προλάβει να παρατηρήσει τον χώρο, η υπεύθυνη της συγκεκριμένης μονάδας την πλησίασε με γοργό βήμα και ένα χαμόγελο αποτυπωμένο στο πρόσωπο της. Είχε τα μαλλιά της πιασμένα σε μια αλογοουρά και φορούσε την λευκή της ρόμπα, έτοιμη να κάνει οτιδήποτε χρειαστεί για τους ασθενείς της.
<<Κυρία Κουνσέν! Τί ευχάριστη έκπληξη είναι αυτή. Χαίρομαι πολύ που σας βλέπω εδώ. Ήρθατε να πάρετε την αδερφή σας;>>
Η Ίνγκριντ ανταπέδωσε το χαμόγελο. <<Ναι... Σήμερα είναι η μέρα, σωστά; Θέλω να πω, δεν μπερδεύτηκα>>.
<<Όχι όχι, μην ανησυχείτε. Είστε στην ώρα σας. Το μόνο που πρέπει να κάνετε τώρα, είναι να με ακολουθήσετε στον κήπο. Εκεί βρίσκεται με τα πράγματα της και σας περιμένει>>.
Η Ίνγκριντ δάγκωσε νευρικά το κάτω χείλος της και έσφιξα τα λουριά της τσάντας της. <<Εγώ πρέπει να κάνω κάτι; Εννοώ, χρειάζεστε κάτι από την μεριά μου;>>
<<Απολύτως τίποτα. Όλα είναι εντάξει. Απλώς σας περιμένει... Για την ακριβεία, από τότε που της ανακοινώσαμε το εξιτήριο της και ότι είναι έτοιμη να ξαναβγεί στον έξω κόσμο, το μόνο που λέει είναι το όνομα σας. Μέρα νύχτα. Ό,τι και να κάνουμε, όποια δραστηριότητα κι' αν έχουμε στο πρόγραμμα... Μόνο εσάς έχει στον νου της. Θέλει πολύ να σας δει>>.
Η Ίνγκριντ κατέπνιξε το συναίσθημα που ανέβηκε στον λαιμό της και βημάτισε πίσω από την γιατρό, αποφασισμένη να κρατήσει την ψυχραιμία της... Όσο δυνατόν μπορούσε να είναι αυτό τέλος πάντων.
Διέσχισαν μερικούς διαδρόμους και μέσα από τις ανοιχτές πόρτες, η Ίνγκριντ είχε την ευκαιρία να δει τους άλλους ασθενείς για κάποια δευτερόλεπτα. Ο καθένας είχε την δική του ιστορία, πριν βρεθεί μέσα σε αυτά τα τείχη, αλλά όλοι είχαν και κάτι κοινό... Έδιναν ένα αγώνα καθημερινό μέσα τους, κάτι που σε κάποιον ξένο δεν φαινόταν. Αυτός θα έβλεπε απλώς έναν άνθρωπο, ο οποίος θα κοιτούσε με απλανές βλέμμα τον τοίχο απέναντι του.
Η Ίνγκριντ είχε μάθει πια καλά ότι τα πράγματα δεν ήταν ποτέ όπως φαίνονταν... Και υπερασπιζόταν με θέρμη αυτήν την άποψη, μέσω της δουλειάς που έκανε με τα παιδιά, αλλά και με τις οικογένειες τους.
Έστρεψε ξανά την προσοχή της στην διαδρομή μπροστά. Τελικά, βγήκαν έξω. Ο κήπος καταλάμβανε μία τεράστια έκταση και παντού ήταν διασκορπισμένοι οι νοσοκόμοι, μαζί με μερικούς άλλους ασθενείς, οι οποίοι έκαναν βόλτα σε έναν χώρο, που αποτελούσε μία πανέμορφη μικρογραφία της φύσης, μέσα στο χρώμα και την ζωντάνια.
Μάλλον αυτό βοηθούσε για την διατήρηση της ψυχικής ηρεμίας των ανθρώπων.
<<Εδώ είμαστε, κυρία Κουνσέν. Η αδερφή σας κάθεται εκεί>>, άκουσε την γιατρό να λέει και επανήλθε στην πραγματικότητα.
Το βλέμμα της ακολούθησε την κατεύθυνση που της έδειχνε το χέρι της γιατρού, προς ένα παγκάκι, δίπλα σε κάτι θάμνους.
Και τότε την είδε. Η μικρή της αδερφή καθόταν με τα πόδια σταυρωμένα πάνω στο παγκάκι και διάβαζε ένα βιβλίο. Τα καστανά μαλλιά της έπεφταν μπροστά, οπότε δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο της.
Η Ίνγκριντ αμέσως ένιωσε την παρόρμηση να τρέξει προς τα εκεί και να την κλείσει στην αγκαλιά και να της υποσχεθεί ότι δεν θα τους χώριζε κανείς και τίποτα ποτέ ξανά. Ωστόσο, αντιστάθηκε σε αυτήν την έντονη επιθυμία και έκανε ένα βήμα, περιμένοντας μπροστά να ετοιμαστεί ψυχολογικά.
Νόμιζε πως το είχε καταφέρει εδώ και δύο μήνες που είχε μάθει για το εξιτήριο της αδερφής της. Η στιγμή όμως είχε φτάσει και δεν ήταν σίγουρη ποιός ήταν ο καλύτερος τρόπος, για να το διαχειριστεί.
<<Μην αγχώνεστε. Δεν θα σας κάνει κακό. Είναι πολύ καλά τώρα>>.
Ήθελε να της απαντήσει ότι δεν ήταν αυτό που την άγχωνε. Δεν το έκανε. Μπορεί να εκτιμούσε την συγκεκριμένη επαγγελματία να της ήταν ευγνώμων, όμως δεν αφορούσε κανέναν άλλον πια το συγκεκριμένο ζήτημα. Η κατάσταση είχε περάσει στα χέρια της πια.
Δίχως να ρωτήσει κάτι άλλο, άρχισε να περπατά προς τα εκεί, με την καρδιά της να σφυροκοπά στο στήθος της.
<<Θα είμαστε μαζί για πάντα... Έτσι δεν είναι;>>
<<Εννοείται, φυστικάκι>>.
Πήρε μία βαθιά ανάσα, καθώς αυτά τα λόγια επαιαζαν στο μυαλό της ξανά και ξανά.
Μην κλάψεις... Όχι τώρα... Υπενθύμισε στον εαυτό της και όρθωσε το ανάστημα της.
Ήταν πια μόλις λίγα μέτρα μακριά της. Η τσάντα έπεσε από τα χέρια της, με τον ήχο να τραβά την προσοχή λίγων που βρίσκονταν κοντά... Ανάμεσα σε αυτούς και η αδερφή της.
Η πλέον 28 ετών κοπέλα ύψωσε το κεφάλι της και οι ματιές τους διασταυρώθηκαν... Και ήταν σαν να σταμάτησε ο χρόνος.
Η Ίνγκριντ δεν μπόρεσε να κρύψει το σοκ της. Ήταν βέβαια ευχάριστο, διότι πραγματικά η αδερφή της είχε αλλάξει και η εμφάνιση ήταν η πρώτη απόδειξη.
Πέρα από τα μακριά μαλλιά της, είχε πάρει κάποια κιλά και το δέρμα δεν κολλούσε πια πάνω στα οστά της. Οι μαύροι κύκλου κάτω από τα μάτια είχαν εξαφανιστεί. Τα μάγουλα της είχαν πάρει ένα ροδαλό, κόκκινο χρώμα. Στα ματάκια της υπήρχε μία απέραντη γαλήνη.
Η κοπέλα, βλέποντας ξανά την αδερφή της, δεν άντεξε άλλο. Πετάχτηκε όρθια και έπεσε στην αγκαλιά της.
Στο διάολο η αυτό κυριαρχία, σκέφτηκε η Ίνγκριντ.
Οι δύο αδερφές ξέσπασαν σε έντονο κλάμα. Τα δάκρυα ξεχύθηκαν από τα μάτια τους, σαν ορμητικός χείμαρρος που επιτέλους είχε κατορθώσει να σπάσει αυτό το φράγμα που τον εμπόδιζε τόσο καιρό να ζήσει ελεύθερα και να τραβήξει τον δρόμο του.
Η Ίνγκριντ αδυνατούσε να σταματήσει... Και δεν ήθελε κιόλας. Μετά από τόσα χρόνια και τόσα που είχαν περάσει, αισθανόταν ολοκληρωμένη. Είχε ξαναβρεί ένα μέλος της οικογένειας, για πάντα. Και δε σκόπευε να το χάσει πάλι.
Η κοπέλα φώλιασε στην αγκαλιά της. Το κορμί της έτρεμε από τους λυγμούς και το συνονθύλευμα συναισθημάτων που την είχε κατακλύσει. Υπήρχαν τόσα πολλά που ήθελε να πει, όμως οι λέξεις δεν έβγαιναν εύκολα από το στόμα της. Παρόλο που είχε μάθει να εκφράζεται, ήταν λες και είχε ξεχάσει την ικανότητα να ομιλεί, καθώς την κοιτούσε κατάματα. Μόνο κάποια σκόρπια φωνήεντα της ξέφυγαν.
<<Δεν χρειάζεται να πεις κάτι. Μην πιέζεσαι. Όλα καλά, αδερφή μου... Εγώ είμαι εδώ>>, της είπε τρυφερά και ένωσε τα μέτωπα τους.
<<Εγώ... Σ... Συγγνώμη...>>, είπε αδύναμα η αδερφή της, μη έχοντας την παραμικρή ιδέα για το πώς έπρεπε να συμπεριφερθεί.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top