Βαμμένη με αίμα

Πλευρά συγγραφέα-αναγνώστη

Φεβρουάριος 2016...

Ήταν ένα ζεστό και ταυτόχρονα δροσερό βράδυ, πράγμα ασυνήθιστο για αρχές της άνοιξης, ειδικά για μια χώρα σαν τον Καναδά. Ο καταύμαρος ουρανός σκέπαζε την όμορφη πόλη του Τορόντο, την πρωτεύουσα αυτού του υπέροχου τόπου. Ήταν χτισμένη στην βόρεια όχθη της λίμνης Οντάριο. Ήταν το κεντρικό σημείο του «Χρυσού Πετάλου», της πιο πυκνοκατοικημένης περιοχής του Καναδά η οποία εκτείνεται από την Όσουα ανατολικά έως τους καταρράκτες του Νιαγάρα δυτικά.

Η αχτίδες της σελήνης, πρόσφεραν το φως τους, ενώ προσπαθούσαν παράλληλα να καταλάβουν τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, διεισδώντας ανάμεσα τους. Τίποτα δεν μπορούσε να εμποδίσει τους κατοίκους από να διασκεδάσουν και να χαρούν για ακόμα μια φορά το γεγονός ότι ο σκληρός χειμώνας είχε περάσει πια. Το χιόνι είχε αρχίσει λιώσει από παντού, ενώ όλα τα άνθη αποκτούσαν ξανά ζωή, κάτι που πρόσφερε αγαλλίαση στις ψυχές πολλών. Το δροσερό αεράκι δημιουργούσε ένα άψογο κλίμα για όσους ήθελαν να περάσουν καλά.

Με άλλα λόγια, αυτή ήταν η κατάλληλη νύχτα... Για να γιορτάσει ένα κορίτσι την ενηλικίωση της μαζί με όλους τους ανθρώπους της.

Ήταν μέρα χαράς για την οικογένεια Κουνσέν. Η ατμόσφαιρα ήταν εύθυμη για όλους, καθώς όλα τα μέλη της οικογένειας και φίλοι είχαν βάλει τα δυνατά τους, προκειμένου αυτά τα γενέθλια να τα θυμάται η δεκαοχτάχρονη κοπέλα για πάντα. Το σπίτι είχε στολιστεί με πολλές γιρλάντες σε διάφορα, έντονα χρώματα και τα πατώματα ήταν γεμάτα με μπαλόνια. Πάνω από την είσοδο της μονοκατοικία, κρεμόταν μια κορδέλα, που πάνω της αναγράφονταν οι λέξεις 'Χαρούμενα Γενέθλια' και στα εφτά χρώματα του ουράνιου τόξου, για να ξέρουν όλοι οι καλεσμένοι που θα πήγαιναν.

Πάνω στο τραπέζι του μεγάλου σαλονιού, βρισκόταν το φαγητό, τα ποτά και αναψυκτικά, όλα έτοιμα για απόλαυση. Άλλωστε, η κυρία Κουνσέν δεν μαγείρευε συχνά αυτού του είδους νοστιμιές. Το έκανε μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και η σημερινή, ήταν μια από αυτές.

Επιπλέον, για πρώτη φορά, δεν ένοιαζε κανέναν η καθαριότητα του σπιτιού. Παντού διασκορπησμένα πατατάκια, ποπ κορν και χάρτινα ποτηράκια. Αντιθέτως, κλοτσούσαν ότι υπήρχε, λόγω της έντασης και του ενθουσιασμού που επικρατούσε. Η ακαταστασία δεν θα απασχολούσε κανέναν μέχρι το επόμενο πρωΐ.

Αν και τα σπίτια σε αυτήν την περιοχή είχαν απόσταση μεταξύ τους, η οικογένεια είχε βάλει ένα σημείωμα στην πόρτα της εισόδου, για να ενημερώσει τους γείτονες πως για αρκετές ώρες, θα έκαναν αρκετή φασαρία. Και ευτυχώς μέχρι τώρα, κανένας δεν είχε παραπονεθεί, ούτε είχε καλέσει την αστυνομία... Όλα είχαν πάει όπως τα σχεδίαζαν.

<<Έλα δυνάμωσε λίγο την μουσική!>>, φώναξε δυνατά η κοκκινομάλλα, η οποία χόρευε ξέφρενα δίπλα στην Ίνγκριντ.

<<Θα κουφαθούμε ρε Τάνια!>>, απάντησε στον ίδιο τόνο η καστανομάλλα εορτάζουσα, όμως μάλλον τα λόγια της είχαν πέσει στο κενό, αφού είδε την φίλη της να κατευθύνεται προς τα ηχεία και να ανεβάζει την ένταση. Ανασήκωσε τους ώμους της ηττημένη και συνέχισε να κουνάει το κορμί της στον ρυθμό της μουσικής.

Είχε καλέσει λίγα άτομα φέτος. Τους πιο κοντινούς της ανθρώπους. Ήταν πολύ σημαντικό για εκείνη τα γενέθλια κάθε χρονιάς να μένουν στην μνήμη της. Το είχε πετύχει, με το να κάνει διαφορετικά πράγματα κάθε χρονιά. Φέτος, επέλεξε να είναι μόνο οι συγγενείς της και οι δύο κολλητοί της φίλοι στο πάρτι. Χάρηκε που μπόρεσαν όλοι να έρθουν όλοι. Γνώριζε πως οι περισσότεροι συγγενείς της ζούσαν στην Αμερική και λόγω της απόστασης, μπορεί να μην τα κατάφερναν.

Ξαφνικά, η K-pop σταμάτησε να ακούγεται μέσα στο δωμάτιο και οι τρεις -πλέον- ενήλικες, γύρισαν ταυτόχρονα προς τα ηχεία, αντικρίζοντας ένα κορίτσι και ένα αγόρι, τα οποία είχαν πέσει στο πάτωμα και διπλωμένα στα δύο, γελούσαν.

<<Χλόη! Ντέιβιντ! Φύγετε μακριά από την μουσική του πάρτι!>>, τους μάλωσε η Ίνγκριντ με απόλυτη σοβαρότητα στον τόνο της και τα γέλια τους σταμάτησαν μονομιάς.

<<Μα θέλουμε και εμείς να κάτσουμε μαζί σας>>, είπαν ταυτόχρονα και με παράπονο, ενώ τα δάκρυα είχαν συσσωρευτεί στα ματάκια τους.

Η Ίνγκριντ ήξερε πως δεν μπορούσε να παραμείνει θυμωμένη μαζί τους για περισσότερο από... Δέκα δευτερόλεπτα. Τα δίδυμα αδερφάκια της ήταν άτακτα, μα και αγγελούδια συγχρόνως. Τα αγαπούσε πάρα πολύ. Από όταν έμαθε πως θα αποκτήσει αδερφάκι, πέταξε από την χαρά της. Ένιωσε ακόμα πιο ενθουσιασμένη όμως, όταν της ανακοίνωσαν πως είναι δίδυμα.

Έμοιαζαν πάρα πολύ μεταξύ τους. Αν δεν ήταν αγόρι και κορίτσι, σίγουρα κάποιος θα μπερδευόταν. Η μόνη τους διαφορά ήταν, πως ο Ντέιβιντ ήταν δέκα λεπτά μεγαλύτερος από την Χλόη. Στα υπόλοιπα όμως, ταίριαζαν απόλυτα. Καστανά μαλλιά, πράσινα μάτια σαν αυτό της φύσης, τα οποία τα είχαν κληρονομήσει από την γιαγιά τους που ζούσε στη Νέα Υόρκη, μικρά, λεπτά χείλη και χαριτωμένες μύτες.

Η ίδια δεν είχε τίποτα από όλα αυτά κοινό, πέρα από τα μακριά καστανά μαλλιά της που έφταναν μέχρι την μέση. Τα μάτια της ήταν επίσης σκούρα καστανά και μεγάλα, όμορφα χείλη.

Τους πλησίασε και τους αγκάλιασε σφιχτά, χαϊδεύοντας απαλά τις πλάτες τους με τα χέρια της. Ανταπέδωσαν με ευχαρίστηση, αφού λάτρευαν όσο κανέναν άλλον την μεγάλη τους αδερφή. Ήταν κάτι σαν προστάτιδα γι' αυτούς. Τους φρόντιζε με κάθε τρόπο, όταν οι γονείς τους έλειπαν σε κάποιο επαγγελματικό ταξίδι ή απλώς είχαν βγει για να περάσουν χρόνο σαν ζευγάρι. Παρά την διαφορά ηλικίας ανάμεσα τους, ήταν μία ευχάριστη παρέα ο ένας για τον άλλον. Οι γονείς τους τους αποκαλούσαν "Οι τρεις σωματοφύλακες".

<<Λοιπόν, τι θα λέγατε να διαλέξετε εσείς ένα παιχνίδι, για να κάτσουμε εδώ και οι πέντε;>>, πρότεινε η Ίνγκριντ, έχοντας πρώτα ρωτήσει με το βλέμμα της τους δύο κολλητούς της. Αυτοί συμφώνησαν με ένα νεύμα.

<<Ναι ναι ναι!>> απάντησαν μαζί και τότε η φωνή της μητέρας τους ακούστηκε από τον διάδρομο, η οποία φώναζε την Ίνγκριντ.

Η Ίνγκριντ αποχώρησε από το σαλόνι και είδε την μητέρα να την περιμένει στην αρχή του διαδρόμου, κοιτώντας την με ένα πλατύ χαμόγελο αποτυπωμένο στο πρόσωπο της.

Μόλις είδε πως η κόρη της έφτασε μπροστά της, την αγκάλιασε σφιχτά και την φίλησε τρυφερά στα μαλλιά.

Είχαν μια αληθινή και ουσιαστική σχέση μητέρας-κόρη. Με κάθε σημασία της, αγαπημένες από πάντα. Υπήρχε βαθιά εμπιστοσύνη ανάμεσα τους. Η Ίνγκριντ ήξερε ότι μπορούσε να πει τα πάντα στην μητέρα της, χωρίς τον φόβο της επίκρισης. Τα προβλήματα τους, τα έλυναν με τον διάλογο. Σπάνια μάλωναν και ο λόγος πρέπει να ήταν πολύ σοβαρός. Η μητέρα της, η Ανίλντα, ήταν για αυτήν ο άνθρωπος της. Το άτομο στο οποίο μπορούσε να βασιστεί, ό,τι κι αν συνέβαινε.

Της έκανε νόημα να την ακολουθήσει πιο βαθιά στο σπίτι, προσπερνώντας τους πράσινους τοίχους του διαδρόμου, οι οποίοι ήταν στολισμένοι με κάδρα οικογενειακών φωτογραφιών, οι οποίες απεικόνιζαν ταξίδια και στιγμές που διάφορες χρονικές περιόδους.

Η Ίνγκριντ καμάρωνε γι' αυτήν την οικογένεια. Παρά τους καυγάδες, όσο ελάχιστοι κι' αν ήταν, δεν θα την άλλαζε ποτέ και για κανέναν λόγο.

Μπήκαν στο υπνοδωμάτιο των γονιών της και η Ίνγκριντ έγυρε την πόρτα προς τα πίσω, ώστε να μην τους ενοχλήσει κανείς. Έκατσε δίπλα στην μητέρα της στο κρεβάτι, περιμένοντας με ανυπομονησία να της εξηγήσει για ποιόν λόγο της ζήτησε να την ακολουθήσει.

<<Σήμερα κόρη μου, κλείνεις τα δέκατα όγδοα γενέθλια σου. Είσαι και επίσημα μέρος του κόσμου των ενηλίκων. Θέλω να ξέρεις... Πως εγώ και ο πατέρας σου σε αγαπάμε πάρα πολύ. Εσύ και τα αδέρφια σου, είστε όλη μας η ζωή. Σας μεγαλώνουμε, για να ζήσετε τα όνειρα σας και να πετάξετε μια μέρα προς το άγνωστο. Θα είμαστε πάντα εκεί για εσάς>>. Η Ίνγκριντ με δυσκολία συγκρατούσε τα δάκρυα συγκίνησης από τα μάτια της.

Παραξενεύτηκε βέβαια λίγο από την στάση της μητέρας. Ήταν πάντα μέσα στα μέλια, όμως όχι τόσο ξαφνικά. Πάντα ήταν συναισθηματική και άρπαζε την ευκαιρία να της πει γλυκόλογα, όμως τώρα αισθανόταν πως ήταν διαφορετικά... Από την άλλη, ίσως και να ήταν και η ιδέα της. Κάθε μάνα, όταν ενηλικιώνεται το παιδί της, θεωρεί ότι η ζωή του παιδιού της αλλάζει. Πιστεύει ότι η σχέση της μαζί του επηρεάζεται και μπορεί να το χάσει. Η Ίνγκριντ όμως δεν θα επέτρεπε ποτέ να συμβεί αυτό. Η μητέρα της ήταν ένας ειλικρινής άνθρωπος και δεν έκρυβε τα συναισθήματα της. Μάλλον έφταιγε η ημέρα λοιπόν.

<<Μαμά μου, είσαι καλά; Μου φαίνεσαι λίγο... Ταραγμένη. Συνέβη κάτι;>>

<<Όχι μωρό μου. Απλώς... Μεγαλώνεις. Και είσαι καλά. Όπως και τα αδέρφια σου. Μπορεί να σου φαίνεται περίεργη η αντίδραση μου, αλλά όταν γίνεις και εσύ μαμά, θα καταλάβεις... Όπως και να έχει, δεν σε έφερα εδώ γι' αυτό. Θέλω να σου δώσω κάτι>>, της απάντησε και ύστερα τέντωσε το χέρι της, για να πάρει ένα παλιό σεντούκι πάνω από το κομοδίνο της.

Ήταν πολύ παλιό και η εμφάνιση του, το έκανε ακόμα πιο ξεκάθαρο. Μια παλιά σιδερένια κλειδαριά ήταν ενσωματωμένη πάνω του. Το στόλιζαν σκαλίσματα, τα οποία αν τα έβλεπε καλά η Ίνγκριντ, ήταν λουλούδια. Τα μωβ και πράσινα χρώματα είχαν ξεθωριάσει με την πάροδο του χρόνου αλλά το αντικείμενο αυτό παρέμενε εντυπωσιακό. Φαινόταν να είναι πολλών ετών. Ήθελε σίγουρα να μάθει περισσότερα.

Η Ανίλντα έλυσε το λεπτό σχοινί που είχε περασμένο στον λαιμό της και η Ίνγκριντ πρόσεξε πως κρεμασμένο σε αυτό, ήταν ένα μικρό κλειδί. Δεν το είχε ξαναδεί ποτέ στην ζωή της. Ούτε πάνω στην μητέρα της, ούτε μέσα στο δωμάτιο, ούτε οπουδήποτε αλλού μέσα στο σπίτι. Είχε σχεδόν το ίδιο μέγεθος με την κλειδαριά του σεντουκιού.

Η Ανίλντα πέρασε το κλειδί μέσα από την τρύπα και το γυρίσει δύο φορές, ώσπου ακούστηκε το χαρακτηριστικό κλικ. Το καπάκι άνοιξε, αποκαλύπτωντας τα μυστικά που έκρυβε μέσα του αυτό το τόσο παλιό αντικείμενο.

Η Ίνγκριντ αντίκρισε δύο κοσμήματα. Ένα χρυσό βραχιόλι, από το οποίο κρεμόταν μια μπάλα με πολύ μικρά διαμαντάκια πάνω της και ένα επίσης χρυσό κολιέ.

Αυτό που της τράβηξε περισσότερο την προσοχή, ήταν η λαμπερή αυτή αλυσίδα, διακοσμούσε μια μικρή καρδιά, στην οποία ήταν χαραγμένη το γράμμα κάπα. Από δίπλα, ένα μικρό τριαντάφυλλο της έκανε παρέα, μια και τα λουλούδια είναι γνωστό πως γίνονται οι καλύτεροι σύντροφοι για τις καρδιές. Ειδικά για αυτές που έχουν πληγωθεί. Στο κέντρο του, φώτιζε ένα μικρό στρασάκι.

Η Ίνγκριντ είχε μαγευτεί πολύ από αυτό το κόσμημα. Ήταν εκθαμβωτικό. Θα πήγαινε με πολλούς συνδυασμούς ρούχων. Μπορούσε ήδη να φανταστεί τον εαυτό της να το φοράει. Δεν ήθελε να το παινευτεί, αλλά ήξερε πως θα την ταίριαζε απόλυτα. Και το μικρό βραχιολάκι, θα έδενε μια χαρά στον παιδικό καρπό της αδερφούλας της.

Τα δύο αυτά κοσμήματα πήγαιναν μαζί, όπως και οι δύο αδερφές. Αχώριστες και έτοιμες να ζήσουν την κάθε περιπέτεια..

<<Αυτά τα δύο, τα έκανε δώρο η μητέρα μου σε εμένα και την αδερφή μου. Αφότου πέθανε... Το πήρα εγώ να το φυλάω, μέχρι την στιγμή που θα τα δώσω σε εσένα και την Χλόη. Ήμουν δεκαοχτώ, όπως εσύ και η θεία σου δέκα, ακριβώς σαν την Χλόη μας, όταν τα πήραμε. Τώρα... Θέλω εσύ να πάρεις το κολιέ και να δώσουμε μαζί το βραχιόλι στην αδερφή σου. Αυτό είναι το πιο σημαντικό δώρο που θα σου κάνω δώρο για τα γενέθλια σου ποτέ. Σε αγαπώ, φως της ζωής μου>>.

Πήρε την αλυσίδα στα χέρια της και την πέρασε στο λαιμό της κόρης της, κουμπώνοντας το καλά, για να μην χαθεί ποτέ καταλάθος ή κάποιος το τραβήξει επίτηδες. Η Ίνγκριντ άφησε τα μαλλιά -τα οποία είχε τραβήξει για να διευκολύνει την μητέρα της- να πέσουν ξανά πίσω και θαύμαζε το νέο της κόσμημα, με τα μάτια της να έχουν βουρκώσει και πάλι. Στράφηκε ξανά προς το μέρος της και χώθηκε στην αγκαλιά της, αφήνοντας έναν λυγμό να ξεφύγει από το στόμα της.

Έμειναν έτσι και μερικά λεπτά, απολαμβάνοντας τα, προτού επιστρέψουν στο πάρτι. Είχαν πολλές υποχρεώσεις εκείνη την περίοδο και λόγω αυτού, δεν είχαν καταφέρει να περάσουν πολύ χρόνο οι δυό τους. Σκόπευαν να επανορθώσουν σύντομα γι' αυτό.

Σηκώθηκαν όρθιες και βγήκαν από το δωμάτιο, κρατώντας η μια το χέρι της άλλης. Διέσχισαν μαζί ξανά το διάδρομο, ενώ τον ήχος από τα βήματα τους απορροφούσε το χάλι.

Πέρασαν κάτω από το δοκάρι της εισόδου, σταματώντας στο σαλόνι, όμως δεν είδαν κανέναν εκεί. Η μουσική είχε σταματήσει και ο χώρος ήταν ακριβώς όπως τον άφησε η Ίνγκριντ πριν από λίγο. Οι φίλοι και τα αδέρφια της είχαν εξαφανιστεί.

<<Που είναι όλοι; Είναι η ώρα για την τούρτα σου>>, είπε η Ανίλντα και πριν προλάβει να απαντήσει η νεαρή καστανομάλλα, φωνές τους έκαναν να γυρίσουν απότομα από την άλλη.

Η οικογένεια της και οι φίλοι άρχισαν να της τραγουδάνε σε εύθυμο τόνο το τραγούδι των γενεθλίων, με την φωνή της γλυκιάς της αδερφής να ξεχωρίζει. Ήταν σχεδόν αγγελική. Σε μάγευε από το πρώτο λεπτό και δεν ήθελες να τελειώσει ποτέ.

"Θα μπορούσα να την ακούω για ώρες"

Σκέφτηκε η Ίνγκριντ και χαμογέλασε. Μόλις σταμάτησαν, η Χλόη έτρεξε προς την αδερφή της, η οποία την σήκωσε και την έκανε μερικούς κύκλους στον αέρα, με αποτέλεσμα η μικρή να γελάσει δυνατά, παρακινώντας και τους υπόλοιπους να το κάνουν.

Η Ίνγκριντ, αφού την άφησε ξανά κάτω, έσκυψε στο ύψος της, έκανε νόημα στην μητέρα τους να πλησιάσει. Πήρε το βραχιόλι από το χέρι της και χωρίς να πει κάτι στην Χλόη, στερέωσε το χεράκι της απαλά πάνω στο γόνατο της και τύλιξε το αλυσιδάκι γύρω από τον καρπό της, κουμπώνοντας μέχρι το σημείο που δεν θα πίεζε το δέρμα της.

<<Είναι πολύ όμορφο. Το λατρεύω! Πήρα και εγώ δώρο!>>, φώναξε η Χλόη και αγκάλιασε την Ίνγκριντ, τρίβοντας το κεφαλάκι της στον ώμο της.

Την χαλάρωνε πολύ αυτό, για έναν λόγο που η Ίνγκριντ ποτέ δεν κατάλαβε. Όμως δεν την πείραζε. Ήθελε η αδερφή της να είναι καλά. Αγαπούσε και τα δύο αδέρφια της όσο κανέναν άλλον στον κόσμο και η αγάπη αυτή ήταν ακλόνητη. Ωστόσο, ο δεσμός που είχε με την Χλόη, ήταν ιδιαίτερος και άσπαστος. Μοιράζονταν τα μυστικά τους, αντάλλασαν απόψεις και στήριζαν η μία την άλλη. Και αυτό θα συνεχιζόταν για όλη την υπόλοιπη ζωή τους.

<<Για πάντα μαζί;>>, την ρώτησε ναζιάρικα.

<<Για πάντα. Πάντα θα σε προστατεύω. Το υπόσχομαι>>, ανταποκρίθηκε και αντάλλαξαν ροζ υπόσχεση με τα μικρά τους δαχτυλάκια.

<<Κολλητούλα, δεν έρχεσαι να σβήσεις την τούρτα; Θα μου βγουν τα χέρια>>, αστειεύτηκε η Τάνια, η καλύτερη φίλη της Ίνγκριντ.

Η εορτάζουσα στάθηκε στα πόδια της και πλησίασε την φίλη της, ώστε να σβήσει τα κεράκια ένα και οχτώ. Θα έτρωγαν μετά όλοι από ένα κομμάτι. Έτσι, θα έκλεινε αυτή η γιορτή που διοργάνωσαν για χάρη της. Άλλωστε, και η ίδια ένιωθε την κούραση να έχει καταλάβει το κορμί της και η ιδέα του άνετου κρεβατιού της, έχοντας κουκουλωθεί με τα σεντόνια, φαινόταν τόσο υπεροχη.

<<Να σε χαιρόμαστε φίλη μου. Στα επόμενα γενέθλια σου, θα πάμε εκείνο το διήμερο στο Οντάριο>>, της το ανακοίνωσε έτσι απλά, όντας σίγουρη πως μετά από μια συζήτηση, θα την έπειθε στο τέλος.

Ήταν μαζί από το νηπιαγωγείο. Ίδιο θρανίο, ίδια όνειρα, άπειρα καλοκαίρια στο εξοχικό της άλλης, κοινά ενδιαφέροντα, στην ίδια παρέα. Παντού και πάντα μαζί. Σαφώς και είχαν τσακωθεί πολλές φορές, σε μικρότερη ηλικία, για χαζοπράγματα, τα οποία δεν στάθηκαν ικανά να τις χωρίσουν. Και πλησίαζε η μέρα, που θα έφευγαν από το Τορόντο και θα πήγαιναν να σπουδάσουν μαζί και αργότερα, στο πολύ μέλλον, να παντρεύψουν η μια την άλλη. Όλα ήταν κανονισμένα. Ήξεραν ακριβώς τι ήθελαν από την ζωή του και κανένας. Δεν θα έμπαινε εμπόδιο σε αυτό.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και φύσηξε δυνατά, κάνοντας τις μικροσκοπικές φλογίτσες να χορέψουν για μερικά δευτερόλεπτα, μέχρι να σταματήσουν να εξαφανιστούν εντελώς.

Ξαφνικά... Τα φώτα έσβησαν. Οι πάντες πανικοβλήθηκαν και οι ψίθυροι μετατράπηκαν σε φωνές και κλάματα. Τα μικρότερα παιδιά ούρλιαζαν από τον φόβο τους, καθώς άκουσαν τους πρώτους πυροβολισμούς, οι οποίοι πέρασαν μέσα από τα μεγάλα παράθυρα, κάνοντας τα θρύψαλα. Κανείς δεν κατάλαβε τι συνέβη. Ούτε γιατί, ούτε ποιός έφταιγε. Όλα έγιναν μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων.

Ο εφιάλτης που ακολούθησε μετά... Χαράχτηκε μια για πάντα στην μνήμη της Ίνγκριντ. Δεν θα ξεχνούσε τίποτα από εκείνη την νύχτα. Ούτε αυτά που υπέστη, χωρίς την θέληση της, μα ούτε και αυτά... Που είδε να χάνονται μπροστά στα μάτια της. Που της προκάλεσαν πόνο και εγγυήθηκαν εφιάλτες για όλη την υπόλοιπη ζωή της.

Το φως, που άλλοτε έδινε ελπίδα και χαρά στην οικογένεια Κουνσέν, τώρα τρεμόπαιζε. Σταδιακά έσβηνε, αφήνοντας το σκοτάδι να κυριαρχήσει. Τίποτα δεν μπορούσε πια να το κρατήσει ανοιχτό. Όλα είχαν χαθεί. Η γιορτή στον παράδεισο, κατέληξε τελικά ένα πάρτι διαβόλων στην κόλαση.

Τώρα πια, κάθε ανάμνηση... Θα ήταν βαμμένη με αίμα.






















Καλωσορίσατε!

Αυτό, ήταν το πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας μας.

Θα βάλω τα δυνατά μου για να βγει ωραία και για να σας τραβήξει το ενδιαφέρον, μέχρι το τέλος.

Επέστρεψα με αυτό το αστυνομικό και ερωτικό μυθιστόρημα, για να φτάσω την αγωνία σας στα άκρα😈

Δεν θα πω κάτι άλλο.

Θα αφήσω εσάς να πείτε τα πάντα😉

Μέχρι το επόμενο...

Peace❤️💛✌️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top