Έκρηξη

Ingrid's POV

Ξύπνησα απότομα, νιώθοντας έναν οξύ πόνο στο σώμα μου. Εξαιτίας του ιδρώτα, τα ρούχα μου είχαν κολλήσει πάνω στο δέρμα μου και αυτό με ενοχλούσε πολύ. Αλλά ήμουν βέβαιη πως αυτό ήταν το λιγότερο από τα προβλήματα μου.

Μου ξέφυγε ένα αδύναμο ουρλιαχτό, στην προσπάθεια να ανακαθίσω στο κρεβάτι. Δεν γινόταν να μην προσέξω τις γάζες που με αγκάλιαζαν από το στήθος και κάτω. Όμως μόνο σε ένα σημείο το αίμα σχημάτιζε μία σχεδόν στρογγυλή, κόκκινη κηλίδα. Πώς τραυματίστηκα έτσι;

Το μάτι μου έπεσε σε ένα σημείωμα πάνω στο κομοδίνο. Το πήρα στα χέρια μου. Δεν αναγνώρισα το γραφικό χαρακτήρα, μέχρι που είδα ότι υπέγραφε ο Ματ.

"Είμαστε στο δωμάτιο δίπλα. Αν χρειαστείς βοήθεια για να αλλάξεις τις γάζες, φώναξε μας. Αλλιώς, ετοιμάσου με την ησυχία σου και έλα από εδώ μετά. Πρέπει να συζητήσουμε για κάτι σημαντικό."

Ξαφνικά, οι μνήμες επέστρεψαν και ο πόνος μετουσιώθηκε σε κάτι πολύ πιο βαθύ και έφερε αμέσως δάκρυα στα μάτια μου, αλλά τα έδιωξα. Ο Ματ μου είπε ότι πρέπει να μιλήσουμε και το να κλάψω δεν ήταν στα άμεσα σχέδια μου, όσο κι' αν το επιθυμούσα.

Πήγα κατευθείαν στο μπάνιο, όσο επίπονη κι' αν ήταν η μικρή διαδρομή έως εκεί. Έριξα λίγο νερό στα γυμνά σημεία του κορμιού μου, αφού οι γάζες απαγόρευαν κανονικό μπάνιο. Έπλυνα και το πρόσωπο μου, με την ελπίδα να συνέλθω... Άδικος κόπος. Όσο επέμενα να απομονώνω αυτές τις σκέψεις από το μυαλό μου, τόσο περισσότερο αυτές με βασάνιζαν και στοίχειωναν τα όνειρά μου. Και δυστυχώς, πλέον και τις ώρες που ήμουν ξύπνια. Δεν μπορούσα να ξεφύγω με κανέναν τρόπο από το παρελθόν μου, όσο κι' αν το είχα προσπαθήσει τόσα χρόνια.

Συνειδητοποίησα ότι είχα μείνει στο μπάνιο αρκετή. Είχαν μουλιάσει τα δάχτυλα μου. Όμως το νερό, η απόγνωση και τα μπερδεμένα συναισθήματα με τις αναμνήσεις, συνωμοτούσαν, ώστε να χάσω οποιαδήποτε αίσθηση χρόνου και τόπου. Δεν θυμόμουν καν κάθε λεπτομέρεια από όσα συνέβησαν στο πατρικό μου. Ήμουν μόνο σίγουρη ότι έγιναν κάποια πολύ βασικά πράγματα.

Έκλεισα την βρύση. Άρπαξα μία πετσέτα που ήταν κρεμασμένη σε ενα γαντζάκι στον τοίχο και αφού σκούπισα τα σημεία στα οποία έφτανα, βγηκα από το μπάνιο του ξενοδοχείου, με το άγχος ότι έπρεπε να αντιμετωπίσω την σκληρή πραγματικότητα.

Δεν άντεχα άλλο να ζω έτσι. Δεν μπορούσα. Και μόνο ένας τρόπος υπήρχε στο μυαλό μου για να γλιτώσω.

Ωστόσο, δεν θα τον ακολουθούσα. Πρώτον, γιατί οι γονείς μου δεν θα το ήθελαν αυτό. Δεν θα με άφηναν ποτέ να διαπράξω κάτι τέτοιο, όσο απελπισμένγ κι' αν ήμουν. Με αγαπούσαν πολύ, για να με χάσουν. Και κανένας γονιός που αγαπά το παιδί του, δεν θέλει να το χάσει. Μπορεί να μην ήταν πια στην ζωή μου, αλλά δεν έπαυαν να είναι δίπλα μου. Δεν επρόκειτο να τους απογοητεύσω.

Και δεύτερον... Υπήρχε έναν αναπάντητο ερωτηματικό, που με είχε προβληματίσει πάρα πολύ. Και για κάποιον περίεργο λόγο, ένιωθα πως μου έδινε ένα κίνητρο, ώστε να μην τα παρατήσω. Δεν θα το έκανα, αν δεν έβρισκα την απάντηση. Το μυαλό μου, μου υπενθύμισε ότι δεν έπρεπε να λυγίζω κάθε φορά. Πόσο μάλλον τώρα.

Άγγιξα το κολιέ μου και ένα συναίσθημα ανέβηκε στον λαιμό μου... Δεν μπορεί να ήταν δυνατόν. Δεν μπορεί να ίσχυε κάτι τέτοιο. Κι' όμως, κανείς και τίποτα δεν μου το έβγαζε από το μυαλό. Και εκείνη η λάμψη που είδα, ήταν τόσο χαρακτηριστική, που δεν αρκούσε καμία αμφιβολία, ώστε να διαλύσει τις υποψίες μου. Αντίθετα, ήμουν πολύ κοντά στο να επιβεβαιωθώ.

Λίγη σκέψη για να καταλάβω το πώς χρειαζόταν μόνο... Τότε, θα έλυνα αυτό το αίνιγμα, σωστά;

Ανακάλυψα μερικές γάζες στο τραπέζι κοντά στο παράθυρο. Τις άνοιξα και ύστερα, έκατσα στο κρεβάτι. Με πολύ αργές κινήσεις, άρχισα να αφαιρώ τις προηγούμενες από πάνω μου. Δύσκολο μεν, αναγκαίο δε. Άλλωστε, δεν είχα και πολλές επιλογές.

Άρπαξα τις καινούργιες γάζες και καθώς της ξετύλιξα, δεν μπόρεσα να μην παρατηρήσω την ουλή ή τα ράμματα στο ένα πλευρό. Κούνησα αόριστα και αυτόματα το χέρι μου από την ανατριχίλα που μου προκαλούσε αυτό το θέαμα. Ειδικά επειδή ήταν ακόμα νωπό. Λες και τα νεύρα μου ενεργοποίηθηκαν για λίγα δευτερόλεπτα από μόνα τους. Ήταν μεγαλύτερη και αυτή που είχα στον μηρό μου. Μου προξενούσε την χειρότερη αίσθηση και δημιουργούσε ένα βάρος στο στήθος μου, ενθυμούμενη το πώς αποκτήθηκε.

Αναστέναξα, καθώς τα χέρια μου έκαναν μηχανικά την δουλειά τους. Όταν τελείωσα και καλύφθηκε εντελώς το τραύμα, σηκώθηκα όρθια και φόρεσα ένα κοντομάνικο, μαζί με ένα χοντρό φούτερ. Το κρύο έκανε τις τρίχες στο δέρμα μου να ανασηκωθούν και ευχόμουν να είχα κάτι επιπλέον να ρίξω πάνω μου.

Πηγαίνοντας προς την πόρτα, παρατήρησα κάτι παράξενο στο δωμάτιο. Ήταν τόσο άδειο. Και δεν εννοούσα από άποψη αντικειμένων. Η ατμόσφαιρα ήταν διαφορετική και... Μοναχική. Σαν να έλειπε κάτι σημαντικό και συνειδητοποίησα πως αυτό με τρόμαζε. Αυτή η διαίσθηση δεν θα έφευγε σύντομα και αυτό που έλειπε, ίσως να μην γύριζε ξανά, για να μου προσφέρει ασφάλεια και σιγουριά.

Κούνησα το κεφάλι μου. Αυτές ήταν απλώς χαζές σκέψεις, τίποτα το ιδιαίτερο. Δεν είχα κανέναν λόγο να ανησυχώ, σωστά;

Με ελάχιστες δρασκελιές, βρέθηκα έξω από το δωμάτιο που μου είπε ο Ματ. Χτύπησα απαλά την πόρτα και πριν προλάβω να ανοιγοκλείσω τα βλέφαρά μου, αυτή άνοιξε και εμφανίστηκε μπροστά μου η Βάλερι, με ένα χαμόγελο αποτυπωμένο στο πρόσωπο της, το οποίο έρχονταν σε αντίθεση με την ανήσυχη έκφραση της.

<<Ίνγκριντ μου, πώς είσαι; Όλα καλά; Πονάς κάπου; Πέρνα μέσα να κάτσεις, δεν κάνει να στέκεσαι όρθια στην κατάσταση σου>>, μου είπε τρυφερά και μου άφησε χώρο, για να περάσω.

Μπήκα μέσα και είδα μόνο τον Ματ να περιμένω. Καθόταν σε μία πολυθρόνα κοιτούσε με βλέμμα απλανές τον τοίχο και με ύφος σκεπτικό. Το βλέμμα του ήταν απόμακρο, χαμένο σε ένα άλλο μέρος. Το σώμα ήταν εκεί μαζί μας, αλλά ο ίδιος έμοιαζε να ταξιδεύει αλλού. Έδειχνε κάπως... Απογοητευμένος;

<<Είναι καλά;>>, την ρώτησα και δέχτηκα με χαρά την κούπα ζεστής σοκολάτας που μου πρόσφερε.

Την ακούμπησα στα χείλη μου και το υγρό κύλησε μέσα στο στόμα μου και στη συνέχεια στον λαιμό μου, ζεσταίνοντας τον εσωτερικό μου κόσμο ως έναν βαθμό. Όμως και πάλι κρύωνα, κάτι που η Βάλερι πρόσεξε, διότι έριξε μία ζακέτα στους ώμους μου.

Η προστατευτικότητα της... Δεν ήξερα γιατί, μα με έκανε να νιώθω τόσο όμορφα. Ο τρόπος που με προσέγγιζε, που μου μιλούσε, που έδινε σημασία σε εμένα και σε όσα τις έλεγα... όταν μιλούσαμε οι δυο μας... Όλα αυτά με είχαν βοηθήσει να την εμπιστευτώ αρκετά. Να την νιώθω κοντά μου, παρόλο που δεν γνωριζόμασταν πολύ καιρό. Με είχε στηρίξει πολύ.

Είχα φίλες πριν χρόνια. Και μέχρι προσφάτως, υπήρχε η Μιράντα, ή όπως αλλιώς την έλεγαν, στην ζωή μου. Όμως η σχέση μου με την Βάλερι ήταν τόσο διαφορετική, που δεν ήταν απλό, για να το εξηγήσω με λόγια. Με φρόντιζε, όχι μόνο ως φίλη, αλλά και ως μεγάλη αδερφή. Μία αδερφή, που ποτέ δεν είχα καταλάβει πόσο πολύ επιζητούσα.

Κάποτε, ήμουν τόσο επικεντρωμένη σε αυτόν τον ρόλο, ώστε να είμαι δίπλα στον Ντέιβιντ και την Χλόη, που ποτέ δεν αναρωτήθηκα πώς θα ήταν να είχα και εγώ κάποιον αδερφό ή αδερφή να με προσέχει και να μου κρατάει συντροφιά, όταν το είχα ανάγκη.

Δεν γνώριζα για την ύπαρξη αυτού του κενού στην ψυχή μου, μέχρι που η Βάλερι, για να το καλύψει. Και την θεωρούσα φίλη μου. Ήλπιζα και εκείνη το ίδιο.

<<Και ναι και όχι... Θα σου εξηγήσουμε>>.

Με έσπρωξε απαλά προς το κρεβάτι και με έβαλε να κάτσω σε αυτό. Έγειρα πάνω στο κεφαλάρι και η Βάλερι τοποθέτησε μαξιλάρια ανάμεσα σε αυτό και την πλάτη μου, για να είμαι άνετα. Όσο μπορούσα δηλαδή γινόταν, λόγω του πόνου στο πλευρό μου.

Το απορημένο βλέμμα μου ταξίδευε εναλλάξ σε εκείνη και τον Ματ. Δεν μπορούσα να απαλλαγώ από την υποψία ότι κάτι μου έκρυβαν. Και ότι αυτό το κάτι, δεν θα μου άρεσε καθόλου.

<<Ίνγκριντ...>>, είπε ξαφνικά ο Ματ και εστίασα την προσοχή μου σε αυτόν. <<Πρέπει να πούμε κάποια πράγματα. Και σου ζητάω να σε είσαι ειλικρινής με εμένα και την Βάλερι>>.

Με εκείνον και την Βάλερι...

Ρίχνοντας μία ματιά γύρω μου, κατάλαβα πως ο Ντράκο δεν ήταν εκεί. Και αυτό άρχισε να με αγχώνει, όταν άθελά μου το σύνδεσα με εκείνη την περίεργη αίσθηση απώλειας που με κατέβαλε νωρίτερα.

<<Πού είναι ο Ντράκο;>>, ρώτησα απότομα και κάρφωσα τα μάτια μου πάνω τους.

Αντάλλαξαν ένα διστακτικό βλέμμα. Λες και προσπαθούσαν να αποφασίσουν ποιός θα μου απαντούσε. Φαινόταν ότι και οι δύο αισθάνονταν αμήχανα και ότι θα προτιμούσαν να μην βρίσκονται σε αυτήν την θέση.

Ένιωθα τα νεύρα μου να αυξάνονται και να πλησιάζουν το κόκκινο κάθε λεπτό που περνούσε και δεν μου δινόταν καμία απάντηση. <<Θα μου πείτε επιτέλους;!>>, φώναξα εκνευρισμένη και επιχείρησα να σηκωθώ. Μέγα λάθος, διότι μία διαπεραστική σουβλιά πόνου με έριξε πάλι πίσω.

Και οι δύο έσπευσαν να σιγουρευτούν πως είμαι καλά, αλλά τους ένευσα πως δεν χρειαζόταν. Έπρεπε να συνέλθω μόνη μου.

Πού ήταν ο Ντράκο; Γιατί δεν είχε έρθει ακόμα; Το λογικό θα ήταν να συμμετάσχει και αυτός στην συζήτηση, οποίο κι' αν ήταν το θέμα της. Γιατί είχε εξαφανιστεί; Γιατί δεν ήταν, να μου δώσει θάρρος σιωπηλά, χωρίς να χρειαστεί να ειπωθεί ούτε μία λέξη ανάμεσα μας;

<<Σας παρακαλώ... Πείτε μου τη αλήθεια. Δεν αντέχω άλλα ψέματα και μυστικά>>, είπα, με την φωνή μου να τρέμει και τα δάκρυα να απειλούν ξανά να βγουν έξω.

Η Βάλερι απελευθέρωσε μία ανάσα και με κοίταξε απολογητικά. <<Έφυγε, Ίνγκριντ>>, είπε και τύλιξε μία τούφα από τα κόκκινα μαλλιά της γύρω από το δείκτη του χεριού της.

Τα βλέφαρά μου ανοιγόκλεισαν αρκετές φορές, εξαιτίας του σοκ. Κάθε σκέψη εξαφανίστηκε από το μυαλό μου, το οποίο επικεντρώθηκε μονάχα σε αυτό το νέο που άκουσα. Κοκαλώσα στην θέση μου, αδυνατώντας να το επεξεργαστώ.

Ο Ντράκο έφυγε... Έφυγε;

<<Τι πράγμα; Γιατί; Δεν... Δεν καταλαβαίνω>>.

Η όραση μου άρχισε να θολώνει πάλι... Τώρα ήξερα γιατί ένιωθα εκείνο το κενό νωρίτερα. Όλα τα κομμάτια του παζλ είχαν ενωθεί. Δεν ήταν πλέον άγνωστος ο λόγος που τα πλοκάμια της μοναξιάς είχαν τυλιχθεί γύρω από την καρδιά μου από την ώρα που ξύπνησα και με εμπόδιζαν να αναπνεύσω φυσιολογικά κατά φάσεις, λόγω του άγχους.

<<Ίνγκριντ...>>.

Δεν άφησα τον Ματ να ολοκληρώσει. <<Γιατί έφυγε;! Υποσχέθηκε πως δεν θα με παρατούσε ποτέ! Υποσχέθηκε ότι θα με προστατεύει!>>, φώναξα και τα δάχτυλα μου πίεσαν τις παλάμες, σχηματίζοντας δύο γροθιές.

Τις χτύπησα με δύναμη πάνω στα σεντόνια... Άλλη μία λάθος κίνηση, την οποία μετάνιωσα πικρά.

Παρόλο που ήμουν καθιστή, μία ξαφνική ζαλάδα έκανε το κεφάλι μου να γυρίζει ελαφρά. Ένιωθα κλειστοφοβικά. Το στομάχι μου είχε δεθεί κόμπος. Δεν άντεχε να βρίσκομαι εκεί μέσα...

<<Αυτήν την στιγμή, πρέπει να βρίσκεται στον δρόμο για την Νέα Υόρκη>>, πρέπει να είπε η Βάλερι, αλλά την αφουγκράστηκα πολύ αμυδρά. Το μόνο που έφτανε στα αυτά μου άλλωστε, ήταν βουή του αίματος μου.

Το ταβάνι του υπνοδωματίου, φαινόταν υπερβολικά χαμηλό, το δωμάτιο υπερβολικά μικρό και ο αέρας που ανέπνεα, υπερβολικά βαρύς. Σηκώθηκε όρθια με κόπο και με πολύ βοήθεια από τα παιδιά κατευθύνθηκα προς την τουαλέτα, ανοίγοντας την πόρτα. Με τον Ματ να με κρατάει και την Βάλερι να έχει μαζέψει τα μαλλιά πίσω από το κεφάλι μου, μπορούσα ελεύθερα να κάνω εμετό, χωρίς να προκαλέσω κανένα ιδιαίτερο χάος. Έβγαλα τα πάντα. Ή τουλάχιστον, ότι είχα καταφέρει να φάω την προηγούμενη μέρα.

Δεν είχα ιδέα τι έφταιγε. Η ταραχή που οφειλόταν στα γεγονότα στο πατρικό μου; Η απουσία του Ντράκο, που δεν περίμενα να μου στοιχίσει τόσο; Μία μίξη και των δύο; Δεν μπορούσε να καταλάβω. Το μόνο σίγουρο; Δεν ήμουν καθόλου καλά;

Στηριζόμενη στον Ματ, φτάσαμε μέχρι το μπαλκόνι. Βγήκαμε έξω και άφησα το οξυγόνο και εισέλθει μέσα της, όσο η Βάλερι πάλευε να με ηρεμήσει.

Το κεφάλι μου τινάχθηκε προς τα πάνω. Παρόλο που ο ουρανός είχε πάρει μια μπλε, χαρούμενη απόχρωση και τα σύννεφα δεν έδειχναν απειλητικά, ψιχάλιζε ελαφρώς. Από εκείνες τις ψιχάλες που μπορεί στην αρχή να μην εμποδίζουν κάποιον να κάνει τις δουλειές του, αλλά στην πραγματικότητα, τον μουσκεύουν σε δευτερόλεπτα και του καταστρέφουν ολόκληρο το πρόγραμμα.

Κοίταξα λίγο κάτω και είδα τους ανθρώπους, οι οποίοι κυκλοφορούσαν στα βρεγμένα πεζοδρόμια. Έμοιαζαν ξένοιαστοι και ζήλεψα για μία στιγμή την χαρά που ζωγράφιζε τα χαρακτηριστικά τους. Ώσπου θυμήθηκα το γεγονός που ίσχυε ανεξαιρέτως για όλους. Ο καθένας είχε τα δικά του μυστικά... Και μια αλήθεια που ήθελε απεγνωσμένα να εμπιστευτεί σε κάποιον, αλλά δεν είχε ιδέα με ποιόν μπορούσε θα μοιραστεί αυτό το φορτίο.

Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Ένιωσα μια ζαλάδα, όμως πίεσα τον εαυτό μου να σταθεί όρθιος και να μην καταρρεύσει πάλι. Ο Ματ στηρίχθηκε στα κάγκελα του μπαλκονιού, ενώ η Βάλερι είχε το χέρι της περασμένο στους ώμους μου.

Ήξερα πως ήταν εκεί. Και μου έδιναν χρόνο να ηρεμήσω. Ωστόσο, ο νους μου ταξίδευε αλλού. Ακόμα και δεν τους απλούς ήχους της φύσης, δεν μπορούσα να τους διακρίνω πλέον. Χάθηκα στην άβυσσο των πιο μύχιων σκέψεων μου και αναλογίστηκα τα όσα είχαν συμβεί... Και ήταν αδυνατώ να πω πιο από όλα ήταν το χειρότερο.

Τα μάτια μου πλημμύρισαν με δάκρυα, τα οποία δεν μπόρεσα να συγκρατήσω αυτήν την φορά. Το μυαλό βρέθηκε από το πουθενά στο παρελθόν, σε όλες τις αναμνήσεις, καλές και κακές, τις οποίες νόμιζα ότι είχα θάψει...

Που να πάρει, δεν άντεχα πλέον να κουβαλάω μόνη μου αυτό το φορτίο. Και το μοναδικό πρόσωπο, στο οποίο ήμουν διατεθειμένη να πω τα πάντα, είχε εξαφανιστεί πια την ζωή μου. Παρόλο που μου είχε υποσχεθεί ότι δεν θα με εγκατέλειπε ποτέ και ότι θα έβρισκε τον τρόπο στο τέλος να με προστατεύσει. Και αυτό με πλήγωνε πάρα πολύ. Ίσως περισσότερο από όλες τις φορές που πίστευε ότι είχε αποτύχει στο να κάνει το σωστό, γιατί τουλάχιστον τότε, κατανοούσα ότι δεν ήταν δική του επιλογή να πάνε τα πράγματα λάθος. Ειδικά από την στιγμή που μόνη μου το έσκασα και αποφάσισα να πάω στο πατρικό μου, βάζοντας μας όλους σε κίνδυνο. Δεν έφταιγε εκείνος.

Όμως η φυγή του... Ήταν στα αλήθεια δική του επιλογή να τα αφήσει όλα πίσω. Να με παρατήσει, όταν τον χρειαζόμουν πιο πολύ από ποτέ.

Πίστεψα ότι μετά το φιλί μας, η φύση της σχέσης μας θα άλλαζε. Μου έδωσε την εντύπωση ότι ένιωθε και εκείνος ό,τι και εγώ γι' αυτόν. Δεν ήταν εύκολο να το εκφράσουμε, αλλά κάναμε το πρώτο βήμα και θεώρησα ότι θα ήταν πιο εύκολο μετά. Ήμουν σίγουρη ότι και αυτός επιθυμούσε το ίδιο με εμένα.

Διότι αυτός ο άντρας με έκανε να πιστέψω στον έρωτα. Να νιώσω αυτό το συναίσθημα με όλο μου το είναι και να δω την θετική πλευρά του, χωρίς τους εφιάλτες να με στοιχειώνουν... Μετά από οχτώ χρόνια, μου έδωσε την ελπίδα που νόμιζα ότι είχα χάσει.

Και τώρα, την πήρε πίσω. Με το έτσι θέλω. Ξέχασε πόσο ανάγκη τον είχα. Έφυγε, όπως όλοι.

Έκλαιγα σιωπηλά, καθώς η Βάλερι με οδήγησε πίσω στο δωμάτιο, με τον Ματ να μας ακολουθεί. Δεν με απασχολούσε πλέον ποιός με έβλεπε και ποιός... Κουράστηκα να κρύβομαι.

<<Γιατί... Γιατί να μου το κάνει αυτό;>>, ρώτησα, χωρίς να περιμένω κάποια απάντηση βέβαια. Και να ήξεραν άλλωστε η Βάλερι με τον Ματ, δεν θα μου έλεγαν ποτέ.

Η Βάλερι πήρε ένα χαρτομάντιλο στα χέρια της σκούπισε τα βρεγμένα μάγουλα μου. <<Δεν ξέρουμε, Ίνγκριντ>>.

<<Όχι άλλα ψέματα... Για όνομα του Θεού...>>, ψέλλισε και μόρφασα, εξαιτίας του τραύματος.

<<Νομίζω ότι για αρχή, πρέπει εσύ να σταματήσεις να μας λες ψέματα, Ίνγκριντ>>.

Έστρεψα το βλέμμα μου πάνω του. Διαπίστωσα ότι την συμπονετική έκφραση του, είχε αντικαταστήσει μία πιο... Αποφασιστική. Αυτή του επαγγελματία.

Παραξενεύτηκα. Ποτέ δεν είχα ξαναδεί τον Ματ έτσι. Δεν τον είχα γνωρίσει ακόμη τόσο καλά, αλλά από αυτά που έβλεπα, είχα φτάσει στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για έναν καλό, τρυφερό και ευγενικό χαρακτήρα. Μάλλον ξέχασα ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν μέσα τους δύο πλευρές, οι οποίες μπορούν να ασκήσουν την ίδια επιρροή στην προσωπικότητα του.

<<Ματ... Όχι τώρα>>, του είπε προειδοποιητικά η Βάλερι, χαϊδεύοντας απαλά τον ώμο μου.

Ο Ματ δεν πτοήθηκε όμως από το ύφος της. <<Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, είναι ώρα να μας πεις αυτά που ξέρεις>>.

Τον κοίταξα μπερδεμένη. <<Τι εννοείς;>>

Έκατσε στη ίδια καρέκλα με πριν, απέναντι μου. Το βλέμμα του διαπεραστικό και το ύφος του σοβαροφανές. Σαν να μην μου άφηνε κανένα περιθώριο, για να γλιτώσω την επερχόμενη συζήτηση. Και κάτι μου έλεγε ότι δεν θα μου άρεσε καθόλου αυτή.

<<Καταλαβαίνω ότι λόγω του χτυπήματος που δέχθηκες, χρειάζεται να αναρρώσεις. Χωρίς καμία αναστάτωση. Ωστόσο, επίτρεψέ μου να σου πω ότι θεωρώ αυτό που έκανες εντελώς ανεύθυνο και επιπόλαιο, δεδομένων των συνθηκών>>, είπε με σταθερή φωνή.

Αν ήταν θυμωμένος έστω και λίγο, το έκρυβε καλά. Βέβαια, η αυστηρότητα ήταν ευδιάκριτη και αυτό με άγχωνε πολύ.

Είχε δίκιο... Ό,τι και να μου έλεγε, είχε απόλυτο δίκιο. Τίποτα δεν μπορούσε να με δικαιολογήσει. Και γι' αυτό, το οποιοδήποτε κήρυγμα ήταν αποδεκτό. Το άξιζα.

<<Ματ, φτάνει. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να–>>, πήγε να πει η Βάλερι, όμως δεν την άφησα να ολοκληρώσει την πρόταση της.

<<Είναι εντάξει, Βάλερι>>, της ψιθύρισα και χαμογέλασα αμυδρά.

Μία θυμωμένη έκφραση αλλοίωσε τα χαρακτηριστικά του Ματ προς στιγμήν, τελικά όμως φάνηκε να ελέγχει τον εαυτό του. Η Βάλερι τον αγριοκοίταξε, αλλά αυτός δεν της έδωσε καμιά σημασία.

<<Φαντάζομαι ότι ο Ντράκο σου μίλησε σχετικά με την οργάνωση, στην οποία ήταν μπλεγμένη η Μιράντα Μπράουν... Και φυσικά, για το σύμβολο της>>, επισήμανε με ανασηκωμένο φρύδι και εγώ απλώς έγνεψα θετικά.

Ναι... Θυμόμουν πολύ καλά εκείνη την κουβέντα που κάναμε. Πρέπει να ήταν δύο μέρες πριν. Μου έδειξε φωτογραφίες του συμβόλου. Δύο όπλα, μου σχημάτιζαν ένα Χ, και μία νεκροκεφαλή στο κέντρο. Μπορεί να έμοιαζε απλό, όμως  Και αυτό το πίστευα, γιατί αμέσως έκρυβε μία μακάβρια ιστορία, από όλες τις απόψεις. Την είχα μάθει καλά πια. Και γι' αυτό όσες φορές το είχα δει, μου προκάλεσε μία δυσάρεστη αίσθηση. Αλλά αυτό δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να του το παραδεχτώ. Είχα όμως άραγε άλλη επιλογή, έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα;

<<Το ίδιο σύμβολο βρέθηκε στον τοίχο το σπιτιού, έξω από το οποίο σε βρήκαμε. Και για να πήγες εκεί συγκεκριμένα, σίγουρα αυτό το σχεδόν κατεστραμμένο κτίριο δεν σου ήταν άγνωστο. Κάνω λάθος;>>

<<Όχι... Όχι, δεν κάνεις λάθος>>, παραδέχτηκα και δάκρυα ανέβηκαν ξανά στα μάτια μου, αλλά αρνήθηκα να τα αφήσω να κυλήσουν.

Αντίθετα, απλά έσφιξα το σαγόνι και το πήρα απόφαση ότι δεν γινόταν να το αναβάλω άλλο... Απλά ευχόμουν να μιλούσα στον Ντράκο. Όσο καλή κι' αν ήταν η πρόθεση των άλλων δύο, εγώ εμπιστευόμουν μονάχα εκείνον τόσο, ώστε να του φανερώσω το παρελθόν μου και να μεταβιβάσω ένα μέρος του πόνου που νιώθω σε κάποιον άλλον.

...Τότε ήταν που το είδα και η καρδιά μου έπαψε να χτυπά για ένα λεπτό. Κοκάλωσα στην θέση μου για ακόμα μία φορά. Δεν έβλεπα τον εαυτό μου, αλλά σίγουρα είχα χλωμιάσει, σαν να είχε ρουφήξει κάποιος την ζωή από μέσα μου...

Κατέπνιξα το συναίσθημα που ανέβηκε στον λαιμό μου. Αν επρόκειτο να το κάνω αυτό, θα το έκανα χωρίς να καταρρεύσω. Παρόλα αυτά, δεν νομίζω πως θα κατάφερνα να εξηγήσω αυτό που συνειδητοποίησα πρόσφατα.

<<Υπάρχει κάποια σχέση ανάμεσα σε εσένα και αυτό το σύμβολο. Ήρθε ώρα να την μάθουμε, Ίνγκριντ. Μόνο έτσι μπορούμε να σε προστατεύσουμε>>.

Απελευθέρωσα μία ανάσα, ενώ η Βάλερι έσφιξε ενθαρρυντικά τον ώμο μου.

Άνοιξα το στόμα μου, για να μιλήσω... Και τότε, μία έκρηξη αντήχησε, βυθίζοντας μας όλους στο σκοτάδι.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top