Τώρα που είσαι μαζί μου ναι {63}
Η ώρα είχε πάει 7 οπότε αποφάσισα να ξεκινήσω να ετοιμάζομαι.
Αφού έκανα ένα γρήγορο μπάνιο, έστρωσα τα μαλλιά μου και μπήκα στη ντουλάπα μου.
Έβγαλα ένα μαύρο λίγο σκισμένο τζιν και μια μαύρη κοντομάνικη μπλούζα που είχε μια μικρή στάμπα πάνω από το αριστερό μου στήθος. Φόρεσα τα παπούτσια μου και κοιτάχτηκα μια τελευταία φορά στον καθρέφτη.
Κατέβηκα κάτω και βρήκα τη Σοφία να τοποθετεί μερικά μπουκάλια πάνω σε ένα τραπέζι.
Το σαλόνι είχε αλλάξει εντελώς. Οι καναπέδες είχαν μετακινηθεί στις άκρες του χώρου, τα ακριβά διακοσμητικά της μητέρας μου είχαν εξαφανιστεί και τα φώτα είχαν χαμηλώσει.
"Σοφία μπορείς να φύγεις. Και μην έρθεις ούτε αύριο. Αρκετά κουράστηκες σήμερα" της είπα και μου χαμογέλασε
"Ποιος θα καθαρίσει το σπίτι αύριο όμως;" ρώτησε προβληματισμένη
"Ας έρθει η Σούζι και κάποια άλλη κατά τις 12" είπα και συμφώνησε
[...]
Η ώρα ήταν 8.30.
Άκουσα το κουδούνι να χτυπάει και ο Γιάννης με τον Λέων και τον Χρήστο, μπήκαν μέσα βιαστικά.
"Το πρώτο σου παρτι" φώναξε ο Γιάννης και πρόσθεσε ένα μπουκάλι, στο τραπέζι με τα ποτά.
Χαμογέλασα και τους έκανα νόημα να καθίσουν.
Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι και η Σοφία έτρεξε να ανοίξει.
Μπροστά μας εμφανίστηκε ένα αγόρι λίγο μεγαλύτερο απο μας.
"Γεια. Είμαι ο DJ" έγνεψε χαμογελώντας και του ανταποδώσαμε τον χαιρετισμό.
[...]
Το σπίτι είχε σχεδόν γεμίσει από παιδιά που χόρευαν, έπιναν και φιλιόντουσαν με αγνώστους.
Ξαφνικά το βλέμμα μου έπεσε στην Ρεβέκκα που μόλις είχε περάσει την είσοδο.
Φορούσε ένα μπλε λίγο φαρδύ τζιν που τέλειωνε λίγο πιο πάνω από τους αστραγάλους της, από πάνω ένα μαύρο δαντελένιο τοπάκι και μαύρες ψηλές γόβες. Το μαύρο δερμάτινο που ποτέ δεν αποχωριζόταν, βρισκόταν χαλαρά πεσμένο στους ώμους της, ενώ τα μαλλιά της κυμάτιζαν μέχρι τη μέση της. Το κόκκινο κραγιόν αναδείκνυε το σκουλαρίκι στα χείλια της και έκανε αντίθεση με το σταρένιο δέρμα της.
Ξαφνικά γύρισε το βλέμμα της προς το μέρος μου και σήκωσε το φρύδι της.
Με πλησίασε περπατώντας αργά. Καθώς την έβλεπα να πλησιάζει, ένιωθα πως μπροστά μου βρίσκεται ένα μοντέλο. Μόλις έφτασε δίπλα μου, μου έριξε ένα αφοπλιστηκό χαμόγελο.
"Καλά Χριστούγεννα" είπε και γέμισε το ποτήρι της με ένα ποτό
"Καλά Χριστούγεννα" είπα και χαμογέλασα στη θέα της.
"Δεν ήξερα ότι φοράς και γόβες" είπα γελώντας πονηρά.
"Δεν ήξερα ότι τα φυτά κάνουν τόσο ωραία παρτι" ανταπέδωσε και γέλασα χωρίς να πω κάτι
Γέμισε ένα ποτήρι και μου το έδωσε.
"Πιες λίγο. Χριστούγεννα είναι" είπε και ανασήκωσα τους ώμους μου.
Πλησίασα το ποτήρι στα χείλια μου και ήπια μια γουλιά απο το ποτό που μου είχε βάλει η Ρεβέκκα.
"Πάμε να χορέψουμε;" πρότεινα και με κοίταξε σκεφτική
"Πάμε" είπε τελικά και την έπιασα απο τη μέση.
Τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω από το σβέρκο μου. Τοποθέτησα τα δικά μου στη λεπτή μέση της και αρχίσαμε να χορεύουμε στον ρυθμό της μουσικής.
Ξαφνικά μπήκε ένα αργό τραγούδι.
Κοίταξα τη Ρεβέκκα, η οποία χαμογελούσε πονηρά.
Την έφερα κοντά μου, μέχρι που τα σώματά μας ενώθηκαν εντελώς. Εκείνη έβαλε το κεφάλι της στην καμπύλη του λαιμού μου και πέρασε τα χέρια της γύρω απο το σβέρκο μου.
Χαμογέλασα και την έσφιξα λίγο παραπάνω πάνω μου.
Μόλις τέλειωσε το τραγούδι απομακρυνθήκαμε και την κοίταξα άβολα. Εκείνη με κοίταξε και σήκωσε τα φρύδια της.
"Έχω μια ιδέα" είπε και την κοίταξα επιφυλακτικά
"Να φοβάμαι;" ρώτησα αλλά δε μου απάντησε
"Πώς θα σου φαινόταν ένα σκουλαρίκι στο αφτί;" με ρώτησε και παραξενεύτηκα
"Κι άλλο; Τόσα έχεις" είπα και ρόλαρε τα μάτια της
"Στο δικό σου αφτί εννοούσα" είπε και γούρλωσα τα μάτια μου
"Ε δε νομίζω ότι είναι και πολύ καλή ιδέα" είπα διστακτικά
"Εγώ νομίζω ότι είναι τέλεια" είπε και με τράβηξε έξω από το σπίτι
Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου της, κάνοντάς μου νόημα να μπω και γω μέσα. Την κοίταξα παρακλητικά αλλά εκείνη δεν έδειξε να πτοείται.
Στο τέλος ξεφύσιξα και άνοιξα την πόρτα μπαίνοντας μέσα μαζί της.
Έβαλε μπρος και βγήκαμε από την πήλη του σπιτιού μου. Λίγη ώρα αργότερα βρισκόμασταν έξω από το μπαρ, που βρισκόταν κοντά στο σπίτι της.
Σταμάτησε το αυτοκίνητο και βγήκαμε, προχωρώντας προς το μπαρ.
"Εμ Ρεβέκκα; Σίγουρα να μπω μέσα;" ρώτησα και γέλασε
"Τώρα που είσαι μαζί μου ναι" είπε και έγνεψα
Μπήκαμε στο μπαρ και είδα τον ίδιο τύπο να κάθεται πίσω από τη μπάρα. Μόλις με είδε σήκωσε τα φρύδια του.
"Ρεβέκκα έφερες κατοικίδιο;" φώναξε ένας γελώντας και εκέινη του έκανε μια χειρονομία.
Με τράβηξε προς το εσωτερικό του μπαρ και άνοιξε μια πόρτα. Μπροστά μου εμφανίστηκαν πολλές άλλες πόρτες.
"Τι είναι εδώ μέσα;" τη ρώτησα
"Δωμάτια" απάντησε
"Ποιος κοιμάται εδώ;" ρώτησα ξανά και με κοίταξε εξεταστικά ξύνοντας το σβέρκο της
"Εμείς" είπε και πριν προλάβω να ρωτήσω παραπάνω, άνοιξε μια πόρτα
Ήταν ένα δωμάτιο, με ένα κρεβάτι, ένα γραφείο, ένα ψυγειάκι, μια ντουλάπα και ένα μικρό μπάνιο. Το παράθυρο που βρισκόταν πάνω από το κρεβάτι ήταν η μόνη πηγή φωτός, πέρα από τη λάμπα που υπήρχε.
Μια κοπέλα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Μόλις μπήκαμε μέσα σηκώθηκε.
Κοίταξα καλύτερα και κατάλαβα ότι ήταν η Ιωάννα, η φίλη της Ρεβέκκας. Μόλις με είδε σήκωσε το ένα φρύδι της ειρωνικά.
"Θα του κάνεις μια τρύπα στα γρήγορα;" ρώτησε η Ρεβέκκα και εκείνη έγνεψε
Με έβαλε να κάτσω στην καρέκλα του γραφείου και άνοιξε το φωτιστικό που βρισκόταν εκεί.
Η Ρεβέκκα ξάπλωσε στο κρεβάτι και άπλωσε τα πόδια της. Άνοιξε την μπύρα που είχε πάρει από το ψυγειάκι και άναψε ένα τσιγάρο.
Η Ιωάννα με πλησίασε κρατώντας μια βελόνα. Γούρλωσα τα μάτια μου και την κοίταξα. Εκείνη γέλασε.
"Μην ανησυχείς μικρέ. Δε θα πάθεις τίποτα. Και στη γκόμενά σου εγώ τις έκανα τις τρύπες" είπε και την κοίταξα περίεργα
"Ποια γκόμενά μου;" ρώτησα
Εκείνη με κοίταξε και έγνεψε με το κεφάλι της προς τη μεριά της Ρεβέκκας.
"Μη λες μαλακίες" της είπε η Ρεβέκκα και κοιτάχτηκαν στιγμιαία.
[...]
Πλησίασε την βελόνα στο αφτί μου και λίγο αργότερα ένιωσα ένα τσίμπημα. Ευτυχώς δεν πόνεσα σχεδόν καθόλου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top