Τοσο βαρετος {14}

Τα ματια μου ειχαν κολλησει πανω της και η φωνη μου δεν εβγαινε.

"Τι εγινε μικρε; Φοβασαι;" ειπε εκεινη γελωντας ειρωνικα.

"Ο-οχι γιατι ν-να φοβ-βαμαι" ειπα τραυλιζοντας

"Ισως επειδη τραυλιζεις" ειπε με υφος.

"Ωραια λοιπον παμε." ειπα και σηκωθηκα αποτομα απο το πατωμα.

Εκεινη γελασε πνιχτα και αφου πηρε το κουτι με τα τσιγαρα της και ενα μπουκαρι μπυρας που βρισκοταν διπλα της, σηκωθηκε και με προσπερασε ανοιγοντας την πορτα. Την εκλεισα πισω μου και την ακολουθησα στον μακρυ διαδρομο.

Πλησιασε μια πορτα και αφου ακουμπησε το αφτι της στην πορτα για να βεβαιωθει οτι ηταν αδειο, την ανοιξε και μπηκε μεσα. Καθισε στο κρεβατι και απλωσε τα μακρυα ποδια της, αναβοντας ενα τσιγαρο.

Ετσι οπως καθοταν βρηκα την ευκαιρεια να την παρατηρηω καλυτερα.

Φορουσε ενα μαυρο σκισμενο τζιν και ενα μαυρο πολυ κοντο μπλουζακι, που ισα ισα καλυπτε τα απαραιτητα. Μαυρα αρβυλακια και τα συνηθισμενα σκουλαρικια στο προσωπο και στα αφτια της. Τα μαλλια της βρισκονταν σε μια ψηλη κοτσιδα, που αναδεικνυε τον λαιμο της και τα τατουαζ της, ενω τα χερια της ηταν γεματα δαχτυλιδια.

"Η φωτογραφια κραταει περισσοτερο" ειπε τρομαζοντας με.

Την κοιταξα και προσπαθησα να βρω κατι να της απαντησω, με μεγαλη αποτυχια. Εκεινη εβγαλε εναν ηχο αποδοκιμασιας και γυρισε προς το παραθυρο, στηλωνοντας το βλεμμα της εξω. 

Ενιωθα τοση αμηχανια. Πρωτη φορα βρισκομασταν μονοι μας, χωρις κανεναν αλλο. Τα μαγουλα μου πρεπει να ειχαν γινει κατακοκκινα απο τη ντροπη, και το βλεμμα μου ηταν καρφωμενο στις παλαμες μου.

"Αν ηξερα οτι ησουν τοσο βαρετος δε θα σε αφηνα καν να μπεις στο δωματιο που παιζαμε" ακουσα ξαφνικα τη φωνη της και γυρισα το βλεμμα μου προς εκεινη.

"Γιατι μου συμπεριφερεσαι ετσι;" τη ρωτησα

"Ωχ αρχισαμε τα μελοδραματικα" ειπε εκεινη ειρωνικα

"Μπορεις εστω για μια φορα να απαντησεις σοβαρα;" ρωτησα νιωθωντας τον θυμο μου να φουντωνει.

"Οχι" ηταν η μονολεκτικη της απαντηση.

"Ωραια και τι θα κανουμε;" τη ρωτησα.

Εκεινη ξεφυσιξε βαριεστημενα και γυρισε το κεφαλι της προς τα εμενα.

"Εγω θα φυγω δε ξερω για σενα" ειπε και σηκωθηκε απο το κρεβατι που ηταν ξαπλωμενη.

"Περιμενε που θα πας μεσα στη νυχτα;" ρωτησα ανηχυχα

"Να μη σε νοιαζει" ειπε και περασε απο διπλα μου, αποσυντονιζοντας με με το αρωμα της.

"Καλα να περασεις φυτο" ειπε χαμογελωντας και ανοιξε την πορτα φευγοντας.

Ξεφυσιξα και σηκωθηκα απο την καρεκλα. Βγηκα απο το δωματιο, κλεινοντας πισω μου την πορτα και πλησιασα την σκαλα. Απο κατω ακουγοταν πολυ δυνατη μουσικη και φωνες παιδιων.

Εφτασα κατω και σκαναρα τον χωρο μηπως βρω τον Γιαννη. Απο μακρυα ειδα τον Μιχαλη και τον πλησιασα.

"Επ καλως τον. Που ησουν;" ρωτησε εκεινος ευθυμα.

"Πανω. Παιζαμε θαρρος η αληθεια"

"Θες ενα ποτο;" ρωτησε

" Εμ οχι καλυτερα" απαντησα διστακτικα και καθισα σε εναν καναπε.

Ξαφνικα ειδα ενα χερι μπροστα μου να κραταει ενα ποτηρι. Σηκωσα τα ματια μου και ειδα τον Γιαννη.

"Μια μπυρα θα την πιεις. Σε παρτι ειμαστε" ειπε και ετεινε το ποτηρι προς το μερος μου. Το πηρα και ηπια μια γουλια.

Το βλεμμα μου σκαναρε τον χωρο. Οι περισσοτεροι επιναν και χορευαν, ενω μερικοι αλλοι ειχαν πιασει τις γωνιες του σπιτιου και φασωνοντουσαν. 

Κοιταξα φευγαλεα το κινητο μου και ειδα πως η ωρα ειχε παει ηδη 12 παρα. Σηκωθηκα και σκουντηξα ελαφρα τον Γιαννη στον ωμο. Εκεινος γυρισε προς το μερος μου κοιτωντας με απορημενος.

"Παμε σιγα σιγα" φωναξα για να ακουστω πανω απο τη δυνατη μουσικη.

"Τι λες ρε μαλακα; Ακομα ουτε 12 δεν ειναι" φωναξε εκεινος

"Εχουμε σχολειο αυριο ρε Γιαννη. Αντε παμε" ειπα επιμενοντας.

Εκεινος ξεφυσικε και με κοιταξε δολοφονικα. Χαιρετησε τα παιδια με τα οποια μιλουσε και αφου πηρε τα πραγματα του, με τραβηξε προς την εξοδο του σπιτιου.

"Τι σε επιασε ρε;" με ρωτησε μολις μπηκαμε στο αυτοκινητο

"Απλα νυσταζω και δε μπορουσα αλλο μεσα σε αυτο το παρτι" ειπα προσπαθωντας να μην καταλαβει τιποτα και κοιταξα εξω απο τον δρομο.

Ο Γιαννης ξεκινησε στο αυτοκινητο και λιγο αργοτερα βρισκομασταν στο δρομο προς το σπιτι μου. Ξαφνικα ειδα να περπαταει στον δρομο μια κοπελα που εμοιαζε πολυ στην Ρεβεκκα.

"Γιαννη σταματα λιγο το αυτοκινητο" ειπα και εκεινος εκανε οτι ειπα κοιτωντας με περιεργα.

"Τι εγινε ρε;" ρωτησε απορημενος.

"Εκει εξω αυτη η κοπελα πρεπει να ειναι η Ρεβεκκα"

"Που ρε;" ρωτησε μη μπορωντας να τη δει μεσα στο σκοταδι.

Του εδειξα με το χερι μου και εκεινος φανηκε να καταλαβαινει.

"Τι κανει σε εναν τετοιο δρομο μεσα στα σκοταδια; Τρελη ειναι;" ρωτησε παραξενεμενος

"Την ιδια απορία εχω και γω." ειπα και ξανακοιταξα προς το μερος της.

Την ειδα να σταματαει και να κοιταει γυρω της σα να περιμενει καποιον. Ξαφνικα ειδα μια ψηλη φιγουρα να την πλησιαζει. Δυστηχως δεν μπορεσα να καταλαβω ποιος ηταν γιατι φορουσε κουκουλα.

Εκεινη κατι ειπα και ο αγνωστος της εδωσε ενα κουτι. Η Ρεβεκκα το εβαλε σε μια τσαντα και αφου του ξαναειπε κατι, χαθηκε μεσα στο σκοταδι.

Γυρισα κοιτωντας τον Γιαννη, χωρις να καταλαβαινω και πολλα. Εκεινος σηκωσε τους ωμους του, δειχνωντας μου ετσι πως και ο ιδιος ηταν μπερδεμενος.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top