Πολλά δε ξέρεις {64}
Μου έφερε έναν μισοσπασμένο καθρέφτη και μου έδειξε το σκουλαρίκι. Χαμογέλασα αχνά και της έδωσα τον καθρέφτη.
"Ευχαριστώ" είπα και κούνησε το κεφάλι της
Η Ρεβέκκα σηκώθηκε και αφού ψιθύρισε κάτι στην Ιωάννα και γέλασαν, πλησίασε την πόρτα.
"Έλα πάμε" είπε και την ακολούθησα
Βγήκαμε από το μπαρ και ξαναμπήκαμε στο αυτοκίνητό της.
"Μ αρέσεις έτσι" είπε ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι μου
"Που πάμε τώρα;" τη ρώτησα
"Θα δεις" είπε εκείνη και ακούμπησε το χέρι της στο πόδι μου.
Η ανάσα μου βάρυνε και εκείνη μάλλον το κατάλαβε, αφού γέλασε.
Λίγα λεπτά αργότερα έστριψε σε ένα στενό και βρεθήκαμε μπροστά στο κτίριο, που μάλλον ήταν το σπίτι της.
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το αυτοκίνητο. Την ακολούθησα και στάθηκα απέναντί της.
"Τι κάνουμε εδώ;" τη ρώτησα κάπως μπερδεμένος
"Σου πήρα κάτι για τα Χριστούγεννα" είπε και γούρλωσα τα μάτια μου
"Ε-εγω όμως δ-δε-" ξεκίνησα να λέω σοκαρισμένος αλλά με σταμάτησε
"Δεν πειράζει φυτούλι" είπε και χαμογέλασε
Άνοιξε με ένα σπρώξιμο την εξώπορτα του παλιού κτιρίου και μπήκαμε μέσα. Ο χώρος μύριζε κλεισούρα και δεν υπήρχε ασανσέρ.
Ανεβήκαμε στον δεύτερο όροφο και η Ρεβέκκα άνοιξε με ένα κλειδί μια από τις ξύλινες πόρτες που απλωνόντουσαν μπροστά μας.
Μπαίνοντας μέσα στο σπίτι, το άρωμα της Ρεβέκκας γέμισε τον χώρο. Το σπίτι είχε μια μικρή σαλοκουζίνα και μια πόρτα, που μάλλον ήταν το μπάνιο.
Στην κουζίνα βρίσκονταν πολλά παρατημένα πιάτα και ποτήρια, ενώ στο σαλόνι υπήρχαν μερικά πεταμένα ρούχα, μπύρες και δύο γεμάτα τασάκια.
"Δε μένουμε όλοι σε παλάτια" είπε και γέλασε ειρωνικά
"Δεν είπα κάτι" προσπάθησα να δικαιολογηθώ, αλλά εκείνη δε μίλησε
Προχώρησε προς το σαλόνι και σήκωσε από το πάτωμα μια σακούλα, που δεν είχα παρατηρήσει νωρίτερα.
Με πλησίασε και την έτεινε προς το μέρος μου. Την πήρα χαμογελώντας και την άνοιξα. Μέσα υπήρχε ένα βιβλίο ποίησης.
Την κοίταξα έκπληκτος και το έβγαλα από τη σακούλα. Το άνοιξα στην πρώτη σελίδα και είδα μια αφιέρωση γραμμένη από την ίδια.
"Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις,
όταν θυμόμαστε πάντα πως για να 'σαι ζωντανός
χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη
από το απλό αυτό δεδομένο της αναπνοής."
Την κοίταξα εντυπωσιασμένος και έκλεισα το βιβλίο, βάζοντάς το ξανά στη σακούλα του.
"Δεν ήξερα ότι διαβάζεις ποίηση" είπα έκπληκτος
"Πολλά δε ξέρεις" είπε εκείνη αινιγματικά
"Θέλω να μάθω" είπα και με κοίταξε έντονα
Ξεφύσιξε και γύρισε αλλού το βλέμμα της.
"Δε θα σου αρέσουν αυτά που θα ακούσεις" με προειδοποίησε αλλά ανασήκωσα τους ώμους μου αδιάφορα
"Δε με νοιάζει Ρεβέκκα. Πότε θα καταλάβεις ότι νοιάζομαι για σένα πραγματικά;" της είπα και μου χαμογέλασε.
"Ωραία λοιπόν. Κάθισε" είπε δείχνοντάς μου τον καναπέ και κάθισα.
Εκείνη κάθισε απέναντί μου και άναψε ένα τσιγάρο, φέρνοντας το τασάκι δίπλα της. Πηρέ μια βαθιά ανάσα και με κοίταξε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top