Καψουρευτήκαμε τον μικρό; {66}

Μετά την εξομολόγηση της Ρεβέκκας ένιωθα σα να είχα έρθει πολύ κοντά της. Τώρα πλέον μπορούσα να καταλάβω γιατί ήταν έτσι.

Πήρα ένα τσιγάρο από το πακέτο της και το άναψα. Εκείνη με αγριοκοίταξε, αλλά της έκανα νόημα να μην πει τίποτα. 

Κάθισα δίπλα της στον καναπέ και πέρασα το χέρι μου γύρω από τους ώμους της. Εκείνη εγείρε το κεφάλι της στο στήθος μου. Έσκυψα και της άφησα ένα φιλί στο κεφάλι.

Εκείνη με κοίταξε και ανέβηκε πάνω μου. Πέρασε το πόδια της δεξιά και αριστερά από τον κορμό μου και έβαλε τα χέρια της στο στήθος μου.

"Ιάσονα Δημητρίου μου αρέσεις" είπε και ένιωσα ένα έντονο σφίξιμο στο στομάχι μου

Κούνησα το κεφάλι μου και εκείνη χασκογέλασε. Χάιδεψε λίγο το στέρνο μου και έσκυψε φέρνοντας το πρόσωπό της σε απόσταση αναπνοής από το δικό μου.

Τα χείλια μας ενώθηκαν σε ένα παθιασμένο φιλί. Τα χέρια μου μετακινήθηκαν στους γοφούς της ενώ εκείνη κάθισε ακριβώς πάνω στο καβαλο μου. Την έριξα στον καναπέ και ανέβηκα από πάνω της.

Σπάσαμε το φιλί μας και την κοίταξα. Τα πράσινα μάτια της γυάλιζαν στο μισοσκόταδο του δωματίου. 

Μου έβγαλε τη μπλούζα και ανέβηκε από πάνω μου. Λίγο αργότερα όλα μας τα ρούχα βρισκόντουσαν στο πάτωμα. Έσκυψε στον λαιμό μου και ξεκίνησε μια διαδρομή απο υγρά φιλιά μέχρι τους κοιλιακούς μου.

Τα σκουλαρίκια που είχε στις ρόγες και στον αφαλό της με έκαναν να γουρλώσω τα μάτια μου. Εκείνη το κατάλαβε και γέλασε.

"Ρεβέκκα" είπα μέσα στο φιλί μας

"Μμ" 

"Δεν έχω προφυλακτικά" είπα αλλά δε φάνηκε να πτοείται

Απομακρύνθηκε και σηκώθηκε από πάνω μου. Το σώμα της στο λιγοστό φως του δωματίου φαινόταν ακόμα πιο ελκυστικό. Οι σκιές την έκαναν να φαίνεται εκθαμβωτική. 

Πλησίασε ένα συρτάρι και έβγαλε απο μέσα ένα προφυλακτικό. Ξανανέβηκε πάνω μου και μου το έδωσε.

Το έσκισα με τα δόντια μου και το φόρεσα. Τοποθέτησα τα χέρια μου στη μέση της, και τη σήκωσα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα βρισκόμουν μέσα της. 

Ένιωθα πλήρης. Με το που μπήκα μέσα της και την ένιωσα γύρω μου, δεν ήθελα τίποτα άλλο.

Οι αναστεναγμοί της με ανάψαν περισσότερο. Ανεβοκατέβαινε γρήγορα πάνω μου και δε μπόρεσα να συγκρατήσω έναν αναστεναγμό.

[...]

Καθόμασταν ξαπλωμένοι στον καναπέ. Τα ρούχα μας ήταν σκορπισμένα στο δωμάτιο. Εκείνη είχε ξαπλώσει πάνω μου και έκανε κύκλους με το δάχτυλό της στο στήθος μου.

"Ρεβέκκα;" 

"Ναι" είπε εκείνη με λίγο βραχνή φωνή

"Εμείς τώρα τι είμαστε;" ρώτησα και εκείνη ανασηκώθηκε κοιτώντας με συνοφρυωμένη.

"Τι εννοείς τι είμαστε;" ρώτησε

"Ε εννοώ είμαστε φίλοι;" ρώτησα προβληματισμένος

"Όχι" απάντησε εκείνη γελώντας

"Ζευγάρι;" ρώτησα και εκείνη σκάλωσε

"Ε όχι" είπε και απογοητεύτηκα

"Γιατί δεν είμαστε ζευγάρι;" τη ρώτησα

"Τόσο καιρό δεν έχεις μάθει τίποτα; Δε μ' αρέσει να βάζω ταμπέλες. Δεν πιστεύω στην αγάπη, στον έρωτα και αυτές τις μαλακίες. " είπε εκείνη και το ψυχρό προσωπείο επανήλθε στο πρόσωπό της.

Σηκώθηκε από πάνω μου και έψαξε τα ρούχα της. Μόλις τα βρήκε, τα φόρεσε και με κοίταξε.

"Ντύσου" είπε επιτακτικά

"Γιατί;"

"Γιατί πρέπει να γυρίσουμε στο πάρτι που γίνεται στο σπίτι ΣΟΥ" είπε τονίζοντας την τελευταία λέξη.

"Τώρα γιατί κάνεις έτσι γαμώ;" ρώτησα ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής μου

Εκείνη χωρίς να μου δώσει σημασία, φόρεσε ξανά τις γόβες της και με κοίταξε. Ξεφύσιξα και σηκώθηκα όρθιος, φορώντας τα δικά μου ρούχα.

Λίγα λεπτά αργότερα ήμουν έτοιμος. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα απο το διαμέρισμα χωρίς να περιμένω την Ρεβέκκα. Έφτασα κάτω και περίμενα μπροστά στο αυτοκίνητό της.

[...]

Πάρκαρε στην αυλή του σπιτιού μου και χωρίς να πω τίποτα, βγήκα απο το αυτοκίνητο κοπανώντας την πόρτα πίσω μου.

"Μαζέψου" άκουσα τη φωνή της να μου φωνάζει από πίσω αλλά δε γύρισα.

Μπήκα στο σπίτι μου και όλα ήταν όπως τα είχα αφήσει. Έβαλα ένα ποτό και σκάναρα τον χώρο με το βλέμμα μου, ψάχνοντας τον Γιάννη.

Δεν τον βρήκα οπότε φαντάστηκα ότι μπορεί να ήταν πάνω. Ανέβηκα τη μεγάλη μαρμάρινη σκάλα και ξεφύσιξα. Κοίταξα μια αριστερά και μια δεξιά.

Τώρα απο που πάμε;

Αποφάσισα στην τύχη να πάω αριστερά. Προχώρησα στην πρώτη πόρτα. Προσπάθησα να την ανοίξω αλλά ήταν κλειδωμένη και από μέσα ακούγονταν διάφορα.

Προχώρησα στη δεύτερη, η οποία ήταν μισάνοιχτη. Μέσα βρισκόταν η Ρεβέκκα και η παρέα της. Ακούμπησα καλύτερα πάνω στην πόρτα για να μη φαίνομαι και έκανα όση περισσότερη ησυχία μπορούσα.

"Άρα πηδηχτήκατε;" άκουσα μια αντρική φωνή να λέει

"Ναι στο σπίτι μου" άκουσα τη φωνή της Ρεβέκκας

"Έγινε κάτι άλλο εκτός από σεξ;" ρώτησε κάποιος άλλος

"Όχι" είπε εκείνη και κατάλαβα ότι μιλούσαν για μένα.

Το περίεργο ήταν ότι η Ρεβέκκα δεν ανέφερε τίποτα για όλα όσα μου είπε. 

"Και τώρα τι γίνεται;" ρώτησε μια γυναίκεια φωνή που μάλλον ήταν της Ιωάννας

"Δε ξέρω ρε πούστη μου. Ο πατέρας του δεν είναι εδώ" είπε η Ρεβέκκα και έσμιξα τα φρύδια μου

Τι μπορεί να θέλει τον πατέρα μου;

"Πρέπει να πληρώσει ο μπάσταρδος" ακούστηκε πάλι μια αντρική φωνή

"Φυσικά και θα πληρώσει. Απλά όχι μέσω του Ιάσονα" είπε η Ρεβέκκα

"Τι έγινε Ρεβέκκα; Καψουρευτήκαμε τον μικρό;" ρώτησε ειρωνικά κάποιος

"Δουλειά σου" είπε εκείνη απότομα



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top