Ήθελα να σε δω να μεγαλώνεις φυσιολογικά {74}
Η Ρεβέκκα κοιμόταν στην αγκαλιά μου γυμνή, ενώ εγώ κοιτούσα τις ειδήσεις στο κινητό μου. Παντού έλεγε για τον επιχειρηματία Ερρίκο Δημητρίου, που βίασε μια γυναίκα πριν χρόνια. Η μητέρα μου αποφάσισε ότι ήθελε να τον ρεζιλέψει δημοσίως, και έτσι μαζί με τη Ρεβέκκα, έδωσαν όλες τις πληροφορίες στην αστυνομία.
"Καλημέρα" άκουσα την κοπέλα μου να λέει και την κοίταξα χαμογελώντας
"Καλώς την" είπα και την έσφιξα πάνω μου
"Σήμερα θα πάω για ψώνια με τη μάνα σου" μου είπε και ρόλαρα τα μάτια μου.
"Έλεος" είπα και γέλασε
Η Ρεβέκκα χασμουρήθηκε και τεντώθηκε. Με αυτή την κίνηση το σεντόνι που κάλυπτε το σώμα της έπεσε, αφήνοντάς με άφωνο.
Με κοίταξε γελώντας και άνοιξε λίγο τα πόδια της, δίνοντάς μου πλήρη θέα. Πήρα μια κοφτή ανάσα και ανέβηκα πάνω της.
[...]
Κατέβηκα στην κουζίνα και βρήκα την μητέρα μου με τη Ρεβέκκα να μιλάνε. Ρόλαρα τα μάτια μου και γέλασα.
"Καλημέρα στις γυναίκες του σπιτιού" είπα και φίλησα τη μητέρα μου στο μάγουλο
"Καλημέρα αγόρι μου" είπε η μητέρα μου τρυφερά
"Θα πάμε για ψώνια με τη Ρεβέκκα. Θες να έρθεις;" με ρώτησε και έγνεψα
"Θα έρθω" απάντησα
"Πήγαινε να ντυθείς" μου είπε η κοπέλα μου και ξανανέβηκα στο δωμάτιό μου.
Αφού ετοιμάστηκα, κατέβηκα κάτω για να τις πάρω. Ποτέ δε θα μπορέσω να καταλάβω πως δύο τόσο διαφορετικές γυναίκες όπως η μητέρα μου και η Ρεβέκκα, κάνουν παρέα.
"Έτοιμες;" ρώτησα μόλις έφτασα κάτω
"Ναι πάμε" είπε η μητέρα μου και άνοιξε την πόρτα, βγαίνοντας από το σπίτι.
[...]
"Άντε βρε κορίτσι μου όμορφο. Τελείωνε" παρακάλεσα τη Ρεβέκκα για πολλοστή φορά, αλλά δε φαινόταν να με ακούει
"Άσε με να φάω" μούγκρισε εκείνη και δάγκωσε μια ακόμη μπουκιά από το σάντουιτς της
Η μητέρα μου είχε σηκώσει κλασσικά όλα τα μαγαζιά, σε αντίθεση με τη Ρεβέκκα που το μόνο που είχε αγοράσει ήταν ένα φτηνό κοντό μπλουζάκι, σαν αυτά που φορούσε συνήθως.
"Άσε το κορίτσι να φάει" με επέπληξε η μητέρα μου που ασχολούνταν με το κινητό της.
"Μητέρα με τις επιχειρήσεις τι θα γίνει;" τη ρώτησα ξαφνικά
Ήταν μια ερώτηση που με βασάνιζε μέρες τώρα. Τόσα χρόνια ο κύριος διαχειριστής των επιχειρήσεων ήταν ο πατέρας μου. Η μητέρα μου απλώς βοηθούσε.
"Θα δούμε Ιάσονα" είπε και μου χαμογέλασε λυπημένα
"Θέλετε να τις πάρετε;" άκουσα τη Ρεβέκκα να την ρωτάει και γούρλωσα τα μάτια μου
Η μητέρα μου την κοίταξε έντονα και χαμήλωσε το βλέμμα της.
"Όχι. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ήθελα να ασχολούμαι με τις επιχειρήσεις του πατέρα σας. Αλλά ο γάμος μαζί του σήμαινε πως ήμουν αναγκασμένη να τον βοηθάω" είπε και η πικρία ξεχώριζε στη φωνή της.
"Μητέρα τι λες;" τη ρώτησα σοκαρισμένος
"Ιάσονα όταν παντρεύτηκα τον πατέρα σου ήμουν μικρή. Ήμουν μόνο 24, ενώ εκείνος ήταν 36. Η διαφορά ήταν μεγάλη, αλλά οι γονείς μου πίστευαν ότι αυτός ο γάμος ήταν το καλύτερο για μένα. Ποτέ δεν αγαπηθήκαμε πραγματικά. Εκείνος έλειπε όλη μέρα και όταν γυρνούσε μου μιλούσε απότομα, απαιτούσε να τα έχω όλα έτοιμα και μερικές φορές με χτύπησε" συνέχισε να λέει η μητέρα μου και ένιωσα να χάνω έναν χτύπο από την καρδιά μου.
"Πιστεύεις ότι ήθελα να είμαι τόσο αυστηρή μαζί σου; Όχι βέβαια. Ήθελα να σε δω να μεγαλώνεις φυσιολογικά. Όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας σου. Αλλά ο πατέρας σου είχε άλλη γνώμη, οπότε αναγκαστικά έπρεπε να υπακούσω στις επιθυμίες του."
"Νομίζεις ότι δεν ήξερα ότι πήγαινες σε πάρτι; Ή ότι έκανες τρύπα στο αφτί σου; Ή ότι γυρνούσες αργά; Ακόμη και ότι έκανες πάρτι στο σπίτι ξέρω. Και χαιρόμουν Ιάσονα. Χαιρόμουν που γνώρισες μια κοπέλα όπως η Ρεβέκκα. Που σε έβγαλε από το καβούκι σου και έφερε στην επιφάνεια τον πραγματικό Ιάσονα" μου είπε και ένα δάκρυ κύλησε από το μάγουλό της.
Ξεροκατάπια και την πλησίασα, περνώντας τα χέρια μου γύρω από τη μέση της. Πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια την αγκάλιαζα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top