Άτιτλο κεφάλαιο 4
Η Αργυρώ καθόταν στη πολυθρόνα του σαλονιού της και έπλεκε ένα κασκόλ. Ξαφνού θυμήθηκε το συμβάν που της τριβέλιζε το μυαλό και σε διάφορες άλλες στιγμές της καθημερινότητας της εκεί που θεωρούσε πως θα κατάφερνε να το ξεχάσει. Το περιστατικό είχε να κάνει με την επίσκεψη της στο σπίτι της Γιουστίνης την μέρα που πήγε στο Ναύπλιο για να πραγματοποιήσει τα ψώνια στη λαική.
Δεν είχε αναφέρει τίποτα στον Αντώνη την ώρα που ο νέος την μετέφερε πίσω στον οικισμό, γιατί δεν ήθελε να τον κάνει να νιώσει άσχημα για τη μητέρα του και να πυροδοτήσει άθελα της πιθανό καυγά μεταξύ τους. Η συζήτηση που είχε με τη Γιουστίνη πάντως παραλίγο να καταλήξει σε καυγά στη δική της περίπτωση.
Πίστευε πως μετά από πολλά χρόνια η γυναίκα θα την αντιμετώπιζε πιο ζεστά και μαλακά έστω και αν δεν κατάφερνε να τη δει σαν φίλη. Το χώνεψε όμως προ πολλού, οι πλούσιοι και οι φτωχοί δεν μπορούν να κάνουν στενή παρέα αφού είναι από άλλη πάστα.
Τα λόγια της Γιουστίνης ειπώθηκαν με πλείστη κακία και προσβολή. Με το που την είδε στη πόρτα την ρώτησε έντρομη κατάμουτρα: "πως μπορείς και έρχεσαι μέχρι το σπίτι μου;"
"Μην μου μιλάτε έτσι κυρία Γιουστίνη ήρθα για σοβαρό λόγο μέχρι εδώ."
" Να φύγεις γρήγορα δεν έχω τίποτα να κουβεντιάσω μαζί σου! Κλέφτρα, αλήτισσα!"
" Γιατί μου φέρεστε τόσο εχθρικά, έλεος δεν αντέχω τις προσβολές σας! Ακόμα με κατηγορείτε για τη κλοπή του βραχιολιού;"
" Ναι νόμιζες πως θα ξεχάσω τέτοιο παράπτωμα; Κανονικά έπρεπε να σε καταγγείλω για να σε χώσουν στη φυλακή αλλά με έπεισε ο άνδρας μου να σε λυπηθώ γιατί λόγω της φτώχειας σου δεν θα μπορούσες να πληρώσεις δικηγόρους να σε υπερασπιστούν και ο γιος σου θα ρεζιλευόταν και δεν θα είχε που να κρυφτεί εφόσον θα γινόταν δακτυλοδεικτούμενος.
" Δεν είμαι εγώ η κλέφτρα του τόσο πολύτιμου βραχιολιού σου. Η αλήθεια μαθεύτηκε πριν λίγο καιρό από τα χείλη του γιου μου, ομολόγησε πως εκείνος έκλεψε το κόσμημα για να το πουλήσει στη μαύρη αγορά γιατί υποσχέθηκαν να του εξασφαλίσουν εκατομμύρια.
Φυσικά μόλις το έμαθα, του ζήτησα να πάει αμέσως σε σένα και να αποκαλύψει την ενοχή του αλλά με παράκουσε. Για αυτό ήρθα εγώ και ελπίζω τώρα που σου είπα την αλήθεια, να πάψεις να με εχθρεύεσαι τόσο."
" Ώστε ο γιος σου το έκανε; Θεέ μου δεν πήγε το μυαλό μου σε αυτόν παρόλο που δούλευε την ίδια εποχή με σένα ως πρακτικάριος νοσηλευτής. Τι άτυχη ήμουν που έπρεπε να διακομιστώ στο νοσοκομείο όπου εσείς δουλεύατε. Να ξέρεις πως δεν αλλάζει η γνώμη μου για σένα ακόμα και αν δεν είσαι εσύ η κλέφτρα του κοσμήματος.
Δεν θέλω να σε ξαναδώ ούτε εσένα ούτε τον γιο σου. Μην τυχόν και ξανάρθεις στη πόρτα μου γιατί δεν ξέρω τι θα κάνω πάνω στα νεύρα μου! Φύγε Αργυρώ!" της είπε σε έντονα δυσμενή ύφος.
"Ούτε τώρα δεν έχω το δικαίωμα να δεχτώ ένα ευχαριστώ για το ότι σε θεράπευσα και σε βοήθησα να αναρρώσεις. Είσαι πολύ άδικη και αχάριστη μαζί μου αλλά δυστυχώς έτσι θα είσαι και με άλλους ανθρώπους." είπε απογοητευμένη η ηλικιωμένη και μην έχοντας διάθεση να συνεχίσει να της απευθύνεται στον πληθυντικό.
" Σταμάτα, δεν θα σε ακούσω άλλο, φύγε!" ύψωσε τον τόνο της φωνής της η Γιουστίνη.
Η συζήτηση έληξε πολύ άσχημα και η Αργυρώ νόμιζε πως θα την ξεχνούσε αλλά κατάλαβε πως οι άσχημες αναμνήσεις δεν λησμονιούνται με το έτσι θέλω..
Ο Θεοδόσιος και η Ρένα περπατούσαν σε ένα πανέμορφο δρομάκι το οποίο περιστοιχιζόταν από πλάτανους και ανθισμένες αμυγδαλιές στα δέντρα. Αυτά πρόσφεραν σκιά και ήταν ότι καλύτερο για μια τόσο ζεστή ανοιξιάτικη μέρα όπως η σημερινή. Ο μεσήλικας υπέδειξε στην κόρη του να τον περιμένει σε μια μεριά μιας και δεν θα αργούσε πολύ, θα πήγαινε να πιει νερό απ΄ τη πηγή που βρισκόταν λίγο πιο βαθιά στο πάρκο.
Η Ρένα παρατηρούσε γύρω της μέχρι που βαρέθηκε και άρχισε να κοιτά μόνο σε μια ευθεία. Εκείνη την ώρα, ο Αντώνης πραγματοποιούσε τον δικό του περίπατο και πρόσεξε την κοπέλα που βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά του. Στύλωσε το βλέμμα του στη μεριά της και εκείνη τον είδε λίγο πιο μετά, όταν άρχιζε να νιώθει έντονα το βλέμμα κάποιου χωρίς να είναι σίγουρη.
Επιβεβαιώθηκε και μάλιστα αναγνώρισε στο πρόσωπο του τον νεαρό που είδε μέσα από το ακριβό αμάξι στο δρόμο μερικές βδομάδες πριν.
Ο Αντώνης την αναγνώρισε εξίσου γρήγορα και ένιωσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά. Της χάρισε το ίδιο χαμόγελο το οποίο είχε χαρακτεί στη μνήμη της από την πρώτη φορά που τον κοίταξε. Το κορίτσι αισθάνθηκε άβολα όπως τη προηγούμενη φορά, δεν ήξερε πως να φερθεί αλλιώς και αφού δεν γινόταν να τον κοιτάζει συνέχεια χαμήλωσε το κεφάλι της σεμνά.
Η στιγμιαία βλεμματική επαφή διακόπηκε απότομα με το που επανεμφανίστηκε ο πατέρας της κοπέλας. Παρότι δεν πρόσεξε την κόρη του να κοιτάζει τον Αντώνη, της ζήτησε σε αυστηρό τόνο να απομακρυνθούν για να πάρουν το δρόμο της επιστροφής.
Ο Θεοδόσιος πίστευε πως θα συνέχιζε να ξεκουράζεται το επόμενο μισό της ημέρας ξεφυλλίζοντας εφημερίδες ή μελετώντας τη ποιητική συλλογή του Εμπειρίκου. Διαψεύστηκε, καθώς ένα επίμονο τηλεφώνημα τον ανάγκασε να αφήσει στην άκρη το διάβασμα και να το σηκώσει. Όπως σωστά υπέθετε, τον καλούσε ένας έμπιστος συνεργάτης του από το εργοστάσιο.
Τον ενημέρωσαν για μια μηχανική βλάβη που είχε σαν αποτέλεσμα να επηρεάσει την παραγωγή και να την καθυστερήσει αρκετή ώρα επειδή η ζημιά δεν ήταν εύκολα διαχειρίσιμη. Δήλωσε πως θα ερχόταν γρήγορα για να μάθει περισσότερα και να βοηθήσει αν χρειαζόταν, έκλεισε το τηλέφωνο, φόρεσε ένα παλτό και βγήκε από την οικία του...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top