Άτιτλο κεφάλαιο 3

  Η Αργυρώ περπατούσε με μια σακούλα γεμάτη λαχανικά όταν σταμάτησε στη πλατεία Καποδίστρια περιφέροντας το κεφάλι της προς διάφορες μεριές. Η Ρένα που γύριζε εκείνη την ώρα στο σπίτι την είδε και πήγε αμέσως κοντά της για να μιλήσουν.

"Γεια σας κ. Αργυρώ τι ωραία που σας βλέπω." της είπε χαρωπά και τρυφερά.

" Γεια σου κορίτσι μου πως είσαι;"

"Γυρίζω στο σπίτι, είχα σχολείο και πριν κανά μισάωρο σχόλασα. Εσείς για δουλειές ήρθατε μέχρι εδώ ;

"Ναι ήρθα για να ψωνίσω μαρούλια, κουνουπίδια και καρότα από τη λαική αγορά, επισκέφτηκα μια ξαδέλφη μου που είχα καιρό να τη δω και τώρα πήγαινα να καθίσω στο παγκάκι να ξεκουραστώ. Με το πρωινό και μοναδικό λεωφορείο του οικισμού μεταφέρθηκα μέχρι εδώ"

" Και τώρα πως θα γυρίσετε αφού δεν έχει άλλα δρομολόγια;" ρώτησε η Ρένα γουρλώνοντας σχεδόν τα μάτια της με απορία και αγωνία.

"Κανόνισα με τον γιο μιας φίλης να με γυρίσει με το αμάξι. Τι να κάνω, δεν ήταν σημαντική η λαική αλλά η επίσκεψη στην αγαπημένη μου ξαδέλφη επιβαλλόταν. Για αυτό έκανα τόσο δρόμο."

"Αν ο μπαμπάς μου δεν εργαζόταν στη βιομηχανία τώρα θα προσφερόταν να σας πάει εκείνος με το αυτοκίνητο του στο σπίτι σας."

"Καταλαβαίνω αλλά δεν πειράζει έτσι και αλλιώς συμφώνησα ήδη με το νεαρό και όπου να' ναι έρχεται, δεν θα αργήσει πολύ, θέλω να πιστεύω. Μου έκανε καλό που σε είδα κορίτσι μου, καλό σου μεσημέρι."

"Επίσης" η Ρένα έκανε μεταβολή προς την κατοικία της και μόλις δέκα λεπτά αργότερα εμφανίστηκε ο Αντώνης στη πλατεία. Η μοίρα δεν κατέστησε τυχερό να συναντηθούν και να γνωριστούν οι δύο νέοι τούτη τη φορά αλλά θα υπήρχαν άλλες ευκαιρίες που εκείνοι δεν θα φανταζόντουσαν με τίποτα.

   Ο  Αγαθοκλής προσαρμόστηκε γρήγορα στη ζωή της μικρής πόλης και ανακάλυπτε με το καιρό πως η Αθήνα του έλειπε όλο και λιγότερο. Η επιχείρηση του σημείωνε επιτυχία και δεν αμφέβαλλε ότι θα τα κατάφερνε παρά τη σχετικά πρόσφατη μετακόμιση του. Πουλούσε υφάσματα κυρίως για σεντόνια, κουρτίνες και ταπετσαρίες όμως διέθετε και ελάχιστα τεχνικά.

'Ενα απόγευμα, τον επισκέφθηκε στο μαγαζί του ένας πελάτης που δεν περίμενε και αιφνιδιάστηκε ευχάριστα.

"Καλησπέρα Αγαθοκλή"

"Κύριε Θεοδόσιε πως είστε, η αλήθεια είναι πως δεν μπορούσα να μην νιώσω έκπληξη με το που διαβήκατε την είσοδο του μαγαζιού μου. Μετά την πρώτη γνωριμία μας που έληξε δυσάρεστα, θεωρούσα πως θα αλλάζετε μονοπάτι όποτε τυχαίνει να με συναντάτε στο κέντρο της πόλης."

" Δεν υπάρχει λόγος να το κάνω, έτσι και αλλιώς μπορεί να χρειαστώ τη συμβουλή σου στην επιλογή υφάσματος για την καινούρια μου τραπεζαρία."

" Είμαι ο κατάλληλος στις συμβουλές, δεν θα βρείτε καλύτερο! Κοιτάξτε έχω κατηγοριοποιήσει τα υφάσματα στις δύο πλευρές του μαγαζιού, στη μία θα δείτε μόνο τα παραδοσιακά κατάλληλα για επίπλωση, ενώ στην άλλη τα τεχνικά δηλαδή ιατρικά και συνθετικά."

" Διαθέτεις ευρεία γκάμα, είμαι εντυπωσιασμένος. Ειδικά τα σατέν, τα ζακάρ γκρι και τα μπεζ είναι εκείνα που κερδίζουν περισσότερο την προσοχή μου. Επειδή όμως θέλει λίγο παραπάνω σκέψη και κουβέντα για να σιγουρευτώ πως έκανα την ορθή επιλογή, μάλλον θα περάσω δεύτερη φορά στο μαγαζί την επόμενη βδομάδα"

" Όπως θέλετε, αν επιτρέπεται εσείς με τι επάγγελμα ασχολείστε κύριε Θεοδόσιε;"

" Είμαι διευθυντής του τμήματος προσωπικού στο εργοστάσιο γαλακτοκομικών προιόντων"

" Έξοχα, έχετε σύζυγο, παιδιά,"

" Μια μοναχοκόρη τη Ρένα. Εσύ είσαι παντρεμένος;"

" Μπορεί να ακουστεί κάπως αλλά όχι... ακόμα! Γεροντοπαλίκαρο με φώναζαν φίλοι και γνωστοί στο Βύρωνα, περίεργο έτσι; Όλα άλλαξαν όμως όταν γνώρισα την δεύτερη αγάπη μου, την λατρεία μου, το ηλιόλουστο φως μου πριν λίγο καιρό.

Η ναυπλιώτισσα Μίρκα με έκανε να αναθεωρήσω πολλά πράγματα τώρα στα σαραντατρία μου χρόνια και αποφάσισα, αφού τώρα βρέθηκε η ιδανική γυναίκα να πράξω τίμια ενώνοντας τη ζωή μου μαζί της. Θα παντρευτούμε σε λίγους μήνες!" Ο Θεοδόσιος αναστέναξε στο άκουσμα των ρομαντικών χαρακτηρισμών του Αγαθοκλή.

" Αχ Αγαθοκλή, δεν είναι τυχαίο που επέλεξαν το όνομα αυτό για σένα. Είσαι αγαθός και ονειροπόλος σε ύψιστο βαθμό! Δεν υπάρχει ιδανική γυναίκα, ούτε πρέπει να την παρομοιάζεις με τόσα κοσμητικά επίθετα και ρομαντικούς χαρακτηρισμούς."

" Γιατί αμφιβάλλετε; Για όλους μας υπάρχει το άλλο μισό, η γυναίκα εκείνη που θα μας ταρακουνήσει με τη θυελλώδη παρουσία της..."

" Να χαρείς σε παρακαλώ μην συνεχίζεις" τον ικέτεψε ο Θεοδόσιος πράγμα που δεν συνήθιζε ποτέ μέχρι τώρα και να που όμως βρέθηκε αυτό το άτομο που τον ωθούσε με τα λεγόμενα του.

" Εσείς δεν είστε παράφορα ερωτευμένος με τη σύζυγο σας;"

" Η σύζυγος μου έχει πεθάνει πριν εννιά χρόνια". Ο Αγαθοκλής πρόσεξε πως ο άνδρας αυτός όταν ανέφερε το θάνατο της γυναίκας του, ήταν ιδιαίτερα ψυχρός και άπονος ενώ άλλοι στη θέση του θα μόρφαζαν συγκινημένοι ελαφρώς καθώς ο θάνατος τόσου σημαντικού ανθρώπου στη ζωή τους τους συνέτριβε όσα χρόνια και αν περνούσαν.

" Λυπάμαι αλλά όσο ζούσε φαντάζομαι σίγουρα θα βιώσατε τρυφερές, στοργικές στιγμές"

" Δεν προλάβαμε διότι ήμουν υπερβολικά προσκολλημένος στη δουλειά μου. Ας είναι, δεν πειράζει, δεν θέλω να μιλώ για ανθρώπους που δεν έχουν πια θέση στη ζωή μου. Καλό απόγευμα Αγαθοκλή"

Ο έμπορος έμεινε άφωνος στη θέση του μετά την τελευταία σοκαριστική δήλωση του Θεοδόσιου. Κάτι άλλο συνέβαινε, αποκλείεται να αφιέρωνε χρόνο μόνο στη δουλειά του και όχι στη γυναίκα του.

Έπειτα από πολλή σκέψη κατέληξε στην πιθανότητα να είχε συμβεί κάτι άσχημο που έφερε ρήξη στη σχέση τους για αυτό ο Θεοδόσιος επηρεάστηκε τόσο που αντιμετώπισε τον θάνατο της ψύχραιμα σαν να μην αφορούσε τη μητέρα του παιδιού του αλλά μία άγνωστη. Οπως και να είχε ήταν ανατριχιαστικό στο πόσο εύκολα μπορεί να σκληρύνει ένας άνθρωπος.

 Το ίδιο βράδυ, ο Θεοδόσιος δυσκολευόταν να κοιμηθεί και ας είχαν κλείσει τα βλέφαρα του εδώ και ώρα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε στο σαλόνι κρατώντας ένα ποτήρι νερό.

Οι εφιάλτες δεν ξεπεράστηκαν ποτέ και ας κατάφερνε να το παίζει ατάραχος και να μην δείχνει ότι δεν ήταν εντελώς αναίσθητος στην ανυποψίαστη κόρη του. Επιπλέον έφταιγε η συζήτηση με τον έμπορο μερικές ώρες πριν, του ξύπνησε άθελα του εικόνες του παρελθόντος που είχε θάψει μέχρι πρότινος καλά στο μυαλό του. 

  Με τη γυναίκα του ζούσαν μια συνηθισμένη, απλή ζωή και μπορεί ο ίδιος να ήταν υπερβολικά εργατικός όμως δεν απέφευγε τις στιγμές τρυφερότητας όποτε γύριζε στο σπίτι μετά τη δουλειά. Φαίνεται πως η γυναίκα του δεν τις θεωρούσε αρκετές και συσσώρευε την απογοήτευση της για το γεγονός που δεν μπορούσε να γίνει αυτό που εκείνη ονειρευόταν: συναισθηματικός  και ρομαντικός.

Το χάσμα ανάμεσα στο αντρόγυνο ενέτεινε η απροσδόκητη εμφάνιση του Άρη, φίλου του Θεοδόσιου. 

  Βράδυ φθινοπώρου ήταν που σημάδεψε τη άλλοτε τακτοποιημένη ζωή του Θεοδόσιου. Πήγε σε ένα εστιατόριο εκτός Ναυπλίου για επαγγελματικό δείπνο, αλλά κατέφτασε νωρίτερα από όλους τους συναδέλφους του όντας αυστηρός και ακριβής στις συναντήσεις του.

Μόλις στάθηκε στην αίθουσα του πολυτελούς εστιατορίου αναζητώντας το τραπέζι που του υπέδειξε ο υπάλληλος της υποδοχής, δεν περίμενε να έρθει αντιμέτωπος με θέαμα ικανό να του παγώσει την κυκλοφορία του αίματος. Δυστυχώς το αντίκριζε ζωντανά και δεν  μπορούσε να κάνει τίποτα για να ανατρέψει την εικόνα. Η γυναίκα του χόρευε αγκαλιά με τον καλύτερο του φίλο Άρη.

  Ο πιανίστας έπαιζε ένα μελωδικό, ρομαντικό κομμάτι παρακινώντας πολλά ζευγάρια στην αίθουσα να χορέψουν με νωχελικό ρυθμό. Ένα απ' τα ζευγάρια ήταν αυτό του Άρη και της Ελένης. Οι δύο τους κοιτάχτηκαν στα μάτια μια στιγμή τόσο έντονα που δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στην επιθυμία που 'γεννήθηκε' και τους καλούσε 'επιτακτικά' να μην την παραβλέψουν. Έτσι φιλήθηκαν έντονα.

Μόλις χωρίστηκαν τα χείλη τους, είδαν τον Θεοδόσιο να στέκεται αρκετά βήματα μακριά απ' εκείνους κοιτάζοντας τους προσεκτικά. Ήταν η σειρά τους να παγώσουν και να παραλύσουν απ' το σοκ.  Ο Θεοδόσιος έφυγε γρήγορα από το εστιατόριο, διότι ένιωθε πως αν στεκόταν λίγο ακόμη εκεί θα έχανε εντελώς το οξυγόνο του. Έξω στο μεταξύ είχε ξεσπάσει μια δυνατή βροχή που συνοδευόταν από καταιγίδες.

Κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο του παρόλο που το πάρκαρε σε μακρινή απόσταση και δεν τον πείραξε καθόλου το ότι είχε μουσκευτεί το άψογα ραμμένο του πουκάμισο. Η βροχή ήταν το τελευταίο πράγμα για το οποίο θα έδινε σημασία ύστερα από τέτοιο θέαμα. Δεν πίστευε αυτό που ζούσε, η γυναίκα του να τον απατά με τον καλύτερο του φίλο. Άραγε πόσο καιρό έπαιζαν το βρώμικο παιχνίδι πίσω απ΄ τη πλάτη του;

   Όταν γύρισε στο σπίτι και έπαψε να συλλογίζεται, πήγε στο δωμάτιο της τότε εννιάχρονης Ρένας και τη παρατήρησε από τη μισάνοιχτη πόρτα χωρίς να μπει. Έπαιζε με δύο λούτρινες κούκλες και χαμογελούσε λάμποντας με ευτυχία. Αμέσως ο Θεοδόσιος συνειδητοποίησε πως μόνο η κόρη του μετρούσε για αυτόν πλέον.

To κοριτσάκι δεν έφταιγε σε τίποτα να πληρώνει τις αμαρτίες της μητέρας του, για αυτό θα φρόντιζε να απομακρύνει την Ελένη και δεν θα την άφηνε να βλέπει ποτέ την κόρη της. Η τιμωρία ήταν πολύ βαριά, αλλά της άξιζε μετά από αυτά που έκανε. Η Ελένη έντρομη δεν δεχόταν να μην βλέπει το παιδί της έστω και ελάχιστες φορές την εβδομάδα αλλά τα παρακάλια της συνοδευόμενα με κλάματα και υστερίες δεν έπεισαν τον άνδρα της.

Μια βδομάδα μετά δεν του περνούσε απ΄το μυαλό αυτό που θα συνέβαινε.

 Η Ελένη βρέθηκε με τον Άρη στο σπίτι του για να του πει ότι ο παράνομος έρωτας τους ήταν λάθος και το κατάλαβε όταν έχασε την κόρη της, επειδή της απαγόρεψε να την βλέπει ο Θεοδόσιος. Η επίπτωση που είχε ο εξωσυζυγικός τους δεσμός ήταν δυσάρεστη. Αφού φιλήθηκαν και αγκαλιάστηκαν για τελευταία φορά ο Άρης προσφέρθηκε να τη γυρίσει με το αμάξι του καθώς έμενε έξω από τη πόλη στο πατρικό των γονιών της μετά τον χωρισμό της.

Η δυνατή νεροποντή στάθηκε επικίνδυνη για εκείνους, καθώς ο Άρης μην μπορώντας να διακρίνει τον δρόμο εξαιτίας του θολού τζαμιού του αυτοκινήτου έχασε τον έλεγχο της οδήγησης και αυτό που ακολούθησε σαν να ήταν προδιαγραμμένο και κανείς δεν μπορούσε να το αποτρέψει.

  Ο Θεοδόσιος ειδοποιήθηκε την επόμενη μέρα για το θανατηφόρο τροχαίο που κόστισε τη ζωή στην Ελένη και τον εραστή της. Τα συναισθήματα του ήταν ανάμεικτα. Αφενός αισθάνθηκε στεναχώρια, αφετέρου μια άγρια χαρά σαν να πήρε η μοίρα εκδίκηση για το αμάρτημα της γυναίκας του. Δεν έδειξε αυτό το συναίσθημα ωστόσο στη κόρη του, διότι δεν ήταν σωστό και υποκρίθηκε πως πενθούσε με ψεύτικα δάκρυα και αυτός.

Τώρα  μέριμνα του θα ήταν το μεγάλωμα της που έπεφτε αποκλειστικά ως ευθύνη στους δικούς τους ώμους. Οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης τον αποκαλούσαν χήρο που έφερε τη θλίψη του φθινοπώρου. επειδή τα δύο γεγονότα που τον σημάδεψαν ολοκληρωτικά- η απιστία της συζύγου του και ο θάνατος της- έγιναν την συγκεκριμένη εποχή.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top